1. Θέση και περιβάλλον
Η Μήλος βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο των Κυκλάδων, σε απόσταση 86 ναυτικών μιλίων από τον Πειραιά. Το σχήμα της είναι ακανόνιστο. Το μήκος της από βορρά προς νότο φτάνει τα 11,2 χλμ., ενώ από ανατολή προς δύση τα 17,6 χλμ. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο κλειστός όρμος στο βόρειο τμήμα του νησιού. Εισδύει περίπου 5,5 ναυτικά μίλια προς τα νοτιοανατολικά και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κόλπος της Ελλάδας. Το έδαφός της είναι κυρίως ορεινό με υψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία, που φτάνει τα 751 μ. Τα λιγοστά πεδινά εδάφη βρίσκονται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού.
Η Μήλος είναι ηφαιστειογενές νησί και βρίσκεται στο ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου. Υπάρχουν δύο ανενεργά ηφαίστεια, της Φυριπλάκας στο κεντρικό τμήμα του νησιού και του Τράχηλα στο βορειοδυτικό. Το πρώτο διαθέτει κρατήρα διαμέτρου 1.700 μ. και έχει ύψος 220 μ. Υπάρχουν όμως πηγές αερίων, κυρίως στο ανατολικό και στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, τόσο επίγειες όσο και υποθαλάσσιες. Η γεωλογική αυτή δραστηριότητα έχει και πρακτικό αντίκτυπο, καθώς η ΔΕΗ εγκατέστησε στη Μήλο γεωθερμοηλεκτρική μονάδα, η οποία καλύπτει μέρος των αναγκών του νησιού σε ηλεκτρική ενέργεια. Στην ηφαιστειακή δραστηριότητα οφείλεται και η ύπαρξη εναλίων σπηλαίων εξαιρετικού κάλλους, όπως η Σμαραγδένια Σπηλιά, το Κλέφτικο και τα Παπάφραγκα. Το έδαφος είναι εύφορο και παράγει εσπεριδοειδή, κηπευτικά, δημητριακά, ελιές και σύκα.
(Παύλος Καρβώνης)
2. Πανίδα – Η οχιά της Μήλου
Στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Mήλου συναντιούνται πολλά ενδημικά είδη και υποείδη ερπετών, δηλαδή είδη που δεν συναντιούνται σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Η οχιά της Μήλου (Macrovipera schweizeri) είναι ένα από αυτά, αλλά και η γουστέρα της Μήλου (Podarcis milensis), παρότι είναι πολύ συνηθισμένο είδος σαύρας στο νησί, είναι ενδημική.
Η γραμμωτή νεροχελώνα (Mauremys rivulata) επιβιώνει μόνο στην περιοχή της Αχιβαδόλιμνης όπου έχουν παρατηρηθεί ελάχιστα άτομα, ενώ το ενδημικό υποείδος του νερόφιδου (Natrix natrix schweizeri) είναι πολύ σπάνιο στο νησί. Ενδημικό είναι και το υποείδος της τρανόσαυρας (Lacerta trilineata hansschweizeri). Ο κυρτοδάκτυλος (Cyrtopodion kotschyi), ο αβλέφαρος (Ablepharus kitaibelii) και το σαμιαμίδι (Hemidactylus turcicus) είναι κοινά είδη σαυρών στο νησί. Δύο ακόμα είδη φιδιών υπάρχουν στη Μήλο, το αγιόφιδο (Telescopus fallax), το οποίο είναι πιθανώς το πιο κοινό είδος φιδιού στην περιοχή, καθώς και το σπιτόφιδο (Elaphe situla), που συνήθως βρίσκεται σε αγροτικές εκτάσεις.
Η οχιά της Μήλου συναντάται μόνο στη Μήλο (όπου βρίσκονται και οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί), τη Σίφνο, την Κίμωλο, καθώς και την Πολύαιγο. Μέχρι πρόσφατα περιλαμβανόταν στο είδος Vipera lebetina, το οποίο έχει ευρεία εξάπλωση στη Βόρεια Αφρική και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, από την Τουρκία και την Κύπρο μέχρι το Κασμίρ. Η γεωγραφική απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών πιστεύεται ότι φτάνει τα 5 εκατ. χρόνια, οπότε οι διαφορές που αναπτύχθηκαν μεταξύ αυτών των πληθυσμών οδήγησαν τους επιστήμονες στο να την κατατάξουν σε ξεχωριστό είδος.
Η οχιά της Μήλου φέρει 23 σειρές ραχιαίων φολίδων στο μέσον του σώματος και είναι μικρών διαστάσεων· τα ενήλικα άτομα δεν ξεπερνούν το 1 μ. και συνήθως έχουν μήκος που σπάνια ξεπερνάει τα 85 εκ. Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι ότι παρουσιάζει ποικιλοχρωμία. Συνήθως έχουν γκριζοκαφετί ή γκριζοκίτρινο χρώμα, με ανοιχτόχρωμα σχέδια σε καφετιά ή κιτρινωπή απόχρωση, αλλά στη Μήλο συναντώνται και μονόχρωμα άτομα με κόκκινο χρωματισμό, ο οποίος μπορεί να είναι από πορτοκαλί μέχρι κεραμιδί.
Ζευγαρώνει την άνοιξη και γεννά από 4-13 αυγά, συνήθως 7-11. Τα νεαρά άτομα τρέφονται κυρίως με σαύρες και ασπόνδυλα, ενώ τα ενήλικα με πουλιά, τρωκτικά και σαύρες.
Δυστυχώς η οχιά της Μήλου απειλείται με εξαφάνιση και οι λόγοι είναι πολλοί. Η υποβάθμιση και καταστροφή του βιοτόπου της όμως αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το είδος. Στη μείωση του πληθυσμού έχουν συμβάλλει οι συλλέκτες, που λόγω της σπανιότητας του είδους συνέρρευσαν από όλο τον κόσμο. Τέλος, η αύξηση των τροχοφόρων έχει σαν αποτέλεσμα το θάνατο πολλών εκπροσώπων του είδους.
Η οχιά της Μήλου είναι προστατευόμενο είδος σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (Π.Δ. 67/1980 Φ.Ε.Κ. 23/30.1.1981) και απαγορεύεται η σύλληψη, η κατοχή, η θανάτωσή της καθώς και το εμπόριο ζωντανών ή νεκρών ατόμων. Προστατεύεται επίσης με βάση τις Συμβάσεις Ουάσιγκτον και Βέρνης. Στην Κοινοτική Οδηγία 92/43, αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΙ ως είδος πρώτης προτεραιότητας που απαιτεί αυστηρή προστασία, δηλαδή περιλαμβάνεται στην ίδια κατηγορία ειδών, από άποψη προστασίας, με την αρκούδα, τη μεσογειακή φώκια και τη θαλάσσια χελώνα καρέτα-καρέτα.
Η οχιά της Μήλου αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο φυσικής κληρονομιάς, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα του νησιού. Παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης αυτών των νησιωτικών πληθυσμών από τους κοντινότερους συγγενείς τους στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο.
(Μαρία Δημάκη)
3. Ιστορία
3. 1. Προϊστορία
Η ανθρώπινη παρουσία στη Μήλο τεκμηριώνεται από το β΄ μισό της 8ης χιλιετίας π.Χ. (Μεσολιθική περίοδος). Εγκαταστάσεις για εξαγωγή οψιανού υπήρχαν ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, στις θέσεις Νύχια και Δεμεναγάκι. Κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3300-2000 π.Χ.) αναπτύσσονται εγκαταστάσεις στο Χάλακα, στον Πηλό, τη Φυλακωπή και αλλού. Ο πρώτος οργανωμένος οικισμός της Φυλακωπής χτίζεται γύρω στο 2200 π.Χ. Το 2000 π.Χ. ο οικισμός τειχίζεται, οργανώνεται σε οικοδομικά τετράγωνα και αποκτά οδικό και αποχετευτικό δίκτυο. Η πόλη καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε γύρω στα 1550 π.Χ., γνώρισε μια νέα καταστροφή το 1400 π.Χ. και εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 11ο αι. π.Χ.
(Παύλος Καρβώνης)
3. 1. 1. Ο οψιανός της Μήλου
Το όνομα του οψιανού (παλαιότερα «οψιδιανός») προέρχεται από το λατινικό obsidianus. Πρόκειται για σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα με υαλώδη μορφή και στιλπνό μαύρο χρώμα. Λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών του (σκληρό πέτρωμα με οξείες και κοφτερές ακμές κατόπιν επεξεργασίας) αποτέλεσε, κυρίως κατά τη Νεολιθική εποχή, προσφιλή πρώτη ύλη για κατασκευή εργαλείων (π.χ. λεπίδες) και όπλων (π.χ. αιχμές βελών).
Στον ελλαδικό χώρο κοιτάσματα αυτού του πετρώματος βρίσκονται μόνο στο ηφαιστειογενές νησί της Μήλου και στο μικρό νησί Γυαλί, δίπλα στη Νίσυρο. Τα προϊόντα των κοιτασμάτων κάθε νησιού είναι διακριτά από τους γεωλόγους, οπότε γίνεται εύκολος ο εντοπισμός της προέλευσης ενός αρχαιολογικού ευρήματος.
Δείγματα εργαλείων και απορρίμματα επεξεργασίας πυρήνων οψιανού βρέθηκαν στο σπήλαιο Φράγχθι, στην Αργολίδα, σε στρώμα που χρονολογείται στην 11η χιλιετία π.Χ. (Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος). Επίσης, στο ίδιο σπήλαιο εντοπίστηκαν εργαλεία που χρονολογούνται κατά τη Μεσολιθική περίοδο (περίπου 7250 π.Χ). Κατόπιν αναλύσεων αποδείχτηκε ότι πηγή του πετρώματος είναι η Μήλος. Έτσι, τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν την αρχαιότερη μαρτυρία για ναυσιπλοΐα στην Ανατολική Μεσόγειο και για την ανθρώπινη παρουσία στη Μήλο και τις Κυκλάδες γενικότερα, ήδη από το τέλος της Παλαιολιθικής περιόδου.
Έπειτα από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή στη Μήλο στο τέλος του 19ου αιώνα, εντοπίστηκαν δύο περιοχές εξόρυξης του πετρώματος: η θέση Νύχια, ένας λόφος στα δυτικά του Αδάμαντα, του σύγχρονου λιμανιού του νησιού, και το Δεμενεγάκι, στα δυτικά του νησιού. Κατώτερης ποιότητας φλέβα εντοπίστηκε στην περιοχή Μανδράκια, όπου όμως δεν εμφανίζονται σημάδια εξόρυξης και χρήσης, μάλλον λόγω ακαταλληλότητας του πετρώματος για την κατασκευή όπλων και εργαλείων.
Ο μηλιακός οψιανός χρησιμοποιήθηκε στον αιγαιακό χώρο στα προϊστορικά χρόνια, ενώ δεν έχει διαπιστωθεί η εξαγωγή του στα Βαλκάνια, στη δυτική Μεσόγειο ή την κεντρική Ευρώπη, όπου κυκλοφορούσε το αντίστοιχο προϊόν από τα Καρπάθια όρη. Η χρήση του στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται κυρίως μέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1200/1100 π.Χ.) και παρακμάζει έντονα κατά τους Κλασικούς χρόνους (5ος-4ος αι. π.Χ.).
Παλαιότερη θεωρία συνδέει την εκμετάλλευσή του, την εξόρυξη και το εμπόριο, με τη μεγάλη ακμή και ευημερία του προϊστορικού οικισμού της Φυλακωπής της Μήλου και των κατοίκων της. Αντίθετα, ο C. Renfrew, ο τελευταίος ανασκαφέας του οικισμού, υποστηρίζει ότι είναι άτοπο να μιλάμε για οργανωμένη εκμετάλλευση και μονοπώλιο ενός προϊόντος σε τόσο πρώιμη περίοδο (Εποχή του Χαλκού).
(Φραγκούλα Γεώρμα)
3. 2. Αρχαιότητα
Μετά τον 11ο αι. π.Χ., νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο νησί, στην περιοχή Κλήμα, νότια της Πλάκας. Κατά τη Γεωμετρική περίοδο (10ος-8ος αι. π.Χ.) η Μήλος ήταν κέντρο παραγωγής κεραμικής και μικροτεχνίας. Κατά τα περσικά, οι Μήλιοι συμμετείχαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αντίθετα από τα άλλα κυκλαδονήσια, η Μήλος, σύμμαχος της Σπάρτης, αρνήθηκε τη συμμετοχή στη Δηλιακή Συμμαχία, ενώ όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος οι Μήλιοι παρέμειναν ουδέτεροι. Οι Αθηναίοι, μη ανεχόμενοι τη στάση αυτή, συγκέντρωσαν κατά το 16ο έτος του πολέμου, το 416 π.Χ., 38 τριήρεις και 3.000 οπλίτες έξω από το νησί με σκοπό να υποχρεώσουν τους κατοίκους να συμμετάσχουν στη συμμαχία. Οι Μήλιοι αρνήθηκαν, οπότε οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί, θανάτωσαν τους άνδρες και πούλησαν ως σκλάβους τα γυναικόπαιδα. Την καταστροφή της Μήλου περιγράφει ο Θουκυδίδης, ο οποίος σε ένα διάλογο που έχει μείνει στην ιστορία παραθέτει την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών. Οι επιζώντες Μήλιοι επέστρεψαν μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.
Κατά την Ελληνιστική περίοδο η Μήλος ακολούθησε τις τύχες του , ενώ οι τέχνες και η οικονομία γνώρισαν άνθηση. Το 27 π.Χ. γίνεται ρωμαϊκή επαρχία και συνεχίζει να ακμάζει.
3. 3. Βυζαντινή και Νεότερη περίοδος
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η Μήλος εντάχθηκε στην επαρχία των νήσων του Αιγαίου πελάγους με έδρα τη Ρόδο. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της συνεχίστηκε. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Μήλος εντάχθηκε στο Δουκάτο της Νάξου, που ιδρύθηκε από το Μάρκο Σανούδο. Το 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα την κατέλαβε για λογαριασμό των Οθωμανών, όμως το νησί παρέμεινε για κάποιο διάστημα υπό τον έλεγχο της φραγκικής οικογένειας των Κρίσπι. Το 1566 παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς στον εβραίο διπλωμάτη Ιωσήφ Νάζι. Μετά το θάνατό του (1579) το νησί ενσωματώνεται στο διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ακμάζει λόγω προνομίων που του χορηγούνται. Το 17ο αιώνα η ακμή συνεχίζει λόγω και της διακίνησης των προϊόντων της πειρατείας, αλλά και λόγω της επίδοσης των Μηλίων στη ναυτιλία. Πρόξενοι ξένων δυνάμεων εγκαθίστανται στη Μήλο. Το 18ο αιώνα ο πληθυσμός μειώνεται, λόγω της μόλυνσης του περιβάλλοντος από την ηφαιστειακή δραστηριότητα της Σαντορίνης. Το 1771 η Μήλος κυριεύεται από τους Ρώσους και παραμένει στη διοίκησή τους έως το 1774, οπότε και επανέρχεται στην οθωμανική επικράτεια.
Κατά την Επανάσταση του 1821, η συνεχής παρουσία οθωμανικού στόλου στο νησί δυσχέρανε τη συμμετοχή στον Αγώνα. Όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες, η Μήλος εντάχθηκε το 1830 στο ελληνικό κράτος. Το 19ο αιώνα η ανάπτυξη του νησιού ήταν ραγδαία, λόγω του λιμανιού και του πλούσιου υπεδάφους. Μετά το 1835, Κρήτες πρόσφυγες κατέφυγαν στη Μήλο, ίδρυσαν τον Αδάμαντα και ενίσχυσαν τον πληθυσμό του νησιού. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 6 Μαΐου 1941, το νησί καταλήφθηκε από τους Γερμανούς μέχρι το τέλος του πολέμου. Στη συνέχεια, οι οικονομικές συνθήκες είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού λόγω μετανάστευσης στην Αθήνα και την Αμερική, κυρίως. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει έντονη τουριστική ανάπτυξη.
4. Η Αφροδίτη της Μήλου Η Αφροδίτη της Μήλου είναι ένα από τα διασημότερα πρωτότυπα αρχαία ελληνικά γλυπτά παγκοσμίως. Οφείλει το όνομά της στο νησί όπου ανακαλύφθηκε και φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, αποτελώντας ένα από τα σπουδαιότερα εκθέματά του. Το άγαλμα ανακαλύφθηκε στις 8 Απριλίου 1820 από έναν Έλληνα χωρικό, σε χώρο που ταυτίστηκε με το αρχαίο Γυμνάσιο της Μήλου. Κοντά έτυχε να βρίσκεται ο αξιωματικός του γαλλικού ναυτικού O. Voutier, ο οποίος κατάλαβε ότι επρόκειτο για έργο μεγάλης αξίας και ειδοποίησε το Γάλλο πρόξενο στη Μήλο. Τα νέα της ανακάλυψης έφτασαν στο Γάλλο πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη μαρκήσιο de Rivière, ο οποίος αγόρασε τελικά το έργο, έστω και υπό την πίεση που ασκούσε η παρουσία γαλλικού πολεμικού πλοίου στη Μήλο. Το άγαλμα προσφέρθηκε στο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄, ο οποίος το δώρισε αμέσως στο Λούβρο.
Πρόκειται για ένα μαρμάρινο άγαλμα ύψους 2,11 μέτρων και βάρους περίπου 900 κιλών. Το έργο αναπαριστά μια νεαρή γυναικεία μορφή. Ο κορμός της είναι γυμνός ενώ το ένδυμα καλύπτει τους γοφούς και τα πόδια της. Η μορφή στηρίζεται στο δεξί της πόδι, ενώ το αριστερό κάμπτεται προς τα εμπρός και αριστερά. Ο κορμός κάμπτεται και συστρέφεται, δίνοντας την εντύπωση της κίνησης, παρά το στατικό χαρακτήρα του αγάλματος. Το πρόσωπο είναι απαθές, αυστηρό και ευγενικό. Η ταύτιση του έργου με την Αφροδίτη στηρίζεται στην εικονογραφική του ομοιότητα με τις ασφαλώς αναγνωρισμένες αναπαραστάσεις της θεάς και, ενώ είναι μακράν η πιθανότερη, δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως βέβαιη. Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ίσως από Μικρασιάτη γλύπτη, και εγγράφεται στο κίνημα της αναβίωσης των αξιών της κλασικής τέχνης στα τέλη της Ελληνιστικής εποχής.
Σήμερα ένα γύψινο αντίγραφο της Αφροδίτης βρίσκεται στην είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μήλου, ενώ το σημείο εύρεσης του αγάλματος μνημονεύεται από μια μαρμάρινη επιγραφή.
5. Αρχαιολογικοί χώροι
Η Μήλος διαθέτει δύο οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους, τη Φυλακωπή, στην οποία γίνονται εργασίες διαμόρφωσης, και τις κατακόμβες. Αξίζει όμως να αναφερθούμε λίγο πιο αναλυτικά στην αρχαία πόλη της Μήλου. Ξεχωρίζουν τα ερείπια του τείχους του 4ου αι. π.Χ. και το Γυμνάσιο, που βρίσκεται πάνω από το Στάδιο. Η Αρχαία Αγορά εντοπίστηκε στη θέση Τρεις Εκκλησιές, όπου βρίσκεται και ένα παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο. Εκεί βρέθηκαν και ακρωτηριασμένα ρωμαϊκά αγάλματα, που υποδηλώνουν την ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ναού. Το σημαντικότερο και πιο καλοδιατηρημένο μνημείο της αρχαίας πόλης είναι αναμφίβολα το Θέατρο. Οικοδομήθηκε στην Ελληνιστική εποχή και ανακατασκευάστηκε στη Ρωμαϊκή περίοδο. Σήμερα είναι βεβαίως ορατή η ρωμαϊκή φάση με την ημικυκλική ορχήστρα. Τα εδώλια είναι μαρμάρινα. Η μορφή της σκηνής δεν είναι γνωστή αλλά τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη οδηγούν σε τύπους που συναντάμε στη Μικρά Ασία. Τέλος, μπορούμε να αναφέρουμε τις ρωμαϊκές κατοικίες που ανακαλύφθηκαν στο Κλήμα και στον Προβατά και κοσμούνταν με ψηφιδωτά δάπεδα και αγάλματα.
(Παύλος Καρβώνης)
5. 1. Φυλακωπή
Η Φυλακωπή αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς στο Αιγαίο, με μακρόχρονη ανασκαφική ιστορία. Γεωγραφικά τοποθετείται στο βόρειο τμήμα της Μήλου, από όπου μπορεί κανείς να εποπτεύσει όλη τη θαλάσσια περιοχή στα βόρεια του νησιού σε μεγάλη απόσταση. Σημαντικό τμήμα του οικισμού είχε κατακρημνιστεί στη θάλασσα ήδη από την Αρχαιότητα.
Αναφορές στο χώρο, που πήρε το όνομά του από το γειτονικό ομώνυμο χωριό, υπάρχουν από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ διάφοροι περιηγητές του 18ου αιώνα επισημαίνουν τη Φυλακωπή στις ταξιδιωτικές περιγραφές τους. Η συστηματική ανασκαφή ξεκίνησε το 1896 από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή.
Η αρχαιολογική έρευνα απέδωσε ίχνη κατοίκησης από την αρχή της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (περίπου 3000 π.Χ.) έως τα μέσα της Ύστερης εποχής του Χαλκού (περίπου 1250 π.Χ.), με μοναδικές εξαιρέσεις ένα ιερό και ένα μεγαρόσχημο κτήριο της Μυκηναϊκής περιόδου που συνεχίζουν τη χρήση τους έως το τέλος της Ύστερης εποχής, δηλ. περίπου έως το 1100 π.Χ.
Η δόμηση του οικισμού είναι πυκνή και έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια από τους ανασκαφείς να διαχωριστούν οι διαφορετικές περίοδοι κατοίκησης με τα αντίστοιχα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη κυκλώπειων τειχών τα οποία περιέβαλλαν την πόλη και είναι ακόμα ορατά σε μεγάλο μήκος και ύψος.
Το πλήθος των ευρημάτων είναι ποικίλο και υποδηλώνει τις δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού (θρησκευτικές, κοινωνικές, βιοτεχνικές, αγροτικές κλπ.), καθώς και το πυκνό δίκτυο επαφών τους με τις υπόλοιπες Κυκλάδες (Θήρα, Κέα, Νάξο), την Κρήτη, τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά και την ηπειρωτική Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, που στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό και στο εμπόριο του μηλιακού οψιανού.
Εκτός από το πλήθος των πήλινων αγγείων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη ευρημάτων παρουσιάζουν τα λίθινα, πήλινα και χάλκινα ειδώλια (κυρίως η επονομαζόμενη «Κυρία της Φυλακωπής» που βρέθηκε στο ιερό, έργο της Μυκηναϊκής περιόδου), όπως επίσης μια πινακίδα Γραμμικής Α΄, ποικίλα χάλκινα αντικείμενα και λίθινα αγγεία. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί μια χρυσή μάσκα προσώπου, που βρέθηκε επίσης στο ιερό.
(Φραγκούλα Γεώρμα)
5. 2. Κατακόμβες
Κοντά στο χωριό Τρυπητή και σε μικρή απόσταση από το αρχαίο θέατρο βρίσκονται οι χριστιανικές κατακόμβες. Είναι ένα από τα γνωστότερα μνημεία της Μήλου και μοναδικό στο είδος του στην Ελλάδα. Οι κατακόμβες συγκεντρώνουν ετησίως μεγάλο αριθμό επισκεπτών, γύρω στις 30.000, σύμφωνα με τους φύλακες. Όπως και άλλα μνημεία των Κυκλάδων, τις κατακόμβες εξερεύνησε πρώτος ο ελληνιστής L. Ross το 1844, ο οποίος αναφέρει ότι είχαν ήδη συληθεί. Η συστηματική μελέτη τους όμως οφείλεται στον καθηγητή Γ. Σωτηρίου.
Πρόκειται για ένα υπόγειο νεκροταφείο, σκαλισμένο στο μαλακό πέτρωμα της περιοχής, που χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. και συνέχισε να χρησιμοποιείται έως τα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. Πρέπει να ήταν το νεκροταφείο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας του νησιού. Το μνημείο αποτελείται από τρεις κατακόμβες με ισάριθμους νεκρικούς θαλάμους (Α, Β και Γ) και μικρότερους διαδρόμους, που ξεκινούν από κάθε νεκρικό θάλαμο. Το πλάτος των διαδρόμων κυμαίνεται μεταξύ 1 και 5 μ. Το ελάχιστο ύψος τους είναι 1,60 μ., ενώ το μέγιστο δεν ξεπερνά τα 2,50 μ. Οι νεκρικοί θάλαμοι και οι δευτερεύοντες διάδρομοι παρουσιάζουν την ίδια διαμόρφωση. Στις πλευρές τους είναι λαξευμένοι τοξωτοί τάφοι (αρκοσόλια), ενώ τάφοι υπάρχουν συχνά και στο δάπεδο. Οι τάφοι ήταν σκεπασμένοι με λίθινες πλάκες, από τις οποίες διατηρούνται στην αρχική τους θέση μόνο κάποια τμήματα. Μερικοί τάφοι έχουν κόγχες για την τοποθέτηση λύχνων ή νεκρικών προσφορών. Τα αρκοσόλια ήταν επιχρισμένα με κονίαμα, χρώματος μπλε στο εσωτερικό, ενώ το εξωτερικό τους περίγραμμα ήταν διακοσμημένο με μια κόκκινη ταινία. Αρκετές επιγραφές βρέθηκαν στις κατακόμβες και αποτελούν πρόσθετη απόδειξη του ταφικού χαρακτήρα του μνημείου.
Η κατακόμβη Α έχει έναν ιδιαίτερα ευρύχωρο ταφικό θάλαμο, στον οποίο βρίσκουμε διπλούς τάφους, που ερμηνεύονται ως οικογενειακοί. Σε έναν τάφο ενός δευτερεύοντος διαδρόμου σώζεται επιγραφή, που μας πληροφορεί ότι εκεί αναπαυόταν η Στεφανίς, κόρη του Μήλωνος.
Η κατακόμβη Β παρουσιάζει κάποια αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά. Εκεί βρίσκουμε το μοναδικό διώροφο τάφο. Κάποιοι τάφοι του θαλάμου Β είχαν, σύμφωνα με το Γ. Σωτηρίου, μνημειώδη πρόσοψη, αποτελούμενη από ένα ζεύγος πεσσών και ένα θωράκιο που έκλεινε το μεσοδιάστημα. Σε ένα από τα αρκοσόλια του θαλάμου αυτού υπήρχε γραπτή αναπαράσταση ενός ιχθύος, γνωστού χριστιανικού συμβόλου, η οποία δε σώζεται σήμερα. Στο μέσον του θαλάμου υπάρχει ένας βράχος, ο οποίος ερμηνεύτηκε ως Αγία Τράπεζα. Αυτό σημαίνει ότι οι κατακόμβες είχαν και λατρευτικό χαρακτήρα. Λόγω του σχήματός του όμως, που θυμίζει σαρκοφάγο, διατυπώθηκε και η υπόθεση ότι πρόκειται για τον τάφο κάποιου επιφανούς προσώπου ή ενός από τους πρώτους επισκόπους της χριστιανικής κοινότητας της Μήλου. Σε ένα αρκοσόλιο του θαλάμου Β σώζεται και η πιο γνωστή από τις επιγραφές που βρέθηκαν στις κατακόμβες. Μας πληροφορεί για τα ονόματα των πρώτων χριστιανών, καθώς και για τις βαθμίδες του κλήρου.
Στον κεντρικό θάλαμο της κατακόμβης Γ διατηρούνται ίχνη τοιχογραφίας όπου εικονίζονται κλαδιά με άνθη και πτηνά. Πρόκειται για μια από τις λίγες σωζόμενες παλαιοχριστιανικές τοιχογραφίες.
Η σημερινή μορφή των κατακομβών οφείλεται και σε κάποιες επεμβάσεις του 20ού αιώνα, όπως η είσοδος στο νεκρικό θάλαμο Β και τα περάσματα που ενώνουν τις τρεις αρχικά ανεξάρτητες κατακόμβες. Για τη διάνοιξη των περασμάτων αυτών απαιτήθηκε η καταστροφή ορισμένων τοίχων και αρκοσολίων. Η ύπαρξη ενιαίας εισόδου κρίθηκε απαραίτητη όχι μόνο για λόγους φύλαξης αλλά και λόγω της κατάρρευσης των αρχικών εισόδων των κατακομβών. Η αποσύνθεση του σαθρού πετρώματος και η κατάρρευση τμήματος της οροφής του θαλάμου Β οδήγησαν στην κατασκευή ενός άκομψου τσιμεντένιου υποστυλώματος, το οποίο κατέστρεψε τα αρχιτεκτονικά ίχνη που τεκμηρίωναν την ύπαρξη της μνημειώδους πρόσοψης των τάφων. Μόνο ο θάλαμος Β είναι σήμερα προσβάσιμος στον επισκέπτη, ο οποίος μπορεί να κάνει το γύρο του πάνω σε μια ξύλινη πλατφόρμα, που προστατεύει μεν το δάπεδο αλλά αλλοιώνει την αισθητική του μνημείου.
6. Μουσεία
6. 1. Αρχαιολογικό Μουσείο
Στη Μήλο λειτουργούν τέσσερα μουσεία. Το Αρχαιολογικό Μουσείο βρίσκεται στην Πλάκα και στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτήριο του 1870, έργο του Ε. Τσίλερ. Λειτουργεί από το 1984 και αποτελείται από τέσσερις αίθουσες. Στην πρώτη συναντάμε αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου και προθήκες με οψιανούς. Στη δεύτερη εκτίθενται τα προϊστορικά ευρήματα και στην τρίτη οι επιγραφές και τα γλυπτά των ιστορικών χρόνων. Στην τέταρτη αίθουσα εκτίθεται η κεραμική των ιστορικών χρόνων. Στο προστώο και στην αυλή του Μουσείου υπάρχουν γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη.
6. 2. Λαογραφικό Μουσείο
Το Λαογραφικό Μουσείο βρίσκεται και αυτό στην Πλάκα, απέναντι από την εκκλησία Κορφιάτισσα. Ιδρύθηκε το 1967 από την «Ένωση των εν Αθήναις Μηλίων» και στεγάζεται σε ένα οίκημα διακοσίων ετών. Τα εκθέματα αφορούν την καθημερινή ζωή στο νησί από το 17ο αιώνα και εξής. Σημαντική είναι η συλλογή παραδοσιακών υφασμάτων και κεντημάτων. Στο υπερώο φυλάσσεται το ιστορικό αρχείο.
6. 3. Εκκλησιαστικό Μουσείο
Το Εκκλησιαστικό Μουσείο στεγάζεται στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στον Αδάμαντα. Εκτίθενται εικόνες και ξυλόγλυπτα της εποχής της ενετικής κυριαρχίας, καθώς και αφιερώματα Μηλίων αποδήμων στη Ρωσία.
6. 4. Μεταλλευτικό Μουσείο
Το Μεταλλευτικό Μουσείο λειτουργεί στον Αδάμαντα από το 1998. Στο ισόγειο αναπτύσσεται η ιστορία της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Μήλο. Υπάρχουν τοπογραφικοί χάρτες, εργαλεία και φωτογραφίες της σύγχρονης εκμετάλλευσης. Στον πρώτο όροφο παρουσιάζεται ο ορυκτός πλούτος του νησιού, με δείγματα ορυκτών και πληροφορίες για τον τρόπο επεξεργασίας και τη χρήση τους. Στο υπόγειο υπάρχει αίθουσα οπτικοακουστικών μέσων και αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για τη διοργάνωση εκθέσεων ή εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
7. Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και τέχνη - Εμμανουήλ Σκορδίλης
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στη Μήλο έχει να επιδείξει πολλές και σημαντικές εκκλησίες. Οι περισσότεροι ναοί της Μήλου είναι μικρά, μονόχωρα καμαροσκεπή εξωκλήσια. Στη Ζεφυρία ξεχωρίζουν η Παναγία η Πορτιανή και ο Άγιος Χαράλαμπος, που επικοινωνούν μεταξύ τους, όπως συμβαίνει συχνά στις Κυκλάδες. Πρόκειται για μονόχωρους, καμαροσκεπείς ναούς με τρούλο. Είναι χτισμένοι με την ελαφριά ντόπια ζαχαρόπετρα. Από τον πλούσιο γραπτό διάκοσμο της Πορτιανής λίγα σπαράγματα σώζονται, ενώ το ξυλόγλυπτο της μεταφέρθηκε στην Αγία Τριάδα του Αδάμαντα. Στην Πλάκα, ο ναός της Παναγίας Θαλασσίτρας οικοδομήθηκε το 18ο αιώνα, την εποχή της εγκατάλειψης της Ζεφυρίας. Η Αγία Τριάδα του Αδάμαντα χτίστηκε πριν από την εγκατάσταση των Κρητών προσφύγων το 1835. Εκεί φυλάσσονται πολύτιμα έργα τέχνης που μεταφέρθηκαν από τη Ζεφυρία, όπως ο ξυλόγλυπτος επιτάφιος που αποδίδεται στον αγιογράφο Εμμανουήλ Σκορδίλη. Γύρω στα 1880 χτίστηκε στην Τρυπητή ο Άγιος Νικόλαος, νεοκλασικού ρυθμού.
Σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής τέχνης της Μήλου διαδραμάτισε ο Κρητικός αγιογράφος Εμμανουήλ Σκορδίλης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Ζεφυρία μετά το 1645. Έχοντας φλαμανδικές επιρροές, φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό έργων που διακρίνονται για την απλότητα και την αγαθότητα των μορφών. Τα περισσότερα έργα του φυλάσσονται σήμερα σε ναούς του Αδάμαντα. Σε αυτόν αποδίδεται και η τοιχογραφία του Συμβόλου της Πίστεως στην Παναγία Πορτιανή της Ζεφυρίας, που χρονολογείται στα 1664. Ο γιος του Εμμανουήλ Σκορδίλη, Αντώνιος, επίσης αγιογράφος, έδρασε την περίοδο 1690 έως 1730. Η επίδραση της παραγωγικότατης αυτής εικονογραφικής σχολής ήταν ιδιαίτερα αισθητή στη λαϊκή αγιογραφία όχι μόνο της Μήλου αλλά και γενικότερα των νοτιοδυτικών Κυκλάδων κατά το 18ο και το 19ο αιώνα.
(Παύλος Καρβώνης)
8. Ορυχεία
Η Μήλος κατέχει δεσπόζουσα θέση στη μεταλλευτική ιστορία του Αιγαίου με πλούσιο σε ορυκτά υπέδαφος (οψιδιανός, στυπτηρία, θείο, μυλόπετρα κλπ.).
8. 1. Θειωρυχεία
Στη θέση Παλιόρεμα, στην ανατολική ακτή της Μήλου, λειτούργησε από το 1862 το θειωρυχείο του Βίκτορα Μελά, η παλαιότερη και συστηματικότερη ελληνική επιχείρηση του τομέα. Το 1890 τα θειωρυχεία περιήλθαν στην Εταιρεία Δημοσίων και Δημοτικών Έργων. Το 1905 όμως η λειτουργία τους σταμάτησε, καθώς η παραγωγή φθηνού θείου στην Αμερική με τη μέθοδο Flash καταδίκασε σε μαρασμό τη μονάδα. Την περίοδο 1910-1918 τα θειωρυχεία λειτούργησαν σποραδικά. Επαναλειτούργησαν συστηματικά από τη δεκαετία του 1930. Τότε κατασκευάστηκαν και οι εγκαταστάσεις που σώζονται μέχρι σήμερα, οι οποίες περιλάμβαναν γραφεία, εργαστήρια, αποθήκες υλικού, μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, σχεδιαστήριο, ξυλουργείο, μηχανουργείο, εστιατόριο, εγκαταστάσεις θραύσης και τήξης του μεταλλεύματος και κοιτώνες για τους εργαζόμενους.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου η εταιρεία ανέστειλε τις εργασίες της και συνέχισε από το 1953 μέχρι το 1958, κυρίως χάρη στη μέθοδο ευρεσιτεχνίας Σβορώνου, η οποία αποτελεί σημαντικό τεχνολογικό επίτευγμα. Με την πτώση της τιμής του θείου η επιχείρηση οδηγήθηκε σε οριστικό κλείσιμο το 1978.
8. 2. Άλλα ορυκτά
Στο κοίτασμα μαγγανίου στο Βάνι της Μήλου έγινε εντατική εκμετάλλευση κατά περιόδους, κυρίως το 1886-1909 και κατόπιν το 1916-1928. Η χαμηλή περιεκτικότητα σε μαγγάνιο του μεταλλεύματος, σε συνδυασμό με τα τεράστια κοιτάσματα μαγγανίου που ανακαλύφθηκαν μετά το 1920 σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, κατέστησε την εκμετάλλευση στο Βάνι αντιοικονομική, με αποτέλεσμα να σταματήσει η μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή μετά το 1928.
Στη Μήλο έβγαινε από το Μεσοπόλεμο ο καολίνης (χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή πορσελάνης και πυρίμαχων υλικών).
Η εκμετάλλευση της βαρυτίνης (στη θέση Τριάδες) ξεκίνησε δοκιμαστικά το 1884, αλλά συστηματικότερη έγινε πιθανόν από το Μεσοπόλεμο και μετά.
Φημισμένες για την ποιότητά τους από παλαιότερες ήδη εποχές ήταν και οι μυλόπετρες της Μήλου.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε στο νησί και ορυχείο γύψου.
(Μαρία Μαυροειδή) |