1. Η ζωή και το έργο του Ο Γιαννούλης Χαλεπάς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκφραστές τόσο της νεοελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής πλαστικής. Γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου, έναν τόπο όπου η μαρμαρογλυπτική γνώρισε μεγάλη άνθηση. Ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Χαλεπά, που διατηρούσε μεγάλο εργαστήρι και εκτελούσε παραγγελίες ακόμα και για το εξωτερικό. Ο πατέρας ήθελε τον πρωτότοκο γιο του να ασχοληθεί με το εμπόριο. Έτσι, αφού τελείωσε το σχολαρχείο της Τήνου και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου στη Σύρο, φοίτησε στην Εμπορική Σχολή της Σύρου, την οποία όμως σύντομα εγκατέλειψε. Η αγάπη του νεαρού Χαλεπά ήταν η γλυπτική. Φαίνεται μάλιστα ότι έτρεφε τέτοιο πάθος για την τέχνη αυτή, ώστε κατάφερε να μεταπείσει τον πατέρα του και να ξεκινήσει τις σπουδές του το 1869 στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, με δάσκαλό του το γλύπτη Λεωνίδα Δρόση. Στη Σχολή το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί. Με υποτροφία μάλιστα του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου το 1873 συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Εκεί, από την αρχή ακόμη των σπουδών του, γνώρισε τις πρώτες μεγάλες του διακρίσεις: πρώτο βραβείο και χρηματικό έπαθλο σε διαγωνισμό της Ακαδημίας με το έργο του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» (1874) και χρυσό μετάλλιο στην Έκθεση του Μονάχου με το έργο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» (1874). Ωστόσο, το 1875 η υποτροφία του διακόπηκε, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αθήνα ένα χρόνο αργότερα. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στην πρωτεύουσα φιλοτέχνησε και ένα από τα πιο γνωστά έργα του, την «Κοιμωμένη», το ταφικό μνημείο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (1878). Την ίδια όμως περίοδο ο Χαλεπάς εκδήλωσε και τα πρώτα συμπτώματα ψυχασθένειας, που είχε ήδη πλήξει δύο από τα αδέρφια του. Η οικογένειά του τον πήρε στην Τήνο, όπου όμως η κατάστασή του συνεχώς χειροτέρευε. Έτσι, το 1888 μπήκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, από όπου θα έβγαινε 14 χρόνια μετά, οπότε και έμεινε κοντά στη μητέρα του στην Τήνο. Στα χρόνια που ακολούθησαν έως και το 1918 ο Χαλεπάς έζησε σε μεγάλη ανέχεια. Δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα ποια ήταν ακριβώς η σχέση του με τη γλυπτική όλο αυτό το διάστημα. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η μητέρα του κατέστρεφε τα έργα του, πιστεύοντας ότι η ενασχόλησή του αυτή έβλαπτε την υγεία του. Σύμφωνα με άλλους πάλι, ήταν ο ίδιος ο Χαλεπάς που κατέστρεφε τα δημιουργήματά του λόγω της ψυχικής διαταραχής του.
2. Η αναγνώριση Το 1918 ξεκίνησε μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για το γλύπτη. Με τη βελτίωση της υγείας του, που σημειώθηκε τα επόμενα χρόνια, φιλοτέχνησε μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του. Η αναγνώρισή του ήρθε σταδιακά με τη διοργάνωση εκθέσεων στην Αθήνα, ενώ το 1927 η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1930 ο Χαλεπάς εγκαταστάθηκε στο σπίτι της ανιψιάς του Ειρήνης Χαλεπά στην Αθήνα, όπου πέρασε την τελευταία και πιο δημιουργική φάση της καλλιτεχνικής του διαδρομής, που διακόπηκε με το θάνατό του το 1938. Ο ευαίσθητος ψυχισμός του Γιαννούλη Χαλεπά φαίνεται να διαπερνά όλο το έργο του. Κάθε γλυπτό του εκφράζει μια πληθώρα συναισθημάτων. Οι μορφές του είναι ιδιαίτερα εκφραστικές, γεμάτες πάθος και αλήθεια. Μια από τις πιο ρεαλιστικές δημιουργίες του, η «Κοιμωμένη», θεωρείται το πρώτο έργο στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης που προσεγγίζει το θάνατο τόσο ειλικρινά και άμεσα. Ωστόσο, παρά την ιδιαίτερη αξία των γλυπτών του, η διεθνής αναγνώρισή τους δεν έχει γίνει ακόμη. Τα έργα του βρίσκονται στο πατρικό του σπίτι στην Τήνο, που μετατράπηκε σε Μουσείο Χαλεπά, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας και σε ιδιωτικές συλλογές. |