1. Εισαγωγή
Το Αιγαίο γεωφυσικά αποτελεί ένα κλειστό πέλαγος της Μεσογείου, όταν όμως εστιάσει κανείς στη ζώνη αυτή με τα διάσπαρτα νησιά παρατηρεί ότι πρόκειται για μία ανοιχτή υδάτινη λεκάνη, όπου τα νερά της Μαύρης θάλασσας σμίγουν με εκείνα της βόρειας Αφρικής, βρέχοντας τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική). Με μικρές και μεγάλες στεριές, που βρίσκονταν σε οπτική επαφή μεταξύ τους και δημιουργούσαν στους κατοίκους ασφάλεια αλλά και περιέργεια για την κατάκτηση του κοντινού ορίζοντα, κλίμα ήπιο και σημαντική βιοποικιλότητα που εξασφάλιζε την απαραίτητη επάρκεια, τα νησιά του Αιγαίου δέχτηκαν τους πρώτους πληθυσμούς λίγο πριν πάρουν τη σημερινή μορφή τους, όταν κάποια ήταν ακόμη ενωμένα μεταξύ τους και σχημάτιζαν μεγαλύτερες στεριές.
2. Εποχή του Λίθου (9η-4η χιλιετία π.Χ.) Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες βεβαιώνουν ότι το Αιγαίο έγινε ζωτικός χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας ήδη κατά την 9η-7η χιλιετία π.Χ., κατά τη λεγόμενη Μεσολιθική περίοδο. Στο Μαρουλά της Κύθνου ήρθε στο φως η παλιότερη γνωστή εγκατάσταση στο Αιγαίο, με λείψανα καλυβών και ταφές σε λάκκους επενδυμένους με λίθους. Μεσολιθικά λείψανα εντοπίστηκαν πρόσφατα και στην Ικαρία. Τα ευρήματα από το σπήλαιο του Κύκλωπα, στα Γιούρα των Βόρειων Σποράδων (Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου), δείχνουν ότι η ναυσιπλοΐα και η αλιεία είχαν αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό. Την εποχή εκείνη είχε κατοικηθεί επίσης η Κρήτη (Κνωσός) και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας προμηθεύονταν ηφαιστειακό οψιανό λίθο από τη Μήλο για την κατασκευή των εργαλείων τους, δημιουργώντας το πρώτο δίκτυο θαλάσσιων εμπορικών επαφών στον κόσμο. Από τότε η θάλασσα του Αιγαίου δεν έμεινε στιγμή αταξίδευτη και οι άνθρωποι αναζήτησαν στα νερά της και στα νησιά της τροφή, πρώτες ύλες και ασφαλές αγκυροβόλιο, μετατρέποντας τους υδάτινους δρόμους της σε διαύλους επικοινωνίας, εμπορικών ανταλλαγών και γνώσης. Τα θαλάσσια ρεύματα που επιτρέπουν ασφαλείς, ελεγχόμενες μετακινήσεις, οι βοηθητικές για το σωστό προσανατολισμό θέσεις των αστεριών και η βελτίωση των πρώτων πλεούμενων σε αντοχή και χωρητικότητα αποτέλεσαν τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις που σώρευσε ο άνθρωπος του Αιγαίου, οι οποίες οδήγησαν στη βαθμιαία εξέλιξη της ναυσιπλοΐας. Κατά τη μακρά Νεολιθική εποχή (μέσα 7ης-τέλος 4ης χιλιετίας π.Χ.), και ιδιαίτερα στην τελευταία φάση της (4η χιλιετία π.Χ.), το νησιωτικό Αιγαίο είναι πυκνότατα κατοικημένο. Η Κνωσός εξελίσσεται βαθμιαία σε έναν από τους σπουδαιότερους νεολιθικούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί στην Ευρώπη, οργανωμένες εγκαταστάσεις αναπτύσσονται στα μεγαλύτερα νησιά (Λιμενάρια Θάσου, Στρόφιλας Άνδρου, Κεφάλα Κέας, Φτελιά Μυκόνου, Ακρωτήρι Θήρας) αλλά και σε ακρωτήρια ή νησίδες (Σάλιαγκος Αντιπάρου, Γυαλί Νισύρου). Παράλληλα, τα σπήλαια συνεχίζουν να παρέχουν ασφάλεια και προστασία στις νησιωτικές κοινωνίες (Άγιος Βαρθολομαίος Λέσβου, Άγιο Γάλας Χίου, Θαρρούνια Εύβοιας, σπήλαιο Ευριπίδη στη Σαλαμίνα, Ζας Νάξου, Καλυθιές Ρόδου, πολλά σπήλαια στην Κρήτη) και συχνά προσφέρονται ως χώρος ταφής των νεκρών. Η μόνιμη εγκατάσταση και η βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων έκαναν τα νησιά πιο προσιτά και αυτάρκη, εξασφαλίζοντας το περίσσευμα χρόνου και μέσων που απαιτείται για τη δημιουργία τέχνης. Κατά τη λεγόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.) στο σπήλαιο του Ζα της Νάξου, έναν από τους μυθικούς τόπους γέννησης του Δία, η κοινότητα των ορεσίβιων νησιωτών κατασκεύαζε από οστό περόνες σε σχήμα κεφαλής πουλιού και φορούσε το παλιότερο γνωστό χρυσό κόσμημα του Αιγαίου (Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου). Την ίδια εποχή μία άλλη νησιωτική κοινότητα στραμμένη προς τη θάλασσα οχύρωνε με ισχυρό τείχος τον οικισμό της στο οροπέδιο του Στρόφιλα της Άνδρου και διακοσμούσε την όψη του με πελεκημένες στην πέτρα παραστάσεις καραβιών, την πρώτη παράσταση στόλου στο Αιγαίο. Στην ίδια «πόλη» και με την ίδια τεχνική, ένας υπαίθριος ιερός χώρος διακοσμημένος με σύμβολα πλουτίζει ανέλπιστα τη γνώση μας για τις πνευματικές ανησυχίες και τις πεποιθήσεις των νησιωτών του λυκόφωτος της εποχής του Λίθου.
3. Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) Οι Κυκλάδες συνεπώς αποτέλεσαν από πολύ νωρίς το γεωγραφικό χώρο όπου διαμορφώθηκε ένας σημαντικός νησιωτικός πολιτισμός, δημιουργώντας ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. το υπόβαθρο των σημαντικών εξελίξεων της επερχόμενης Πρώιμης εποχής του Χαλκού (3200/3000-2000/1900 π.Χ.). Σε αυτή την περίοδο καθοριστικό ρόλο παίζει η μεταλλουργία – τέχνη που όπως δείχνει ο ιστορικός πυρήνας της μυθολογίας (Αργοναυτική εκστρατεία και χρυσόμαλλο δέρας, χαλκουργοί Κάβειροι και θεός Ήφαιστος στη Λήμνο) συνδέεται με τις μεταλλοφόρες ζώνες του Εύξεινου Πόντου και της Μικράς Ασίας. Με την επανάσταση της μεταλλουργίας και τη βελτίωση της ναυπηγικής την εποχή εκείνη αναπτύσσονται οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί του αιγαιακού χώρου. Στα εύφορα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου οι παλιότερες αγροτικές εγκαταστάσεις μετατρέπονται στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. σε οργανωμένα πρωτοαστικά κέντρα με πολεοδομική συγκρότηση και κοινοτικά έργα υψηλής τεχνικής (οχυρώσεις, οδικό δίκτυο, πηγάδια, αποχετευτικό σύστημα) και αναπτύσσουν σημαντικά την κεραμική, τη λιθοτεχνία και την κατεργασία μετάλλων για όπλα, εργαλεία και κοσμήματα. Η εντυπωσιακή σε έκταση πόλη της Πολιόχνης (η πρώτη οργανωμένη «πόλη» της Ευρώπης) και οι άλλοι οικισμοί στη Λήμνο (Μύρινα, Κουκονήσι), η Θερμή στη Λέσβο, το Εμποριό στη Χίο και το Τηγάνι (Ηραίο) στη Σάμο αποτελούν τα σημαντικότερα παραδείγματα των κέντρων αυτού του πολιτισμού (αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία στα νησιά). Τα ευρήματα από τους οικισμούς αυτούς είναι ισάξια σε σημασία –αν και όχι στη φήμη– με τη σύγχρονη αντικρινή Τροία, όπου ο Eρρίκος Σλίμαν έφερε στο φως λαμπρούς θησαυρούς (Ρωσία, Μουσείο Πούσκιν και Μουσεία Βερολίνου και Αθηνών). Ο οικισμός στο Παλαμάρι της Σκύρου με το μνημειακό οχυρωματικό τείχος και τους ισχυρούς πύργους μαρτυρά αντίστοιχη ακμή και στο χώρο του κεντρικού Αιγαίου, σε μία περιοχή που αποτελούσε σταθμό στο δρόμο εμπορίας των μετάλλων. Νοτιότερα, το πυκνό νησιωτικό συγκρότημα των Κυκλάδων εξελίσσεται σε κέντρο του αυτόφωτου και ομοιογενούς «πρωτοκυκλαδικού» πολιτισμού, ο οποίος μονοπώλησε σχεδόν το ενδιαφέρον του σύγχρονου δυτικού κόσμου λόγω της γοητείας που άσκησαν στην τέχνη του 20ού αιώνα τα μαρμάρινα ανθρωπόμορφα ειδώλια. Την περίοδο εκείνη, που ξεκινά από το τέλος της 4ης και καταλαμβάνει ολόκληρη την 3η χιλιετία π.Χ. (3200-2000 π.Χ.), τα περισσότερα νησιά ήταν κατοικημένα, άσχετα από την επιφάνειά τους ή τα μέσα διαβίωσης που εξασφάλιζαν. Έτσι, παράλληλα με τα εύφορα ή πλούσια σε πρώτες ύλες νησιά (σμύριδα και μάρμαρο στη Νάξο, μάρμαρο στην Πάρο, οψιανός στη Μήλο, μέταλλα στην Κύθνο, τη Σίφνο και τη Σέριφο), άκμασαν λιγότερο αυτάρκη νησιά (Κέα, Αμοργός, Θήρα), ακόμα και άγονες νησίδες (Μικρές Κυκλάδες, νησίδες Χριστιανά στη Θήρα). Οι καλύτερα γνωστοί οικισμοί της εποχής χρονολογούνται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (2500-2200 π.Χ.) και είναι οχυρωμένοι. Ο οικισμός του Κάστρου στη Σύρο αποτελείται από κτήρια –σπίτια και εργαστήρια– που σχηματίζουν νησίδες και διατάσσονται κατά μήκος ενός κεντρικού δρόμου και παράπλευρων βαθμιδωτών καλντεριμιών. Το τείχος του διαθέτει πεταλόσχημους πύργους και διατείχισμα, αποτελώντας κοινοτικό έργο μεγάλης κλίμακας. Τα σπίτια της εποχής εκείνης, χτισμένα εξολοκλήρου με σχιστόλιθο ή με πλιθιά από το θεμέλιο και επάνω, μπορεί να έχουν έως και τρεις ορόφους, όπως έδειξε ο οικισμός στον Σκάρκο της Ίου. Στον Πάνορμο της Νάξου, οικισμό στην ανατολική ακτή που εποπτεύει τα Κουφονήσια, την Κέρο, τη Σχοινούσα και την Ηρακλειά, ένας πυρήνας μικρών δωματίων πιθανόν λειτουργούσε ως αποθηκευτικό συγκρότημα, που προφυλασσόταν από ισχυρό περίβολο. Η καταστροφή του από φωτιά και τα δεκάδες λίθινα βλήματα που βρέθηκαν τριγύρω δείχνουν ότι οι εποχές αυτές δεν ήταν ατάραχες ή ειρηνικές. Tα νεκροταφεία, κύρια πηγή της γνώσης μας για την περίοδο, αποτελούνται από συστάδες μικρών κιβωτιόσχημων τάφων και είναι διασπαρμένα σε όλα τα νησιά. Τα κτερίσματά τους –αν και λεηλατημένα από τη σύγχρονη αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα– μαρτυρούν το υψηλό επίπεδο της τεχνολογίας και της αισθητικής των νησιωτών (Μουσεία Νάξου, Απειράνθου, Πάρου, Σύρου, Ίου, Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών). Τα μαρμάρινα ειδώλια αποδίδουν συνηθέστατα γυναικεία μορφή, η οποία ως αρχετυπικός συμβολισμός γονιμότητας φαίνεται να κυριαρχεί στον ιδεολογικό ορίζοντα των Κυκλαδιτών. Η συσσώρευση σπασμένων ειδωλίων και αγγείων σε μία αφιλόξενη ακτή της Κέρου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην πρωτοκυκλαδική αρχαιολογία, που δεν έχει βρει ακόμα πειστική ερμηνεία. Η έρευνα στην Κέρο ξανάρχισε πρόσφατα και αναμένεται να φωτίσει σημαντικές πτυχές αυτού του αρχαιολογικού μυστηρίου. Το μάρμαρο έγινε το μέσο έκφρασης μίας τέχνης λιτής αλλά ολότελα ανθρωποκεντρικής, με τον Κυκλαδίτη να σμιλεύει στα ειδώλια το θείο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» (Χρίστος Ντούμας). Από το ίδιο υλικό λαξεύτηκαν μονοκόμματα αγγεία και σκεύη εξαιρετικής τέχνης. Με το χαλκό –στην ανάμειξή του με τον κασσίτερο, για να γίνει σκληρός μπρούντζος, ή με αρσενικό– κατασκευάστηκαν τα όπλα και τα εργαλεία της εποχής. Λιγότερο χρησιμοποιήθηκε ο άργυρος και ακόμα λιγότερο ο χρυσός. Νησί και η Αίγινα, αλλά με τα περισσότερα στοιχεία της να αντανακλούν τον ηπειρωτικό (πρωτοελλαδικό) πολιτισμό, αναπτύσσει στη θέση Κολώνα μείζονος σημασίας οικιστικό κέντρο (Μουσείο Αίγινας). Διαθέτει μεγαρόσχημο κτήριο, την επιχρισμένη με λευκό κονίαμα «Λευκή Οικία», και οχυρώνεται με ισχυρό τείχος λίγο αργότερα (2200-2000 π.Χ.). Όμοια κτήρια στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συνδέονται με οργανωμένες εγκαταστάσεις τοπαρχών, που συγκεντρώνουν την παραγωγή και την ανακατανέμουν μέσω ενός ανεπτυγμένου συστήματος ελέγχων, όπως δείχνουν οι πολυάριθμες σφραγίδες. Το ευρύ δίκτυο θαλάσσιων επαφών της εποχής αυτής καταδεικνύει το ναυάγιο ενός πλοιαρίου φορτωμένου με εκατοντάδες κεραμικά σκεύη που εντοπίστηκε και ερευνήθηκε στη νησίδα Δοκό του Αργολικού κόλπου, κοντά στην Ύδρα (Μουσείο Σπετσών). Την ίδια περίοδο τα Δωδεκάνησα –αν και λιγότερο ερευνημένα– φαίνεται ότι πολιτισμικά συνδυάζουν στοιχεία των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου με εκείνα της δυτικής Μικράς Ασίας. Στον Ασώματο της Ρόδου, o αρχαιότερος γνωστός οικισμός του νησιού (2400-2000 π.Χ.) διέθετε μεγαρόσχημα κτήρια, με ευρήματα που μαρτυρούν δομημένη οργάνωση του χώρου και επιμερισμό των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων. Η ανθρωπομορφική πλαστική διακόσμηση στα πήλινα αγγεία απηχεί το γενικότερο πνεύμα της εποχής αυτής στο Αιγαίο (Μουσείο Προϊστορικής Ρόδου). Ισχυρή επίδραση και διαρκείς επαφές με τις Κυκλάδες φανερώνουν και τα ευρήματα από την Αττική, την Εύβοια και τη βόρεια ζώνη της Κρήτης, όπου η παρουσία κυκλαδικών προϊόντων ερμηνεύτηκε ακόμα και ως ένδειξη για την ύπαρξη κυκλαδικών αποικιών στη Μεγαλόνησο. Η Κρήτη όμως, με την ευρεία γεωγραφική έκταση, το μεσογειακό χαρακτήρα και τη δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλου αγροτικού πλεονάσματος, υπήρξε ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. ο χώρος ανάπτυξης ενός ανεξάρτητου πολιτισμού, ο οποίος συνδύαζε στοιχεία αιγαιακά με ανατολικά αλλά κυρίως εντόπια, που σταδιακά διαμόρφωσαν το λεγόμενο «μινωικό» πολιτισμό. Θολωτοί τάφοι μνημειακών διαστάσεων που έχουν ανασκαφεί κυρίως στην εύφορη πεδινή ζώνη της Μεσαράς και τις Αρχάνες, καθώς και άλλα πλούσια νεκροταφεία στην ανατολική Κρήτη (Μόχλος, Αγία Φωτιά Σητείας) αντιστοιχούν σε μία εύρωστη κοινωνία που αναπτύσσει τις τέχνες και αγαπά ιδιαίτερα τα χρυσά κοσμήματα και τη μικροτεχνία (Πρωτομινωική περίοδος: Mουσεία Ηρακλείου, Αρχανών, Χανίων, Ρεθύμνου, Αγίου Νικολάου, Σητείας, Ιεράπετρας). Λίγο αργότερα (περί το 2000 π.Χ.) εμφανίζονται πολυδώματα κτήρια με διαδρόμους (Αγία Φωτιά) τα οποία, ως προδρομικές μορφές ανακτόρων, σηματοδοτούν τη δυναμική πορεία από τον πρωτοαστικό στον ανακτορικό πολιτισμό. Οι σχέσεις με την Αίγυπτο και τη Συρία εντατικοποιούνται, καθιστώντας την Κρήτη κομβικό εμπορικό σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου. 4. Μέση εποχή του Χαλκού (α´ μισό 2ης χιλιετίας π.Χ.) Γύρω στο 1900 π.Χ. στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια ιδρύονται τα πρώτα ανάκτορα, πολυσύνθετοι μηχανισμοί συγκέντρωσης αγαθών, που καρπώνονται την πλούσια κρητική παραγωγή και την καταγράφουν –πρώτη φορά στο Αιγαίο– με λογιστικού χαρακτήρα συστήματα γραφής (κρητική ιερογλυφική και Γραμμική Α γραφή). Η ανασκαφική έρευνα φέρνει τα τελευταία στο φως ανάλογα κτήρια σε όλη την Κρήτη, τα οποία φαίνεται ότι αποτέλεσαν τις έδρες των ολίγων τοπαρχών που κατέχουν την οικονομική και πολιτική δύναμη. Στη θρησκεία η βασική θεότητα είναι γυναικεία, με επίκεντρο της εικονογραφίας της γονιμικούς κύκλους της φύσης. Η λατρεία ασκείται στα ιερά κορυφής, υπαίθρια ορεινά ιερά, όπου οι πιστοί αφιερώνουν πήλινα και χάλκινα ειδώλια και μετέχουν σε πορείες και τελετές. Γύρω στο 1700 π.Χ. τα ανάκτορα υφίστανται καταστροφές, πιθανόν από σεισμούς που πολύ συχνά πλήττουν το νότιο Αιγαίο, και ξαναχτίζονται. Η δεύτερη και ωριμότερη φάση του μινωικού πολιτισμού (1700-1450 π.Χ.) συνδέεται με το απόγειο του ανακτορικού συστήματος και της τέχνης του, με την Κνωσό να αποτελεί αδιαμφισβήτητο οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του νησιού. Η υψηλού επιπέδου αρχιτεκτονική συνδυάζεται με τις διακοσμητικές τέχνες (κοσμηματοτεχνία, λιθοτεχνία, τοιχογραφίες), που ασκούνται στα εξειδικευμένα ανακτορικά εργαστήρια. Στα ανάκτορα η μεγάλη ορθογώνια κεντρική αυλή χρησιμοποιείται για τα κοσμικά και θρησκευτικά δρώμενα (πομπές, τελετές, πιθανόν ταυροκαθάψια), η Κνωσός διαθέτει έναν κλιμακωτό θεατρικό χώρο για τις συγκεντρώσεις, το δαιδαλώδες σύστημα τοιχογραφημένων αιθουσών και διαδρόμων εξυπηρετεί τη διαμονή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και την άσκηση διοίκησης, οι ευρύχωρες αποθήκες προορίζονται για τη συσσώρευση αγαθών και τα ιερά, με τα βαρύτιμα τελετουργικά σκεύη, προσδιορίζουν τις θρησκευτικές λειτουργίες αυτών των πολυλειτουργικών πυρήνων της κρητικής κοινωνίας. Η μυθολογία διέσωσε στο όνομα του Μίνωα το πρότυπο του βασιλιά αυτών των πλούσιων ανακτόρων, στην πραγματικότητα όμως ο ηγεμόνας των κρητικών επικρατειών δεν έχει ταυτιστεί ως εικόνα στην εικονογραφία, όπου οι θρησκευτικές παραστάσεις καλύπτουν κάθε ένδειξη κοσμικής εξουσίας. Η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης που είχε σημειωθεί κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο στα νησιά του Αιγαίου φτάνει τώρα στα παράλια της Αιγύπτου και της Συρίας και η Κρήτη γίνεται μεγάλη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Η επίδραση του πολιτισμού της Κρήτης υπήρξε καταλυτική για τα γειτονικά Δωδεκάνησα (Τριάντα Ρόδου, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος), τις Κυκλάδες (Ακρωτήρι Θήρας, Φυλακωπή Μήλου, Αγία Ειρήνη Κέας) και τα Κύθηρα (Καστρί, Άγιος Γεώργιος στο Βουνό), αλλά δυναμικά παρούσα έως τη Σαμοθράκη (Μικρό Βουνί) και τη Λήμνο (Κουκονήσι). Στις θέσεις αυτές έχουν ανασκαφεί πόλεις, νεκροταφεία ή ιερά που δείχνουν ότι κατά τη Μέση και την αρχή της Ύστερης εποχής του Χαλκού τα νησιά του Αιγαίου διαμόρφωσαν ένα δίκτυο πυκνών επαφών μεταξύ τους (τοπικά μουσεία στα περισσότερα νησιά). Η ναυσιπλοΐα φτάνει σε υψηλό επίπεδο και οι απαιτήσεις του ενδοαιγαιακού και διεθνούς ανταλλακτικού εμπορίου δίνουν σημαντική ώθηση στα νησιά, τα οποία ακμάζουν, προφανώς επειδή παρέχουν υπηρεσίες και ναυτική γνώση στους πλουσιότερους στεριανούς γείτονές τους. Τα λιμάνια του Αιγαίου γίνονται το χωνευτήρι των αγαθών και των λαών, οι χώροι μετάπλασης πολλών και συχνά ετερόκλητων πολιτισμικών στοιχείων. Ο ανθρωποκεντρισμός της τέχνης των Κυκλάδων βρίσκει νέο πεδίο έκφρασης στην κεραμική, όπου μπορεί να δει κανείς τον προάγγελο της μνημειακής ζωγραφικής ήδη κατά την Ώριμη Μεσοκυκλαδική περίοδο (1700 π.Χ.) στη Θήρα και τη Μήλο. Στο Ακρωτήρι της Θήρας η αρχαιολογική σκαπάνη αφαιρώντας το μανδύα των ηφαιστειακών στρωμάτων της τρομακτικής έκρηξης, την οποία οι φυσικές επιστήμες χρονολογούν στο 1630 π.Χ., φέρνει στο φως μία άρτια οργανωμένη κυκλαδίτικη πόλη που αποπνέει έντονο κοσμοπολιτισμό, έχει δεχτεί πολλές επιδράσεις από την Κρήτη, αλλά τις έχει αφομοιώσει γόνιμα στην τέχνη της (Μουσεία Προϊστορικής Θήρας, Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών). Η Γραμμική Α γραφή χρησιμοποιείται σε πήλινες πινακίδες και αγγεία που καταγράφουν προϊόντα, ωστόσο ανάκτορα σαν εκείνα της Κρήτης δεν έχουν έρθει στο φως στα νησιά. Οι οικονομίες τους, στηριγμένες στις λιγοστές φυσικές προσόδους των νησιών και στον πλούτο που φέρνει η θάλασσα, φαίνεται ότι στηρίχτηκαν σε λιγότερο συγκεντρωτικά πολιτικά συστήματα, τα οποία ευνόησαν τη δημιουργία οργανωμένων πόλεων αγροτών, κτηνοτρόφων, εμπόρων και ναυτικών. Η Κολώνα στην Αίγινα, η Αγία Ειρήνη στην Κέα και η Φυλακωπή στη Μήλο είναι ακμάζουσες «πόλεις» ανάλογες σε σημασία με εκείνη του Ακρωτηρίου, άσχετα εάν η διατήρησή τους είναι ταπεινότερη στα μάτια του σημερινού επισκέπτη, επειδή αυτές οι θέσεις οικοδομήθηκαν εκ νέου και κατοικήθηκαν έκτοτε για μακρύ χρονικό διάστημα. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, κοσμογονική σε ένταση και μία από τις μεγαλύτερες που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης, είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλο το Αιγαίο. Το νησί ερημώνει για αιώνες και δημιουργείται μεγάλη αναστάτωση στην Κρήτη, η οποία πιθανόν σηματοδοτεί την αρχή της αποδυνάμωσης του μινωικού πολιτισμού. Την ίδια εποχή, στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (περί το 1600 π.Χ.) και μέσα από διεργασίες που είναι ακόμη ασαφείς, στην ηπειρωτική χώρα αναδεικνύεται μία ηγεμονική τάξη τα μέλη της οποίας κτερίζονται με πολύτιμα αγαθά μινωικής έμπνευσης ή εισαγωγής, αλλά και με πολλά ντόπια (Ταφικοί κύκλοι Α και Β Μυκηνών: Μουσεία Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών και Μυκηνών). Από την περίοδο αυτή, τη λεγόμενη Πρώιμη Μυκηναϊκή, δε σώζονται ανάκτορα και τείχη, είναι πιθανό όμως ότι οι άνακτες που κυβερνούν την Πελοπόννησο έχουν αναδυθεί από τα γένη της παλιότερης, με αγροτική δομή κοινωνίας των Μεσοελλαδικών χρόνων. Με σημαντικότερα γνωστά κέντρα εξουσίας την Αργολίδα και τη Μεσσηνία, οι λεγόμενοι Μυκηναίοι εδραιώνουν την ισχύ των οίκων τους και αρχίζουν τη σταδιακή επέκταση προς το Αιγαίο, επικεντρώνοντας την επιρροή τους στα ίδια νησιωτικά κέντρα που ακμάζουν αιώνες πριν. Οι πρώτοι αποδεδειγμένα ελληνόφωνοι κάτοικοι του Αιγαίου επηρεάζονται βαθύτατα από το μινωικό πολιτισμό, ιδρύουν κατά το πρότυπο της Κρήτης πολυδώματα τοιχογραφημένα ανάκτορα, χρησιμοποιούν την επίσης λογιστικού χαρακτήρα Γραμμική Β γραφή (προσαρμόζοντας τη Γραμμική Α στην ελληνική γλώσσα) και από το 1450 π.Χ. φαίνεται ότι κυριαρχούν σε πολλά τμήματα του νησιωτικού Αιγαίου και στην Κρήτη, συνδυάζοντας πολεμική και πολιτική ισχύ.
5. Ύστερη εποχή του Χαλκού
Στα νησιά του Αργοσαρωνικού, τα Κύθηρα, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα η μυκηναϊκή παρουσία γίνεται εντονότερη, με αποτέλεσμα την περίοδο 1400-1200 π.Χ. το Αιγαίο να αποτελεί μία θάλασσα ομοιογενούς, υψηλού πολιτισμού και γέφυρα προς την Ανατολή και τη χαλκοφόρο Κύπρο, περιοχές που αναζωογονούν την εμπορική δραστηριότητα της εποχής. Οι κυκλώπειες οχυρώσεις των ελλαδικών ακροπόλεων (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα) με τα τοιχογραφημένα ανάκτορα δεν απαντούν στο Αιγαίο, όπου οι οικισμοί διαμορφώνονται από τις εδαφικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε νησιού. Στη Φυλακωπή της Μήλου, ωστόσο, το μυκηναϊκό μέγαρο μαρτυρά τη μεταφορά μέρους του διοικητικού μηχανισμού των ηπειρωτικών βασιλείων στα νησιά. Οι οικισμοί στην Κέα (Αγία Ειρήνη), τη Νάξο (Γρόττα), τη Σίφνο (Άγιος Ανδρέας) και τη Χίο (Εμποριό) αναπτύσσονται με δικό τους κύκλο ακμής ο καθένας κατά το 14ο-12ο αι. π.Χ. και τα πλούσια κτερισμένα νεκροταφεία βάζουν τα μικρότερα νησιά (Ψαρά, Σκύρος, Τήνος, Μύκονος, Αμοργός, Κάλυμνος, Κάρπαθος) να συναγωνίζονται σε σημασία τα μεγάλα νησιά των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου. Τα νησιά του βόρειου Αιγαίου μένουν πολιτισμικά προσκολλημένα στην περαία χώρα τους. Τα πλούσια κοιτάσματα μετάλλων και ιδίως χρυσού όμως, όπως και οι εύφορες γαίες της Μικράς Ασίας, φαίνεται ότι μαγνητίζουν τους Αχαιούς βασιλείς, οι οποίοι δεν αργούν να κατοικήσουν κάποια από τα νησιά αυτά (Λέσβος, Λήμνος) στο δρόμο για την πλούσια Τρωάδα του μύθου και του έπους. Η τελευταία βαθμίδα της ύστερης Εποχής του Χαλκού συνδέεται με την περίοδο κατά την οποία το ανακτορικό σύστημα της ηπειρωτικής χώρας έχει καταρρεύσει (12ος-11ος αι. π.Χ.) και στα νησιά μετατίθεται μεγάλο μέρος της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας. Τα περιφερειακά κέντρα του Αιγαίου ανανεώνουν τον πληθυσμό τους εγκαινιάζοντας το ιστορικό φαινόμενο του ελληνικού αποικισμού που θα κορυφωθεί τον 8ο αι. π.Χ. Τα χρόνια αυτά, που λανθασμένα ονομάστηκαν «Σκοτεινοί Αιώνες», στο νησιωτικό Αιγαίο συντελείται η δημιουργική ανασύνταξη της κοινωνίας και των θεσμών της, που θα οδηγήσει στην πόλη-κράτος, το κύτταρο του ελληνικού πολιτισμού. |