Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σέργιος Τυχικός

Συγγραφή : Μακρυπούλιας Χρήστος (20/12/2006)

Για παραπομπή: Μακρυπούλιας Χρήστος, «Σέργιος Τυχικός», 2006,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6108>

Σέργιος Τυχικός (6/3/2007 v.1) Sergios Tychikos (21/2/2006 v.1) 

Παραθέματα

 

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 51, 28 - 53, 13:

Μετ’ ου πολύ δε χρόνον και έτερός τις αναδείκνυται της αληθείας αντίπαλος, εκ των μερών Ταβίας της πόλεως. Έστι γαρ εκείσε πλησιάζουσα κώμη, Αννία καλουμένη, εν η κατώκει ανήρ τις, Δρύϊνος ονομαζόμενος. Ούτος έσχεν υιόν, Σέργιον καλούμενον, τον του διαβόλου υπέρμαχον, Σέργιον τον πολλούς εκ προβάτων λύκους ποιήσαντα και δι’ αυτών σκορπίσαντα τας του Χριστού αγέλας, Σέργιον τον δεινόν προβατόσχημον λύκον τας αρετάς δολίως υποκριθέντα καντεύθεν πολλούς εξαπατήσαντα, Σέργιον τον εχθρόν του σταυρού του Χριστού, το της αθεότητος στόμα, τον της θεομήτορος και πάντων των αγίων υβριστήν, Σέργιον τον αντίμαχον των του Χριστού αποστόλων, τον τους προφήτας μισήσαντα και τας θείας γραφάς αποστραφέντα και προς μύθους και ψεύδη εκτραπέντα, Σέργιον τον του Χριστού μισητήν, τον της εκκλησίας πολέμιον τον «τον υιόν του θεού καταπατήσαντα και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενον και το πνεύμα της χάριτος ενυβρίσαντα»· Σέργιον τον εαυτόν παράκλητον λέγοντα Τυχικόν τε εαυτόν καλέσαντα και υπό των ιδίων μαθητών ως πνεύμα άγιον προσκυνούμενον, Σέργιον τον του σκότους προσφιλή τον εαυτόν λυχνοφανή αστέρα λέγοντα. Και τι έτι λέγω και ου συμπεραίνω ταχέως; Οίμαι γαρ ότι ουδ’ ο πας αιών την αυτού κακίαν επαξίως τω λέγοντι επαρκέσοι. Ούτος τοίνυν ο Σέργιος έτι νέαν άγων την ηλικίαν προσομιλεί τινι γυναικί ούση εκ Μανιχαίων, και εξ αυτής απατηθείς γίνεται πρόδρομος του Αντιχρίστου. Έδει γαρ τους της εχθίστου αιρέσεως διδασκάλους, τους μεν εκ Σαρακηνών κατάγεσθαι, τους δε εξ οικετών υπάρχειν, τους άλλους εκ πορνείας γεγεννήσθαι, και ετέρους εκ γυναικών παρειληφέναι την πλάνην.

{Μετά από μικρό χρονικό διάστημα εμφανίζεται και άλλος αντίπαλος της αλήθειας, καταγόμενος από την περιοχή της πόλεως της Ταβίας. Εκεί κοντά υπάρχει μία κωμόπολη ονόματι Αννία, στην οποία κατοικούσε ένας άνδρας που ονομαζόταν Δρύϊνος. Αυτός απέκτησε έναν γιο, το Σέργιο, τον υπέρμαχο του διαβόλου, το Σέργιο, που μετέτρεψε πολλά πρόβατα σε λύκους και μέσω αυτών διασκόρπισε το ποίμνιο του Χριστού, το Σέργιο, το φοβερό λύκο με προβιά αρνιού που υποκρίθηκε με δολιότητα ότι ήταν ενάρετος και έτσι εξαπάτησε πολλούς, το Σέργιο, τον εχθρό του σταυρού του Χριστού, το στόμα της αθεότητας, τον υβριστή της Παναγίας και όλων των αγίων, το Σέργιο, τον αντίπαλο των αποστόλων του Χριστού, που μίσησε τους προφήτες και αποστράφηκε τις ιερές γραφές και στράφηκε σε παραμύθια και ψέματα, το Σέργιο, που «μισούσε τον Χριστό και θεωρούσε κοινό το αίμα της διαθήκης και εξύβρισε το πνεύμα της θείας χάρης», το Σέργιο, που αποκαλούσε τον εαυτό του «παράκλητο» και είχε ο ίδιος λάβει το όνομα Τυχικός και οι μαθητές του τον προσκυνούσαν ως άγιο πνεύμα, το Σέργιο, το φίλο του σκότους που αποκαλούσε τον εαυτό του «αστέρι που είχε εμφανισθεί σαν το λυχνάρι». Και γιατί να μιλάω ακόμη κα να μην φτάσω γρήγορα στο τελικό συμπέρασμα; Νομίζω μάλιστα ότι η αιωνιότητα όλη δεν θα ήταν αρκετή για να περιγράψει κάποιος την κακία αυτού του ανθρώπου. Αυτός λοιπόν ο Σέργιος, όταν ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, συνήψε σχέσεις με μία γυναίκα η οποία ήταν παυλικιανή. Από αυτήν παραπλανήθηκε και έγινε προάγγελος του Αντιχρίστου, διότι έπρεπε από τους διδασκάλους της χειρότερης αίρεσης άλλοι να κατάγονται από Σαρακηνούς, άλλοι να έχουν υπάρξει δούλοι, άλλοι να έχουν γεννηθεί από πορνική σχέση και άλλοι να έχουν διδαχθεί την πλάνη από γυναίκες.}

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 55, 34 - 61, 4:

Και ούτως τα εν ευαγγελίοις γεγραμμένα διεξερχομένη, εκάστης λέξεως νόημα, ως εγίνωσκεν αυτόν χωρείν, διαστρεβλούσα, κατά μικρόν απετέλεσεν αυτόν εργαλείον του διαβόλου, και ώξυνε δεινόν κατά της ανθρωπότητος και αύτη βέλος, οίον ου γέγονε πάσι τοις έμπροσθεν αυτού. Οι γαρ προ αυτού αναφανέντες, ει και διά τον δυσώδη βόρβορον της ακολασίας και την αισχρουργίαν των μιασμάτων και τας εις θεόν βλασφημίας εξαίρετοι τη κακία υπήρχον, αλλ’ όμως φευκτέοι τοις ανθρώποις και βδελυκτοί πάσιν εφαίνοντο· όθεν και ολίγοι οι εξ αυτών απατώμενοι. Ούτος δε τους μεν μιασμούς και τας πολλάς ακολασίας αυτών αποβαλόμενος, τας δυσφημίας δε πάσας ως σωτήρια περιπτυξάμενος δόγματα, αρετάς τινάς δολίως υπεκρίνετο και ευσεβείας μόρφωσιν, περικαλύψας τον λύκον ως εν κωδίω προβάτου. Την δε δύναμιν της ευσεβείας αρνησάμενος, εδόκει τοις αγνοούσιν άριστος οδηγός σωτηρίας καταφαίνεσθαι· μιμείται γαρ την αρετήν η κακία, και το ζιζάνιον βιάζεται σίτος νομισθήναι. Εν τοιαύταις τοίνυν μεθοδείαις μέχρις της δεύρο τους αστηρίκτους εξαπατώσιν. Αλλά ρυσθείημεν της κακοτέχνου αυτών μηχανουργίας άπαντες ευχαίς και πρεσβείαις της πανάγνου και υπεραγίας δεσποίνης ημών κυρίως και αληθώς θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των αγίων. Και γαρ έως αν εις τελείαν απώλειαν τους αθλίους άξωσιν, ουκ εξαγορεύουσιν αυτοίς το μέγα αυτών μυστήριον, όπερ εστίν άρνησις θεού. Ο δε υπέρμαχος του διαβόλου Σέργιος διδαχθείς παρά της ολεθρίου γυναικός την αίρεσιν και νομίσας πάντας ανθρώπους, τους την ειλικρινή και αμώμητον ημών των όντως χριστιανών κατέχοντας και ευσεβή πίστιν, εν απωλεία κείσθαι, διεγείρεται ζήλω σατανικώ και γίνεται νέος κήρυξ της πλάνης. εαυτόν τε επονομάσας Τυχικόν, τον εν ταις επιστολαίς εμφερόμενον του αποστόλου Παύλου, τοις πάσιν έλεγεν είναι μαθητής του αποστόλου και παρ’ αυτού απεστάλθαι κηρύσσειν ου λόγον θεού, αλλά πλάνην ολεθρίαν. Ούτος περιελθών τας πόλεις πάσας και τας χώρας αόκνως, εν αις ο απόστολος προ οκτακοσίων ετών τον λόγον της αληθείας εκήρυξεν, πολλούς απέστησεν της ορθοδόξου πίστεως και τω διαβόλω προσήγαγεν, ως αυτός εν μιά των επιστολών αυτού λέγει. Από ανατολών και μέχρι δυσμών και βορρά και νότου έδραμον κηρύσσων το ευαγγέλιον του Χριστού τοις εμοίς γόνασι βαρήσας. Εν όλοις γαρ τριάκοντα τέσσαρσι χρόνοις επικρατήσας, από Ειρήνης της αυγούστης μέχρι Θεοφίλου του βασιλέως, συνεστήσατο την νυν περιούσαν αποστασίαν, ην προέφη Θεσσαλονικεύσι Παύλος ο απόστολος, δι’ ης ελυμήνατο πλείστον μέρος της του Χριστού εκκλησίας. Τους μεν γαρ ηλλοτρίωσε της προσκαίρου ζωής των ιδίων στερήσας και προ καιρού θανατώσας, τους δε και της αιωνίου εξακολουθήσαντας αυτού ταις βδελυρίαις απεξένωσεν· πολλούς ομοζύγους διαζεύξας τας κοίτας αυτών διά των μαθητών αυτού εμίανεν· πολλά βρέφη των μητρικών αποσπάσας μαζών διά των μαθητών αυτού, τα μεν εθανάτωσεν, τα δε των γονέων στερήσας, και θεού του ζώντος αλλοτριώσας του τω ιδίω αίματι πάντας ελευθερώσαντος, Αγαρηνοίς απεμπόλησεν· πολλούς ευειδείς νεανίσκους και νεάνιδας μονογενείς γονέων αποχωρίσας εις δουλείαν βαρβάροις παρέδωκεν· πολλούς αδελφούς και αδελφάς συγγενείς τε και φίλους αλλήλων διέστησεν, και των ιδίων ξενώσας αλλοδαπή γη παρέπεμψεν, ων ο οδυρμός και ο θρήνος μέχρις ουρανίων αψίδων ανήκται· πολλούς μονάζοντας και μοναζούσας Χριστώ την παρθενίαν αναθεμένους διά των οικείων μαθητών διέφθειρεν, και του μονήρους απαλλοτριώσας βίου του θεού απεξένωσεν· πολλούς ιερείς και λευΐτας της ορθοδόξου πίστεως αποσπάσας και εκ προβάτων θήρας αποτελέσας ανθρωποβόρους ειργάσατο· πολλούς εν δεσμοίς και φυλακαίς θανατωθήναι πεποίηκεν και άλλους εκ πλουσίων ειργάσατο πένητας. Και ο τοσούτων κακών παραίτιος προσκυνείσθαι άρα οφείλει ως παράκλητος; Οι γαρ μαθηταί αυτού εν τω ονόματι αυτού ευχόμενοι λέγουσιν· «Η ευχή του αγίου πνεύματος ελεήσει ημάς». Ο δε φησιν· «Εγώ των κακών τούτων αναίτιός ειμι· πολλά γαρ παρήγγελλον αυτοίς εκ του αιχμαλωτίζειν τους Ρωμαίους αποστήναι, και ουχ υπήκουσάν μοι». Και πώς αναίτιον σαυτόν ποιείς; Ει γαρ ουχ υπήκουόν σοι, ίνα τι απειθεί συνηυδόκεις λαώ, ον κυβερνήσαι ουκ ίσχυες; Τι δε και μέχρι θανάτου μετ’ αυτών συνδιέτριβες; Ει δε και την Χριστού οδόν οδεύειν αυτούς εδίδασκες, ίνα τι και τούτο ουκ εδίδασκες αυτούς, όπερ έφη ο κύριος· «Όταν διώκωσιν υμάς εκ της πόλεως ταύτης, φεύγετε εις την άλλην»; Ελέγξω σε δ’ ουν όμως και εκ των σων οικείων ρημάτων. Τοις γαρ εν Κολωνεία έγραφες τάδε· Το δοκίμιον υμών της πίστεως προεγνωκότες υπόμνησιν προς υμάς ποιούμεθα ότι, ώσπερ αι παρελθούσαι εκκλησίαι ποιμένας και διδασκάλους εδέξαντο – λέγει δε Κωνσταντίνον και τους λοιπούς –, ούτως και υμείς λαμπάδα φαεινήν και λυχνοφανή αστέρα και οδηγόν σωτηρίας εδέξασθε κατά το γεγραμμένον ότι· «Εάν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλο το σώμά σου φωτεινόν έσται». Ω τρισάθλιε και πάσης ανομίας πεπληρωμένε, ει μαθητής Παύλου, ως λέγεις, υπάρχεις, ίνα τι ου μιμή τον διδάσκαλον; Αυτός γαρ εαυτόν πάντων «περίψημα» έλεγεν, «έκτρωμα» και «ελάχιστον των αποστόλων», συ δε τοσαύτα δράσας κακά και μηδέν αγαθόν κατορθώσας υπέρ τον φαρισαίον μεγαλαυχείς. Ουκ ανέγνως το φάσκον λόγιον ότι· Ο εαυτόν συνιστών ουδέν εστιν, ει και αληθή λέγει; Αυτός δε εσκοτισμένος τον νουν και τας φρένας υπάρχων δι’ όλου, πώς ψευδώς λυχνοφανή αστέρα σεαυτόν και λαμπάδα φαεινήν και οδηγόν σωτηρίας έλεγες, ο τοσαύτας ψυχάς απωλέσας, και οφθαλμόν του σώματος της του Χριστού εκκλησίας, έκφρων και εμβρόντητε; Συν ουν τυφλός υπάρχων, άθλιε, πώς άλλοις οδηγός γέγονας σωτηρίας; Ουκ ανέγνως ότι· «Τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθρον εμπεσούνται»; Ποίαν δέ σου ζηλώσουσιν αρετήν; ότι κράζεις· Μιμηταί μου γίνεσθε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας παρελάβετε παρ’ εμού; Ιδού τοίνυν της πίστεώς σου και διδασκαλίας ο καρπός εβλάστησε μεγάλην ασέβειαν. Οι γαρ μαθηταί σου προ του σε γνωρίσαι πρόβατα υπήρχον, νυν δε γνόντες σε, μάλλον δε γνωσθέντες υπό σου, εις θήρας μετεβλήθησαν ανθρωποβόρους.

{Και με τον τρόπο αυτόν, αναλύοντας τα όσα ήταν γραμμένα στα Ευαγγέλια και διαστρεβλώνοντας το νόημα κάθε λέξης, καθώς τον έβλεπε να προχωρεί, σιγά-σιγά τον έκανε εργαλείο του Διαβόλου και ακόνισε και αυτή την αιχμή ενός ακόμη βέλους εναντίον της ανθρωπότητος, τέτοιο που δεν είχε γίνει έως τότε. Διότι οι προκάτοχοί του, αν και ήσαν εξαιρετικά κακοί εξαιτίας της βρωμερής λάσπης της ακολασίας τους και των αισχρών μιασμάτων τους και της βλασφημίας τους απέναντι σον Θεό, όμως οι άνθρωποι τους απέφευγαν και ήσαν βδελυροί σε όλους. Λόγω αυτού, λίγοι ήσαν εκείνοι που είχαν παραπλανηθεί από αυτούς. Αυτός, όμως, απέβαλε τις περισσότερες βρωμιές και ακολασίες των προκατόχων του και αγκάλιασε όλες τις ασέβειές τους ως δόγματα της ανθρώπινης σωτηρίας, υποκρινόμενος με δόλο ότι κατείχε κάποιες αρετές και ορθόδοξη καλλιέργεια, σαν να έντυνε τον λύκο με δέρμα προβάτου. Έχοντας αρνηθεί τη δύναμη της ορθόδοξης πίστης, έμοιαζε σε όσους δεν τον ήξεραν ως άριστος οδηγός σωτηρίας. Διότι η κακία μιμείται την αρετή και το ζιζάνιο προσπαθεί να μοιάζει με σιτάρι. Με τέτοιες λοιπόν μεθοδεύσεις εξαπατούν τους αδύναμους έως σήμερα. Αλλά είθε να σωθούμε όλοι από τις βλαβερές μηχανορραφίες τους με τις ευχές και τη μεσιτεία της πάναγνης και υπεράγιας δέσποινάς μας, της πραγματικής και αληθινής Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και όλων των αγίων. Και, έως ότου έχουν οδηγήσει τους άθλιους αυτούς στην απόλυτη απώλεια, δεν τους αποκαλύπτουν το μεγάλο τους μυστικό, που είναι η άρνηση του Θεού. Ο δε Σέργιος, ο υπέρμαχος του διαβόλου, έχοντας διδαχθεί από την ολέθρια εκείνη γυναίκα την αίρεση και θεωρώντας ότι βαδίζουν την οδό της απωλείας όλοι όσοι πρέσβευαν τη δική μας ειλικρινή και καθαρή ορθόδοξη πίστη, που είμαστε γνήσιοι Χριστιανοί, διεγείρεται από σατανικό ζήλο και γίνεται νέος κήρυκας της πλάνης, ονομάζοντας τον εαυτό του Τυχικό, όπως αυτός που αναφέρεται στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, και λέγοντας σε όλους ότι είναι μαθητής του Παύλου και έχει αποσταλεί από εκείνον να κηρύξει όχι τον λόγο του Θεού, αλλά ολέθρια πλάνη. Ο Σέργιος χωρίς να κουραστεί πέρασε από όλες τις πόλεις και τις περιοχές όπου πριν από 800 χρόνια ο απόστολος Παύλος είχε κηρύξει τον λόγο της αληθινής πίστης. Απέσπασε πολλούς από την ορθόδοξη πίστη και τους προσέφερε στον διάβολο, όπως ο ίδιος αναφέρει σε μία από τις επιστολές του: «Ταξίδεψα από την Ανατολή στη Δύση και από τον Βορρά στο Νότο, για να κηρύξω το ευαγγέλιο του Χριστού, βαδίζοντας στα γόνατά μου». Δίδαξε επί 34 συναπτά έτη, από την εποχή της αυτοκράτειρας Ειρήνης έως τη βασιλεία του αυτοκράτορος Θεοφίλου, και στο διάστημα αυτό εδραίωσε την αίρεση που επικρατεί έως σήμερα, την οποία είχε προφητεύσει ο απόστολος Παύλος στους Θεσσαλονικείς και με την οποία βρώμισε μεγάλος μέρος της εκκλησίας του Χριστού. Διότι από άλλους μεν αποστέρησε την επίγειο ζωή τους, θανατώνοντάς τους πριν την ώρα τους, από άλλους δε την αιώνιο ζωή, όσοι ακολούθησαν τα βδελυρά διδάγματά του. Χώρισε πολλούς συζύγους και μίανε τις συζυγικές τους κλίνες με τους μαθητές του. Μέσω των μαθητών του, πολλά βρέφη τα απέσπασε από τα στήθη των μητέρων τους και άλλα τα θανάτωσε, άλλα τα στέρησε από τους γονείς τους και, αποξενώνοντάς τα από τον ζώντα Θεό, ο οποίος είχε λυτρώσει τους πάντες με το ίδιο Του το αίμα, τα πούλησε στους Άραβες. Πολλούς ευπαρουσίαστους νεαρούς και μοναχοκόρες τους χώρισε από τους γονείς τους και τους παρέδωσε ως δούλους στους βαρβάρους. Πολλούς αδελφούς και αδελφές και συγγενείς και φίλους απομάκρυνε τον έναν από τον άλλον και, αποξενώνοντάς τους από τους δικούς τους, τους έστειλε σε ξένη γη. Ο οδυρμός και ο θρήνος τους έχει ανέβει μέχρι την κορυφή του ουρανού. Διέφθειρε μέσω των μαθητών του πολλούς μοναχούς και μοναχές που είχαν αφιερώσει την παρθενία τους στον Χριστό και, απομακρύνοντάς τους από τη μοναστική ζωή, τους αποξένωσε από τον Θεό. Πολλούς ιερείς και κληρικούς απέσπασε από την ορθόδοξη πίστη και τους μεταμόρφωσε από πρόβατα σε ανθρωποφάγα θηρία. Προκάλεσε τον θάνατο πολλών που ήταν δεσμώτες και φυλακισμένοι, ενώ άλλους από πλούσιους τους έκανε φτωχούς. Και πρέπει άραγε τον ηθικό αυτουργό τόσων πολλών κακών να τον προσκυνούν σαν παράκλητο; Διότι οι μαθητές του προσεύχονται στο όνομά του και λένε «Η ευχή του αγίου πνεύματος ας μας ελεήσει». Ο δε Σέργιος λέει: «Εγώ είμαι αθώος από τα εγκλήματα αυτά, διότι πολλές φορές τους διέταξα να πάψουν να αιχμαλωτίζουν τους Βυζαντινούς και δεν με υπάκουσαν». Και πώς θεωρείς τον εαυτό σου αθώο; Αν δεν σε υπάκουαν, γιατί συμφωνούσες με ανθρώπους απείθαρχους, που δεν μπορούσες να τους κυβερνήσεις; Γιατί έζησες μαζί τους μέχρι τον θάνατό σου; Αν μάλιστα τους δίδασκες να βαδίζουν στον δρόμο του Χριστού, γιατί δεν τους δίδαξες και εκείνο το οποίο είχε πει ο Κύριος: «Όταν σας διώχνουν από την πόλη αυτή, φύγετε στην επόμενη»; Αλλά και από τα ίδια σου τα λόγια θα αντλήσω επιχειρήματα εναντίον σου. Σε όσους ήταν στην Κολώνεια έγραψες τα εξής: «Έχοντας από πριν δοκιμάσει την πίστη σας, σας υπενθυμίζουμε ότι, όπως οι προηγούμενες εκκλησίες δέχθηκαν στο παρελθόν ποιμένες και διδασκάλους – εννοεί τον Κωνσταντίνο και τους υπόλοιπους – έτσι και εσείς δεχθήκατε φωτεινή λαμπάδα και λυχνοφανή αστέρα και οδηγό σωτηρίας, όπως αναφέρεται στις Γραφές: “Εάν το μάτι σου είναι καθαρό, τότε και το σώμα σου είναι φωτεινό”». Ω! τρισάθλιε και γεμάτε από κάθε ανομία, αν όντως είσαι μαθητής του Παύλου, όπως υποστηρίζεις, γιατί δεν μιμείσαι τον δάσκαλό σου; Διότι αυτός αποκαλούσε τον εαυτό του «περίψημα» και «έκτρωμα» και «ελάχιστο των αποστόλων», ενώ εσύ, αν και έχεις διαπράξει τόσα εγκλήματα και τίποτα καλό δεν έχεις κατορθώσει, υπερηφανεύεσαι πιο πολύ και από Φαρισαίο. Δεν έχεις διαβάσει το ρητό που λέει ότι «όποιος λέει καλά λόγια για τον εαυτό του είναι τιποτένιος, ακόμη και αν λέει την αλήθεια»; Εσύ, όμως, που είσαι εντελώς σκοτισμένος στο νου και τη λογική, πώς έλεγες ψέματα και αποκαλούσες τον εαυτό σου λυχνοφανές αστέρι και φωτεινή λαμπάδα και οδηγό σωτηρίας, εσύ που κατέστρεψες τόσες ψυχές, και μάτι του σώματος της Εκκλησίας, άφρονα και ανόητε; Εσύ λοιπόν που είσαι τυφλός, άθλιε, πώς μπόρεσες να γίνεις οδηγός των άλλων στη σωτηρία; Δεν διάβασες στις Γραφές ότι «Εάν τυφλός οδηγεί τυφλό, θα πέσουν και οι δύο σε τρύπα»; Ποια αρετή σου να ζηλέψουν; Ότι κραυγάζεις «Γίνετε μιμητές μου και τηρείτε τις παραδόσεις που παραλάβατε από εμένα»; Ιδού λοιπόν πώς από τον σπόρο της πίστης σου και της διδασκαλίας σου βλάστησε η μεγάλη ασέβεια, διότι οι μαθητές σου, πριν σε γνωρίσουν, ήσαν πρόβατα και τώρα που σε γνώρισαν έχουν μεταβληθεί σε ανθρωποφάγα θηρία.}

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 63, 28 - 65, 12:

Ηνίκα δε ήρξατο διδάσκειν ούτος ο Σέργιος, θέλων επισυνάξαι πολλούς μαθητάς και αποσπάσαι της εκκλησίας Χριστού ουκ ολίγους οπίσω αυτού πορεύεσθαι, δισσώς και τρισσώς αντέστη κατά πρόσωπον Βαάνη τω ρυπαρώ συμμαθητή και συμμύστη αυτού· και ευλάβειαν υποκρινόμενος ήρξατο ελέγχειν αυτόν εις υπήκοον πάντων, ου διά πίστιν, αλλά διά την ατοπίαν των αθεμίτων αυτού πράξεων. Ο δε Βαάνης φησί προς αυτόν· «συ νεωστί κατεφάνης και ουδένα των διδασκάλων ημών εόρακας ή συμπαρέμεινας, εγώ δε του κυρού Επαφροδίτου μαθητής υπάρχω και, καθώς παρέδωκέν μοι απαρχής, ούτως και διδάσκω.» Ο δε Σέργιος διά τον δυσώδη βόρβορον, ον εδίδασκεν, βδελυξάμενος και εις πρόσωπον καταισχύνας αυτόν, έσχισε την αίρεσιν εις δύο· τους δε συμπαραμείναντας αυτώ εκάλεσε Βανιώτας, κακείνος Σεργιώτας τους μαθητάς ωνόμασε Σεργίου. Μετά δε τον θάνατον Σεργίου, μη φέροντες οι αυτού μαθηταί εαυτών την αισχύνην και τον ονειδισμόν ον παρά πάντων ωνειδίζοντο, ήρξαντο αποκτέννειν τους Βανιώτας, όπως εξαλείψωσιν εξ αυτών τον ονειδισμόν αυτών. Εις δε τις Θεόδοτος ονόματι, ο συνέκδημος Σεργίου, λέγει. «Μηδέν υμίν και τοις ανθρώποις τούτοις· πάντες γαρ μέχρις αναδείξεως του διδασκάλου ημών μίαν πίστιν είχομεν.» Και ούτως του φονεύειν επαύσαντο.

{Όταν, όμως, άρχισε να διδάσκει αυτός ο Σέργιος, θέλοντας να συλλέξει πολλούς μαθητές και να αποσπάσει πολλούς Χριστιανούς από την Εκκλησία για να τον ακολουθήσουν, ήλθε δύο και τρεις φορές αντιμέτωπος αυτοπροσώπως με τον Βαάνη τον Ρυπαρό, τον συμμαθητή και σύντροφό του στην αίρεση. Υποκρινόμενος ότι ήταν ευλαβής, άρχισε να τον ελέγχει μπροστά σε όλους, όχι σε θέματα πίστης, αλλά για το άτοπο των ανόσιων πράξεών του. Ο δε Βαάνης του είπε: «Εσύ εμφανίστηκες πρόσφατα και δεν έχεις δει ή ακολουθήσει κανέναν από τους διδασκάλους μας, εγώ όμως είμαι μαθητής του κυρίου Επαφροδίτου και διδάσκω την αίρεση όπως ακριβώς μου την παρέδωσε από την αρχή». Ο δε Σέργιος, που αηδίασε και δεν ήθελε να τον δει στα μάτια του εξαιτίας της βρωμερής λάσπης που δίδασκε, διέσπασε την αίρεση σε δύο παρατάξεις· όσους έμειναν με τον Βαάνη τους ονόμασε Βανιώτες, ενώ όσοι έμειναν με τον Σέργιο ονομάστηκαν από τον Βαάνη Σεργιώτες. Μετά τον θάνατο του Σεργίου, όμως, μην μπορώντας οι μαθητές του τελευταίου να υποφέρουν την ντροπή και την κοροϊδία από τους πάντες, άρχισαν να σκοτώνουν τους Βανιώτες, για να εξαλείψουν την κοροϊδία τους. Ένας, όμως, από τους συντρόφους και συνοδοιπόρους του Σεργίου, ονόματι Θεόδοτος, λέει: «Δεν έχετε τίποτα να χωρίσετε με τους ανθρώπους αυτούς, διότι μέχρι την ανάδειξη του διδασκάλου μας είχαμε ενιαία πίστη.» Και έτσι έδωσε τέλος στους φόνους.}

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 65, 13 - 25:

Ιδών δε ο Μιχαήλ ο ευσεβής βασιλεύς ο Αββάς, και Λέων ο μετ’ αυτόν βασιλεύσας, ότι πολύ μέρος των χριστιανών η τοιαύτη αίρεσις ελυμήνατο, εκπέμψαντες κατά παντός τόπου της ρωμαϊκής αρχής τους ευρισκομένους εν ταύτη τη μυσαρά αιρέσει απέκτεννον. Ήλθεν ουν το πρόσταγμα του βασιλέως και εις Αρμενιάκους προς Θωμάν τον επίσκοπον Νεοκαισαρείας, και τον Παρακονδάκην έξαρχον όντα. Κατά ουν την του βασιλέως κέλευσιν, τους ευρισκομένους ως αξίους θανάτου και οδηγούς απωλείας απέκτεννον. Ύστερον δέ τινες των του Σεργίου μαθητών, οι λεγόμενοι Άστατοι, διά προδοσίας και δόλου τον έξαρχον κατέσφαξαν, και οι Κυνοχωρίται ομοίως Θωμάν τον μητροπολίτην· και ούτως προσέφυγον οι Άστατοι εν Μελιτηνή. Αμηράς δε τότε των εκείσε όντων Σαρακηνών υπήρχεν ο Μονοχεράρης. Λαβόντες δε τότε παρ’ αυτού οι Άστατοι τον Αργαούν κατώκησαν εκείσε, και ούτως επισυναχθέντες εκ πάντων των μερών ήρξαντο πραιδεύειν την Ρωμανίαν.

{Βλέποντας ο Μιχαήλ, ο ευσεβής αυτοκράτωρ που αργότερα έγινε ηγούμενος, και ο Λέων, που τον διαδέχθηκε στον θρόνο, ότι η αίρεση αυτή είχε μολύνει μεγάλο μέρος των Χριστιανών, έστειλαν σε κάθε γωνία της βυζαντινής επικράτειας και άρχισαν να σκοτώνουν όσους ανήκαν σε αυτή τη βρωμερή αίρεση. Έφτασε λοιπόν αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα και στο θέμα των Αρμενιάκων, στον Θωμά, τον επίσκοπο Νεοκαισαρείας, και τον αξιωματούχο Παρακονδάκη. Σύμφωνα λοιπόν με την εντολή του αυτοκράτορος, όσους ανακάλυπταν τους σκότωναν ως άξιους θανάτου και οδηγούς απωλείας. Ύστερα, όμως, ορισμένοι από τους μαθητές του Σεργίου, οι λεγόμενοι Άστατοι, θανάτωσαν με προδοσία και δόλο τον αξιωματούχο, ενώ οι κάτοικοι του Κυνοχωρίου σκότωσαν και αυτοί τον μητροπολίτη Θωμά. Έτσι οι Άστατοι κατέφυγαν στη Μελιτηνή. Την εποχή εκείνη, εμίρης των εκεί Αράβων ήταν ο Μονοχεράρης. Παίρνοντας τότε από αυτόν οι Άστατοι τον Αργαούν, εγκαταστάθηκαν εκεί και, έχοντας με αυτόν τον τρόπο συγκεντρωθεί από όλα τα μέρη, άρχισαν να λεηλατούν τα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας.}

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 65, 26 - 67, 9:

Ο δε Σέργιος συνοικήσας μετά των μαθητών αυτού εις τον Αργαούν επί χρόνους τινάς, ύστερον εκ δικαιοκρισίας θεού αξίνη εκκοπείς, ως την εκκλησίαν του θεού διχοτομήσας, εις πυρ αιώνιον βάλλεται. Ο γαρ Τζανίων, ο από Κάστελλον της Νικοπόλεως ων, εις όρος αυτόν ευρηκώς άνωθεν του Αργαού σανίδας εργαζόμενον, την αξίνην εκ των χειρών αυτού λαβών, πατάξας τούτον απέκτεινεν. Και ούτως απερράγη το έσχατον και μείζον πάντων των θηρών του τήδε βίου, έτει τω από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστώ τριακοσιοστώ τεσσαρακοστώ τρίτω. Μαθηταί δε αυτού υπήρχον μυστικώτατοι Μιχαήλ και ο Κανακάρις και Ιωάννης ο Αόρατος, οι τρεις μιερείς, και ο μνημονευθείς Θεόδοτος Βασίλειός τε και Ζώσιμος και έτεροι πολλοί. Ούτοι τοίνυν οι μαθηταί αυτού, οι και συνέκδημοι παρ’ αυτοίς λεγόμενοι, ως μιερείς τινες, τον άπαντα λαόν τον συναθροισθέντα εν τω Αργαού μετά τον του διδασκάλου αυτών Σεργίου θάνατον ταις διδασκαλίαις αυτού τε και των προηγησαμένων λυμαινόμενοι, ισότιμοι πάντες υπήρχον, μηκέτι ένα διδάσκαλον ανακηρύξαντες, καθάπερ οι πρώην, αλλά πάντες ίσοι όντες. Έχουσι δε και υποβεβηκότας μιερείς, νοταρίους παρ’ αυτοίς ονομαζομένους.

{Ο δε Σέργιος έζησε μαζί με τους μαθητές του στον Αργαούν για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά κατόπιν η θεία δίκη τον έκανε να κοπεί στα δύο από αξίνα, όπως ακριβώς και αυτός είχε διχοτομήσει το σώμα της Εκκλησίας, και να ριφθεί στο πυρ το εξώτερον, διότι ο Τζανίων, ο οποίος ήταν από τον Κάστελλο της Νικοπόλεως, τον συνάντησε τυχαία σε ένα βουνό πάνω από τον Αργαούν να σχίζει σανίδες και, παίρνοντας από τα χέρια του την αξίνα, τον χτύπησε και τον σκότωσε. Έστι έχασε τη ζωή του το τελευταίο και μεγαλύτερο από όλα τα θηρία, το έτος 6343 από κτίσεως κόσμου. Οι πιο πιστοί και αφοσιωμένοι μαθητές του ήσαν ο Μιχαήλ και ο Κανακάρις και ο Ιωάννης Αόρατος, οι τρεις ανίεροι ιερείς, καθώς και ο προαναφερθείς Θεόδοτος, ο Βασίλειος, ο Ζώσιμος και πολλοί άλλοι. Αυτοί λοιπόν οι μαθητές του, οι αποκαλούμενοι από τους αιρετικούς «συνέκδημοι», σαν ανίεροι ιερείς, μετά τον θάνατο του διδασκάλου τους ανέλαβαν την ηγεσία όσων είχαν εγκατασταθεί στον Αργαούν, ακολουθώντας τις διδασκαλίες του διδασκάλου τους και των προκατόχων του. Μεταξύ τους ήσαν όλοι ισότιμοι χωρίς να ανακηρύξουν κάποιον διδάσκαλο, όπως οι προηγούμενοι, αλλά ήσαν όλοι ίσοι. Έχουν και κάποιους υφισταμένους ανίερους ιερείς, τους οποίους αποκαλούν «νοταρίους».}

Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 82, 6-7:

Και έβδομον έσχον τον Σέργιον τον και Τυχικόν εαυτόν μετονομάσαντα.

{Τέλος, ως έβδομο διδάσκαλο είχαν τον Σέργιο, που μετονόμασε τον εαυτό του Τυχικό.}

Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 83, 1-5:

Μάνεντα τοίνυν και Παύλον και Ιωάννην, και άλλους ους εάν τις είπη αυτοίς, προθύμως αναθεματίζουσιν. Κωνσταντίνον δε τον Σιλουανόν επικληθέντα, και Συμεών τον και Τίτον, και Γεγνέσιον τον και Τιμόθεον, και Ιωσήφ τον και Επαφρόδιτον, και Βαάνην τον ρυπαρόν, και Σέργιον τον και Τυχικόν, ως διδασκάλους αυτών ουδαμώς αναθεματίζουσιν, αλλ' έχουσιν αυτούς ώσπερ αποστόλους Χριστού.

{Τον Μάνη, λοιπόν, και τον Παύλο και τον Ιωάννη και όποιους άλλους αναφέρει κάποιος στους Παυλικιανούς αυτοί τους αναθεματίζουν με προθυμία. Όμως τον Κωνσταντίνο που ονομάστηκε Σιλουανός και τον Συμεών-Τίτο και τον Γεγνέσιο-Τιμόθεο και τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο και τον Βαάνη τον Ρυπαρό και τον Σέργιο-Τυχικό δεν τους αναθεματίζουν γιατί είναι διδάσκαλοί τους και τους έχουν όπως ακριβώς τους αποστόλους του Χριστού.}

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 153, 27 - 155, 25:

Υπό δε τους αυτούς χρόνους συναναφύεται τω πολυμόρφω τούτω και βδελυρώ θηρίω έτερόν τι παραπλήσιον δρακοντείου γέμον ιού. Κώμη δε ην αυτώ πατρίς η Ανία τη Ταβία πλησιάζουσα πόλει, και Δρύϊνος ην τω δειλαίω το όνομα, της κλήσεως θριαμβευούσης τον ιοβόλον και φθοροποιόν όφιν κρυπτόμενον εν ανθρωπείω σκηνώματι. Τούτω τω θηρίω τίκτεται παις, εξ αυτών, οίμαι, των ιοβόλων μάλλον σπερμάτων του αρχεκάκου όφεος ή εκ του προσεχώς φύντος έλκων τας απαρχάς της γενέσεως. Τίθεται δ’ ουν ο πατήρ τω γεννηθέντι κλήσιν τον Σέργιον, σκεύος ύστερον αναδειχθέντα πάσαν του διαβόλου την κακίαν χωρήσαι δυνάμενον, πιθανόν μεν κηρύξαι την ασέβειαν, δραστήριον δε καιρού κελεύοντος κρύψαι το φρόνημα και δεινόν μεν την αρετήν σχηματίσασθαι, οξύν δε δόλους ράψαι και ψυχάς ανθρώπων συνελκύσαι προς απώλειαν, και συντόμως φάναι των εν τη αποστασία πώποτε γεγονότων προς πάσαν δραματουργίαν δεινότατόν τε και πιθανώτατον. Ούτος ο επάρατος άλλα τε έκθεσμα τους ηπατημένους μυσταγωγών, και την περί αυτού δόξαν κατά μικρόν εις το εξηρημένον τούτοις παρατιθείς και καταπιστεύων, ουδέ παράκλητον ουδέ πνεύμα άγιον – ω γλώσσης και ψυχής και νου και στομάτων θεομάχων – καλείν εαυτόν κακείνους ονομάζειν τε και νομίζειν ου μεν ουν ούτε φρικτόν ήγεν ούτε αθεώτατον. Παρεδίδου δε ταύτα μυστικώς και φρονείν και λέγειν προς αλλήλους, τους έξωθεν ακροατάς αναξίους είναι τελετής τοιαύτης και μυστηρίων ο θεομάχος διατιθέμενος. Και οίγε τρισάθλιοι, και της εκείνου μυσταγωγίας ως αληθώς άξιοι, την τοσαύτην του άγους υπερβολήν ούτε διέπτυον ούτε εμυσάττοντο, αλλ’ απεδέχοντό τε την μηδεμιά αθεότητι υπερβολήν λιπούσαν ασέβειαν και τοις παρ’ εαυτών επεκύρουν ψηφίσμασιν. Ούτως το άθλιον, οίμοι, ζώον ο άνθρωπος, επειδάν αποστή του πλάστου και της εκείθεν αυτόν προνοίας διατέμη, όλως γίνεται θήραμα του πονηρού και προς πάσαν κακίαν υποβρύχιος φέρεται. Έλεγεν δ’ ουν εαυτόν ο εξάγιστος εκείνος και λυχνοφανή αστέρα και πολλά άλλα, σιγάσθαι μάλλον ή θριαμβεύεσθαι άξιον. Αλλά γαρ ούτος ο θεοβλαβής Σέργιος πατρός γεγονώς δυσσεβεστάτου, ως μοι είρηται, ουκ εκ του φύντος τα της αποστασίας τελείται μυστήρια· έτι δε την ηλικίαν νέαν άγων προσφθείρεται γυναικί τινι πρεσβευούση τε και κηρυττούση τα Μανιχαίων ολέθρια δόγματα, και συχνόν χρόνον τελεσθείς υπ’ αυτής και συντελεσθείς την ασέβειαν γίνεται του Αντιχρίστου πρόδρομος. Έδει γαρ έδει τους της βδελυράς ταύτης και θεομάχου αποστασίας διδασκάλους και κήρυκας τους μεν Αγαρηνών είναι γεννήματα, τους δε τοις της δουλείας κατεστιγμένους οράσθαι και ύβρεσι και παθήμασιν, άλλους μοιχείας προελθείν βλαστήματα, ετέρους δε παραφροσύνης γυναικείας και εμμανούς γνώμης μαθητάς επιγινώσκεσθαι.

{Την ίδια εποχή γεννήθηκε μαζί με το πολύμορφο και βρωμερό αυτό κτήνος και άλλο ένα παρόμοιο θηρίο, γεμάτο με δηλητήριο φιδιού. Πατρίδα του ήταν η κωμόπολη Ανία, κοντά στην πόλη Ταβία, και το όνομα του καθάρματος αυτού ήταν Δρύϊνος. Με αυτό το όνομα ήταν γνωστό σε όλους το δηλητηριώδες και δολοφονικό φίδι που κρυβόταν σε ανθρώπινο σώμα. Από το θηρίο αυτό γεννήθηκε ένα παιδί, προερχόμενο μάλλον, όπως νομίζω, από το δηλητηριώδες σπέρμα του φιδιού του προπατορικού αμαρτήματος, παρά από τον θεωρούμενο πατέρα του. Ο πατέρας του, λοιπόν, έδωσε στο παιδί το όνομα Σέργιος. Αυτός ύστερα αποδείχθηκε αγγείο που μπορούσε να χωρέσει όλη την κακία του Σατανά, ικανός να κηρύττει την αίρεση πείθοντας τους ακροατές του, δραστήριος στο να κρύβει τα φρονήματά του όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις και φοβερός στο να προσποιείται ότι ήταν ενάρετος, εύστροφος στο να δολοπλοκεί και να προσελκύει τις ψυχές των ανθρώπων μαζί του στον δρόμο της απωλείας. Σύντομα αποδείχθηκε ο φοβερότερος και πειστικότερος στις μηχανορραφίες από όλους όσοι έδρασαν στο παρελθόν στο πλαίσιο της αίρεσης. Αυτός ο καταραμένος δίδασκε σε όσους είχε προσηλυτίσει και άλλες αιρετικές δοξασίες, ενώ παράλληλα και σταδιακά τους έφερνε σε επαφή με τη δική του πίστη και τα δόγματα, χωρίς να το βρίσκει φρικτό ούτε άκρως αντιχριστιανικό να αποκαλεί και να θεωρεί τον εαυτό του εκείνος και οι μαθητές του «παράκλητο» και «άγιο πνεύμα». Ω! γλώσσα θεομάχος και ψυχή και νους και λέξεις! Ο θεομάχος αυτός δίδασκε τους μαθητές του τα αιρετικά αυτά δόγματα να τα διαλογίζονται και να τα συζητούν μεταξύ τους κρυφά, θεωρώντας όσους άκουγαν τη διδασκαλία του και ήσαν εκτός της αίρεσης ως ανάξιους να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους τελετές και μυστήρια. Και οι τρισάθλιοι εκείνοι, που πραγματικά τους άξιζε μία τέτοιου είδους διδασκαλία, ούτε ντρέπονταν ούτε αγανακτούσαν για την υπερβολική αυτή ασέβεια, αλλά την αποδέχονταν, αν και δεν της έλειπε καμμία υπερβολή αθεότητος, και την επικροτούσαν με τις αποφάσεις τους. Αλίμονο, έτσι το άθλιο ζώο, ο άνθρωπος, όταν απομακρυνθεί από τον Δημιουργό του και αποκοπεί από θεία πρόνοια, γίνεται εξολοκλήρου θήραμα του Διαβόλου και βυθίζεται σε κάθε είδους κακία. Ο καταραμένος εκείνος αποκαλούσε επίσης τον εαυτό του «λυχνοφανή αστέρα» και πολλά άλλα, για τα οποία καλύτερα να μην μιλά κανείς παρά να θριαμβολογεί. Όμως ο θεοβλαβής αυτός Σέργιος, αν και είχε γεννηθεί από πατέρα ασεβέστατο, δεν μυήθηκε στα μυστήρια της αίρεσης από τους γονείς του. Όταν ακόμη ήταν σε νεαρή ηλικία, συνδέθηκε με μία γυναίκα η οποία πίστευε και τηρούσε τα καταστρεπτικά δόγματα των Παυλικιανών. Έτσι, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα διδάχθηκε από αυτήν και εμπέδωσε εντελώς τα διδάγματα της αίρεσης, γίνεται προάγγελος του Αντιχρίστου, διότι έπρεπε άλλοι διδάσκαλοι και κήρυκες της βρωμερής αυτής και θεομάχου αίρεσης να είναι απόγονοι Αγαρηνών, άλλοι να φαίνονται στιγματισμένοι από τις ύβρεις και τα παθήματα της δουλείας, άλλοι να προέρχονται από σχέσεις μοιχείας και άλλοι να έχουν γίνει μαθητές γυναικείας παραφροσύνης και μανιακών φρονημάτων.}

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 163, 31 - 167, 10:

Ηνίκα δε Σέργιος του διδασκαλικού της αποστασίας επέβη θρόνου, θέλων πολλούς αποπλανήσαι της καθολικής του Χριστού εκκλησίας, σχίζεται μεν περιφανώς, μέχρι τότε καιρού συναγελαζομένων αλλήλοις, του ρυπαρού Βαάνους, αναδέχεται δε κατενώπιον των μαθητών και την κατά πρόσωπον αυτού φιλονεικίαν και μάχην, και η στάσις αυτού δραματουργείται δημοσίω θεάτρω, δι’ ης ετέχναζεν δελεάζειν και της οικείας πλάνης έλκειν οπίσω άλλους τε όσους ηδύνατο και οίτινες ηταιρίζοντο τον Βαάνην. Ην δε αυτώ και σκηνή αρετών προβεβλημένη μέγα δέλεαρ των προσιόντων, και ταπεινόν ήθος, και δεξιώσεως κατεσχηματισμένος τρόπος, και ημερότης ου τους οικείους υποσαίνουσα μόνον, αλλά και τους τραχύτερον διακειμένους υπολεαίνουσά τε και συλαγωγούσα. Αλλά γαρ το μεν ρυπαρόν των μιαρών πράξεων του αντιστασιώτου Βαάνους στηλιτεύειν τε και αποπέμπεσθαι, μάλιστά γε κατά το εμφανές, μελέτην είχεν, προς δε τα δυσσεβή των δογμάτων κατ’ ουδέν αντιπίπτων ουδέ διαφερόμενος ώφθη. Ο μεν ουν Βαάνης ασυνηγόρητον έχων την των εκθέσμων έργων επίδειξιν, επί τους προ αυτού μόνον κατέφευγεν και διά της των προσώπων ποιότητος, ως ενόμιζεν, το κίβδηλον αυτού και κατεστυγημένον του φρονήματος συνεκρότει τε και απεσέμνυνεν, μαθητήν εαυτόν του Επαφροδίτου είναι μεγαλαυχών, και την εκείνου τιμώντα παράδοσιν προς τας αποτροπαίους των πράξεων και βδελυράς ουδένα δισταγμόν ή ερύθημα φέρειν, ως ου χρη πράττεσθαι. Νεοφανή δε τον Σέργιον ελοιδορείτο και μηδένα των επισήμων διδασκάλων μήτε ιδείν μήτε ακροατήν χρηματίσαι, και διά τούτο μηδέν εκείθεν σπάσαντα φωτός εν πλάνη και απάτη διαπορεύεσθαι. Ο μεν ουν εξάγιστος Βαάνης τούτοις τε τον ομότεχνον και αντιστασιώτην έβαλεν και εαυτόν εμεγάλυνεν, το δε ποικίλον θηρίον ο Σέργιος, τω μη βεβυθίσθαι περιφανώς ούτως των πράξεων τω βορβόρω, μηδ' ούτως απόζειν ώσπερ ο Βαάνης την ακαθαρσίαν, αλλά πολλοίς ταύτην και ρημάτων και φασμάτων παρακαλύμμασι περιστέλλειν, έλαβεν ισχύν εις δύο την αποστασίαν σχίσαι και τους μεν όσοι της μερίδος ώφθησαν του Βαάνους αυτός διαπτύων Βανίτας εκάλει, εκείνος δ' αμειβόμενος την ύβριν αποτροπαίους τε ους η μοίρα είχεν του Σεργίου εποιείτο και Σεργιώτας ωνόμαζεν ομοίως. Και ην μεν αυτοίς η έρις και η στάσις καθ' ημέραν αυξομένη τε και κραταιουμένη και τας μιαράς μερίδας εις άσπονδον έχθραν καθιστώσα. Χρόνω δε ύστερον θανάτω τον βίον καταστρέψαντος Σεργίου, επί τοσούτον οι τούτου μαθηταί εις την προς τους Βανίτας ανερράγησαν μάχην, ως ουκέτι λόγοις και λοιδορίαις, αλλά και χερσίν και ξίφεσιν κρίνεσθαι την έριν και πολύν φόνον των Βανιτών ρυήναι. Επεκράτει γαρ η μερίς Σεργίου τω τε πλήθει και ότι της εν αυτοίς οπλιτικής δυνάμεως ο άρχων τη δόξη προσαπέκλινεν Σεργίου, και αν εις τέλος, ώσπερ ην άξιον, οι Βανίται υπό των ομοδόξων και ομοφύλων χειρών ωλοθρεύθησαν, ει μη τις Θεόδοτος όνομα, δυσσεβής ει και τις άλλος την θρησκείαν, συνέκδημος Σεργίου λεγόμενος, τον φόνον οξέως ρέοντα ανέσχεν τε και ανέκοψεν άλλοις τε πολλοίς αιμυλίοις λόγοις και το κοινή συνοίσον εισηγούμενος, φάμενός τε και διατεινόμενος και πολλοίς κατασκευάζων έργοις και λόγοις το προτεινόμενον· ως εκατέρα μερίς της αυτής εισιν βλαστήματα σποράς και τοις αυτοίς έθεσι συνηυξήθησαν, και κοινή την δίαιταν είχον και ομονοία περιετειχίζοντο ουδέν μέγα περί των αμφιβαλλομένων στασιάζοντες, και τούτο εκράτει χρόνοις πολλοίς μέχρι της του διδασκάλου Σεργίου αναδείξεως, και ως ου χρη ου μεν ουν την εν τοσούτοις χρόνοις σύμπνοιάν τε και συνάφειαν εις αίματα και σφαγάς διαλύσαι, ουδέ τους εις αυτά τα καίρια και νυν συνημμένους τε και ομοφρονούντας διά τινας προσφάτως αναρριπισθείσας διαφοράς ως ετεροπίστους παντελώς και αθέους εις τον διά ξίφους όλεθρον αφειδώς παραπέμπειν. Αλλ’ ο μεν τοιούτοις τισί ρήμασι τον κατ’ αλλήλων – ως είθε μη ώφελεν· ου γαρ αν ο ψυχόλεθρος πλείους επενεμήθη ψυχάς – έστησε φόνον.

{Όταν, όμως ο Σέργιος ανέλαβε ως διδάσκαλος της αίρεσης, θέλοντας να παραπλανήσει και να παρασύρει πολλούς πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, απομακρύνεται φανερά από τον Βαάνη τον Ρυπαρό, ενώ μέχρι το σημείο εκείνο ήταν σύντροφοι, και αρχίζει, ενώπιον των μαθητών τους, να του αντιτίθεται κατά πρόσωπο και να τον μάχεται· η στάση του ήταν σαν δημόσια θεατρική παράσταση και με αυτήν προσπαθούσε να δελεάσει και να πάρει με το μέρος του όσους περισσότερους μπορούσε από τους οπαδούς του Βαάνους. Το μεγαλύτερο δέλεαρ για τους δικούς του ακολούθους ήταν η αρετή του, όπως υποκρινόταν, και το ταπεινό του ήθος και ο φροντισμένος τρόπος χαιρετισμού και η ημερότητά του, με την οποία όχι μόνο σαγήνευε τους δικούς του, αλλά ακόμη και όσους δεν διέκειντο φιλικά προς αυτόν τους κέρδιζε και τους τραβούσε. Όμως, από τη μία ασχολείτο με το να στηλιτεύει και να αποκηρύττει τις βρωμιές των μιαρών πράξεων του αντιπάλου του, του Βαάνους, από την άλλη δεν φάνηκε να αντιδρά και να διαφωνεί καθόλου με τα αιρετικά δόγματά του. Ο μεν Βαάνης, λοιπόν, επειδή δεν ήταν υπέρ του οι εμφανώς ανίερες πράξεις του, είχε ως μοναδικό καταφύγιο τους προκατόχους του και στήριζε και εξωράιζε, όπως νόμιζε, με τον χαρακτήρα των προσώπων αυτών το ψεύτικο και βδελυρό φρόνημά του, υπερηφανευόμενος ότι ήταν μαθητής του Επαφροδίτου και ότι τιμούσε την παράδοση εκείνου, χωρίς να διστάζει ή να κοκκινίζει για τις αποτρόπαιες και βδελυρές πράξεις του, που δεν έπρεπε να κάνει. Από την άλλη, κορόιδευε τον Σέργιο ως νεόκοπο και επειδή ούτε είχε δει ούτε είχε ακούσει κάποιον από τους επισήμους διδασκάλους της αίρεσης και για τον λόγο αυτόν, επειδή δεν είχε λάβει ούτε το ελάχιστο φως από αυτούς, βάδιζε στην πλάνη και την απάτη. Ο μεν καταραμένος Βαάνης, λοιπόν, με αυτά κατηγορούσε τον ομότεχνο και αντίπαλό του και παίνευε τον εαυτό του, το δε πολύχρωμο θηρίο, εννοώ τον Σέργιο, επειδή δεν είχε βυθισθεί στον βούρκο τόσο φανερά με τις πράξεις του και δεν βρωμούσε, όπως ο Βαάνης, αλλά επειδή προσπαθούσε να τις περιορίσει με πολλά λόγια και παραδείγματα, κατάφερε να χωρίσει την αίρεση στα δύο: όσους πήραν το μέρος του Βαάνους τους αποκαλούσε περιφρονητικά Βανίτες, ενώ ο Βαάνης, απαντώντας στη βρισιά, εκδίωξε όσους πήραν το μέρος του Σεργίου και τους ονόμαζε με τη σειρά του Σεργιώτες. Η έριδα και η διαμάχη μεταξύ τους μεγάλωνε και δυνάμωνε μέρα με την ημέρα και οι δύο ανίερες παρατάξεις βρίσκονταν σε άσπονδη έχθρα. Ύστερα από καιρό, όταν ο θάνατος έβαλε τέρμα στη ζωή του Σεργίου, οι μαθητές του έφτασαν σε τέτοιο σημείο διαμάχης με τους Βανίτες ώστε δεν προσπαθούσαν να επικρατήσουν στη σύγκρουση μόνο με τα λόγια και τις ύβρεις, αλλά και με τα χέρια και τα ξίφη και σκότωσαν πολλούς από τους Βανίτες. Ο λόγος που επικρατούσε η παράταξη του Σεργίου ήταν η αριθμητική της υπεροχή και το γεγονός ότι ο διοικητής της στρατιωτικής δύναμης των Παυλικιανών ήταν με το μέρος του Σεργίου. Οι Βανίτες θα εξολοθρεύονταν παντελώς, όπως και το άξιζαν, από τα χέρια των ομοδόξων και ομοφύλων τους, αν δεν περιόριζε ταχύτατα και δεν ανέκοπτε τις δολοφονίες κάποιος ονόματι Θεόδοτος, ο οποίος είχε πολύ αιρετικές ιδέες και ήταν σύντροφος και συνοδοιπόρος του Σεργίου. Αυτός σταμάτησε τους φόνους με πολλά ωραία λόγια, προωθώντας το κοινό συμφέρον και στηρίζοντας τις προτάσεις του με πράξεις και λόγια. Έλεγε ότι και οι δύο παρατάξεις προέρχονται από την ίδια σπορά και δυνάμωσαν με την ίδια πίστη και είχαν κοινό τρόπο ζωής, περιχαρακωμένοι στην ομόνοιά τους και μη φτάνοντας στα άκρα με τις διαφωνίες τους· έλεγε ότι αυτό κράτησε πολλά χρόνια, έως την ανάδειξη του Σεργίου σε διδάσκαλο, και ότι δεν πρέπει να διαλύσουν με αίμα και σφαγές την τόσο μακρόχρονη σύμπνοια και συνάφεια, ούτε να στέλνουν εξαιτίας κάποιων προσφάτων διαφορών στο θάνατο με ξίφος, σαν να επρόκειτο για αλλόπιστους και άθεους, όσους ακόμη και τώρα συμφωνούν και ομοφρονούν στα βασικά σημεία της αίρεσης. Ο μεν Θεόδοτος, με τέτοια λόγια σταμάτησε – μακάρι να μην το κατάφερνε, διότι έτσι δεν θα καταστρέφονταν περισσότερες ψυχές – τους αλληλοσκοτωμούς.}

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 167, 11 - 169, 12:

Μιχαήλ μέντοιγε του βασιλέως τα ρωμαϊκά σκήπτρα διέποντος, ος εκ της βασιλείου στολής εις το των μοναχών ημείφθη σχήμα, και του μετ’ αυτόν βασιλεύσαντος Λέοντος, ουκ εν τω ραθύμω την αναζήτησιν και έρευναν της αποστασίας τιθεμένων, αλλά και σπουδήν την πρέπουσαν αναδεξαμένων, στέλλονταί τινες των ουκ ασήμων ανά πάσαν την ρωμαϊκήν αρχήν τους, εί τινες αν φωραθείεν της τοιαύτης κάτοχοι θεομαχίας, επείπερ πολλάκις αυτούς αι των αρχιερέων και ιερέων νουθεσίαι και παραινέσεις ουδέν ούτε ώνησαν ούτε μεταβαλείν έπεισαν την ασέβειαν, τούτους ούτως αμεταθέτως έχοντας ως κοινήν λύμην και φθοράν του γένους προς τον διά ξίφους θάνατον υπάγειν. Ήκεν ουν τα προστάγματα και εις την καλουμένην χώραν των Αρμενιάκων. Θωμάς δε ην τηνικαύτα Νεοκαισαρείας επίσκοπος, καί τις έτερος Παρακονδάκης επώνυμος εξάρχων κατ’ εκείνο καιρού των όσοι της κατά τον βίον σεμνότητος είχοντο και της υψηλοτέρας πολιτείας εποιούντο επάγγελμα συντηρείν τα θέσμια. Τούτων τοίνυν των ανδρών εκάτερος άμα συνεδριάζειν μετά και ετέρων τινών λογίων βασιλικόν δεξάμενοι θέσπισμα, ους αν των αποστατών η πολιτική χειρ ερευνώσα εύρισκέν τε και συνελάμβανεν και προς αυτούς διεπέμπετο, εξήταζόν τε και ελογοθέτουν λεπτομερέστερον, και τους υπαιτίους των αναιτίων φυλοκρινούντες τους μεν απέλυον – έστιν δ’ ους και επιτιμίοις εκκλησιαστικοίς καθυπέβαλλον –, τους δε παντελώς ανιάτους οι πολιτικοί νόμοι και των εν αυτοίς αρχόντων παρελάμβανεν το δικαιωτήριον. Ούτω δη της ερεύνης τε και κρίσεως και του λογοθεσίου και της πράξεως προϊούσης, μερίζονται των ειρημένων κριτών την σφαγήν οί τε λεγόμενοι Κυνοχωρίται και ους επωνόμαζον Αστάτους· ήσαν δε ούτοι των του Σεργίου μαθητών οι λογάδες. Οι μεν ουν Άστατοι μηδενός ετέρου δεηθέντες αυτοί καθ’ εαυτούς δόλω και προδοσία κατασφάζουσι τον ειρημένον έξαρχον, τοις δε Κυνοχωρίταις, επείπερ ενέδει στρατηγός του μιάσματος, είς των ειρημένων Αστάτων εφίσταται, και κατασφάζουσι και ούτοι τον αρχιερέα του θεού Θωμάν. Ανέδην δε τούτων ούτω παρανομηθέντων, οι προειρημένοι Άστατοι – αυτοί γαρ ήσαν, ως έφην, εκατέρας μιαιφονίας αρχιτέκτονες – φεύγουσι μεν συν τοις επομένοις σπουδή από πάσης γης ην ο Χριστιανών εκόσμει θεσμός, παραγίνονται δε εν Μελιτινή, πόλει της δευτέρας Αρμενίας, πολιτείαν ούσαν τότε των μισοχρίστων Σαρακηνών ης και αμηράς ήρχεν, ον επεκάλουν Μονοχεράρην. Και ούτος ο μισόχριστος τους μισοχρίστους φυγάδας τά τε άλλα φιλοφρονησάμενος δεξιώς και παντός ελευθερώσας ανθρωπίνου δέους, το Αργαούν πολίχνιον ούτω καλούμενον επιχωρίω γλώττη οικείν επιτρέπει. Αθροίσματος δε εν ου πολλώ χρόνω των την αποστασίαν φρονούντων συνερρυηκότος, ως και εις ληστρικήν εξαρκείν επιδρομήν τε και χείρα, πολλή και πολλάκις των πλησιοχώρων Χριστιανών αιχμαλωσία τοις αθέοις επετηδεύετο, κακείθεν κραταιούμενον το κακόν ου μόνον τους απ’ αρχής θεραπευτάς αδεώς εδίδου την ασέβειαν θρησκεύειν, αλλά καί τινας των αιχμαλωτιζομένων πολλήν παρείχεν την εξουσίαν συναναγκάζειν εις την αυτήν αυτοίς καταπίπτειν αθεότητα.

{Όταν αυτοκράτορες ήσαν ο Μιχαήλ, ο οποίος αργότερα αντάλλαξε τα βασιλικά ενδύματα με το ράσο του μοναχού, και ο διάδοχός του Λέων, οι βασιλείς αυτοί δεν αμέλησαν να αναζητήσουν και να ερευνήσουν για την αίρεση, αλλά αντιθέτως έδειξαν μεγάλη σπουδή, όπως έπρεπε. Εστάλησαν σε όλη την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, με την εντολή, αν συλλάβουν κάποιους που ανήκουν στην αίρεση αυτή και οι συνεχείς νουθεσίες και συμβουλές του ανώτερου κλήρου και των ιερέων δεν τους έχουν μεταπείσει και παραμένουν πιστοί στην αίρεση, αυτούς τους αμετάπειστους να τους εκτελέσουν με ξίφος, ως βρωμιά που λυμαίνεται το κοινό συμφέρον και αποτελεί καταστροφή του έθνους. Έφθασε λοιπόν η διαταγή αυτή και στη λεγόμενη χώρα των Αρμενιάκων. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας τον καιρό εκείνο ήταν ο Θωμάς και έξαρχος της περιοχής κάποιος Παρακονδάκης, οι οποίοι ήσαν από τους ευσεβέστερους ανθρώπους της εποχής τους. Λαμβάνοντας την αυτοκρατορική διαταγή ο επίσκοπος, συνεκάλεσε σύνοδο η οποία έκρινε όσους από τους αιρετικούς συνελάμβαναν οι κρατικές αρχές και τους προσήγαγαν ενώπιον της συνόδου. Μετά από λεπτομερή εξέταση και ανάκριση, ξεχώριζαν όσους ήταν ανεύθυνοι από όσους κρίνονταν ένοχοι. Τους πρώτους τους απελευθέρωναν, ενώ σε κάποιους επέβαλλαν εκκλησιαστικά επιτίμια. Τους εντελώς αμετανόητους ενόχους τους παρέδιδαν στα πολιτικά δικαστήρια για να δικαστούν σύμφωνα με τους νόμους. Καθώς λοιπόν με αυτόν τον τρόπο προχωρούσε η έρευνα, η ανάκριση και ο καταλογισμός ευθυνών, αποφασίζουν να προχωρήσουν στη δολοφονία των δικαστών οι λεγόμενοι Κυνοχωρίτες και όσοι αποκαλούνταν Άστατοι, οι οποίοι ήσαν οι επίλεκτοι από τους μαθητές του Σεργίου. Οι μέν Άστατοι, λοιπόν, χωρίς να λάβουν εντολή από κανέναν, αλλά αποκλειστικά με δική τους πρωτοβουλία, σκοτώνουν με δόλο και προδοσία τον προαναφερθέντα έξαρχο. Οι δε Κυνοχωρίτες, επειδή έπρεπε να έχουν έναν αρχηγό για την ανίερη αυτή πράξη, τέθηκαν υπό την ηγεσία ενός από τους Αστάτους και δολοφονούν και αυτοί τον επίσκοπο Θωμά. Αφού έγιναν φανερές αυτές οι παράνομες πράξεις, οι προαναφερθέντες Άστατοι, οι οποίοι ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί και των δύο δολοφονιών, φεύγουν μαζί με τους οπαδούς τους από όλες τις χριστιανικές περιοχές και καταλήγουν στη Μελιτηνή, πόλη της (παλαιάς επαρχίας) Δευτέρας Αρμενίας, η οποία τότε αποτελούσε κράτος των άθεων Σαρακηνών και την κυβερνούσε ένας εμίρης που λεγόταν Μονοχεράρης. Αυτός ο μισόχριστος υποδέχθηκε φιλόφρονα τους φυγάδες, που και αυτοί μισούσαν τον Χριστό, και, αφού τους ελευθέρωσε από κάθε ανθρώπινο φόβο, τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη μικρή πόλη Αργαούν, όπως ονομαζόταν στην τοπική γλώσσα. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα είχε συγκεντρωθεί εκεί μεγάλος αριθμός από αιρετικούς, αρκετός για τη διεξαγωγή επιδρομών και λεηλασιών. Οι άθεοι διενεργούσαν πολλές και συχνές επιθέσεις στα γειτονικά χριστιανική εδάφη, αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Από εδώ ξεκίνησε η ενδυνάμωση του κακού, καθώς όχι μόνον οι πρώτοι αιρετικοί μπορούσαν πλέον να εξασκούν χωρίς φόβο την ασεβή λατρεία τους, αλλά είχαν επίσης τη δυνατότητα και την άνεση να αναγκάζουν και ορισμένους από τους αιχμαλώτους να ασπάζονται και αυτή την αίρεση.}

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, στο Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 169, 13 - 171, 13:

Γίνεται δη και Σέργιος, ού πολλάκις έσχεν μνήμην ο λόγος, εκείσε, και χρόνον τινά τοις φυγάσι διατρίψας και βαθύνας αυτοίς επί πλέον της ασεβείας τα δόγματα, την άνωθεν όμως δίκην ου διαδιδράσκει. Ξυλουργίας ην ο καιρός, και τεκτονικής ο Σέργιος ουκ αμελέτητος ην, και δη και συνήθης ην κεχρήσθαι τη τέχνη και εις σανίδας αποξέειν των πρέμνων τα επιτήδεια. Ούτος κατά το σύνηθες εις το παρακείμενον όρος του Αργαού παραγεγονώς έπραττεν τα αυτού και εις σανίδας τα ξύλα απέξεεν. Προς ταύτη δε όντα τη εργασία Τζανίων όνομα, γένος εκ Νικοπόλεως, ευσεβής την θρησκείαν, την γνώμην ανδρείος και τας χείρας παραπλήσιος, ως είδεν ούτω τον θεομάχον ταις μαγγανείαις αυτού τεθαρρηκότα και ταις γοητείαις την ζωήν καταπεπιστευκότα και καταμόνας ξυλουργείν επηρμένον, μέγα τι και διάτορον κατά του απατεώνος εμβοήσας και τη φωνή φόβου τε και εκπλήξεως πληρώσας, αφαιρείται μεν αυτός άνοπλος ων την αξίνην των χειρών, παίει δε τον πλάνον καιρίαν, και αυταίς ταις πληγαίς ο πικρός επηκολούθησε του αλιτηρίου θάνατος. Ούτω μεν δη ούτω το της απάτης ως αληθώς πνεύμα, ο των ανθρωπίνων ψυχών ολετήρ, η πικρά και βαθεία της αποστασίας ρίζα, το έσχατον και χείρον των έμπροσθεν αυτού πάντων κακών, της οικείας αυτού χειρός και τέχνης τω όπλω κατακοπείς, τών τε θεομάχων και υπερηφάνων λόγων και των βδελυκτών και ανοσίων έργων και των αμηχάνων υποσχέσεων και ελπίδων και αυτής της ζωής εξεκόπη, και εις το άσβεστον πυρ και αιώνιον αυτώ τω θεομάχω φρονήματι παρεπέμφθη. Τρίτον και τεσσαρακοστόν και τριακοσιοστόν προς τοις εξακισχιλίοις απ’ αρχής της κοσμογενείας ηνύετο έτος, ότε τον βίαιον ο θεομάχος ούτος απέτισε θάνατον. Λείπει δε μαθητάς της αυτού μυσαρότητος και αποστασίας, οί το πρωτείον εν ταις μυστικαίς μαγγανείαις τε και γοητείαις έφερον, τρεις, ων ο μεν Μιχαήλ, τον δε Κανακάρην, ο δε τρίτος Ιωάννης ωνομάζετο, οις και ο μνημονευθείς άνωθεν Θεόδοτος συνητάζετο· οι δε μετ’ εκείνους Βασίλειός τε και Ζώσιμος και έτεροι πλείους ήσαν. Αλλ’ ούτοί γε οι του τρισαλιτηρίου εκείνου τρισκατάρατοι μαθηταί, ους και συνεκδήμους το ηπατημένον πλήθος επονομάζουσιν, τον αθροισθέντα λαόν εν τω Αργαού, καίτοι τον πικρόν και θεήλατον του διδασκάλου θάνατον όψει λαβόντες και ουδέν ων εθεομάχει και ετερατεύετο προελθόν, όμως τοις ομοίοις κακοίς της θεομαχίας αναφέροντες αξίωμα, ομοτίμως δε αλλήλοις αυτοί κατά πλήθος της πλάνης τω πλήθει καθηγούμενοι· όμως δε και υποβεβηκότας αυτών τινας ετέρους έταττον, ους και νοταρίους ωνόμαζον, καί τινα των απορρήτων και βδελυκτών οργίων εις εποψίαν και τελεστικήν αφώριζον επιμέλειαν.

{Φτάνει λοιπόν εκεί και ο Σέργιος, για τον οποίον έγινε πολύς λόγος προηγουμένως, και διέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα με τους φυγάδες, εδραιώνοντας την πίστη τους στα δόγματα της ασέβειας. Όμως, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη θεϊκή δικαιοσύνη. Ήταν εποχή ξυλουργικών εργασιών και ο Σέργιος, όντας έμπειρος μαραγκός, συνήθιζε να εξασκεί την τέχνη του και να φτιάχνει σανίδες από κατάλληλα ξύλα δένδρων. Κατά τη συνήθειά του, λοιπόν, είχε πάει στο βουνό πάνω από το Αργαούν και έκανε τη δουλειά του, χωρίζοντας τους κορμούς σε σανίδες. Ενώ λοιπόν ήταν απασχολημένος με την εργασία αυτή, κάποιος ονόματι Τζανίων, ο οποίος καταγόταν από τη Νικόπολη και ήταν ορθόδοξος στην πίστη, ανδρείος στην ψυχή και δυνατός στα χέρια, όταν είδε τον αρνητή του Θεού να αντλεί θάρρος από τα καταχθόνια έργα του και να έχει εμπιστευθεί τη ζωή του στις μαγικές δυνάμεις και να έχει τέτοιο αίσθημα ασφάλειας, ώστε να βρίσκεται μόνος του και να δουλεύει το ξύλο, έβγαλε στεντόρεια φωνή κατά του απατεώνα, γεμίζοντάς τον έκπληξη και φόβο. Τότε ο Τζανίων, ο οποίος ήταν άοπλος, πήρε την αξίνα από τα χέρια του αιρετικού και του καταφέρνει καίρια πλήγματα, από τα οποία το κάθαρμα εκείνο βρήκε τον θάνατο. Ακριβώς έτσι, λοιπόν, έπαψε τα αιρετικά και υπερήφανα λόγια του και τις βδελυρές και ανόσιες πράξεις του, τις ανόητες υποσχέσεις και τις μάταιες ελπίδες, έτσι έχασε τη ζωή του, εξαιτίας των θεομάχων φρονημάτων του, και στάλθηκε στο πυρ το αιώνιον το αληθινό πνεύμα της απάτης, ο καταστροφέας των ανθρώπινων ψυχών, η πικρή και βαθεία ρίζα της αίρεσης, το τελευταίο και χειρότερο από πάντα τα προηγηθέντα κακά, χτυπημένος από το όπλο των χεριών του και της ίδιας του της τέχνης. Ο θάνατος του αιρετικού αυτού έλαβε χώρα το έτος από κτίσεως κόσμου 6343. Άφησε πίσω του τρεις μαθητές της βρωμερής αίρεσής του, οι οποίοι είχαν τα πρωτεία στις μυστικές μαγικές τελετουργίες και γητειές, τον Μιχαήλ, τον Κανακάρη και τρίτο τον Ιωάννη. Σε αυτούς θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο προαναφερθείς Θεόδοτος. Μαζί τους ήσαν ο Βασίλειος, ο Ζώσιμος και άλλοι πολλοί. Αυτοί οι τρισκατάρατοι μαθητές εκείνου του τρισαλιτήριου, τους οποίους το πλήθος των αιρετικών αποκαλεί «συνεκδήμους», ανέλαβαν την εξουσία του λαού που είχε συγκεντρωθεί στο Αργαούν, αν και είχαν δει με τα μάτια τους τον πικρό θάνατο του διδασκάλου τους, θάνατο ο οποίος είχε σταλεί από το Θεό, και δεν είδαν να πραγματώνεται τίποτα από όσα εκείνος είχε προβλέψει ψευδώς. Όμως, έχοντας πίστη στα ίδια ψεύδη, ανέλαβαν την ηγεσία του λαού των αιρετικών, όντας ισότιμοι μεταξύ τους, αλλά διόρισαν και κάποιους υφισταμένους, τους οποίους ονόμασαν «νοταρίους» και στους οποίους ανέθεσαν την επίβλεψη και την επιμέλεια της τέλεσης των απόκρυφων και μιαρών τελετουργιών τους.}

Θεοφάνης, Χρονογραφία, στο De Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883), 488, 22-33:

των δε Μανιχαίων, των νυν Παυλικιάνων καλουμένων, και Αθιγγάνων των κατά Φρυγίαν και Λυκαονίαν, αγχιγειτόνων αυτού, φίλος ήν διάπυρος, χρησμοίς και τελεταίς αυτών επιχαίρων, εν οις και, όταν Βαρδάνιος ο πατρίκιος επανέστη αυτώ, τούτους προσκαλεσάμενος ταις αυτών μαγγανείαις τούτον υπέταξεν. ταύρον γαρ έν τινι λάκκω εν σιδηρώ πάλω εκ των κεράτων προσδήσας εις γην νενευκότα, ούτω μυκώμενον και ελυσπώμενον αποκτανθήναι πεποίηκεν, την δε τούτου εσθήτα εν μύλωνι αλήσας αντιστρόφως και επαοιδίαις χρησάμενος νίκην ήρατο, παραχωρήσαντος του θεού διά πλήθος αμαρτιών ημών. ούτοι χώραν έλαβον επί της βασιλείας αυτού αφόβως πολιτεύεσθαι και πολλοί των κουφοτέρων τοις αθεμίτοις αυτών διεφθάρησαν δόξαις.

{(Ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος Α΄) ήταν θερμός φίλος των Μανιχαίων, που τώρα ονομάζονται Παυλικιάνοι, και των Αθιγγάνων που ζουν στη Φρυγία και τη Λυκαονία, σε περιοχές που γειτονεύουν με την ιδιαίτερή του πατρίδα. Μάλιστα, χαιρόταν με τους χρησμούς και τις τελετές τους, με τις οποίες, την εποχή που είχε επαναστατήσει εναντίον του ο πατρίκιος Βαρδάνης, κατάφερε να τον υποτάξει, με τις μαγικές τελετές που τους είχε προσκαλέσει να πραγματοποιήσουν. Μέσα σε έναν λάκκο έδεσε από τα κέρατα σε ένα σιδερένιο παλούκι έναν ταύρο με το κεφάλι προς τα κάτω και, καθώς ο ταύρος μούγκριζε και τιναζόταν να ελευθερωθεί, έδωσε εντολή και τον σκότωσαν. Κατόπιν άλεσε το δέρμα του σε μύλο που γύριζε αντίστροφα, ψάλλοντας μαγικές επωδούς, και έτσι κατάφερε να νικήσει. Αυτοί λοιπόν οι αιρετικοί έλαβαν την άδεια επί της βασιλείας του να ασκούν ελεύθερα τη λατρεία τους και πολλοί από τους αφελέστερους παρασύρθηκαν από τις παράνομες δοξασίες τους.}

 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>