|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
αμφίπλευρη καταγωγή, η
Το σύστημα συγγένειας που αναγνωρίζει την ένταξη των απογόνων στη συγγενειακή ομάδα τόσο του πατέρα όσο και της μητέρας, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να κληρονομούν και από τους δύο την κοινωνική θέση και την περιουσία.
|
ανδροπατροτοπική εγκατάσταση, η
Η πρακτική σύμφωνα με την οποία το νιόπαντρο ζευγάρι εγκαθίσταται στο σπίτι του πατέρα του γαμπρού.
|
μητροπλευρική συγγένεια, η
Το συγγενειακό σύστημα που αναγνωρίζει κυρίαρχη τη συγγενειακή γραμμή της μητρικής πλευράς.
|
πατρογραμμική καταγωγή, η
Το συγγενειακό σύστημα κατά το οποίο το υποκείμενο ανήκει στην ομάδα συγγενών του πατέρα του και κληρονομεί απ’ αυτή το όνομα, την κοινωνική θέση και την περιουσία του.
|
πατροπλευρική συγγένεια, η
Το συγγενειακό σύστημα που αναγνωρίζει κυρίαρχη τη συγγενειακή γραμμή της πατρικής πλευράς.
|
σύνθετο νοικοκυριό, το
Νοικοκυριό που περιλαμβάνει περισσότερες από μία πυρηνικές οικιακές μονάδες που συνδέονται μεταξύ τους με κάποια συγγενική σχέση (γονείς, παιδιά ή αδέλφια).
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|