ιμάτιο, το
Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες.
|
μανιερισμός, ο
Από την ιταλική λέξη maniera, «τρόπος», «τεχνοτροπία». Καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ιταλία, το 16ο αιώνα ως αντίδραση ενάντια στον αρμονικό κλασικισμό και τον εξιδανικευμένο νατουραλισμό της Αναγέννησης. Ο όρος χρησιμοποιείται στην ιστορία της τέχνης για να περιγράψει την υπερβολική και εξεζητημένη απόδοση. Οι μορφές στα μανιεριστικά έργα έχουν συνήθως χαριτωμένα αλλά παραδόξως επιμήκη μέλη, μικρά κεφάλια και τυποποιημένα χαρακτηριστικά προσώπου, ενώ οι στάσεις τους μοιάζουν δύσκολες ή αφύσικες.
|
μήτρα, η
Καλούπι από πηλό, κερί ή άλλο υλικό που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πήλινων ειδωλίων.
|
μίκα, η
Προσμείξεις του πηλού που προέρχονται από διαβρωμένα ορυκτά και πετρώματα (συνήθως μάρμαρο ή σχιστόλιθο).
|
ρυθμός της Τανάγρας, ο
Τεχνοτροπικός ρυθμός της ελληνικής κοροπλαστικής. Η ακμή του τοποθετείται στην Ελληνιστική περίοδο. Η ονομασία του οφείλεται στον τόπο εύρεσης των πρώτων δειγμάτων του ρυθμού, που ήταν τα αρχαία νεκροταφεία της Τανάγρας. Μερικά από τα καλύτερα δείγματα έχουν βρεθεί και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου, όπως στην Αθήνα.
|