1. Ψηφιδωτά δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων
Πλούσια ψηφιδωτή διακόσμηση διασώζουν οι δύο μεγάλες οικιστικές νησίδες (“insulae”) που αποκαλύφθηκαν νότια της οδού των Κουρητών στην Έφεσο.1 Τοποθετημένες στο κέντρο της ελληνιστικής και ρωμαϊκής πόλης, αναπτύσσονται σε τρία διαδοχικά . Η οικιστική νησίδα 1 περιλαμβάνει έξι οικίες, από τις οποίες μόνο η μία διασώζει ψηφιδωτή διακόσμηση (e 1-6), ενώ η οικιστική νησίδα 2 αποτελείται από επτά οικίες (I-VII), από τις οποίες οι πέντε διακοσμούνται με ψηφιδωτά. Η κατασκευή της οικιστικής νησίδας 1 διακρίνεται σε έξι οικοδομικές φάσεις, από τον 1ο αι. π.Χ. έως τις αρχές του 7ου αι. μ.Χ., κατά τις οποίες υπέστη αρκετές μετατροπές, ως αποτέλεσμα των σεισμών που έπληξαν την περιοχή. Η ίδια χρονολόγηση ίσχυε μέχρι πρόσφατα και για τις οικίες της οικιστικής νησίδας 2. Ωστόσο οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1995 έδειξαν ότι μετά τον καταστροφικό σεισμό που έγινε επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού (262 μ.Χ.) υπήρξε μια περίοδος εγκατάλειψης των οικιών και μόνο αρκετές γενιές αργότερα παρατηρήθηκε συστηματική επανοικοδόμηση του χώρου σε ορισμένα σημεία.2
2. Γεωμετρικά μοτίβα
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ψηφιδωτών αυτών αποτελούν τα γεωμετρικά ασπρόμαυρα μοτίβα, παραδείγματα των οποίων απαντούν τόσο στην οικιστική νησίδα 1 (δωμάτια e 1-3, 370-420 μ.Χ.) όσο και στην οικιστική νησίδα 2 (οικία Ι: δωμάτια 1-6, ύστερος 1ος αι. μ.Χ., δωμάτια Α-Β της οικίας I, οικία ΙΙ: δωμάτια 14, 18, οικία V: δωμάτιο 9, ύστερος 2ος-μέσα 3ου αι. μ.Χ., οικία Ι: δωμάτια 10a και b, οικία ΙΙ: δωμάτια 17, 19-20, 24, 26, 27, 28, οικία ΙΙΙ: δωμάτιο 16b, 370-420 μ.Χ.).
Τα πιο συχνά μοτίβα είναι το τετράφυλλο και το σταυροειδές κόσμημα, τα οποία απαντούν από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. σε διάφορες παραλλαγές. Σταυροειδές κόσμημα διακοσμεί στην πιο απλή μορφή του τα διάχωρα του δικτυωτού μοτίβου στα δύο υπνοδωμάτια (“cubicula”) (A-B, τέλη 2ου αι. μ.Χ.) της οικίας Ι και το δωμάτιο 16b της οικίας ΙΙΙ (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Στο δωμάτιο e 1 της οικιστικής νησίδας 1 και στα δωμάτια 20, 24, 27, 28 της οικίας ΙΙ (οικιστική νησίδα 2) καλύπτει όλο το δάπεδο, ενώ στα δωμάτια 19 και 24 της ίδιας οικίας και στο ψηφιδωτό με το λιοντάρι (δωμάτιο 17) της οικίας ΙΙΙ τοποθετείται στο κέντρο οκταγώνων με τρίγωνα εφαπτόμενα στις πλευρές τους (ύστερος 4ος αι. μ.Χ.). Ομοιότητα παρουσιάζει το μοτίβο στα δωμάτια 10a και b της οικίας Ι και στο δωμάτιο 22 της οικίας ΙΙ, το οποίο χρονολογείται επίσης στον 4ο αι. μ.Χ.
Το τετράφυλλο κόσμημα εμφανίζεται ήδη από το 2ο αι. μ.Χ., παρουσιάζει όμως μεγαλύτερη ποικιλία από τον ύστερο 3ο μ.Χ. και εξής. Στην απλούστερη εκδοχή του απαντά στα δωμάτια C, 2, 10b της οικίας Ι και στα 14, 18 της οικίας ΙΙ ως πλαίσιο της κεντρικής ψηφιδωτής σύνθεσης ή για το εσωτερικό τετράγωνων διαχώρων. Κάτι που επίσης απαντά κατά τον 4ο αι. μ.Χ., συχνότερα όμως στο δυτικό από ό,τι στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είναι η τοποθέτηση του κοσμήματος σε διάχωρα δικτυωτού μοτίβου, όπως στο δωμάτιο 26 (τελευταίο τέταρτο 4ου αιώνα) της οικίας ΙΙ (οικιστική νησίδα 2). Γενικά το τετράφυλλο κόσμημα στα ψηφιδωτά της Εφέσου παρουσιάζει ελάχιστες μορφολογικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, στο ψηφιδωτό που κοσμεί το δωμάτιο 1 της οικίας Ι (ύστερος 1ος αι. μ.Χ.) δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα ψηφιδωτά με τη Μέδουσα και το Διόνυσο στο δωμάτιο 16a της οικίας ΙΙΙ, που χρονολογούνται στο β΄ τέταρτο του 5ου αιώνα.
Όσον αφορά το δικτυωτό μοτίβο (“scutulatum”), τα ψηφιδωτά της Εφέσου έχουν δεχτεί περισσότερες επιρροές από τη Δύση παρά από την Ανατολή. Στα πρώιμα ψηφιδωτά το δικτυωτό κόσμημα έχει περιορισμένη χρήση και εμφανίζεται ως διακοσμητικό πλαίσιο της κύριας παράστασης (οικιστική νησίδα 2: δωμάτιο 9 οικίας IV), αργότερα όμως αποκτά πρωταρχική σημασία και καλύπτει όλο το διαθέσιμο χώρο (οικιστική νησίδα 1: δωμάτιο e 3, insula 2: δωμάτια 17 και 26 οικίας ΙΙ, Α-Β οικίας Ι, 16b οικίας ΙΙΙ.
Ένα άλλο γνωστό ύστερο ρωμαϊκό μοτίβο που εμφανίζεται στα τέλη του 4ου αιώνα, αυτό των συμπλεκόμενων κύκλων που σχηματίζουν τετράφυλλα και περιβάλλουν σταυρικό κόσμημα, απαντά στο δωμάτιο 10a της οικίας Ι και στο δωμάτιο 24, το (triclinium) της οικίας ΙΙ. Μια παραλλαγή του μοτίβου, που χρονολογείται στην εποχή των Σεβήρων (α΄ τέταρτο 3ου αιώνα), διακοσμεί τη βόρεια στοά της περίστυλης αυλής της οικίας ΙΙ (δωμάτιο 23).
Στο ψηφιδωτό με το λιοντάρι (δωμάτιο 17) της οικίας ΙΙΙ και στο δωμάτιο 19 της οικίας ΙΙ απαντά το μοτίβο των συνεχόμενων οκταγώνων με παραλλαγές σταυροειδών κοσμημάτων εντός τους και τρίγωνα εφαπτόμενα στις πλευρές τους, ενώ τετράγωνα καλύπτουν τα μεταξύ τους κενά. Το δωμάτιο 14 της οικίας ΙΙ διακοσμείται από μικρότερα και μεγαλύτερα τετράγωνα κατά κορυφή που φέρουν σταυροειδή κοσμήματα στο εσωτερικό τους. Οι παραλλαγές αυτές, πέντε στον αριθμό, χρονολογούνται στον ύστερο 4ο και πρώιμο 5ο αιώνα. Η εξέλιξη της γνωστής κατά την όψιμη αρχαιότητα εναλλαγής ορθών και κατά κορυφή τετραγώνων, που φέρουν στο κέντρο σταυροειδή κοσμήματα, φαίνεται καθαρά στα δωμάτια 6 (1ος αι. μ.Χ.), 1, στον πρoθάλαμο (“vestibulum”) (α΄ τέταρτο 3ου αιώνα) και 10b (τέλη 4ου αιώνα).
Σε σύγκριση με τις ασπρόμαυρες ψηφιδωτές συνθέσεις, ο αριθμός των πολύχρωμων γεωμετρικών ψηφιδωτών είναι μικρότερος. Από τα παλαιότερα είναι τα σχήματα με κόμβο Σολομώντος στο κέντρο (δωμάτια C της οικίας Ι και Β/17 της οικίας ΙΙΙ), τα οποία παρουσιάζουν ομοιότητα με άλλο ψηφιδωτό που έχει αποκαλυφθεί στον πρόδομο του ιερού της Εστίας Βουλαίας στην αγορά της πόλης, το οποίο σύμφωνα με μια επιγραφή χρονολογείται στα τέλη του 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ. Στον 3ο αιώνα πιθανόν ανήκει το τρίχρωμο αβακωτό μοτίβο στο δωμάτιο 25 της οικίας V.
Οι υπόλοιπες συνθέσεις χρονολογούνται στον όψιμο 4ο αιώνα. Δύο διαφορετικές παραλλαγές από τετράγωνα μοτίβα διακοσμούν το περιστύλιο των οικιών Ι και ΙΙ της οικιστικής νησίδας 2 (δωμάτια 2 και 22). Οι συνεχόμενες σειρές οκταγώνων με τρίγωνα εφαπτόμενα στις πλευρές τους και τετράγωνα ή τρίγωνα στο εσωτερικό τους, που διακοσμούν τα δάπεδα των δωματίων 2 και 11 της οικίας Ι, καθώς και τα πολύχρωμα τετράφυλλα στη νότια στοά του περιστυλίου της οικίας ΙΙ, χρονολογούνται επίσης στον 4ο αι. μ.Χ.
Το γεγονός ότι η πλειονότητα των ψηφιδωτών χρονολογείται από το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. μ.Χ. και εξής εξηγείται λόγω της πλούσιας οικοδομικής δραστηριότητας κατά την εποχή που ακολούθησε τον ισχυρό σεισμό μεταξύ των ετών 358 και 368 μ.Χ. Τυπολογικά τα γεωμετρικά μοτίβα συνδέονται περισσότερο με τις ψηφιδωτές συνθέσεις της δυτικής Μεσογείου. Κρίνοντας όμως από την πολυχρωμία που διακρίνει τις ψηφιδωτές συνθέσεις των επαρχιών της ρωμαϊκής Μεσογείου, θα περίμενε κανείς ανάλογη ποικιλία και στα δυτικά παράλια της ανατολικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο εδώ, όπως φαίνεται άλλωστε και από άλλα παραδείγματα από τις Σάρδεις, τη Σμύρνη, το Πέργαμον, τη Μίλητο, τα Δίδυμα και τις Ερυθρές, απαντούν απλούστερες φόρμες. Εντούτοις, αυτό δε σημαίνει ότι η ποιότητα στις περιοχές αυτές ήταν ζήτημα ήσσονος σημασίας. Αντιθέτως, τα ψηφιδωτά της Εφέσου φαίνεται ότι βρίσκονται πάνω από το επίπεδο της απλής χειροτεχνικής παραγωγής και διαθέτουν, όσο αυτό είναι βέβαια επιτρεπτό, καλλιτεχνική αυτονομία και υψηλή αισθητική.
3. Ψηφιδωτά με μυθολογικές παραστάσεις
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι ψηφιδωτές συνθέσεις που απεικονίζουν μυθολογικά πρόσωπα. Τα ψηφιδωτά αυτά, που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου-αρχές 5ου αιώνα, βρίσκονται στη νότια στοά της περίστυλης αυλής της οικίας ΙΙ (SR/22: Αμφιτρίτη πάνω σε ιππόκαμπο και Τρίτωνας), στην κόγχη D (Διόνυσος και Αριάδνη σε κυκλικό πλαίσιο που κοσμείται με πλουσιότατους βλαστούς κληματίδας γεμάτους σταφύλια, φτερωτός Έρως που σέρνει άρμα με πάνθηρες, πιο κάτω ζεύγος από παγόνια που ραμφίζουν μια γιρλάντα) και στις δύο κόγχες του τρικλινίου (SR/24) της οικίας ΙΙ. Με πολύχρωμες ψηφίδες που δημιουργούν φωτοσκιάσεις διακοσμούνται και οι προτομές Διονύσου και Μέδουσας στο δωμάτιο 16a, καθώς και το λιοντάρι στο δωμάτιο 17 της οικίας ΙΙΙ. Τα ψηφιδωτά αυτά δεν αποτελούν μόνο δείγματα της κοινωνικής ευημερίας που επικρατούσε στην Έφεσο στο τέλος της αρχαιότητας, αλλά είναι συγχρόνως παραδείγματα της υψηλής καλλιτεχνικής αισθητικής της εποχής αυτής. Οι παραστάσεις αποκαλύπτουν τις ικανότητες ενός καλά εκπαιδευμένου και ανεξάρτητου καλλιτέχνη, του οποίου τα πρότυπα πρέπει να αναζητηθούν μάλλον σε αντίστοιχα παράλληλα της ιταλικής Δύσης παρά της Ανατολής.
Ψηφιδωτά με απεικονίσεις μυθολογικών προσώπων έχουν αποκαλυφθεί και στο τρικλίνιο μιας οικίας γνωστής ως «».3 Σε αυτόν το χώρο απεικονίζονται οι τέσσερις εποχές, που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 3ου αιώνα. Δυτικά του χώρου αυτού αποκαλύφθηκε ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με σκηνή συμποσίου, που χρονολογείται στα τέλη του 3ου-αρχές 4ου αιώνα.
4. Η «στοά του αλυτάρχη»
Στη βόρεια πρόσοψη της οικιστικής νησίδας 1, μπροστά από μια σειρά από δέκα ταβέρνες με θολωτή στέγαση, βρίσκεται η «στοά του », η οποία χωρίζεται σε δύο ανισοϋψή επίπεδα.4 Το δάπεδο της στοάς καλύπτουν δώδεκα πολύχρωμες, κυρίως γεωμετρικές, ψηφιδωτές συνθέσεις (τετράγωνα, μαίανδροι, αλυσοειδείς πλοχμοί, συμπλεκόμενοι κύκλοι που σχηματίζουν τετράφυλλα, τετράγωνο μέσα στο οποίο εγγράφεται κύκλος με παράσταση «κουκουνάρας» αποτελούμενης από τρίγωνα, σταυροί που εγγράφονται σε οκτάγωνα, ρόμβοι), οι οποίες πλαισιώνονται από φυτικά ή γεωμετρικά κοσμήματα. Για τη χρονολόγησή τους βοήθεια μας προσφέρουν τόσο ψηφιδωτά που έχουν έρθει στο φως στην Έφεσο όσο και άλλα από τον ευρύτερο αιγιακό χώρο.5 Στιλιστική ομοιότητα παρουσιάζουν το ψηφιδωτό που διακοσμεί τη νότια στοά μπροστά από τις θέρμες του Βαρίου και εκείνο που κοσμεί το δάπεδο της στοάς στη δυτική πλευρά των θερμών. Ομοιότητες ως προς το υλικό, τις χρωματικές διαβαθμίσεις και τα διακοσμητικά μοτίβα παρουσιάζουν τα ψηφιδωτά κτηρίων που βρέθηκαν κατά μήκος της οδού που οδηγεί στη Μαγνησία επί Μαιάνδρω, στο γυμνάσιο του Βηδίου (αίθουσα IIIa, στοά) και στη βόρεια αίθουσα του γυμνασίου στην περιοχή του θεάτρου. Έτσι, η χρονολόγηση που προτείνεται για τα ψηφιδωτά της στοάς είναι στα τέλη του 5ου αιώνα και μπορεί να επεκταθεί μέχρι την πρώιμη ιουστινιάνεια περίοδο.
5. Ψηφιδωτά παλαιοχριστιανικών εκκλησιών
Όπως προαναφέρθηκε, με ψηφιδωτά έχουν διακοσμηθεί αρκετές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες. Πλούσια ψηφιδωτή διακόσμηση έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην προ-ιουστινιάνεια εκκλησία του Ιωάννη, στο δάπεδο του νάρθηκα στην εκκλησία της Παναγίας (α΄ μισό 5ου αιώνα), στην τρίκλιτη βασιλική δίπλα από το ανατολικό γυμνάσιο και στην εκκλησία των Επτά Κοιμωμένων στην ανατολική πλαγιά του όρους Panayir, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., στα χρόνια του Θεοδοσίου Α΄ (346-395 μ.Χ). Η τελευταία φέρει ψηφιδωτά με γεωμετρικά ασπρόμαυρα σχέδια (δικτυωτό κόσμημα με σταυρό στο μέσο, σειρές τετραγώνων τοποθετημένων κατά κορυφή, συμπλεκόμενα οκτάγωνα.6 Από στιλιστική και τεχνική άποψη, αυτά τα ψηφιδωτά μπορούν να συγκριθούν με την ψηφιδωτή διακόσμηση της οικίας ΙΙ στην οικιστική νησίδα 2, που χρονολογείται στον ύστερο 4ο αιώνα, μετά δηλαδή το σεισμό που έγινε ανάμεσα στο 358 και το 368 μ.Χ. Γεωμετρική διακόσμηση, που στιλιστικά συγγενεύει με αυτή του νάρθηκα της εκκλησίας της Παναγίας, φέρει και το δάπεδο μιας άλλης βασιλικής που αποκαλύφθηκε κατά την ανέγερση ενός ξενοδοχείου στην Έφεσο.7 |
1. Η αρχική ονομασία του οικοδομικού τετραγώνου ήταν «Έμβολος». Βλ. Jobst, W., “Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos”, Forschungen in Ephesos VIII/2 (Wien 1977). 2. Βλ. εκθέσεις στο ÖJh από το 1995 κ.ε. 3. Jobst, W., “Das öffentliche Freudenhaus in Ephesos”, ÖJh 51 (1976-1977), Bbl., σελ. 61-84. 4. Βλ. Lang-Auinger, C.,“Hanghaus 1 in Ephesos: Der Baubefund”, Forschungen in Ephesos VIII/3 (Wien 1996), σελ. 31 κ.ε. 5. Jobst, W., “Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos”, Forschungen in Ephesos VIII/2 (Wien 1977), σελ. 33-34. 6. Jobst, W., “Zur Bestattungskirche der Sieben Schläfer in Ephesos”, ÖJh 50 (1972-1975), Bbl., σελ. 171-180. 7. Jobst, W., “Römische Mosaiken in Ephesos”, The Proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara-Izmir 23-30/IX/1973, II (Ankara 1978), σελ. 657-658. |