Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ιωνική Καταγωγή της Σκυθικής Τέχνης

Συγγραφή : Bouzek Jan (23/5/2003)

Για παραπομπή: Bouzek Jan, «Ιωνική Καταγωγή της Σκυθικής Τέχνης», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4673>

Ιωνική Καταγωγή της Σκυθικής Τέχνης (26/6/2008 v.1) Ionian Origins of the Scythian Art (21/10/2008 v.1) 
 

1. Οι Σκύθες

Οι Σκύθες εμφανίζονται για πρώτη φορά στις ασσυριακές πηγές σε μια επιστολή του Sennacherib στον πατέρα του, Sargon, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στα βόρεια σύνορα της Ασσυρίας. Στο κείμενο αυτό οι Σκύθες συνδέονται στενά με τους Κιμμερίους. Είναι πολύ πιθανό ότι οι δύο αυτοί λαοί κατοικούσαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Ουράρτου. Η εν λόγω επιστολή χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Sargon II (722-705 π.Χ.), ίσως μάλιστα και πριν από το 713 π.Χ. Στα επόμενα χρόνια, στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., η δράση των Κιμμερίων στη Μικρά Ασία απέβη πολλές φορές καταστροφική για την περιοχή.

Τον ίδιο ρόλο ανέλαβαν οι Σκύθες λίγο αργότερα. Αυτοί διήγαν νομαδικό τρόπο ζωής και εξαπέλυαν συχνά επιδρομές. Αρχικά στράφηκαν εναντίον των Ασσυρίων, εξαπολύοντας μεγάλες επιθέσεις το 679 και το 673 π.Χ. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι σχέσεις των δύο λαών εξομαλύνθηκαν σε τέτοιο σημείο, ώστε οι Σκύθες πρόσφεραν πρόθυμα τη βοήθειά τους στους Ασσυρίους όταν κινδύνευσε η πρωτεύουσά τους Νινευή. Παρόλα αυτά, η πόλη καταστράφηκε το 612 π.Χ. Στα πρώιμα χρόνια της βασιλείας του Ashurbanipal οι σχέσεις μεταξύ Σκυθών και Ασσυρίων παρέμειναν φιλικές. Δεν έλειψαν όμως κάποιες προστριβές στο νότο, που είχαν ως αποτέλεσμα την επιστροφή μιας μικρής ομάδας Σκυθών στα βόρεια του Καυκάσου. Η περιοχή της Ουράρτου βρέθηκε υπό σκυθικό έλεγχο στα χρόνια 625-585 π.Χ. Οι Σκύθες παρέμειναν εκεί για 28 χρόνια και οι επιδρομές τους έφτασαν μέχρι και την Αίγυπτο.1 Τα γεγονότα αυτά, μαζί με τις επιδρομές των Κιμμερίων, απηχούνται σε κείμενα της Βίβλου. Πιο συγκεκριμένα, τα βιβλία του Ιερεμία και του Ησαΐα εμπεριέχουν αποκαλυπτικές εικόνες καταστροφής.

2. Η σκυθική τέχνη

Πρόσφατες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, κυρίως το περιεχόμενο του τάφου 85 στο Tli στον κεντρικό Καύκασο, οι απαρχές της σκυθικής τέχνης πρέπει να τοποθετηθούν γύρω στο 700 π.Χ.2 Με τεχνοτροπικά κριτήρια, η σκυθική τέχνη μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της καλλιτεχνικής παράδοσης του Πόντου και του βόρειου Καυκάσου, υπό την επιρροή νέων «ανατολιζόντων» στοιχείων. Ανάλογο παράδειγμα αποτελεί η μετάβαση από τη γεωμετρική στην αρχαϊκή τέχνη, όπως αυτή εκδηλώθηκε στην Ελλάδα και την Ετρουρία.

Στα πρώτα βήματά της και πριν από την αποκρυστάλλωση μιας εκλεπτυσμένης καλλιτεχνικής παράδοσης, η σκυθική τέχνη ήταν απλή σε όλες τις εκφάνσεις της. Η επαφή της με την ανώτερη καλλιτεχνική δημιουργία άλλων περιοχών κατά τη διάρκεια των σκυθικών επιδρομών στη Μέση Ανατολή οδήγησε σταδιακά τους Σκύθες καλλιτέχνες στο απόγειο της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας.3 Τα πρώτα δείγματα από τον τύμβο του Κελερμές χρονολογούνται στο γ΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., ίσως και λίγο νωρίτερα. Εντούτοις, οι πρωιμότατοι από τους τύμβους είναι δυνατό να τοποθετηθούν νωρίτερα χρονολογικά, ενώ κάποιοι κατασκευάστηκαν προς τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. 4

3. Πρότυπα από την Ασσυρία και τη Μέση Ανατολή

Οι τύμβοι στο Κελερμές συνδέονται άμεσα με αρχαιολογικά ευρήματα από το σημερινό βορειοδυτικό Ιράν, μεταξύ αυτών με το θησαυρό από την περιοχή του Ziwiye,5 που απηχούν τόσο επιρροές της πρώιμης περσικής τέχνης, όσο και μιας παλαιότερης καλλιτεχνικής παράδοσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τεχνοτροπικές ομοιότητες της σκυθικής τέχνης με τους χρυσούς και αργυρούς σκύφους, καθώς και άλλα αντικείμενα από την περιοχή του Ziwiye.6 Είναι ευρέως αποδεκτό ότι πολλά αντικείμενα που βρέθηκαν στον τύμβο του Κελερμές απηχούν ασσυριακά πρότυπα.7 Η διαπίστωση αυτή ισχύει για τους σκύφους από τον τύμβο 1/S,8 το αργυρό ρυτό και το κάτοπτρο από τους τύμβους 3/S και 4/S,9 που χρονολογούνται στο γ΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ.

Μερικοί τύμβοι στο Κελερμές είναι δυνατό να χρονολογηθούν και λίγο πρωιμότερα. Αυτοί ανήκαν πιθανώς σε στρατιωτικούς οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στις σκυθικές εκστρατείες που είχαν προηγηθεί. Η θήκη ξίφους που απεικονίζει φανταστικά ζώα από τον τύμβο 1/S, τα μακρόστενα αντικείμενα που φέρουν κεφαλή κριαριού και λιονταριού (αρ. κατ. 34-35) από το Κουργκάν 3/S, καθώς και μια παρόμοια λεοντοκεφαλή (αρ. κατ. 91) που προέρχεται πιθανώς από το Κελερμές, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Τα περισσότερα δείγματα της τέχνης αυτής φέρουν διακόσμηση από ήλεκτρο και παρουσιάζουν μεγάλες τεχνοτροπικές ομοιότητες με δείγματα της ασσυριακής τέχνης του γ΄ τέταρτου του 7ου αι. π.Χ.

Πρόσφατες έρευνες έφεραν στο φως νέα, πλούσια και ιδιαιτέρως σημαντικά ευρήματα, που μας βοηθούν να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας σχετικά με τις απαρχές της σκυθικής τέχνης. Πρόκειται για τους τρεις τάφους των γυναικών της ασσυριακής βασιλικής οικογένειας που βρέθηκαν στη Νιμρούντ.10 Ο ένας από αυτούς περιείχε περιδέραια από χρυσό και άλλα υλικά, ενώτια σε σχήμα πλοίου, καθώς και σκαραβαίους από την Αίγυπτο. Η ταυτότητα της γυναίκας που είχε ταφεί εκεί δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη. Ο δεύτερος τάφος ανήκε στη βασίλισσα Jaba, τη σύζυγο του Tiglath-Pileser (744-727 π.Χ.), καθώς και στην Banitu ή την Atalia, συζύγους αντίστοιχα των Shalmaneser V(726-722 π.Χ.) και Sargon II (721-705 π.Χ.). Μεταξύ των ευρημάτων των εν λόγω τάφων, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν από τεχνοτροπική άποψη τα βραχιόλια που κοσμούνται με λεοντοκεφαλές, τρεις φιάλες και ένα κόσμημα που κοσμούσε το θώρακα της μίας γυναίκας. Τα βραχιόλια που φέρουν διακόσμηση από σμάλτο παραπέμπουν σε ανάλογα δείγματα από τον τύμβο του Κελερμές.

Ο πλουσιότερος από τους τρεις, ο τάφος ΙΙΙ, ανήκε στη Mulisiu-mukanisat-Nimea, σύζυγο του Ashurbanipal II (883-859 π.Χ.). Ορισμένα από τα αντικείμενα που βρέθηκαν εκεί ανάγονται στη βασιλεία του ShalmaneserIII (858-824 π.Χ.), ενώ μερικά είναι υστερότερα. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο εύρημα από τον τάφο ΙΙΙ είναι η οινοχόη με σχήμα λεοντοκεφαλής και επάλληλες ζώνες που απεικονίζουν εικονιστικές συνθέσεις με αναβάτες και κυνηγούς. Παράλληλα της τεχνοτροπίας αυτής αποτελούν ορισμένα αντικείμενα για τα οποία έγινε ήδη λόγος. Στον ίδιο τάφο βρέθηκε στεφάνι που κοσμείται από μια φτερωτή μορφή η οποία παρουσιάζει εμφανείς τεχνοτροπικές ομοιότητες με τα πρωιμότερα ιωνικά κοσμήματα, τα καλύτερα δείγματα των οποίων προέρχονται από την Έφεσο.

Γίνεται λοιπόν σαφής –με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα– η ύπαρξη ενός ενιαίου ρυθμού στην τεχνοτροπία των κοσμημάτων που προορίζονταν για τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις, είτε αυτές κατοικούσαν στην κεντρική Ανατολία είτε στην Ιωνία.11 Είναι πιθανό ότι πρώτοι οι Φρύγες αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο μεταξύ Ασσυρίων και Ιώνων. Το κράτος τους καταστράφηκε τελικά από τους Κιμμερίους, επί της αρχής του Sennacherib (704-681 π.Χ.). Έτσι το ρόλο τους ανέλαβαν αργότερα οι Λυδοί. Όταν ο Λυδός βασιλιάς Γύγης δέχτηκε επίθεση από τους Κιμμερίους, ζήτησε τη βοήθεια του Ashurbanipal. Ο τελευταίος απευθύνθηκε στους Σκύθες, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι Σκύθες είχαν ακόμα εχθρικές διαθέσεις προς τους παλιούς τους αντιπάλους, τους Κιμμερίους.

4. Ιωνική τέχνη με Σκύθες αποδέκτες

Χωρίς αμφιβολία, είναι δυνατό να ανιχνευτούν κάποιες ομοιότητες μεταξύ της ελληνικής και της σκυθικής τέχνης. Για παράδειγμα, τα λιοντάρια, οι σφίγγες και η Πότνια Θηρών στο κάτοπτρο, ο γρύπας, οι αίγαγροι και ο κένταυρος στο ρυτό, παραπέμπουν σαφέστατα στην ελληνική τέχνη. Τα καλύτερα παράλληλα εντοπίζονται στην ελληνική κεραμική και πιο συγκεκριμένα στον ύστερο πρωτοκορινθιακό ρυθμό και στον ώριμο ρυθμό των αιγάγρων, τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας κοινής ανατολίζουσας τεχνοτροπίας στην τέχνη της Ελλάδας και της Ανατολής. Για του λόγου του αληθές, πολλοί Φρύγες και Λυδοί, αλλά και λυρικοί ποιητές από την Αιολίδα, κάνουν λόγο για τις επαφές Ελλήνων εμπόρων με την Ανατολή. Άλλωστε και η τέχνη της ίδιας της Εφέσου περιέχει τόσο ελληνικά όσο και ανατολικά στοιχεία.

Ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τη μελέτη της σκυθικής τέχνης έχει μια ομάδα πρώιμων έργων από ελληνικές και λυδικές πόλεις της δυτικής και κεντρικής Ανατολίας. Αυτά προέρχονται ως επί το πλείστον από το Boghazkoy, τις Σάρδεις και την Έφεσο και πιστοποιούν την ύπαρξη μιας περισσότερο εκλεπτυσμένης καλλιτεχνικής παραγωγής. Θεωρείται πιθανό ότι τα έργα αυτά κατασκευάζονταν από τεχνίτες της ανατολικής Ελλάδας σε πόλεις της Ιωνίας, με τελικούς αποδέκτες τους Σκύθες –και όχι μόνο–, στους οποίους φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Η καλλιτεχνική αρτιότητα των έργων αυτών είναι εμφανής, σε σύγκριση με τα σκυθικά ευρήματα από το Tli, το Norsuntepe και το Irmler. Τα ελληνικά αυτά έργα καταδεικνύουν με σαφήνεια τις προτιμήσεις των Σκυθών όσον αφορά τα έργα τέχνης.

Η καλλιτεχνική αυτή ανταλλαγή συνεχίστηκε. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Έλληνες συνέχισαν να κατασκευάζουν έργα τέχνης για τους ανατολικούς γείτονές τους. Τα αντικείμενα αυτά προέρχονται στην πλειονότητά τους από το Αρτεμίσιο της Εφέσου.12 Μεταξύ των μοτίβων που κοσμούν αυτά τα ανατολικά έργα κυριαρχεί το αγριοκάτσικο, ακολουθεί το αγριογούρουνο, ενώ δε λείπουν και οι απεικονίσεις αγριόγατας (ή κάποιου άλλου σαρκοβόρου), λαγού και ενός φτερωτού τέρατος. Το υλικό των αντικειμένων αυτών είναι ο χαλκός και το ελεφαντόδοντο, ενώ ελάχιστα είναι από ασήμι. Ως προς τη χρήση τους, κάποια ήταν κοσμήματα σε χαλινάρια αλόγων, ενώ άλλα κοσμούσαν έπιπλα.

Είναι εμφανές ότι απηχούν το θαυμασμό των Ελλήνων και των Λυδών για τις ιππικές ικανότητες των Σκυθών. Η έρευνα έχει εντοπίσει προδρομικές μορφές του ρυθμού αυτού στην ύστερη γεωμετρική τέχνη, που προοιωνίζουν τις τάσεις που θα ακολουθούσε η ύστερη σκυθική τέχνη.13 Πολλά από τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν σε περιοχές εκτός Ανατολίας, όπως η Γέλα της Σικελίας.14 Ίσως τα αγόρασε κάποιος και τα έφερε εκεί ως «εξωτικά» έργα τέχνης. Δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο να γίνονταν εισαγωγές στη Σικελία των περίφημων σκυθικών αλόγων, ενώ είναι πιθανή η εγκατάσταση Σκυθών στο νησί, κατ’ αναλογία με την Αθήνα, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με αστυνομικά καθήκοντα. Άλλωστε οι Σκύθες αποτελούν κοινό θέμα στην τέχνη της Ετρουρίας και της Κάτω Ιταλίας. Ένα άλλο έργο που βρέθηκε στη σημερινή Ουγγαρία, έφτασε πιθανώς εκεί κατά τις σκυθικές επιδρομές του 6ου αι. π.Χ., όπως και πολλά άλλα, τα οποία έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης από την έρευνα.15 Με τα έργα αυτά συνδέονται τα εγχάρακτα ελεφάντινα αντικείμενα από το Κελερμές.16

Οι Ίωνες τεχνίτες συνέχισαν να κατασκευάζουν εκλεπτυσμένα έργα σκυθικής τεχνοτροπίας μέχρι και τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Το κάτοπτρο και το ρυτό από το Κελερμές για τα οποία έγινε λόγος προέρχονται από ένα παρακλάδι της ίδιας ανατολικής σχολής, που πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή μεταξύ των ιωνικών κέντρων παραγωγής και της Ασσυρίας. Η τεχνοτροπία παραπέμπει στα πρωτοκορινθιακά αγγεία και στον ρυθμό των αιγάγρων της ανατολικής Ελλάδας. Άλλα δείγματα της αρχαϊκής αυτής τέχνης που προοριζόταν αποκλειστικά για τους Σκύθες των ανώτερων τάξεων είναι ένα χρυσό πλακίδιο με ανάγλυφη διακόσμηση που αναπαριστά έναν πίθηκο και ένα πτηνό από τον τύμβο του Μελγκούνοβ, καθώς και λεοντοκεφαλές από ελεφαντόδοντο με μάτια ένθετα από ήλεκτρο που βρέθηκαν στη Σμέλα. Τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν πιθανότατα τον 6ο αι. π.Χ.17 Η ιωνική καταγωγή αυτού του ρυθμού είναι εμφανής.

Στα επόμενα χρόνια η παράδοση αυτή συνεχίστηκε, αφού οι Ίωνες καλλιτέχνες συνέχισαν να παράγουν έργα που προορίζονταν για την περσική ανώτερη τάξη. Ιωνικές ρίζες έχουν και τα έργα από το θησαυρό από το Witaszkow που φυλάσσονται στο Βερολίνο. Ένα από αυτά, το περίφημο ψάρι, είναι έργο Ίωνα καλλιτέχνη που εργάστηκε στα χρόνια 540/530 π.Χ.18 Τα ετρουσκικά παράλληλα του έργου αυτού αποδεικνύουν ότι μετά τις συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών, γύρω στο 540 π.Χ., πολλοί Ίωνες καλλιτέχνες μετανάστευσαν σε διάφορες περιοχές του αρχαίου κόσμου και συνέχισαν να εργάζονται για διάφορους πελάτες. Αυτή η πρώιμη «ιωνίζουσα» φάση της σκυθικής τέχνης επιβίωσε ως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όταν οι Αθηναίοι πήραν τα σκήπτρα της καλλιτεχνικής παραγωγής από τους Ίωνες.19

1. Ηρ. 4.1.

2. Kossack, G., “Tli Grab 85. Bemerkungen zum Beginn des skythenzeitlichen Formenkreises im Kaukasus”, AVA-Beitrage 5 (1983), σελ. 89-186. Πρβ. Techov, V.B., Skifi i centralnyj Kavkaz v VII-VI vv. do n.e. (Moskva 1980).

3. Godard, A., Le tresor de Ziwiye (Kurdistan) (Haarlem 1950)· Goldman, B., “The Animal Style of Ziwieh”, IPEK 72 (1974-1977), σελ. 54-68· D’jakonov, I.M., “Kimmerijci i Skifi na Drevnem Vostoke”, Ross.Arch. (1994/1), σελ. 108-116· Pogrebova, M.N., “O principach datirovki skifskoj archaiki”, Ross.Arch. (1993/2), σελ. 84-88· Tochtasjev, S.R., “K chronologii i etniceskoj atribucii pam’jatnikov skifskogo tipa na Blizkom Vostoke i v Maloj Azii”, Ross.Arch. (1993/2), σελ. 89-97.

4. Galanina, L.K., Kelermeskije kurgany - Die Kurgane von Kelermes (Moskva 1997).

5. Godard, A., Le tresor de Ziwiye (Kurdistan) (Haarlem 1950).

6. Βλ. για παράδειγμα ένα χρυσό αγγείο στο μουσείο της κομητείας του Λος Άντζελες, καθώς και δύο αργυρά αγγεία στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι (αρ. κατ. 20136 και 20181). Πρβ. και Goldman, B., “The Animal Style of Ziwieh”, IPEK 72 (1974-1977), πίν. 40.

7. Πρβ. Galanina, L.K., Kelermeskije kurgany - Die Kurgane von Kelermes (Moskva 1997), σελ. 183-187.

8. Galanina, L.K., Kelermeskije kurgany - Die Kurgane von Kelermes (Moskva 1997), αρ. κατ. 22 και 23.

9. Galanina, L.K., Kelermeskije kurgany - Die Kurgane von Kelermes (Moskva 1997), αρ. κατ. 41 και 52.

10. Damerji, M.S.B., “Graber assyrischer Koniginnen aus Nimrud”, JRGZM 45 (1998) [1999], σελ. 1-84.

11. Isik, F., “Zur Rolle der griechischen Plastik bei der Entstehung der attischen Klassik”, στο Papenfuss, D.– Strocka, V.M. (επιμ.), Gab es die griechische Wunder?, Griechenland zwischem dem Ende des 6 und der Mitte des 5 Jh. v. Chr. (Tagungsbeitrage des 16. Fachsymposiums der Humboldt-Stiftung 1999 in Freiburg im Breisgau, Mainz 2001), σελ.147-162.

12. Εκτενή κατάλογο των αντικειμένων αυτών έχει συντάξει ο Amandry. Σε αυτόν έχουν γίνει προσθήκες από τον R. Stucky. Βλ. σχετικά, Amandry, P., “Un motif scythe en Iran et en Grece”, JNES 24 (1965), σελ. 149-160 και Stucky, R., “Kleinplastiken, Anatolisches Zaumzeug aus Ost und West”, Arch. Mitt. aus Iran 18 (1985), σελ. 119-124 και 20 (1987), σελ. 161-165.

13. Amandry, P., “Un motif scythe en Iran et en Grece”, JNES 24 (1965), σελ. 149-160. Την εν λόγω τεχνοτροπία υιοθέτησαν ζωγράφοι της γεωμετρικής περιόδου στην Ετρουρία. Πρβ. Donati, L., “Rappresentazioni etrusche dela capra e del cervo di tipo scito”, Arch.Cl. 43 (1991), σελ. 919-937.

14. Πρβ. Stucky, R., “Kleinplastiken, Anatolisches Zaumzeug aus Ost und West”, Arch. Mitt. aus Iran 18 (1985), σελ. 119-124 και Stucky, R., “Kleinplastiken, Anatolisches Zaumzeug aus Ost und West”, Arch. Mitt. aus Iran 20 (1987), σελ. 161-165. Επίσης, Bouzek, J., Greece, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations during the Early Iron Age (Jonsered 1997), σελ. 245-246.

15. Lengyel, I., “Die Bronzeplatte von Buj”, Acta Arch. Hung. 22 (1970), σελ. 51-68.

16. Galanina, L. K., Kelermeskije kurgany - Die Kurgane von Kelermes (Moskva 1997) αρ.κατ. 259, 374-375, πίν. 16.

17. Boardman, J., The Greeks Overseas (London 1980), σελ. 256-264.

18. Alexandrescu, P., “Um goldenen Fisch von Witaszkowo (Vettersfelde)”, Chronos, Festschr. f. B. Hansel (Espelkamp 1997), σελ. 689-710.

19. Bouzek, J., “La reception scythe de l`art grec”, Mactoux, M.M., and Geny, E. (eds.) Mélanges P. Lévêque III (Besancon 1991), σελ. 27-40.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>