1. Εισαγωγή 1.1. Πρωτοβυζαντινή περίοδος Από τη μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού και ύστερα, η βυζαντινή Μικρά Ασία ήταν χωρισμένη σε που υπάγονταν στη διοικητική περιφέρεια του της Ανατολής. Στα δυτικά βρισκόταν η διοίκηση της Ασίας, ενώ στα βόρεια και ανατολικά η διοίκηση του Πόντου. Τα όρια αυτών των περιφερειών περιλάμβαναν τον Ελλήσποντο, τη Φρυγία, την Πισιδία και τη Λυκαονία στην Ασία, τη Βιθυνία στη Γαλατία και την Καππαδοκία στον Πόντο. Τέλος, οι επαρχίες της Ισαυρίας και της Κιλικίας ανήκαν στη διοίκηση της Ανατολής. Οι μητροπόλεις και επισκοπές της Ασίας και του Πόντου ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ οι επαρχίες της διοίκησης της Ανατολής ήταν εξαρτημένες από το Πατριαρχείο Αντιοχείας. 2. Οι απαρχές των θεμάτων και ο αρχικός χαρακτήρας τους Οι αραβικές επιδρομές προκάλεσαν ταχείες και ριζικές στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά το διοικητικό σύστημα παρέμεινε αμετάβλητο τουλάχιστον μέχρι τον 8ο αιώνα. Το ζήτημα της εμφάνισης των θεμάτων παραμένει ανοιχτό, αν και σήμερα οι ερευνητές γενικά συναινούν για το ζήτημα. Η άποψη ότι ο Ηράκλειος αναμόρφωσε ριζικά το στρατό με την εισαγωγή των θεμάτων έχει εγκαταλειφθεί. Τα στρατεύματα που μεταφέρονταν από τις χαμένες ανατολικές επαρχίες ή που έμεναν στις θέσεις τους δημιουργούσαν εγκαταστάσεις σε συστάδες επαρχιών, με επικεφαλής διοικητές που στις πηγές αναφέρονται με τον τίτλο του άρχοντα. Το ερώτημα που τίθεται είναι πότε έπαψε το θέμα των Ανατολικών να αποτελεί στρατιωτική μονάδα και άρχισε να είναι διοικητική περιφέρεια, απ’ όπου στρατολογούνταν οι στρατιώτες. Η ύπαρξη των Ανατολικών δεν αποτελεί απόδειξη για την ύπαρξη ενός θέματος-διοικητικής περιφέρειας, εφόσον αυτοί σχετίζονταν με τους στρατιώτες και όχι με τη διοίκηση της περιοχής. Πολύ λίγα στοιχεία μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε πληρέστερα την εγκαθίδρυση των θεμάτων. Η του Ιουστινιανού Β΄ το 687 αποτελεί ένα από τα βασικά αυτά στοιχεία, εφόσον παραδίδει τη λίστα των στρατιωτικών μονάδων που δραστηριοποιούνταν κατά την περίοδο αυτή.1 Επιπλέον, αντανακλά την υποβάθμιση της Αφρικής και τη δημιουργία του στόλου των Kαραβησιάνων, του μόνου στόλου που διέθετε η αυτοκρατορία, στον οποίο στρατολογούνταν ναύτες κυρίως από τη Μικρά Ασία, αλλά αναμφίβολα και από τα νότια Βαλκάνια. Εφόσον δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Kαραβησιάνοι είχαν εδαφική βάση, δε δικαιολογείται το συμπέρασμα ερευνητών ότι και οι άλλες μονάδες που αναφέρονται αποτελούν προάγγελο των μελλοντικών θεμάτων-περιφερειών. Τη συγκεκριμένη εποχή δε φαίνεται να υπάρχουν ακόμα διοικητικά θέματα· αυτό υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι τα δεν εξελίχθηκαν σε θέματα. Εξαφανίστηκαν μάλιστα αρκετά νωρίς: αυτό της Αφρικής μόλις μετά την οριστική πτώση της Καρχηδόνας το 698, και το θέμα της Ραβέννας μετά την κατάληψη της πόλης από τους Λομβαρδούς το 751. Διάφορα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας υποδεικνύουν ότι, στα μέσα του 8ου αιώνα, τα θέματα αποτελούσαν το θεμέλιο της μεσοβυζαντινής διοίκησης. Εκείνη ακριβώς την εποχή οι σφραγίδες των έπαψαν να αναφέρουν τις παραδοσιακές επαρχίες, επισημαίνοντας πλέον μόνο τα θέματα. Επίσης σταμάτησε να χρησιμοποιείται η ονομασία « στρατηγίας», η οποία αναγράφεται στην επιγραφή «κομμέρκια της στρατηγίας των Θρακησίων», σε μια σφραγίδα χρονολογούμενη στο 740/741 και σε ένα μολυβδόβουλο του 744/745.2 Μάλιστα κατά την περίοδο αυτή, ο Κωνσταντίνος Ε΄ διαίρεσε τα υπάρχοντα θέματα, δημιουργώντας πολλές νέες διοικητικές περιφέρειες. Την ίδια στιγμή επανέφερε ένα στρατό , απόδειξη ότι τα θεματικά στρατεύματα θεωρούνταν στο εξής τοπικές περιφερειακές δυνάμεις. 3. Χρονολόγηση της δημιουργίας των θεμάτων της Μικράς Ασίας Τα δύο πρώτα θέματα που δημιουργήθηκαν ήταν των Ανατολικών και των Αρμενιάκων. Αυτή η παλαιότητά τους προσέδιδε στους στρατηγούς τους το προβάδισμα έναντι των στρατηγών των υπόλοιπων θεμάτων μέχρι και το 10ο αιώνα. Το θέμα του Οψικίου, που δημιουργήθηκε την ίδια εποχή, είχε διαφορετική δομή, εφόσον αποτελούνταν από τους επίλεκτους στρατιώτες της φρουράς και, γι’ αυτό το λόγο, διοικούνταν από και όχι από στρατηγό. Οι πρώτοι κόμητες κάποιες φορές διοικούσαν και το θέμα της Θράκης, έχοντας στις αρμοδιότητές τους την οργάνωση της άμυνας της πρωτεύουσας. Το τέταρτο θέμα της Μικράς Ασίας, αυτό των Θρακησίων, πήρε το όνομά του από τη στρατιά της Θράκης. Ο χρόνος δημιουργίας του έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Ο πρώτος στρατηγός που απαντάται στις πηγές, ο Σισίνιος,3 συμμετείχε από το 742 στο πλευρό του Κωνσταντίνου Ε΄ στον πόλεμο εναντίον του γαμπρού του Αρταβάσδου. Ο στρατός της Θράκης σε πολλές περιπτώσεις μετακινήθηκε, όπως για παράδειγμα το 645, όταν οι Βυζαντινοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανακτήσουν την Αίγυπτο, η οποία μόλις είχε καταληφθεί από τους Άραβες· ωστόσο ο στρατός επέστρεψε γρήγορα. Το 687 μια αναφορά στον “exercitus Tracisianus” (θρακήσιο στρατό) μνημονεύει και πάλι στη Θράκη. Το 711 υπάρχει αναφορά σε έναν των Θρακησίων.4 Οι στρατιώτες ήταν τοποθετημένοι στα ανατολικά της Μικράς Ασίας από το 687 έως το 711, για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη απειλή μιας νέας επίθεσης των Αράβων εναντίον της Κωνσταντινούπολης από την ξηρά και από τη θάλασσα. Το τελευταίο μεγάλο θέμα που δημιουργήθηκε, αυτό των Κιβυρραιωτών στα νοτιοανατολικά της Μικράς Ασίας, είχε ναυτικό χαρακτήρα. Η πρώτη σαφής αναφορά σε στρατηγό χρονολογείται το 732, όμως ήδη από το 698 το θέμα υπαγόταν στη δικαιοδοσία ενός , ο οποίος πιθανότατα βρισκόταν υπό τις διαταγές του στρατηγού των Καραβησιάνων.5 Η πρωτεύουσά του ήταν η Αττάλεια, απ’ όπου ο επαρχιακός στόλος αντιμετώπιζε τις επιδρομές των αραβικών πλοίων. Στα μέσα του 8ου αιώνα συναντάμε τα μεγάλα θέματα, τα οποία ήταν χωρισμένα σε . Ο αριθμός των θεμάτων αύξανε συνεχώς για δύο λόγους. Πρώτον, για να μειώνεται η εξουσία των στρατηγών των μεγάλων θεμάτων, οι οποίοι ήταν αρκετά δυνατοί ώστε να σφετεριστούν το θρόνο. Πολλοί στρατηγοί του θέματος των Ανατολικών έγιναν αυτοκράτορες, όπως ο Λεόντιος, ο Λέων Γ΄ και ο Λέων Ε΄. Δεύτερον, για να οργανωθούν οι συνοριακές περιοχές της αυτοκρατορίας, εφόσον το Βυζάντιο, από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, άρχισε να ανακαταλαμβάνει τα χαμένα εδάφη στην Ανατολή. Οι στρατηγοί αυτών των θεμάτων ενσωματώθηκαν στην αυλική ιεραρχία ανάλογα με την παλαιότητα της διοικητικής τους περιφέρειας. Η πρώτη μεγάλη ανακατάταξη συντελέστηκε μετά τον πόλεμο που απέτυχε να ανατρέψει τον Κωνσταντίνο Ε΄. Ο αυτοκράτορας αποδυνάμωσε το θέμα του Οψικίου, που αποτελούσε έναν από τους πιο επικίνδυνους αντιπάλους του και βρισκόταν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη, με τη δημιουργία του θέματος των Βουκελλαρίων. Στη συνέχεια, αποσπάστηκε τμήμα που αποτέλεσε το θέμα Οπτιμάτων. Αυτό το τελευταίο διοικούνταν από ένα και αποστρατικοποιήθηκε το 10ο αιώνα· στο εξής εφοδίαζε την αυτοκρατορία με μουλάρια για τα καραβάνια και τους οδηγούς τους. Η χρονολογία δημιουργίας αυτών των νέων θεμάτων δεν είναι γνωστή. Συνήθως μια πρώτη αναφορά στρατηγού μάς προσφέρει μια ημερομηνία ante quem. Πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα, εμφανίζονται το θέμα της Καππαδοκίας, που δημιουργήθηκε από τμήμα των Ανατολικών, το θέμα της Παφλαγονίας από τμήμα των Αρμενιάκων, τα θέματα της Χαλδίας και του Αιγαίου από τμήματα των Θρακησίων και του Οψικίου και, τέλος, τα θέματα Κολωνείας, Σεβαστείας, Σελευκείας, Λυκάνδου και Σάμου, τα οποία είχαν ήδη δημιουργηθεί πριν από το θάνατο του Λέοντος ΣΤ΄ (911). Όταν η αυτοκρατορία ανακατέλαβε τις ανατολικές περιοχές έως τον Ευφράτη και τον Καύκασο δημιουργήθηκαν πολλά νέα θέματα, των οποίων ο πλήρης κατάλογος περιλαμβανόταν στο ΤακτικόEscorial, της περιόδου της βασιλείας του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή. Αυτά τα θέματα διαφέρουν από τα προηγούμενα κυρίως στο μέγεθος. Πολλά δεν αποτελούνταν παρά μόνο από ένα σημαντικό φρούριο και την περιφέρειά του. Οι Βυζαντινοί διαχώριζαν τα παλαιότερα θέματα, που τα ονόμαζαν «ρωμαϊκά θέματα», από τα νεότερα, που ονομάζονταν «αρμένικα θέματα», εφόσον προστατεύονταν συχνά από τα αρμενικά στρατεύματα. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους δε διέθεταν πλήρη διοικητική δομή, αλλά αντιμετωπίζονταν ως σύνολο. Έχουν διασωθεί οι σφραγίδες του των «αρμένικων θεμάτων».6 4. Η εξέλιξη του διοικητικού συστήματος των ανατολικών θεμάτων Το θέμα διοικούνταν από ένα στρατηγό που διοριζόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητός. Κατείχε την πλήρη στρατιωτική εξουσία, ενώ στη συνέχεια πέρασαν υπό τη δικαιοδοσία του και οι αξιωματούχοι που διαχειρίζονταν το δημόσιο ταμείο και τη δικαιοσύνη, με την εξαφάνιση των διοικητικών επαρχιών. Επομένως ο στρατηγός έγινε ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα στο θέμα. Οι θέσεις των στρατηγών, κυρίως στα πιο περίβλεπτα θέματα, όπως των Ανατολικών, των Αρμενιάκων, της Καππαδοκίας ή του Χαρσιανού, καταλαμβάνονταν συχνά από μέλη της τοπικής αριστοκρατίας: Μωσηλοί, Μαλεΐνοι, Φωκάδες, Κουρκούες, Σκληροί, Δούκες, Αργυροί κ.ά. Η στρατιωτική δομή των μεγάλων θεμάτων μάς είναι γνωστή. Δεύτεροι μετά το στρατηγό βρίσκονταν τρεις ή τέσσερις τουρμάρχες, οι οποίοι μερικές φορές ονομάζονταν μέραρχοι. Επίσης ο στρατηγός βοηθούνταν από έναν κόμητα κοόρτης και ένα δομέστικο που αναμφισβήτητα διοικούσε τη μόνιμη φρουρά του θέματος. Οι τουρμάρχες διοικούσαν τους δρουγγάριους, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν υπό τη διοίκησή τους τους κόμητες. Οι απεσταλμένοι τους ονομάζονταν . Μερικά θέματα διέθεταν μοίρα στόλου που βρισκόταν υπό τις διαταγές ενός , όπως αυτό των Μαρδαϊτών στην Αττάλεια. Σχετικά με τη διοικητική οργάνωση προτού αυτή περάσει στα χέρια των στρατητών δεν έχουμε πληροφορίες, εκτός από ό,τι αφορά τους κομμερκιάριους που κατείχαν το μονοπώλιο στο εμπόριο μεταξιού. Το αξίωμά τους εξελίχθηκε, όπως φαίνεται και από τις σφραγίδες τους, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν από το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα. Στο μπροστινό μέρος εικονίζεται ο αυτοκράτορας ενώ στην πίσω πλευρά αναφέρεται η , μέχρι το πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Ο Ν. Οικονομίδης παρατηρεί ότι η καλλιέργεια μεταξιού εξελίχθηκε, ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία. Αυτή η παρατήρηση προκαλεί εντύπωση, αν λάβουμε υπόψη το οικονομικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί ύστερα από αιώνες κατακτήσεων, παρόλο που διαφαίνεται ότι το μετάξι αποτελούσε υποκατάστατο του σπάνιου πια χρυσού νομίσματος. Ο M. Hendy, τον οποίο ακολουθούν και άλλοι ιστορικοί, αναφέρει την άποψη ότι με την υποτίμηση του νομίσματος και, κατά συνέπεια, την αύξηση του δασμού οι κομμερκιάριοι, άνθρωποι του περιβάλλοντος της Αυλής και κάτοχοι σημαντικών αξιωμάτων, συσσώρευαν στις αποθήκες τους εδώδιμα που προέρχονταν από τους φόρους, τα οποία με τη σειρά τους διανέμονταν εκ νέου στους στρατιώτες των θεμάτων. Ο Ν. Οικονομίδης σωστά αντέτεινε ότι καμία πηγή δεν αναφέρει τους κομμερκιάριους σε συνάρτηση με το στρατό.7 Η έρευνα όμως μέχρι σήμερα δεν προτείνει κάποια ικανοποιητική εναλλακτική θεωρία που να εξηγεί ταυτόχρονα τη μεταβατική δημιουργία αυτού του τύπου του κομμερκιάριου και την οργάνωση του επισιτισμού του στρατού· πόσο μάλλον αφού το τέλος αυτού του τύπου των κομμερκιαρίων συμπίπτει με την ανατίμηση του νομίσματος από την εποχή του Κωνσταντίνου Ε΄ και προηγείται κάπως των αναφορών σε του θέματος, στους οποίους περιέρχεται αυτή η δικαιοδοσία από τον 9ο αιώνα και εξής. Οι κομμερκιάριοι των πόλεων ή των θεμάτων, όπως αυτών της Αττάλειας, της Νίκαιας ή της Χαλδίας, ήταν απλοί αξιωματούχοι που συνέλεγαν φόρο 10% από τις εμπορικές συναλλαγές. Οι πρωτονοτάριοι, με διαταγή της πρωτεύουσας, απαιτούσαν έκτακτες εισφορές για τον εξοπλισμό του στρατού.
Η πολιτική διοίκηση είχε κατ’ αρχάς φορολογικό χαρακτήρα. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τους διοικητές, οι οποίοι ανήκαν στη δικαιοδοσία του . Η δικαιοδοσία τους αρχικά οριζόταν βάσει του χάρτη των παλαιών επαρχιών, αλλά σταδιακά προσαρμόστηκε στη δομή των θεμάτων, τα οποία συχνά αποτελούνταν από πολλές διοικήσεις. Κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, συναντούμε προσωρινά αναφορές σε ένα διοικητή του συνόλου των ανατολικών επαρχιών. Η Κωνσταντινούπολη έστελνε επίσης στην Ανατολή , επόπτες και υπό τη δικαιοδοσία του , οι οποίοι είχαν στρατιωτικό ρόλο. Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα οι κριτές απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία και περισσότερη αυτονομία από τους στρατηγούς, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τη μειωμένη εξουσία που ασκούσαν στους ίδιους τους στρατιώτες τους. Η εκκλησιαστική διοίκηση παρουσίαζε μεγαλύτερη σταθερότητα. Η Ισαυρία, χωρισμένη από την Αντιόχεια λόγω των αραβικών κατακτήσεων, επανασυνδέθηκε με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης μετά την προσάρτησή της στην Αντιόχεια το 969. Σύμφωνα με τους επισκοπικούς καταλόγους και τις σφραγίδες, καταλήγουμε στο ότι κάποιες επισκοπές, που πλέον αποτελούσαν απλά χωριά, ανήκαν στην κοντινότερη πόλη. Καινούριες επισκοπές δημιουργήθηκαν και κάποιες προήχθησαν σε μητροπόλεις, συχνά σε συνάρτηση με τη δημογραφική εξέλιξη.8 5. Οι μεταρρυθμίσεις του 10ου-11ου αιώνα Η Μικρά Ασία γνώρισε πλήρη μετασχηματισμό στο διάστημα από τη βασιλεία του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963-969) μέχρι τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Έπειτα από μια αξιοθαύμαστη επέκταση προς τη Δύση, οι τουρκικές επιδρομές εξαφάνισαν σχεδόν ολοκληρωτικά τη βυζαντινή παρουσία στη Μικρά Ασία, έως ότου ο Αλέξιος Α΄ ανακατέκτησε την Ανατολή και μέρος των ακτών στο βορρά και το νότο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της επέκτασης, τα μικρά συνοριακά θέματα που δε διέθεταν σημαντική στρατιωτική διοίκηση αναδιοργανώθηκαν στρατιωτικά σε δουκάτα, υπό τη διοίκηση ενός δούκα ή κατεπάνω, καλύπτοντας όλο το ανατολικό σύνορο: πρόκειται για τα δουκάτα Αντιοχείας, Εδέσσης, Μεσοποταμίας, Ιβηρίας και Μεγάλης Αρμενίας. Τα κεντρικά θέματα αποστρατικοποιήθηκαν και ο κριτής έγινε ο κεντρικός αξιωματούχος του θέματος. Η σημασία των πόρων του δημόσιου ταμείου και του θρόνου αυξήθηκε αισθητά μετά την ανακατάληψη των εδαφών. Η περιοχή της Μελιτηνής αρχικά ήταν μόνο κουρατόριο και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε θέμα. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός, που βασίλευε ως επίτροπος του ανήλικου Βασιλείου Β΄, ήταν κύριος των αυτοκρατορικών κτήσεων (επισκέψεις) στην Κιλικία. Οι περιουσίες των αποστατών της Μικράς Ασίας κατάσχονταν και ενσωματώνονταν στις επισκέψεις, υπό τη διοίκηση των κουρατόρων (προνοηταί ή επισκεπτιταί)·9 οι τελευταίοι σχετίζονταν με σημαντικές υπηρεσίες στην πρωτεύουσα, όπως αυτή των οικειακών, που απέκτησε μεγάλη σημασία κατά τη βασιλεία του Βασιλείου Β΄, ή των ευαγών οίκων, όπως αυτός των Μαγγάνων. Αυτές οι δημοσιονομικές και δικαστικές υπηρεσίες ήταν πηγή κέρδους και προσέλκυαν κυρίως μέλη των μεγάλων οικογενειών της Κωνσταντινούπολης. Μεταξύ των κριτών στα μεγάλα ανατολικά θέματα ή των διοικητών περιοχών συναντούμε ονόματα όπως Ξηροί, Σέρβλιαι, Προμουνδηνοί, Κατάφλωροι και Χρυσοβέργηδες. 6. Η περίοδος των Κομνηνών και των Αγγέλων Η τουρκική κατάκτηση μεταμόρφωσε την περιοχή. Οι απομονωμένες περιοχές διατήρησαν το βυζαντινό σύστημα διοίκησης, όπως η Τραπεζούντα, η Αττάλεια και μερικές περιοχές της Βιθυνίας, όμως τα μεγάλα ανατολικά θέματα εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά. Ακόμα κι όταν άρχισε η ανακατάληψη των εδαφών το 1097, δεν ανασυστάθηκε το παλαιό σύστημα. Τα μεγάλα θέματα της Ανατολής σταδιακά αντικαταστάθηκαν από μικρότερα που τελούσαν υπό τη δικαιοδοσία ενός δούκα, με κέντρο ένα φρούριο και με σκοπό την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής· πλέον ήταν κατανεμημένα στο οροπέδιο της Ανατολίας. Πρέπει να περιμένουμε έως το τέλος της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και στη συνέχεια τη βασιλεία του Μανουήλ, ο οποίος επιδίωξε συστηματικά την ασφάλεια των κατοίκων, για να διακρίνουμε ένα πιο ξεκάθαρο διοικητικό τοπίο. Οι Θρακήσιοι αποτελούσαν το βασικό ανατολικό θέμα, με πρωτεύουσα τη Φιλαδέλφεια, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο ως προς τους Τούρκους. Τα θέματα Οψικίου, Οπτιμάτων, Βουκελλαρίων, Παφλαγονίας και Χαλδίας επίσης ανασυγκροτήθηκαν, αν και είχαν χάσει μέρος της περιφέρειάς τους. Επίσης δημιουργήθηκαν δύο νέα θέματα: αυτό της Μυλάσσης, που μαρτυρείται από το 1143, πήρε το όνομά του –θέμα Μυλάσσης-Μελανουδίου– από τις ονομασίες των δύο σημαντικότερων πόλεων. Δημιουργήθηκε ενσωματώνοντας περιοχές του παλαιού θέματος των Θρακησίων και τμήματα του θέματος των Κιβυρραιωτών, που βρισκόταν ακόμα υπό βυζαντινή κυριαρχία. Το θέμα των Νεοκάστρων, στα σύνορα του Οψικίου και των Θρακησίων, πήρε το όνομά του από τα φρούρια που επανιδρύθηκαν από το Μανουήλ, ώστε να αποικιστούν εκ νέου οι εγκατελειμμένες περιοχές Αδραμύττιο, Χλιαρά και Πέργαμος. Στα βάθη της Μικράς Ασίας η Κιλικία, συνδεδεμένη στενά με την Κύπρο, ανήκε στη δικαιοδοσία ενός βυζαντινού , όταν ο τελευταίος δεν εκδιωκόταν από τους Αρμένιους της δυναστείας των Ρουπενιδών. Τα θέματα διοικούνταν από ένα δούκα, συχνά μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο οποίος εξουσίαζε όλους τους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων όσων ασχολούνταν με τα φορολογικά. Το αξίωμα του δομέστικου των Σχολών διαιρέθηκε και πάλι σε Ανατολής και Δύσης, παρόλο που κάποιοι δομέστικοι όπως ο Ιωάννης Αξούχος, στενός συνεργάτης του Ιωάννη Β΄, κατείχαν και τα δύο αξιώματα. Επί δυναστείας των Αγγέλων, τα θέματα διαιρέθηκαν σε ακόμα μικρότερες περιφέρειες. Δύο έγγραφα περιγράφουν τη νέα κατάσταση: Πρώτον, το χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ για τα προνόμια των Βενετών περιλαμβάνει πλήρη κατάλογο των πόλεων και των επαρχιών όπου επιτρεπόταν αυτοί να διεξάγουν εμπόριο. Δεύτερον, η PartitioRomanie του 1204, έγγραφο με το οποίο οι σταυροφόροι διένειμαν μεταξύ τους την αυτοκρατορία, περιλαμβάνει μια αναφορά –ατελή, αφού παραλείπει τις αντιπαρατιθέμενες περιοχές– σχετικά με τη βυζαντινή διοίκηση κατά την περίοδο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Η Μικρά Ασία, η οποία περιήλθε στη δικαιοδοσία του Λατίνου αυτοκράτορα, ήταν χωρισμένη σε θέματα (provinciae) και σε επισκέψεις (pertinentiai). Αναφέρονται οι επαρχίες Οπτιμάτων, Νικομηδείας, Ταρσού, Πλουσιάδος και Μεταβολής, Παφλαγονίας και Βουκελλαρίων, Οινόης, Σινώπης και Μπάφρας, Πυλών, Πιθίων και Κεράμων, Μαλαγίνας, Αδραμυττίου, Χλιαράς και Περγάμου, Νεοκάστρων, Μυλάσσης και Μελανουδίου, Λαοδικείας και Μαιάνδρου. Σε κάποιες περιπτώσεις δύο θέματα συνενώθηκαν, όπως αυτά των Βουκελλαρίων και της Παφλαγονίας, εφόσον οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών τους. Πιο συχνά, όπως στην περίπτωση των Νεοκάστρων, διαιρέθηκαν ακόμα περισσότερο. Στο πλαίσιο ενός θέματος, οι επισκέψεις υπολογίζονταν εν μέρει, αφού συνήθως διοικούνταν στο όνομα μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως οι Κοντοστέφανοι και οι Καμύτζαι στην εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου, την οποία είχαν λάβει κατά πάσα πιθανότητα ως πρόνοια. Συμπερασματικά, οι Κομνηνοί ανασυγκρότησαν αποτελεσματικά τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση στη Μικρά Ασία. Οι πόλεμοι εναντίον των Τούρκων και στη συνέχεια εναντίον των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης την έθεσαν σε δοκιμασία. Από τη στιγμή που ο εξωτερικός κίνδυνος απομακρύνθηκε, οι Λασκαρίδες επωφελήθηκαν από αυτό το εδραιωμένο πλαίσιο για να επανιδρύσουν την αυτοκρατορία στη Μικρά Ασία και να συγκεντρώσουν τους πόρους για την ανακατάληψη της πρωτεύουσας. |
1. Acta Conciliorum Oecumenicorum II, II, 2, Riedinger, R. (επιμ.), (Berlin 1992), σελ. 886. 2. Zacos, G. – Veglery, A., Byzantine Lead Seals I (Bâle 1972), αρ. 261· Seibt, W. – Zarnitz, M.-L., Das byzantinische Bleisiegel als Kunstwerke. Katalog zur Austellung (Vienne 1997), αρ. 1.3.8. 3. Theophanis Chronographia 1-2, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883-1885), σελ. 419. 4. Theophanis Chronographia 1-2, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883-1885), σελ. 378. 5. Apsimar, Theophanis, σελ. 370 (698)· Manès, ibid., σελ. 410 (732). 6. Seibt, W., “Armenika themata als terminus technicus der byzantinischen Verwaltungsgeschichte des 11. Jahrhunderts”, στο Byzantium and its Neighbours, from the mid-9th till the 12th centuties, Byzantinoslavica 54:1 (1993), σελ. 134-141. 7. Oikonomidès, N., “Le marchand byzantin des provinces (IXe-Xe s.)”, στο Mercati e mercanti nell’alto Medioevo: l’area euroasiatica e l’area mediterranea (23-29 aprile 1992) (Spoleto 1993), ανατ. στο Oikonomidès, N., Social and Economic Life in Byzantium (Aldershot 2004), αρ. XII, σελ. 640, ειδικά σημ. 13. 8. Για παράδειγμα η μητρόπολη Νικαίας εμπλουτίστηκε με τις επισκοπές Νουμερικών, Ταΐων, Μαξιμιανών, πριν από την άνοδο στο θρόνο του Βασιλείου Α΄, βλ. Darrouzès, J., Notitiai episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 40. Το Αμόριον, πρωτεύουσα του θέματος των Ανατολικών, και η Σμύρνη, λιμάνι που εν μέρει αντικατέστησε την Έφεσο, προήχθησαν σε μητροπόλεις (ό.π., σελ. 71). 9. Cheynet, J.-C., “Épiskeptitai et autres gestionnaires des biens publics (d’après les sceaux de L’IFEB)”, Studies in Byzantine Sigillography 7 (2002), σελ. 87-117, ανατ. στο Cheynet, J.-C., La société byzantine. L’apport des sceaux 9 (Bilans de recherche 3, Paris 2008). |