Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Εξαρχαϊσμός Ονομάτων στον Πόντο

Συγγραφή : Σαπκίδη Όλγα (6/6/2002)

Για παραπομπή: Σαπκίδη Όλγα, «Εξαρχαϊσμός Ονομάτων στον Πόντο», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4249>

Εξαρχαϊσμός Ονομάτων στον Πόντο (6/11/2007 v.1) Archaization of personal names in Pontus - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Διαφωτισμός και αρχαιολατρεία

Το φαινόμενο του εξελληνισμού-εξαρχαϊσμού των ονομάτων δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση αποκλειστικότητα του Πόντου ή της Μικράς Ασίας, αλλά φαινόμενο που εκδηλώθηκε στον ελληνικό κόσμο, ως μια από τις συνέπειες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της, κατά τον Κ. Δημαρά, «ανακάλυψης της ιστορίας» από τους Έλληνες λογίους της εποχής, δηλαδή της επικράτησης, γύρω στο 1750, της πεποίθησης ότι «πλησιάζοντας στους αρχαίους και στα αρχαία γράμματα, δεν έμπαιναν σε ένα καινούργιο κύκλωμα παιδείας, αλλά ξανασυναντούσαν την παιδεία των προγόνων τους».1 Προϋπόθεση της ανακάλυψης αυτής ήταν μια σχετική αποδέσμευση της παιδείας και της λογιοσύνης από τον κλήρο, που συντελέστηκε αρχικά μέσω των Φαναριωτών, για να εξαπλωθεί αργότερα σε έναν ευρύτερο αστικό κόσμο. Η σχετική αυτή αποδέσμευση είχε με τη σειρά της δύο αλληλένδετες επιπτώσεις: την προσέγγιση της έως τότε απορριπτέας, ως ειδωλολατρικής, αρχαιότητας, που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την προσέγγιση της Δύσης, ειδικά της Γαλλίας, η οποία τα χρόνια προ και μετά της Επανάστασης κυριεύεται από ισχυρή μόδα αρχαιολατρίας – μόδα που επηρεάζει μεταξύ άλλων και την επιλογή ονομάτων. Σύμφωνα με το Δημαρά, η πρακτική του εξαρχαϊσμού των ονομάτων στον ελληνικό χώρο συνιστά και αυτή δανεισμό από τη Γαλλική Επανάσταση, αποτέλεσμα της έλξης της ελληνικής λογιοσύνης από το δυτικό κόσμο. Ίσως όμως και να μην είναι απαραίτητο να αποδώσουμε σε δανεισμό αυτή την πρακτική. Αρκούσε μάλλον το γεγονός ότι είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες ιδεολογικές συνθήκες ώστε ένα μέρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, το πιο καλλιεργημένο αρχικά, να αναγνωρίσει ξαφνικά τους αρχαίους ως προγόνους του και να ορίσει για τον εαυτό του μια συγκεκριμένη αποστολή: την αναβίωση του ελληνισμού. Εξάλλου, ούτε η μετονομασία (των κληρικών, για παράδειγμα) ούτε και η έννοια της ονοματοθεσίας ως «ανάστασης»2 είναι ξένες στον ελληνικό κόσμο. Το γεγονός πάντως είναι ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα το φαινόμενο παίρνει σοβαρές διαστάσεις προκαλώντας αυστηρή κριτική εκ μέρους της Εκκλησίας. Το 1819 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ εκδίδει εγκύκλιο με την οποία καταδικάζει το νέο αυτό έθιμο. Όπως επισημαίνει η Ι. Πετροπούλου,3 η μετονομασία (όπως και η βάπτιση) συνιστά διαβατήρια τελετή: σηματοδοτεί δηλαδή την αποκοπή του υποκειμένου από μια προηγούμενη (κατώτερη) κατάσταση και την ένταξή του, με την έννοια του προβιβασμού, σε μια νέα τάξη πραγμάτων. Μέσω της βάπτισης, η Εκκλησία επικυρώνει το αποκλειστικό της δικαίωμα κοινωνικοποίησης του υποκειμένου, του περάσματός του από τη φύση στον πολιτισμό, τον μόνο κατ’ αυτή δυνατό πολιτισμό, δηλαδή το χριστιανισμό. Η πρακτική της μετονομασίας των μαθητών δεν μπορούσε λοιπόν παρά να θεωρηθεί επικίνδυνη από τον κλήρο της εποχής.

2. Πόντος και μετονομασίες

Σχετικά νωρίς εμφανίζεται το φαινόμενο και στον Πόντο: γύρω στο 1820, ένας δάσκαλος του Φροντιστηρίου, ο Σάββας Τριανταφυλλίδης, μετονομάζει τους μαθητές του συστηματικά: ο Θεόδωρος γίνεται Ξενοφών, ο Ιορδάνης Ισοκράτης, ο Ιωάννης Σωκράτης. Μάλιστα ο Θεόδωρος-Ξενοφών, όταν θα γίνει δάσκαλος στο Φροντιστήριο, θα μετονομάσει Περικλή το γιο του Τριανταφυλλίδη, τον Κωνσταντίνο, «κατά την συνήθειαν των χρόνων να λαμβάνωσιν οι σπουδάζοντες και όνομα ελληνικόν».4 Το παράδειγμα της οικογένειας Τριανταφυλλίδη είναι εξάλλου χαρακτηριστικό της περιόδου, όχι μόνον όσον αφορά τη μετονομασία στο επίπεδο των βαπτιστικών, αλλά και σε σχέση με τη σταθεροποίηση των επωνύμων σε «-ίδης», κατάληξη που μετέχει και αυτή του εξαρχαϊστικού πνεύματος. Έτσι, ο πατέρας Τριανταφυλλίδης λεγόταν πραγματικά Σάββας Κωνσταντίνου, και ο γιος του Κωνσταντίνος Σάββα. Μετά τη μετονομασία του, ο τελευταίος υιοθέτησε αρχικά το «Περικλής Κωνσταντίνου», για να καταλήξει στο Περικλής Τριανταφυλλίδης. Ενδέχεται μάλιστα οι πιο βαθιές και μονιμότερες επιδράσεις του φαινομένου του εξαρχαϊσμού να συνέβησαν στον Πόντο κυρίως στο επίπεδο αυτό, των επωνύμων, και όχι τόσο στα βαπτιστικά. Αν κρίνει κανείς από τον κατάλογο λογίων του Κυριακίδη, η πρακτική της μετονομασίας δε φαίνεται να συνεχίζεται για πάνω από δύο γενιές, τουλάχιστον στα πλαίσια του Φροντιστηρίου. Αντίθετα, στην Καππαδοκία, ενώ αργεί πολύ περισσότερο να εμφανιστεί, το φαινόμενο όχι μόνο τραβάει εις μάκρος, αλλά και επεκτείνεται εκτός ορίων των εκπαιδευτηρίων και των «λογίων» πληθυσμών. Έτσι βλέπουμε ότι, ενώ το φαινόμενο εκδηλώθηκε παντού όπου υπήρχε ελληνορθόδοξος πληθυσμός, ωστόσο δεν απέκτησε σε κάθε περίπτωση ούτε το ίδιο εύρος ούτε την ίδια σημασία. Ενδεχομένως στην περίπτωση της Καππαδοκίας να έπαιξε σημαντικό ρόλο η διαδεδομένη τουρκοφωνία των ελληνορθόδοξων πληθυσμών, η οποία ακυρωνόταν συμβολικά με την πρακτική της μετονομασίας. Από την άλλη, ίσως στον Πόντο να εισακούστηκε περισσότερο η δυσαρέσκεια της Εκκλησίας ως προς την πρακτική αυτή. Στην περίοδο κατά την οποία διδάσκει η δεύτερη γενιά των μετονομασθέντων, δηλαδή γύρω στο 1850, το Φροντιστήριο περνάει περίοδο κρίσης λόγω ενδοκοινοτικών ταραχών, κρίση που λύνεται μόνο έπειτα από επέμβαση της Εκκλησίας. Η επέμβαση αυτή σίγουρα εξαπλώθηκε πέραν του πεδίου το οποίο στόχευε αρχικά, και ιδιαίτερα σε τομείς όπως αυτός της μετονομασίας που ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτός από την Εκκλησία. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι εδώ ανακόπηκε το ρεύμα εξελληνισμού και εξαρχαϊσμού ονομάτων στον Πόντο το οποίο, όπως είδαμε, είχε και άλλες εκφάνσεις πέραν αυτής των μετονομασιών μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εκτός από τη σταθεροποίηση των επωνύμων που καταλήγουν σε «-ίδης», μια άλλη πρακτική που αναφέρεται στο ρεύμα αυτό είναι ο εξελληνισμός ή εξαρχαϊσμός ορισμένων τοπωνυμίων, όπως της Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ) που μετονομάστηκε έτσι το 1846 από το δάσκαλο Γ. Κυριακίδη. Τέλος, το αρχαιολατρικό πνεύμα εκδηλώθηκε και στα ονόματα που δόθηκαν στους διάφορους συλλόγους, τα οποία άμεσα ή έμμεσα αναφέρονταν στην ενάργεια και την καλλιέργεια αυτού του πνεύματος: Ξενοφών, Περικλής, Αργοναύται.

1. Δημαράς, Κ.Θ., “Η παρουσία της αρχαίας παιδείας μέσα στη νεοελληνική συνείδηση”, Απόψεις 7 (Αθήνα 1995), σελ. 13.

2. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η απόδοση στα παιδιά ονόματων νεκρών συγγενών, "ανασταίνει" συμβολικά τους νεκρούς αυτούς συγγενείς.

3. Πετροπούλου, Ι., “Μετονομασίες, εξαρχαϊσμός, εθνική ένταξη: Μικρά Ασία, 19ος αιώνας”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 12 (Αθήνα 1997-1998), σελ. 176.

4. Κυριακίδης, Ε., Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος και της περί αυτήν χώας απο της Αλέσεως μέχρις ημών ακμασάντων λογίων (Αθήνα 1897), σελ. 161.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>