1. Εισαγωγή
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αναπτύχθηκε στη νότια Ρωσία κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Βασικές αιτίες ήταν η κοινή ορθόδοξη βυζαντινή κληρονομιά Ρώσων και Ελλήνων, το γεγονός ότι η Αικατερίνη Β΄ ήταν αποφασισμένη να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, καθώς και το ότι οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Ρωσίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας συνέπεσαν χρονικά με τις επιθυμίες των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση από την οθωμανική κυριαρχία. Ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, δύο Έλληνες κληρικοί στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έγιναν οι κύριοι πρωταγωνιστές του ελληνικού διαφωτιστικού ρεύματος στη νότια Ρωσία. Τα επιτεύγματά τους ως κληρικών, οι επιτυχίες τους στη διοίκηση, στη μετάφραση φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων της Δύσης, στην εισήγηση και τη διδασκαλία της φυσικής φιλοσοφίας, στην ενίσχυση της ελεύθερης έρευνας, στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, καθώς και στην προάσπιση των Ελλήνων της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συναπαρτίζουν ό,τι ονομάζουμε Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η δραστηριότητά τους μετέτρεψε τη νότια Ρωσία στο χωνευτήρι μέσα στο οποίο συντελέστηκε η ανανέωση του ελληνικού κόσμου. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία ξεκίνησε με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία το 1774. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή εξασφάλισε για τη Ρωσία, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά οφέλη, την κατοχή των πλούσιων εδαφών στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η Αικατερίνη ονόμασε τα εδάφη αυτά Νέα Ρωσία και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που αποσκοπούσαν στην πολιτική σταθεροποίηση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Για τον ίδιο σκοπό η κυβέρνηση της Αικατερίνης ενθάρρυνε τον εποικισμό των αραιοκατοικημένων νέων εδαφών με ρωσικούς και ξένους πληθυσμούς. Η Ρωσία παρότρυνε ελληνικούς πληθυσμούς να μετοικήσουν στα εδάφη της Νέας Ρωσίας με υποσχέσεις για προστασία από τους Οθωμανούς, οικονομικά κίνητρα για την προώθηση των επιχειρήσεων και του εμπορίου και ελευθερία στη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Προς τις περιοχές αυτές μετακινήθηκαν και πολλοί οπαδοί μιας από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές αιρέσεις, των παλαιοπίστων, στους οποίους η Αικατερίνη υποσχέθηκε περιορισμένη θρησκευτική ανοχή με αντάλλαγμα την πολιτική υπακοή τους στην Αγία Πετρούπολη. 2. Ευγένιος Βούλγαρης Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη και ο πρίγκιπας Γρηγόριος Ποτέμκιν κατανοούσαν ότι η ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατούσε στη Νέα Ρωσία απαιτούσε και ανάλογη διοικητική ηγεσία. Η Αικατερίνη διόρισε τον Ποτέμκιν γενικό κυβερνήτη της Νέας Ρωσίας το 1774 και της Αζοφικής το 1775. Επίσης το 1775 έχρισε τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806) αρχιεπίσκοπο της νεοσύστατης αρχιεπισκοπής Σλαβονίου και Χερσώνος, της οποίας τα σύνορα συμπλήρωναν αυτά των δύο νέων επαρχιών. Ο Βούλγαρης, από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στα Ιόνια νησιά, τα Ιωάννινα και την Ιταλία. Αφού εκάρη μοναχός, εργάστηκε είκοσι χρόνια ως δάσκαλος στην ελληνική Ανατολή, σε μέρη όπως τα Ιωάννινα (Μαρουτσαία Σχολή), στην Αθωνιάδα Ακαδημία και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια περίοδο μετέφρασε πολυάριθμα φιλοσοφικά και μαθηματικά έργα της Δύσης. Το 1764 ο Βούλγαρης ταξίδεψε στη Σαξονία, όπου εξέδωσε ακόμη περισσότερες μεταφράσεις, καθώς και το έργο του Λογική. Στη Λιψία γνώρισε το Βολτέρο και μετέφρασε στα ελληνικά το δοκίμιό του Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας το 1768. Η μετάφραση του Βολτέρου, καθώς και εκείνη του έργου Νακάζ (Οδηγίες) της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, του εξασφάλισε μια πρόσκληση στη Ρωσία το 1771. Ο Βούλγαρης υπηρέτησε στη ρωσική αυλή, όπου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για τις μεταφράσεις και την υποστήριξη από μέρους του της ρωσικής εμπλοκής στην ελληνική Ανατολή.1
Καθώς ένα από τα κυριότερα ερείσματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού υπήρξε η εκπαίδευση, το 1774 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη ζήτησε από το Βούλγαρη να τη βοηθήσει να ιδρύσει μια σχολή, ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν στη ρωσική κοινωνία εκείνοι οι Έλληνες που είχαν συνδράμει τους Ρώσους στον πρόσφατο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σχολή εξελίχθηκε στο φημισμένο Ελληνικό Γυμνάσιο και το πρόγραμμα μαθημάτων της έγινε υπόδειγμα της εκπαίδευσης του Διαφωτισμού: οι σπουδαστές διδάσκονταν ορθόδοξη θεολογία, γλώσσες (ρωσικά, ελληνικά, τουρκικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά), μαθηματικά, ιστορία και γεωγραφία.2 3. Νικηφόρος Θεοτόκης Όταν ο Βούλγαρης έφτασε στην Πολτάβα, το διοικητικό κέντρο της νέας του αρχιεπισκοπής, το χαμηλό επίπεδο των κληρικών τον έκανε να δυσανασχετήσει και πολύ σύντομα αποφάσισε να οργανώσει μια ιερατική σχολή. Για βοήθεια στο έργο του αυτό προσκάλεσε το φίλο και συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800).3Έως το 1776 ο Θεοτόκης είχε επίσης αναδειχτεί σε μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όπως και ο Βούλγαρης, έτσι και αυτός είχε σπουδάσει στην Ιταλία και ήταν υπερασπιστής των σπουδών στη «νέα φιλοσοφία», δηλαδή στη γραμματική, ρητορική, ποιητική, λογική, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά, φυσική και αστρονομία. Μετά την παραμονή του στην Ιταλία επέστρεψε στην Κέρκυρα, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και ίδρυσε μια δημόσια σχολή όπου διδασκόταν η «νέα φιλοσοφία». Το 1765 εγκατέλειψε την Κέρκυρα και, προτού φτάσει στη Ρωσία περίπου δέκα χρόνια αργότερα, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και το κήρυγμα στην Κωνσταντινούπολη και το Ιάσιο (στην Ακαδημία), δημοσίευσε έργα φυσικής, θεολογίας και ομιλητικής στη Λιψία και απέρριψε την πρόταση ανάδειξής του σε μητροπολίτη Φιλαδελφείας στη Βενετία. Το 1779 ο Βούλγαρης αποχώρησε από την αρχιεπισκοπή και η Αικατερίνη ονόμασε διάδοχό του το Θεοτόκη. Ο Βούλγαρης παρέμεινε στην Πολτάβα για δύο χρόνια και το 1781, μετακινήθηκε προς την πόλη της Χερσώνας. Τελικά, απαλλαγμένος από τις ευθύνες του ως μητροπολίτη, ο Βούλγαρης στράφηκε ξανά προς τη διδασκαλία. Συνέταξε μια σειρά από λόγια έργα που συνδέονταν με το γεωγραφικό χώρο στον οποίο δρούσε, και μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου. Το 1779 η μικρή σχολή που ίδρυσε ο Βούλγαρης καθιερώθηκε ως η Ιερατική Σχολή της Πολτάβα. Ο Θεοτόκης προχώρησε στη διεύρυνση του προγράμματος σπουδών, ώστε να συμπεριλάβει την ελληνική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, την αριθμητική και το σχέδιο. Η Ιερατική Σχολή της Πολτάβα υπήρξε το πρώτο ιερατικό ίδρυμα στη Ρωσία που δίδασκε ελληνικά και σύγχρονες γλώσσες. Έως το 1786 προστέθηκαν η φιλοσοφία και η θεολογία. Αυτή καθαυτή η παρουσία του Βούλγαρη και του Θεοτόκη στην Πολτάβα (και η κληρονομιά που άφησαν) προσέδωσε στη σχολή ένα νεοελληνικό χαρακτήρα και προσέλκυσε προσωπικότητες, όπως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1754-1819) και τον Αθανάσιο Ψαλίδα (1767-1829). Ανάμεσα στους καλύτερους μη Έλληνες σπουδαστές της ήταν οι κατοπινοί φιλέλληνες Ιβάν Ι. Μαρτίνοφ (1771-1833) και Νικολάι Ι. Γκνέντιτς (1784-1833). Ο Μαρτίνοφ σπούδασε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, ενώ ο Γκνέντιτς μία δεκαετία αργότερα. Φαίνεται ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής είχε πολύ μεγάλη επίδραση επάνω τους, αφού και οι δύο εξελίχθηκαν σε σημαντικούς μεταφραστές των Ελλήνων κλασικών στα ρωσικά. Στα συγγραφικά επιτεύγματά τους συγκαταλέγονται η έκδοση του μνημειώδους έργου Έλληνες Κλασικοί (26 τόμοι) από το Μαρτίνοφ και η μετάφραση της Ιλιάδας από τον Γκνέντιτς. Επίσης εξέδωσαν νεοελληνικά έργα και στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Θεοτόκης γνώριζε πολύ καλά τη σημασία της συγκροτημένης εκπαίδευσης για την ανάπτυξη των ικανοτήτων με σκοπό την κοινωνική εξέλιξη, καθώς και για τη διατήρηση παραδόσεων και συνηθειών. Η σταδιοδρομία του στην εκπαίδευση στο χώρο της ελληνικής Ανατολής, και ειδικά στο νησί της καταγωγής του, την Κέρκυρα, αντικατόπτριζε τη φλογερή του επιθυμία να στηρίξει το «έθνος» του (γένος) στη διατήρηση της ταυτότητάς του. Ο Θεοτόκης ενδιαφερόταν ειδικά για τους Έλληνες μετανάστες στη Ρωσία, τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητάς τους, αλλά και την ανάδειξή τους σε μορφωμένους και δημιουργικούς πολίτε. Το 1781, σε ένα γράμμα του προς την ελληνική κοινότητα του Ταϊγκανρόκ, συνιστούσε με έμφαση στους Έλληνες της κοινότητας να στείλουν τα παιδιά τους στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αγίας Πετρούπολης ή στη Σχολή της Πολτάβα. Έγραφε ότι η Αικατερίνη είχε ιδρύσει το σχολείο για το ελληνικό έθνος και πως άλλοι Έλληνες που είχαν φοιτήσει εκεί κατείχαν τώρα θέσεις στη ρωσική κυβέρνηση. Ο Θεοτόκης πίστευε ακόμη ότι το σχολεία συνιστούσαν υψηλή προτεραιότητα και αγωνίστηκε για να διασφαλίσει τη σύστασή τους στις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας. Το 1786 προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες της Μαριούπολης να ιδρύσουν σχολείο στην πόλη τους. Τους εμφύσησε την ιδέα πως η σπουδή των Γραφών οδηγεί στη σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής. Υπογράμμισε πως η μελέτη της ελληνικής γλώσσας ενισχύει τη διατήρηση των παραδόσεων, ενώ της ρωσικής οδηγεί στην κοινωνική καταξίωση. Τόνισε ότι αυτή η καταξίωση θα ήταν στη διάθεση όλων, αφού το σχολείο θα δεχόταν και φτωχούς και ορφανά και θα πρόσφερε εκπαίδευση, τρόφιμα και ρουχισμό. Ήταν τόσο βέβαιος για τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, ώστε πρότεινε τα χρήματα και οι δωρεές που αρχικά είχαν συγκεντρωθεί για την ίδρυση μοναστηριού να χρησιμοποιηθούν για το σχολείο. Ο Θεοτόκης έδωσε την ώθηση και σε άλλες κοινότητες να συστήσουν σχολεία όπου θα καλλιεργούνταν και θα διατηρούνταν η γλώσσα και ο πολιτισμός της Ελλάδας. Ίσως μάλιστα να ήταν αποτέλεσμα της δικής του επιμονής στην ανάδειξη της σημασίας της εκπαίδευσης το γεγονός ότι οι Έλληνες του Ταϊγκανρόκ ίδρυσαν Εμπορικό Γυμνάσιο το 1807 και οι ομοεθνείς τους στη Μαριούπολη σχολείο το 1818.4
4. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στην Οδησσό Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, με την προτεραιότητα που έδινε στην εκπαίδευση, έκανε αισθητή την παρουσία του στην ελληνική εμπορική κοινότητα της Οδησσού στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Ιγγλέσης (1773-1844), γεννημένος στην Κεφαλλονιά, ήρθε στο Ταϊγκανρόκ με το θείο του το 1787. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε πλούσιο έμπορο της Οδησσού. Διέθεσε την αξιοσημείωτη περιουσία του και αξιοποίησε την κοινωνική και πολιτική θέση του για να ευεργετήσει την ελληνική κοινότητα της Οδησσού. Το 1817, μαζί με τρεις ακόμη εμπόρους, ίδρυσε το Ελληνικό Εμπορικό Γυμνάσιο. Κατά την παράδοση του Βούλγαρη και του Θεοτόκη, στο σχολείο αυτό προσφέρονταν μαθήματα εμπορίου, ναυπηγικής, ναυσιπλοΐας, γεωγραφίας, ιστορίας, θρησκευτικών, φυσικών επιστημών, αρχαίων και νέων ελληνικών, ρωσικών, ιταλικών και γερμανικών. Πολλοί από τους εκπαιδευτές της σχολής ήταν Έλληνες, όπως ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Γεώργιος Λασσάνης και ο Ιωάννης Μακρής. Αυτοί οι διδάσκαλοι ήταν εξαιρετικά συγκροτημένοι και προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό ταλαντούχων σπουδαστών. Έως το τέλος της δεκαετίας είχαν γραφτεί στη Σχολή σχεδόν τριακόσιοι σπουδαστές. 5. Θρησκευτική ανοχή και εκκλησιαστική πολιτική στη Νέα Ρωσία Η θρησκευτική ανοχή υπήρξε ένα ακόμη συστατικό στοιχείο του Διαφωτισμού, το οποίο και αναδείχτηκε στη Νέα Ρωσία. Η ερμηνεία που έδινε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη για το ρόλο που είχε η θρησκεία στο πλαίσιο του διαφωτιστικού ρεύματος προσδιορίστηκε στο έργο της Νακάζ το 1767: έγραφε ότι θα ήταν προς όφελος του κράτους αν όλοι οι υπήκοοι είχαν θρησκευτικές πεποιθήσεις και ήταν ελεύθεροι να τις ακολουθούν χωρίς το φόβο των διώξεων. Ακολουθώντας αυτή την άποψη η Αικατερίνη επέτρεψε στους παλαιοπίστους να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους από την περιφέρεια της αυτοκρατορίας και να επιτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οι παλαιόπιστοι, γνωστοί και ως ρασκόλνικι, σχισματικοί και παλαιόδοξοι , ήταν εκείνοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί που είχαν απορρίψει τις λειτουργικές και δογματικές μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Νίκωνα στη Σύνοδο του 1666-1667 στη Μόσχα. Το 1777 οι κάτοικοι ενός συνοικισμού παλαιοπίστων σε ένα μικρό χωριό, τη Ζναμένκα, κατέθεσαν αίτημα στον αρχιεπίσκοπο Ευγένιο να τους επιτραπεί η κατασκευή παρεκκλησιού (οι παλαιόπιστοι νομικά δεν είχαν το δικαίωμα να ανεγείρουν εκκλησίες, γι’ αυτό και έχτιζαν παρεκκλήσια) και να μπορούν να έχουν δικό τους κληρικό για να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με τα παλαιά κείμενα. Ο Βούλγαρης τους ζήτησε να αποκηρύξουν το σχίσμα και, μετά την άρνησή τους, απέρριψε το αίτημα. Αναμφίβολα, ο Βούλγαρης είχε δημιουργήσει προηγούμενο, έστω και με το να προτείνει τη δυνατότητα συμβιβασμού, και ο Θεοτόκης ακολούθησε το παράδειγμά του. Όταν ο Θεοτόκης ανέλαβε αρχιεπίσκοπος, δημοσιοποίησε μια ποιμαντορική επιστολή προς τους παλαιοπίστους εκφράζοντας την πρόθεσή του να τους δεχτεί στο ορθόδοξο ποίμνιο. Διαμόρφωσε κοινά σημεία αναφοράς τονίζοντας τη μη ρωσική καταγωγή του, καθώς και τη μακρά θητεία του στην ελληνική Ανατολή (οι παλαιόπιστοι της Ζναμένκα προέρχονταν από τη Μολδαβία και τη Βλαχία). Ο Θεοτόκης, με τη μεγάλη του εμπειρία στην ελληνική Ανατολή, είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως οι Παλαιόπιστοι και οι διαφορές τους με τη Ρωσική Εκκλησία δεν είχαν ανάλογο στο χώρο της Ορθοδοξίας, αλλά θα μπορούσαν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του ορθόδοξου οικουμενισμού. Το 1780 οι παλαιόπιστοι της Ζναμένκα, παρακινημένοι ίσως και από την αρχιεπισκοπική επιστολή, κατέθεσαν ένα αίτημα στο Θεοτόκη. Σε αυτό αποκήρυτταν το σχίσμα και ζητούσαν την άδεια για την κατασκευή παρεκκλησιού και την πρόσκληση ενός κληρικού. Με την αποκήρυξη ο Θεοτόκης αποδέχθηκε το αίτημα και τους επέτρεψε να διατηρήσουν τα παλαιά βιβλία και το τελετουργικό τους υπό τον όρο να αναγνωρίσουν τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των κληρικών της. Αυτή η συνένωση με την εκκλησία ονομάστηκε edinoverie (κυριολεκτικά: ενωμένη πίστη). Ο Θεοτόκης ταξίδεψε προσωπικά στη Ζναμένκα για να καθαγιάσει την πρώτη εκκλησία των edinovertsy και να διακηρύξει επίσημα ότι επρόκειτο για χριστιανούς αφοσιωμένους στην αληθινή πίστη και ότι συνεπώς κανείς δε θα έπρεπε να τους αποκαλεί σχισματικούς. Ωστόσο, το διοικητικό σώμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος, τον επέκρινε για την πολιτική της συνένωσης και τον προειδοποίησε για πιθανή αναίρεση της πράξης του. Ο Θεοτόκης έσπευσε να προετοιμάσει ένα αιτιολογικό της δραστηριότητάς του με την ελπίδα να αποφύγει την αναίρεση ή μια επίσημη αποδοκιμασία. Στο κείμενο υπεράσπισής του κατέθεσε ένα πειστικό διττό επιχείρημα για να υποστηρίξει την άποψή του: 1) οι παλαιές γραφές και τελετουργίες δεν ήταν «παράνομες» ή βλάσφημες και ορισμένες χρησιμοποιούνταν ακόμη από τη Ρωσική Εκκλησία, συνεπώς δεν αποτελούσαν εμπόδιο στην επανένωση, και 2) η επίσημη Εκκλησία είχε καταδείξει στο παρελθόν αξιοσημείωτη επιείκεια προς διαφορετικά τελετουργικά. Ο Θεοτόκης υποστήριζε ότι δεν ήταν η ενότητα των τελετουργικών αλλά η ενότητα στην πίστη που δημιουργούσε την πνευματική ένωση Εκκλησιών και πιστών. Η απόφαση του Θεοτόκη να επιτρέψει την είσοδο των παλαιόδοξων στην Εκκλησία στη βάση της ένωσης υπό όρους δεν ακυρώθηκε και οι όροι που τέθηκαν από το Θεοτόκη αποτέλεσαν τον καταλύτη για την εφαρμογή της πολιτικής του edinoverie, που τελικά εφαρμόστηκε το 1800 από τον αυτοκράτορα Παύλο Ι.5
6. Συμπέρασμα Συμπερασματικά, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία, κυρίως στα πρόσωπα του Βούλγαρη και του Θεοτόκη, συνέβαλε ουσιαστικά στη διάδοση της «νέας φιλοσοφίας» στην εκπαίδευση, άνοιξε τις πύλες στη θρησκευτική ανοχή, βοήθησε τις ελληνικές κοινότητες της περιοχής να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, στήριξε την υπόθεση της ανεξαρτησίας των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη μετάφραση των δυτικών φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων που προορίζονταν για τους Έλληνες της οθωμανικής επικράτειας και, κατά κάποιον τρόπο, έθεσε τα θεμέλια για τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας. |