Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γενουάτες στον Εύξεινο Πόντο

Συγγραφή : Rakova Snezhana
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Rakova Snezhana, «Γενουάτες στον Εύξεινο Πόντο»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11820>

Генуезци в Черно море - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Γενουάτες στον Εύξεινο Πόντο (2/7/2007 v.1) Genoese in the Black Sea (18/10/2011 v.1) 
 

1. Η Γένουα και η Μαύρη θάλασσα κατά το 13ο και το 14ο αιώνα

Οι πρώτες γενουατικές συμφωνίες με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες δεν ανέφεραν τον Εύξεινο Πόντο ως περιοχή δράσης των Ιταλών εμπόρων.1 Μία από τις συνέπειες της Δ΄ Σταυροφορίας και της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης ήταν ότι η Βενετία είχε πρώτη την ευκαιρία να δραστηριοποιηθεί στα νερά της Μαύρης θάλασσας. Ήδη όμως στα χρόνια της Λατινικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η Γένουα έκανε και αυτή την εμφάνισή της στην περιοχή του Εύξεινου. Η περίοδος της πρώιμης διείσδυσης και εκμετάλλευσης της περιοχής από τους Γενουάτες εμπόρους συνέπεσε με την αλλαγή των εμπορικών δρόμων που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση· μέχρι εκείνη την εποχή διέσχιζαν την Ασία μέσω Βαγδάτης ως την Αίγυπτο και τη Συρία, ενώ τώρα μετατοπίστηκαν στη νότια παρευξείνια περιοχή, συνδέοντας το κράτος των Ιλχανιδών και την κεντρική Ασία με την Ταυρίδα και την Τραπεζούντα. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για την απότομη ανάπτυξη του γενουατικού εμπορίου σε αυτή την περιοχή.

Οι υπόλοιποι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στην ευνοϊκή πολιτική συγκυρία. Η Γένουα έλαβε ευνοϊκά προνόμια από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, ο οποίος επέτρεψε ελεύθερο και αδασμολόγητο εμπόριο σε ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια.2 Τότε ήταν που της δόθηκε και το δικαίωμα να αποκτήσει δική της συνοικία στην Κωνσταντινούπολη, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου, στο Γαλατά. Η περιοχή αποτέλεσε κόμβο για τους Γενουάτες και τους υπόλοιπους Ιταλούς εμπόρους κατά τους ύστερους Μέσους Χρόνους μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα· διατήρησε μάλιστα τη σημασία της και στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προκειμένου να παράσχει ευνοϊκές συνθήκες εργασίας για τους εμπόρους της, η Γένουα προχώρησε σε συμφωνίες με τους ηγεμόνες του Βυζαντίου, της Αρμενίας, της Τραπεζούντας, της Χρυσής Ορδής, της Βουλγαρίας και της Μολδαβίας. Σώζεται διάταγμα του Ούγγρου βασιλιά Λουδοβίκου του Μεγάλου (1342-1382), που χρονολογείται στις 24 Ιουλίου του 1349, με το οποίο επέτρεπε στους Γενουάτες εμπόρους να μεταφέρουν τα αγαθά τους στη Βούδα.3

2. Οι γενουατικές παροικίες στο Πέρα και τη Θεοδοσία (Καφάς), κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας στον Εύξεινο Πόντο

Όλες οι εμπορικές αποστολές προς τη Μαύρη θάλασσα ρυθμίζονταν από το Πέρα τον ύστερο 13ο αιώνα. Ένας άλλος σημαντικός γενουατικός εμπορικός σταθμός έγινε η Θεοδοσία (Καφάς), η κύρια αποικία της Γένουας στη βόρεια ακτή της Μαύρης θάλασσας, που ανέλαβε εν μέρει τις αρμοδιότητες του Γαλατά και της Γένουας ως προς το διοικητικό και οικονομικό έλεγχο στα μικρότερα factoria. Εκτός από τη Θεοδοσία, και άλλες οχυρωμένες παροικίες αναδύθηκαν στη χερσόνησο της Κριμαίας,στη Σουγδαία (Sudak), στοΤσέμπαλο (Cembalo, σημ. Μπαλακλάβα), στο Βόσπορο (Κερτς), καθώς επίσης και κατά μήκος της ακτογραμμής της Αζοφικής θάλασσας, στην Τάνα στις εκβολές του ποταμού Δον (Τάναϊς), όπου οι Γενουάτες συνυπήρχαν με τους Βενετούς. Ορισμένες από αυτές τις πόλεις ήταν ατόφια γενουατικές, διέθεταν οχυρωματικά τείχη, δική τους στρατιωτική φρουρά, διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες και διοικούνταν από έναν πρόξενο. Σε άλλες υπήρχαν ξεχωριστά εμπορικά τετράγωνα ή ξεχωριστά σπίτια όπου κατοικούσαν έμποροι. Ενδεικτικά είναι τα κτήρια στη Θεοδοσία και στη Σουγδαία: εκεί χτίστηκαν ένας εξωτερικός περίβολος τειχών με οχυρωματικούς πύργους και μία τάφρο, ένα εσωτερικό φρούριο με διοικητικά κτήρια και ακροπύργιο, καθώς και ένα οχυρωμένο λιμάνι. Από την περιοχή κατά μήκος των βόρειων ακτών της Μαύρης θάλασσας η Γένουα, η Κωνσταντινούπολη, ακόμα και η δυτική Ευρώπη εφοδιάζονταν με σιτάρι και άλλα δημητριακά, ψάρια, αλάτι σε τεράστιες ποσότητες, γούνες και δερμάτινα προϊόντα.

Οι παροικίες που δημιουργήθηκαν από τους Γενουάτες διατηρήθηκαν μέχρι την εγκαθίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: η Θεοδοσία μέχρι το 1475, τα Κελλία (Κίλια) και το Μαυρόκαστρο (το Moncastron των ιταλικών πηγών) μέχρι το 1484. Μόνο ο Γαλατάς (Πέραν) κατόρθωσε να επιβιώσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα· είχε δική του διοίκηση και οι αρμοδιότητές του εκτείνονταν και πέρα των ορίων του. Παρ’ όλ’ αυτά, τα τελευταία έγγραφα που εκδόθηκαν εκεί ανάγονται στο 1490.

Η περιοχή κατά μήκος των νότιων ακτών της Μαύρης θάλασσας έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο στο γενουατικό εμπόριο. Το βασικό διαμετακομιστικό κέντρο ήταν η Τραπεζούντα, η πρωτεύουσα της φερώνυμης Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1461). Εκεί η Γένουα διατήρησε τα δικά της οχυρωμένα factoria. Εμπορευόταν ακατέργαστο μετάξι, βαμβάκι από την Ταυρίδα, τη Σεβάστεια και τον Καύκασο. Το δρομολόγιο των καραβανιών με το ακατέργαστο μετάξι ακολουθούσε την οδό που διέσχιζε τη βόρεια Μικρά Ασία και από εκεί έφτανε στην ακτή. Οι εκπρόσωποι των γενουατικών οικογενειών Doria και Zaccaria, που εμπορεύονταν στην Τραπεζούντα, έλαβαν το μονοπώλιο της εμπορίας στυπτηρίας σε όλη τη Μαύρη θάλασσα, ακόμα και στη Μεσόγειο. Σημαντικά λιμάνια και κέντρα του τοπικού εμπορίου ήταν η Ηράκλεια Ποντική, η Άμαστρις, η Σινώπη (εκεί υπήρχε μια γενουατική αποικία με μια λότζια και έναν πρόξενο το 1386) και η Σαμψούντα (από το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα υπήρχε εκεί μια γενουατική παροικία με έναν πρόξενο και αυτόνομη κυβέρνηση μέχρι την εποχή του σουλτάνου Μωάμεθ). Μια σειρά από λιγότερο σημαντικά λιμάνια βρισκόταν κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης θάλασσας –Λίμνια, Οιναίο (Omnio, Honio), Κερασούντα κ.λπ.–, τα οποία δεν ήταν αποικίες αλλά αποτελούσαν βασικό προορισμό για την εισαγωγή σιτηρών από τις βόρειες αποικίες, καθώς εκεί διεξάγονταν εμπορικές συναλλαγές.

Κατά μήκος της ανατολικής ακτογραμμής της Μαύρης θάλασσας τα κύρια κέντρα ήταν η Τάναϊς, τα Μάτραχα (Тmutarakan) στη χερσόνησο Ταμάν, ο Βαθύς (Batumi), η Φάσις (Poti), η Σεβαστούπολη. Οι Αρμένιοι διοικητές επίσης διατηρούσαν σχέσεις με τη Γένουα και τη Βενετία.

3. Εμπορικοί δρόμοι

Τα γενουατικά πλοία διέσχιζαν τη Μαύρη θάλασσα απευθείας από βορρά προς νότο, ενώνοντας τη Θεοδοσία με την Τραπεζούντα ή την Τανάιδα με τη Σαμψούντα. Παράλληλα με το ακτοπλοϊκό εμπόριο μακρινών αποστάσεων συχνή ήταν και η ναυσιπλοΐα σε κοντινές αποστάσεις. Η περίοδος έξαρσης της οικονομικής δραστηριότητας του γενουατικού εμπορίου και εκείνου των υπόλοιπων ιταλικών πόλεων τοποθετείται από τον ύστερο 13ο έως τα μέσα του 14ου αιώνα. Ιδιαίτερα δυνατές ήταν οι οικονομικές συνδέσεις στις περιοχές της βόρειας και της νότιας Μαύρης θάλασσας. Τα λογιστικά βιβλία στη Θεοδοσία και το Γαλατά τεκμηριώνουν το μεγάλο αριθμό των εμπορικών συμφωνιών.4

Την άνθηση του γενουατικού εμπορίου ακολούθησε περίοδος κρίσης στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, η οποία επηρέασε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Το έτος 1345, μέσω των γενουατικών πλοίων από τη Θεοδοσία και την Τανάιδα, η βουβωνική πανώλη εξαπλώθηκε από την κεντρική Ασία στην Κωνσταντινούπολη (1347) και έπειτα σε ολόκληρη την Ευρώπη (1348) και εξελίχθηκε σε πανδημία. Η κρίση επηρέασε κυρίως την περιοχή της Μαύρης θάλασσας και οδήγησε σε πτώση των εμπορικών επιχειρήσεων της τάξης του 50%, ενώ το εμπόριο ουδέποτε ανέκαμψε για να φτάσει τα προηγούμενα επίπεδα. Επιπλέον, οι πόλεμοι και η αντιπαλότητα μεταξύ Γένουας και Βενετίας δυσχέραναν την κατάσταση. Η Γένουα βρισκόταν επίσης σε πόλεμο και με κάποιους από τους ηγεμόνες των πόλεων της Μαύρης θάλασσας, όπως ο δεσπότης Dobrotitsa στον ύστερο 14ο αιώνα.

Οι κοινότητες των Γενουατών εμπόρων βρίσκονταν σε σημεία-κλειδιά σε ό,τι αφορά την εμπορική επικοινωνία Ευρώπης και Ασίας. Οι πολιτείες της Κριμαϊκής χερσονήσου ήταν σημαντικοί σταθμοί στους δρόμους που ξεκινούσαν από την κεντρική Ασία. Κατά μήκος της όχθης των μεγάλων ρωσικών ποταμών, του Δον, του Βόλγα και του Δνείπερου, η ανταλλαγή αγαθών από βορρά προς νότο και αντίστροφα γινόταν επί αιώνες. Κατά το 13ο και το 14ο αιώνα αυτή αφορούσε κυρίως την παραδοσιακή παραγωγή ακατέργαστου μεταξιού από την Ασία και τον Καύκασο. Κατά τη βασιλεία των χάνων της Χρυσής Ορδής αναπτύχθηκε το μεγαλύτερο από άποψη συναλλαγών σκλαβοπάζαρο· οι σκλάβοι μεταφέρονταν μέσω της Θεοδοσίας και της Σινώπης στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη δυτική Ευρώπη. Αυτές οι θέσεις-κλειδιά για το εμπόριο στον ύστερο 13ο αιώνα βρίσκονταν στα χέρια των Γενουατών εμπόρων. Η κατάσταση δεν άλλαξε στη διάρκεια της βασιλείας των Τατάρων ηγεμόνων (χάνων) της Χρυσής Ορδής. Συγκεκριμένα, αυτές οι επαφές με τους Τατάρους έκαναν τα γενουατικά πλοία τον κύριο προμηθευτή του πλέον πολύτιμου αγαθού, των σκλάβων. Αρκετές φορές, τα μεγάλα, κατάφορτα με σιτηρά γενουατικά πλοία έσωσαν την Κωνσταντινούπολη, τη Γένουα και άλλες μεγάλες πόλεις της δυτικής Ευρώπης από λιμό.

Η δυτική ακτή της Μαύρης θάλασσας επίσης συμμετείχε ενεργά στο εμπόριο, καθώς ήταν πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη και συνδεόταν με την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη μέσω του δέλτα του Δούναβη. Οι αρχαίοι δρόμοι του Πόντου περνούσαν κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαύρης θάλασσας, που ένωνε τις βόρειες στέπες με τις πεδιάδες του δέλτα του Δούναβη, τη Δοβρουτζά και τις εκβολές κατά μήκος των δρόμων από τη Θράκη προς τα παράλια. Σε αυτή την περιοχή υπήρχαν σαφώς καθορισμένα κέντρα, όπως το Μαυρόκαστρο (Moncastron) στις εκβολές του Δνείστερου. Από εκεί η Γένουα είχε πρόσβαση στην κεντρική Ευρώπη διά της «Μολδαβικής οδού». Στο δέλτα του Δούναβη η Γένουα είχαν εμπορικές βάσεις σταΚελλία και στο Λυκόστομο, διατηρώντας τις καλές σχέσεις της με τη Χρυσή Ορδή.

Η δεύτερη ζώνη ήταν από τη Δοβρουτζά μέχρι την Καλιάκρα, με βασικό λιμάνι τη Βάρνα, αλλά εκεί οι Βενετοί κατέλαβαν πρώτοι τις θέσεις και εγκαταστάθηκαν πριν από τους Γενουάτες.

Το τρίτο μέρος της δυτικής περιοχής της Μαύρης θάλασσας σχηματίστηκε γύρω από το σημερινό λιμάνι του Μπουργκάς με τρία λιμάνια, τη Μεσημβρία (Nessebar), την Αγχίαλο και τη Σωζόπολη, επίσης εμπορικά από τους αρχαίους χρόνους. Το 1351 η Γένοβα κατέλαβε τη Σωζόπολη και το 1404 γενουατικά πλοία κατέλαβαν το ακρωτήριο του Γαλατά και παρέμειναν εκεί ένα χρόνο.

Σημαντικές πληροφορίες για τη διάρκεια των ταξιδιών μάς έχουν σωθεί χάρη στο ημερολόγιο πλεύσης μιας γενουατικής γαλέρας που μετέφερε μια διπλωματική αποστολή στο Βούλγαρο ηγεμόνα Ιβάν Αλέξανδρο (1331-1371): το πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη στη Μεσημβρία και η επιστροφή διαρκούσε 10 μέρες. Η μέση απόσταση που καλυπτόταν σε μία ημέρα ήταν 30 με 50 χλμ.

4. Είδη πλοίων

Οι μεγάλες γαλέρες χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ειδών πολυτελείας, καθώς και για την επανεξαγωγή αγαθών από την Κωνσταντινούπολη στη Γένουα. Οι Γενουάτες χρησιμοποιούσαν γαλέρες για τον διάπλου της Μαύρης Θάλασσας μέχρι το Μαυρόκαστρο, αλλα κυρίως τις χρησιμοποιούσαν οι Βενετοί για τις διαδρομές από την Τραπεζούντα προς την Τάνα. Πιο διαδεδομένοι τύποι πλοίων ήταν οι γαλιότες (fustas). Υπήρχαν επίσης «στρογγυλά πλοία», βαριά πλοία με στρογγυλό κύτος και μεγάλη χωρητικότητα, που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των βαριών εμπορευμάτων και των πρώτων υλών. Τέτοια ήταν οι nefs, οι cocches και οι naves (με χωρητικότητα έως 1.000 τόνους ήταν τα μεγαλύτερα πλοία τους).5 Μικρότερα πλοία ήταν οι γριπάρεες, τα λιγνά (δύο ειδών, με ιστία και με κουπιά), οι χιγούτοι (που χρησιμοποιούνταν στο δέλτα του Δούναβη) και οι πάμφυλοι (που κατασκευάζονταν στα Κελλία). Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν οι Γενουάτες στην bastarda, μια στενή γαλέρα με ψηλά καταστρώματα.6 Οι Γενουάτες έκαναν από πολύ νωρίς χρήση της πυρίτιδας, εξοπλίζοντας τα πλοία τους με κανόνια (bombardi).

5. Μορφές εμπορίου

Στη Βενετία η πολιτεία διαχειριζόταν το θαλάσσιο εμπόριο και παρείχε τα απαραίτητα για την εμπορική δραστηριότητα. Αντίθετα με τη Βενετία, η Γένουα ενθάρρυνε την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη σύσταση οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες αρχικά σχηματίζονταν μόνο από τα μέλη μίας οικογένειας και στη συνέχεια επεκτείνονταν με τη συμμετοχή και εξωοικογενειακών μελών (των λεγόμενων commenda). Ιδρύθηκαν εταιρείες, οι μαόνες, για την εκμετάλλευση των νεοαποκτημένων περιοχών. Στις εμπορικές δραστηριότητες ενέπιπταν επίσης και οι συμφωνημένες προμήθειες για τους πράκτορες που πραγματοποιούσαν συναλλαγές από απόσταση. Πολύ ισχυρή ήταν η πίστωση και η ασφάλιση. Η Γένουα ανέπτυξε πρωτοβουλία για την ανάπτυξη επιχειρήσεων τραπεζικού χαρακτήρα, για παράδειγμα η Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου που δρούσε στη Θεοδοσία και την ανατολική Μεσόγειο το 14ο και το 15ο αιώνα.7 Από το 1453 αυτή η τράπεζα έλεγχε όλες τις κτήσεις στη Μαύρη θάλασσα, ενώ οι Γενουάτες έμποροι, αλλά και όσοι έμποροι αποκτούσαν δικαιώματα πολίτη της Γένουας, τοποθετούσαν τα κεφάλαιά τους σε αυτή. Η Γένουα δημιούργησε μια ειδική υπηρεσία, με το όνομα officium gazariae (1313-1314), για τη διαχείριση των αποικιών στην Κριμαία. Επικεφαλής ήταν ένας πρόξενος και λειτουργούσε υπό ειδικό καθεστώς αυτονομίας (liber gazariae). Είχε την ευθύνη για τη διοίκηση, τις χρηματοδοτήσεις και τις προμήθειες, ακόμα και για την ενοικίαση των υποζυγίων για τα καραβάνια.

1. Jacoby, D., “Byzantium, the Italian maritime powers, and the Black Sea before 1204”, Byzantinische Zeitschrift 100.2 (2007), σελ. 677-699.

2. Papacostea, Ş., La Mer Noire carrefour des grandes routes intercontinentales 1204-1453 (Bucureşti 2006), σελ. 47-63.

3. Papacostea, Ş., La Mer Noire carrefour des grandes routes intercontinentales 1204-1453 (Bucureşti 2006), σποράδ. 

4. Balard, M., La Romanie génoise, XIIe – début du XVe siècle I-II (Bibliothèque des Écoles françaises d’Athènes et de Rome 235, Rome – Paris 1978)· Brătianu, G., Actes des notaires génois de Pèra et de Caffa de la fin du treizième siècle (1281-1290) (Bucarest 1927)· Toniolo, P., Notai genovesi in Oltremare. Atti rogati a Chio da Gregorio Panissaro (1403-1405) (Genova 1995).

5. Balard, M., La Méditerranée médiévale. Espaces, itinéraires, comptoirs (Paris 2006), σελ. 9-10.

6. Atanasiu, A., "Nave veneţiene şi genoveze în bazinul pontic", στο Cristea, O. (επιμ.), Marea Neagră. Puteri maritime – Puteri terestre (sec. XIII-XVIII) (Bucarest 2006), σελ. 50-75.

7. Marengo, E., Manfroni, C., και Pessagno, G., Il Banco di San Giorgio. Libro Secondo: Il Palazzo di San Giorgio e le sue dipendenze. La Marina di Genova. San Giorgio e i possedimenti coloniali e di terraferma. (Genova 1911), σελ. 446-447. Balard, M. La Romanie genoise (XIIe-début du XVe siècle) (Rome – Genova 1978), ΙΙ, σελ. 550.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>