1. Καταγωγή και γεωγραφική εγκατάσταση της οικογένειας
Οικογένεια Ελλήνων παροίκων με καταγωγή από τη Μάνη, η οποία εγκαταστάθηκε στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής στα τέλη του 18ου αιώνα.
2. Εκπρόσωποι της οικογένειας και η δράση τους
Τα μέλη της οικογένειας Αλφιεράκη διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική, οικονομική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της πόλης του Ταϊγανίου, ενώ η παρουσία τους ήταν έντονη σε μεγάλα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα της εποχής, όπου έχαιραν της αναγνώρισης τόσο για τη δραστηριότητά τους στο χώρο των τεχνών όσο και για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στο κράτος, καταλαμβάνοντας ανώτατες θέσεις στη διοίκηση.
Γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Δημήτριος Ηλία Αλφιεράκης, ο οποίος καταγόταν από τη Μάνη. Πήρε μέρος στο Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1768-1774) και πολέμησε στο πλευρό των αδελφών Ορλώφ στη ναυμαχία του Τσεσμέ. Προσκλήθηκε μαζί με άλλους Έλληνες από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας να εγκατασταθεί στην Αζοφική. Πήρε το αξίωμα του λοχαγού και του παραχωρήθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης γύρω από το Ταϊγάνιο. Ο Αχιλλέας Αλφιεράκης (Ταϊγάνιο 1810-1864) ήταν γιος του Δημητρίου Η. Αλφιεράκη και ζωγράφος. Έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στη Ρώμη. Πίνακές του έχουν εκτεθεί στην Αυτοκρατορική Ακαδημία των Τεχνών (σήμερα Ρωσική Ακαδημία των Τεχνών). Ο Νικόλαος Δημητρίου Αλφιεράκης (Ταϊγάνιο 1815-1863) ήταν γιος του Δημητρίου Η. Αλφιεράκη και γαιοκτήμονας. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Χαρκόβου. Έζησε πολλά χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, υπηρετώντας σε ανώτατες διοικητικές θέσεις του τσαρικού κράτους. Υπήρξε γραμματέας της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας των Τεχνών. Το 1848 έχτισε στο Ταϊγάνιο πολυτελή έπαυλη (γνωστή ως Παλάτι Αλφιεράκη), η οποία στεγάζει σήμερα το Μουσείο Τοπικών Σπουδών της πόλης. Ο Αχιλλέας Νικολάου Αλφιεράκης (Χάρκοβο 1846-Αγία Πετρούπολη 1919), γνωστός κυρίως ως Achilles Nikolayevich Alferaki, ήταν μουσικοσυνθέτης και δήμαρχος του Ταϊγανίου την περίοδο 1880-1888. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θεωρία της μουσικής κοντά στο μουσικοσυνθέτη Frosch. Ανέλαβε το εμπόριο και τις επιχειρήσεις του πατέρα του μετά το θάνατό του, το 1863, και πήρε ενεργό μέρος στην κοινωνική ζωή του Ταϊγανίου. Το 1871 εξελέγη ειρηνοδίκης της πόλης και το 1880 μέλος της τοπικής δούμας (δημοτικού συμβουλίου). Εισηγήθηκε το διπλασιασμό του δημοτικού προϋπολογισμού και δαπάνησε σημαντικά ποσά για τη δενδροφύτευση, την πεζοδρόμηση και την ανάπτυξη της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Υποστήριξε την κοινωνική αγαθοεργία και συμμετείχε σε πολλά φιλανθρωπικά σωματεία. Μετά την παραίτησή του από το δημαρχιακό θώκο (1888), εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη και κατέλαβε υψηλά αξιώματα στο ρωσικό διοικητικό μηχανισμό (Υπουργείο Εσωτερικών, Τηλεγραφική Υπηρεσία). Συνέθεσε πάνω από εκατό μουσικά έργα, όπως και δύο όπερες, ενώ το έργο του, που εντάσσεται στη Ρωσική Εθνική Σχολή, έχει επηρεαστεί από τη λαϊκή μουσική. |