Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σεμιμπράτνιγιε / Επτά Αδελφοί

Συγγραφή : Gourova Natalia (28/9/2007)

Για παραπομπή: Gourova Natalia, «Σεμιμπράτνιγιε / Επτά Αδελφοί», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10745>

Σεμιμπράτνιγιε / Επτά Αδελφοί (1/2/2011 v.1) Semibratny / Seven Brothers (13/1/2011 v.1) 
 

1. Θέση

Οι τύμβοι Σεμιμπράτνιγιε,1 η ονομασία των οποίων παραπέμπει στον αριθμό των ορατών στην επιφάνεια επιχώσεων, βρίσκονται στην περιοχή Κρασνοντάρ της περιφέρειας Ανάπα, στο νότο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε μικρή απόσταση από τις εκβολές του ποταμού Κουμπάν, του Υπάνιος των αρχαίων. Ακριβέστερα, βρίσκονται περίπου 30 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης Ανάπα, της αρχαίας Γοργιππίας και περί τα 15 χλμ. δυτικά του Βαρενικόβσκαγια, που ταυτίζεται με τον οικισμό Σεμιμπράτνι του ασιατικού Βοσπόρου. Ο οικισμός αυτός, του τέλους του 6ου αι. π.Χ.,2 που ιδρύθηκε στα όρια των εδαφών των Σινδών και των Μαιωτών,3 ταυτίζεται με την πόλη Λάβρυ ή Λαβρύτη σύμφωνα με την ευρέως αποδεκτή σήμερα άποψη της T. Blavatskaja.4

Οι τύμβοι Σεμιμπράτνιγιε διακρίνονται σε δύο ομάδες: στην ομάδα των μεγάλων και σε εκείνη των μικρών τύμβων. Οι μεγάλοι τύμβοι της ομάδας, συνολικά επτά, βρίσκονται δυτικά της οχυρωματικής τάφρου του οικισμού. Από αυτούς, οι τύμβοι 2 έως 7 εκτείνονται σε ευθεία γραμμή, με προσανατολισμό ανατολικό-δυτικό, ενώ ο τύμβος 1, που είναι και ο μεγαλύτερος, βρίσκεται σε απόσταση 250 μ. νότια του τελευταίου τύμβου που βρίσκεται στα δυτικά (τύμβος 2). Οι μικροί τύμβοι Σεμιμπράτνιγιε, επίσης επτά, κατά τον ανασκαφέα, απέχουν μόλις 3 χλμ. από τον ίδιο οικισμό.

2. Ιστορία της έρευνας

Η έρευνα –που περιλαμβάνει χαρτογράφηση και ανασκαφή των μνημείων της ευρύτερης περιοχής– ξεκίνησε στις 4 Ιουνίου 1864, έπειτα από εντολή του στρατιωτικού διοικητή της επαρχίας. Από τα πρώτα μνημεία που ανασκάφηκαν ήταν οι τύμβοι Σεμιμπράτνιγιε.

Η αρχαιολογική έρευνα των τύμβων έγινε τα έτη 1875, 1876 και 1878 από το V.G. Tiesenhausen, μέλος της Αυτοκρατορικής Αρχαιολογικής Επιτροπής της Ρωσίας, γνωστό Ρώσο αρχαιολόγο και μελετητή της Ανατολής. Στις αρχαιολογικές αναφορές5 σώζονται μεταξύ άλλων τα σχέδια και οι διαστάσεις της ομάδας των μεγάλων τύμβων. Αντιθέτως, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για την ομάδα των μικρών τύμβων, τα σχέδια των οποίων έχουν χαθεί. Κατά την ανασκαφή χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των τομών, με αποτέλεσμα η εικόνα που έχουμε να είναι ελλιπής. Τα στοιχεία της έρευνας αφορούν κυρίως τις κεντρικές ταφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση των τύμβων 1 και 7, διαθέτουμε κάποια στοιχεία και για τις άλλες ταφές του ίδιου τύμβου.

Οι περισσότερες ταφές είχαν συληθεί από λαθρανασκαφείς, πριν αρχίσει η αρχαιολογική τους έρευνα. Έτσι, ούτε για τα κινητά ευρήματα έχουμε πλήρη εικόνα. Συγκεκριμένα, σχεδόν πλήρως συλήθηκαν οι τύμβοι 1, 3, 5 και 7. Από αυτούς σώθηκαν μόνο οι ταφές αλόγων και ορισμένα κτερίσματα. Τμηματικά συλήθηκε ο τύμβος 4. Άθικτοι βρέθηκαν ουσιαστικά μόνο δύο τύμβοι από την ομάδα των μεγάλων, οι 2 και 6.

3. Περιγραφή

Η γενική άποψη των τύμβων Σεμιμπράτνιγιε σώζεται σε σχέδιο του F. Gross στις αναφορές της Αρχαιολογικής Επιτροπής της Ρωσίας.6 Tο ύψος της επίχωσης των μεγάλων τύμβων κυμαίνεται από 3,2 έως πάνω από 16 μέτρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την E. Vlasova, η επίχωση του τύμβου 1 έφτανε τα 14,91 μ., ενώ των τύμβων 2 έως 7 ήταν αντίστοιχα 6,035 μ., 3,195 μ., 12,78 μ., 6,745 μ., 11,36 μ. και 6,39 μέτρα.7 Ωστόσο, και αυτές ακόμα οι πληροφορίες εμφανίζονται ενίοτε συγκεχυμένες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με την I. Kruglikova, το ύψος της επίχωσης του τύμβου 1 ξεπερνούσε τα 16 μέτρα,8 ενώ κατά τους D. Williams and J. Ogden η επίχωση του τύμβου 2 ήταν 18 μέτρα.9

Κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των τύμβων είναι η παρουσία στο εσωτερικό τους τάφων από ωμοπλινθοδομή ορθογώνιου σχήματος, με επικάλυψη από ξύλινες δοκούς. Εξαίρεση αποτελεί ο τύμβος 1, ο τάφος του οποίου ήταν λίθινος. Από την αναφορά της ανασκαφής γνωρίζουμε ότι λίθινος ήταν επίσης ο τάφος ενός από τους μικρούς τύμβους, η λεπτομερής περιγραφή του οποίου απουσιάζει. Φαίνεται ότι οι λίθινοι τάφοι των τύμβων Σεμιμπράτνιγιε αποτελούσαν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Λόγω έλλειψης στοιχείων δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν οι τύμβοι που περιείχαν λίθινους τάφους ήταν πρωιμότεροι ή μεταγενέστεροι των υπόλοιπων. Είναι πάντως γεγονός ότι οι τάφοι από ωμοπλινθοδομή με ξύλινη επιστέγαση, οι οποίοι πλην της συγκεκριμένης περίπτωσης απαντώνται και στο νεκροταφείο Τούζλα,10 κοντά στην Ερμώνασσα, δε συνηθίζονται στην περιοχή. Όλοι οι τάφοι καταλάμβαναν κατά κανόνα το κέντρο του τύμβου και διέθεταν δύο ή περισσότερους χώρους, με ατομικές ταφές.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο τους είναι ότι πραγματοποιούνταν και ενταφιασμοί αλόγων, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από τύμβο σε τύμβο και συσχετίζεται πιθανότατα με την ηλικία και την κοινωνική θέση του νεκρού. Ειδικότερα, οι ταφές των μεγάλων τύμβων περιλάμβαναν αντίστοιχα 2, 13, 5, 4, 12, 7 άλογα και ο τύμβος 7 τέσσερα άλογα. Όλες οι ταφές αλόγων συνοδεύονταν από χάλκινη ιπποσκευή, με στοιχεία διακόσμου της ζωόμορφης τεχνοτροπίας.

Σε όλες ανεξαιρέτως τις ταφές ήταν τοποθετημένος και οπλισμός. Το γεγονός αυτό, όπως και ο ενταφιασμός αλόγων με την ιπποσκευή τους, σε συνδυασμό με τη θέση των τύμβων πλησίον των ελληνικών πόλεων είναι στοιχεία ιδιαίτερης σημασίας για τη στρατιωτική ιστορία ολόκληρης της περιοχής· μάλιστα, οι ιππείς των τοπικών φυλών είχαν αρχίσει από την περίοδο αυτή να παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο. Να σημειώσουμε εν προκειμένω ότι η εμφάνιση των ιππέων πολεμιστών ως μισθοφόρων του στρατού του Κιμμέριου Βοσπόρου συνδέεται συνήθως με την εμφάνιση πλησίον των ελληνικών πόλεων μεγάλων τύμβων, με ταφές αλόγων και οπλισμό.

Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία στις ταφές πλουσιότατων κτερισμάτων.11 Πρόκειται μεταξύ άλλων για κεραμικά αγγεία τοπικής παραγωγής και εισαγόμενα αττικά, χρυσά και ασημένια αγγεία, ποικίλα μεταλλικά κτερίσματα και για μεγάλο αριθμό χρυσών κοσμημάτων, ορισμένα από τα οποία αποτελούν αληθινά έργα τέχνης. Η εξέταση των ευρημάτων αποδεικνύει την παρουσία μοτίβων και θεμάτων που απαντώνται στην ελληνική μυθολογία, καθώς και άλλων που παραπέμπουν στις τοπικές φυλετικές παραδόσεις. Η συχνή μείξη των μοτίβων μάς προϊδεάζει για την ύπαρξη κοινής καλλιτεχνικής γλώσσας στην τέχνη της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τα ευρήματα των τύμβων Σεμιμπράτνιγιε, ο διαχωρισμός των όποιων πολιτιστικών επιρροών είναι μάλλον ανέφικτος. Όλο και συχνότερα οι μελετητές μιλούν για σύνθεση πολιτισμικών στοιχείων και καλλιτεχνικών μοτίβων, από τα οποία δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και εκείνα που αφορούν τον πολιτισμό των φυλών του Καυκάσου.12

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υπολείμματα υφασμάτων, δέρματος και γούνας που εντοπίστηκαν σε ορισμένες ταφές, τα οποία συμπληρώνουν τις γνώσεις μας τόσο για τα ταφικά έθιμα όσο και για την ενδυμασία των Σινδών και γενικά των φυλών της περιοχής. Όμως, σαφέστερη εικόνα για τις ταφές και τα κτερίσματα των τύμβων προσφέρει η προσέγγιση καθενός χωριστά. Για τον τύμβο 2, ο οποίος χρονολογείται στα μέσα ή στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. π.Χ., γνωρίζουμε ότι διέθετε τάφο από ωμοπλινθοδομή, διαστάσεων 8 x 6 μ., με ξύλινη επιστέγαση.13 Στη βορειοανατολική γωνία του τάφου υπήρχε χώρισμα και εντός αυτού του χώρου, πάνω σε ειδική εξέδρα, επίσης από ωμοπλινθοδομή, ήταν τοποθετημένος ο νεκρός. Το σώμα του το κάλυπταν περί τα 300 έκτυπα χρυσά ελάσματα, πιθανότατα επίρραπτα, είτε στο ταφικό κάλυμμα είτε στην ενδυμασία του.14 Ορισμένα από αυτά παρίσταναν φανταστικά ζώα ή είχαν τη μορφή κεφαλών ζώων, όπως τα ελάσματα σε μορφή κριού και αιγάγρου. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν επίσης τα ελάσματα με παραστάσεις λιονταριού, πάνθηρα, κάπρου, ελαφιού, πετεινού. Άλλα ελάσματα κοσμούνταν με θέματα από την ελληνική μυθολογία, όπως αυτά με παράσταση της κεφαλής του Αχελώου και της Αθηνάς Προμάχου. Τα δισκοειδή ελάσματα με την παράσταση της Μέδουσας είχαν καθαρά αποτροπαϊκό χαρακτήρα.15 Υπήρχαν επίσης ελάσματα με παραστάσεις πολεμιστών, άγριων ζώων και κεφαλών ανθρώπων, καθώς και ελάσματα με ρόδακες και άλλα φυτικά διακοσμητικά μοτίβα.

Από την ενδυμασία του νεκρού σώζονται λείψανα δερμάτινου χιτωνίου διακοσμημένου με μεταλλικά ελάσματα, ορισμένα επίχρυσα και ένα ασημένιο. Άλλα έφεραν ανάγλυφες παραστάσεις αετού με ανοιχτές φτερούγες και ελαφιών με επίχρυσες απολήξεις κεράτων, τα οποία χρησίμευαν ως επιστήθιο κόσμημα (γρίβνα). Τους ώμους και το στήθος του νεκρού κάλυπτε δίχτυ από μεταλλικά σωληνοειδή ελάσματα, ωοειδείς χάντρες και λογχόσχημα εξαρτήματα.16 Το λαιμό του κοσμούσε χρυσό περιδέραιο με σφαιρικά και φυλλόσχημα εξαρτήματα, του 450-425 π.Χ.17 Πλάι στο σκελετό βρέθηκε ο οπλισμός, στον οποίο ανήκουν ένα σιδερένιο δόρυ, ένα ξίφος και χάλκινες αιχμές βελών. Στον τάφο βρέθηκαν επίσης μελανόμορφα αγγεία του δεύτερου τέταρτου του 5ου αι. π.Χ., καθώς και εντυπωσιακά χάλκινα και ασημένια αγγεία, στα οποία μεταξύ άλλων ανήκει μία ασημένια φιάλη με ανάγλυφες παραστάσεις κεφαλών Σατύρου, που περιβάλλουν την απεικόνιση ομφαλού. Βρέθηκε επίσης η χρυσή απόληξη ρυτού με γλυπτή μορφή λεοντοκεφαλής, με μεικτή τεχνική. Στα κτερίσματα της ταφής περιλαμβάνονται επίσης μία πυξίδα από αλάβαστρο, ένα χρυσό κύπελλο του τρίτου τέταρτου του 5ου αι. π.Χ., καθώς και ελάσματα με ανάγλυφες παραστάσεις, που κοσμούσαν πιθανότατα κάποια αγγεία από ξύλο· μεταξύ αυτών είναι και ένα με παράσταση του μύθου του Βελλεροφόντη, που χρονολογείται στο 470-460 π.Χ. Ο Βελλεροφόντης, ο οποίος χτυπά τη Χίμαιρα με το δόρυ του, παριστάνεται γυμνός πάνω σε φτερωτό Πήγασο, με πέτασο στο κεφάλι. Η κεντρική παράσταση περιβάλλεται από ταινία, στην οποία παριστάνονται έξι μορφές με ελληνικά ενδύματα. Η σχέση των μορφών αυτών με την κεντρική παράσταση παραμένει αδιευκρίνιστη.18

Του 5ου αι. π.Χ., και ακριβέστερα του 470-460 π.Χ., είναι και ο τύμβος 4.19 Ο τάφος του πιθανότατα δε διέφερε από εκείνον του τύμβου 2. Στον ταφικό λάκκο, στο κέντρο του τύμβου, σε ειδικό χώρισμα της ταφής δίπλα στο σκελετό εντοπίστηκε δερμάτινος θώρακας με επίρραπτα φολιδοειδή μεταλλικά ελάσματα. Το θώρακα κοσμούσε στην περιοχή του λαιμού χρυσό έλασμα σε σχήμα ημισελήνου, ενώ άλλο έλασμα με έκτυπη παράσταση της Μέδουσας-Γοργούς κοσμούσε την περιοχή του στήθους. Στην περιοχή της κεφαλής βρέθηκαν χρυσά ρυτά, καθώς και ένα ασημένιο αχαιμενιδικού τύπου, με απόληξη σε ολόγλυφη μορφή φτερωτού τράγου.20 Ανάμεσα στα κτερίσματα ξεχωρίζει το εξαίρετης τέχνης ασημένιο κύπελλο, με εγχάρακτες παραστάσεις στο εσωτερικό του και με επίχρυση απεικόνιση καθιστής Νίκης που προσφέρει χοές, έργο αττικής παραγωγής, του 470 π.Χ. Η θεά, με ανοιχτές τις φτερούγες της, κάθεται σε κάθισμα με τορνευτά πόδια. Η παράσταση θυμίζει αυτές των αττικών αγγείων.21 Από τον ίδιο τύμβο προέρχεται επίσης ένας χάλκινος λυχνοστάτης, παραγωγής των Λοκρών, του πρώτου μισού του 5ου αι. π.Χ. Χαρακτηριστικά δείγματα της ζωόμορφης τεχνοτροπίας αποτελούν ορισμένα επίρραπτα ελάσματα, όπως το χρυσό επίρραπτο τριγωνικό έλασμα των μέσων του 5ου αι. π.Χ. με την παράσταση αετού που κατασπαράζει λαγό, σύμβολο, όπως θεωρείται, της καταστροφικής και της αναγεννησιακής δύναμης του δένδρου της ζωής, που αποδίδεται σχηματικά στο κάτω μέρος της παράστασης, ή ένα άλλο με παραστάσεις φανταστικών ζώων της ίδιας περιόδου.22 Στην ίδια κατηγορία ανήκει τμήμα ρυτού από χρυσό, με απόληξη σε μορφή κεφαλής σκύλου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύμβος 6, ο οποίος πιθανότατα κατασκευάστηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 4ου αι. π.Χ. Η κεντρική του ταφή από ωμόπλινθο αποτελούνταν από τρία μέρη. Το ανατολικό της τμήμα περιείχε λίθινο τάφο από ασβεστολιθικές πλάκες, εντός του οποίου βρέθηκε ξύλινη σκαλιστή σαρκοφάγος με τορνευτά πόδια23 και κεκλιμένη επιστέγαση, καλυμμένη εσωτερικά με μάλλινο ύφασμα. Ο δυτικός και ο κεντρικός χώρος χρησίμευαν για την τοποθέτηση των κτερισμάτων, ενώ ο τρίτος, νότιος χώρος, για τον ενταφιασμό αλόγων.24 Ο νεκρός ενταφιάστηκε πάνοπλος, με σιδερένιο φολιδωτό θώρακα, γούνινο καπέλο και υποδήματα από γούνα. Την ενδυμασία του κάλυπταν 110 χρυσά επίρραπτα ελάσματα με έκτυπες μυθολογικές παραστάσεις. Πλάι του βρέθηκε ο οπλισμός. Σε ξεχωριστό τμήμα του τάφου εντοπίστηκαν ένα χάλκινο κάτοπτρο του δεύτερου τέταρτου του 5ου αι. π.Χ., αμφορείς, μία πελίκη, που ήταν ερυθρόμορφη, του πρώτου τέταρτου του 5ου αι. π.Χ. και ένας ερυθρόμορφος ασκός των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Στα κτερίσματα της ταφής ανήκει και ένα μικρό κιβώτιο από ελεφαντοστό με παραστάσεις της Αφροδίτης και του Έρωτα.25

Στα πλέον ενδιαφέροντα ευρήματα του τύμβου ανήκουν 50 τμήματα υφαντού μάλλινου υφάσματος,26 που χρησίμευε ως κάλυμμα της σαρκοφάγου. Το ύφασμα, το συνολικό μήκος του οποίου ξεπερνούσε τα 3 μ., ήταν συρραμμένο με τουλάχιστον 11 ταινίες και διακοσμημένο με γραπτό τρίχρωμο διάκοσμο με πολύμορφες μυθολογικές παραστάσεις. Πάνω από ορισμένες μορφές αναγράφονται τα ονόματά τους σε αττική διάλεκτο, μεταξύ των οποίων το όνομα της Αθηνάς, της Νίκης, μιας εκ των Ερινυών, καθώς και τα ονόματα της Ιοκάστης, της Ευλιμένης, της Φαίδρας, του Μόψου και του Ιππομέδοντα. Ταυτόχρονα, οι απεικονίσεις ζώων και πτηνών, με χαρακτηριστικά στοιχεία ζωόμορφης τεχνοτροπίας, όπως είναι οι παραστάσεις λεοντόμορφου γρύπα, πάνθηρα, κάπρων κ.ά., αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα μείξης πολιτιστικών μοτίβων. Σε όλες τις παραστάσεις υπάρχουν ταινίες με φυτικό διάκοσμο και ωά. Το ύφασμα χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και προέρχεται πιθανότατα από εργαστήριο του βόρειου Ευξείνου.27 Στη σαρκοφάγο βρέθηκαν και τέσσερα τμήματα ενός άλλου μάλλινου υφάσματος, με υφαντές παραστάσεις πτηνών και ελαφιών. Το ύφασμα ήταν τοποθετημένο κοντά στα πόδια του νεκρού και ήταν πιθανότατα μέρος της ενδυμασίας του.

Οι υπόλοιποι τύμβοι της ομάδας χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ. Εξ αυτών, ο τύμβος 1 είχε λίθινο τάφο, με εσωτερική επικάλυψη από ασβεστοκονίαμα. Εδώ βρέθηκαν κυρίως οστέινες αιχμές βελών και θραύσματα αγγείων. Ο τύμβος 3, που ήταν πιθανότατα και ο υστερότερος, φαίνεται ότι κατασκευάστηκε εσπευσμένα μεταξύ των τύμβων 2 και 4, κάτι το οποίο σημαίνει ότι κατά την ταφή ακολουθούνταν συγκεκριμένη συγγενική ή κοινωνική σειρά. Στα κτερίσματα του τύμβου, πλην της πληθώρας επίρραπτων χρυσών ελασμάτων, ανήκει η επίχρυση λαβή μάχαιρας ή ξίφους μικρών διαστάσεων (0,60-0,70 μ.) με έκτυπη παράσταση αετόμορφου γρύπα,28 ένας αμφορέας της Θάσου και χρυσά δακτυλίδια· ένα από αυτά, του 5ου αι. π.Χ., είχε σφραγιδόλιθο από ορεία κρύσταλλο και εγχάρακτη παράσταση χοίρου και ένα άλλο είχε σφραγιδόλιθο από χαλκηδόνιο με εγχάρακτη παράσταση αρκούδας.29 Εικάζεται ότι πρόκειται για τον τάφο του Σινδού βασιλιά Εκαταίου, τον οποίο αναφέρει ο Πολύαινος.30 Στον τύμβο 7 βρέθηκαν χρυσά λεμβοειδή σκουλαρίκια τα οποία χρονολογούνται στο 450-425 π.Χ.31 Από τη γυναικεία ταφή προέρχονται μεταξύ άλλων τρεις λήκυθοι, μία ερυθρόμορφη και δύο μελαμβαφείς, οι οποίες χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.

4. Ερμηνεία

Όσον αφορά το ερώτημα σε ποιους ανήκουν αυτοί οι τύμβοι οι απόψεις διίστανται. Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι τύμβοι Σεμιμπράτνιγιε ανήκουν σε εκπροσώπους της σινδικής αριστοκρατίας.32 Η E. Vlasova δεν αποκλείει και την πιθανότητα να πρόκειται για ταφές Σινδών βασιλέων.33 Υπάρχει και η άλλη άποψη, η οποία κατατάσσει τους τύμβους αυτούς στα σκυθικά ταφικά μνημεία, βασιζόμενη κυρίως σε ορισμένα κοινά ταφικά έθιμα για όλες τις φυλές της περιοχής.34

Από αρχαιολογική άποψη, τα πλουσιότατα κτερίσματα των τύμβων είναι ενδεικτικά τόσο του πλούτου της τοπικής αριστοκρατίας όσο και των αναπτυγμένων σχέσεών της με τις ελληνικές πόλεις του βόρειου Ευξείνου κατά την περίοδο του 5ου και 4ου αι. π.Χ.35 Παράλληλα, αναμφισβήτητη είναι και η ιστορική τους σημασία, όχι μόνο για την ιστορία των Σινδών αλλά και της ευρύτερης γεωπολιτικής ζώνης και ιδίως του Κιμμέριου Βοσπόρου.

1. Για τη χρονολόγηση των τύμβων βλ. ενδεικτικά: Власова Е.В., «Семибратние курганы», Боспорский феномен: Колонизация региона, формирование полисов, образование государства 3:2 (Санкт-Петербург 2001), σελ. 130-131. Η περιοχή της Σινδικής, στην οποία πρώτος αναφέρθηκε ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (Εκατ. Μ., 166), περιλάμβανε τη χερσόνησο Ταμάνσκι και τμήμα της παραλίας της Μαύρης θάλασσας έως τη σημερινή πόλη Γκελεντζίκ.

2. Για τον οικισμό Σεμιμπράτνι βλ. ενδεικτικά: Анфимов, Н.В., «Новые данные к истории азиатского Боспора», СА VII  (Москва 1941), σελ. 258-267· Анфимов, Н.В., «К вопросу о населении Прикубанья в скифскую эпоху», СА XI (Москва 1949), σελ. 241, 257-258· Анфимов, Н.В., «Исследования Семибратнего городища», КСИИМК 51 (Москва 1953), σελ. 102.

3. Για τους Σινδούς, τους Μαιώτες και τον πολιτισμό τους βλ. ενδεικτικά: Loukiachko, S., “Entre Asie et Europe”, στο Lor des Amazones: Peuples nomads entre Asie et Europe VIe siecle av. J.-C. – IVe  siecle apr. J.-C., Musee Cernuschi - musee des arts de l’Asie de la Ville de Paris,  16 mars - 15 juillet 2001 (Paris 2001), σελ. 59-65.

4. Блаватская, Т.В., «Посвящение Левкона I», РА 2 (Москва 1993), σελ. 41-42.

5. ОАК за 1878 г., σελ. VII-VIII.

6. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва-Ленинград 1949), σελ. 49, εικ. 4.

7. Власова, Е.В., «Семибратние курганы», Боспорский феномен: Колонизация региона, формирование полисов, образование государства 3:2 (Санкт-Петербург 2001), σελ. 127.

8. Кругликова, И.Т., Синдская гавань. Горгиппия. Анапа (Москва 1975), σελ. 89.

9. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the classical World, Catalog of an Exhibition of Greek gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 128.

10. Власова, Е.В., «Семибратние курганы», Боспорский феномен: Колонизация региона, формирование полисов, образование государства 3:2 (Санкт-Петербург 2001), σελ. 129.

11. Για τα κτερίσματα των τύμβων Σεμιμπράτνιγιε βλ. ενδεικτικά: Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С., Античные государства Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 254, πίν. LXVII, αρ. 1, 2, 4, 5, 11.

12. Βλ. ενδεικτικά Эрлих, В.Р. – Шамба, Г.К., «К вопросу о влиянии прикубанского искусства на звериный стиль Центральной Абхазии», Материалы и исследования по археологии Кубани 5 (Краснодар 2005), σελ. 164-171.

13. Για σχεδιάγραμμα του ταφικού θαλάμου βλ. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the classical World, Catalog of an Exhibition of Greek gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 128, εικ. 46.

14. Кругликова, И.Т., Синдская гавань. Горгиппия. Анапа (Москва 1975), σελ. 89.

15. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the classical World, Catalog of an Exhibition of Greek gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – NewYork 1994), σελ. 131, αρ. 74.

16. Кругликова, И.Т., Синдская гавань. Горгиппия. Анапа (Москва 1975), σελ. 89.

17. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the classical World, Catalog of an Exhibition of Greek gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 131, αρ. 71.

18. Горбунова, К.С., «Серебряные килики с гравированными изображениями из Семибратних курганов», στο Гиль, Е. – Шишло, Б. (επιμ.), Культура и искусство античного мира (Ленинград 1971), σελ. 23-26.

19. Minns, E.H., Scythians and Greeks (Cambridge 1913), σελ. 206· Schefold, Κ., “Der skythische Tierstil in Südrussland”, ESA 12I (1938), σελ. 19· Гайдукевич В. Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 47.

20. Βλ. Гиль, Е. – Шишло, Б. (επιμ.), Культура и искусство античного мира (Ленинград  1971), σελ. 108.

21. Горбунова, К.С., «Серебряные килики с гравированными изображениями из Семибратних курганов», στο Гиль, Е. – Шишло, Б. (επιμ.), Культура и искусство античного мира (Ленинград 1971), σελ. 20-23.

22. Lor des Amazones: Peuples nomads entre Asie et Europe VIe siecle av. J.-C. – IVe  siecle apr. J.-C., Musee Cernuschi - musee des arts de l’Asie de la Ville de Paris, 16 mars – 15 juillet 2001 (Paris 2001), σελ. 40, 41.

23. Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.) Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 320, πίν. CXXIX, αρ. 5.

24. Кругликова, И.Т., Синдская гавань. Горгиппия. Анапа (Москва 1975), σελ. 90.

25. Кругликова, И.Т., Синдская гавань. Горгиппия. Анапа (Москва 1975), σελ. 90.

26. Τμήματα μάλλινου υφάσματος με παραστάσεις τεθρίππου. Βλ. επίσης Блаватский, В.Д., Античная археология Северного Причерноморья (Москва 1961), σελ. 65, εικ. 24.

27. Βλ. ενδεικτικά Stefani, L., ΟΑΚ 1878-1879 (Санкт-Петербург 1881), σελ. 120, πίν. IV· Jacobsthal, P., Ornamente griechischer Vasen, (Berlin 1927), σελ. 148· Герцигер, Д.С., «Покрывало из VI Семибратнего кургана», ТГЭ 13 (Ленинград 1972), σελ. 108· Герцигер, Д.С., «Античные ткани в собрании Эрмитажа», στο Памятники античного прикладного искусства (Ленинград 1973), σελ. 76, εικ. 4.

28. Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 267, 279, πίν. LXXXI, αρ. 25.

29. Неверов, О.Я., Античные инталии в собрании Эрмитажа (Ленинград 1976), σελ. 84 αρ. 17, 92 αρ. 47, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

30. Πολύαιν., Στρατηγήματα VIII, 55· Власова, Е.В., «Семибратние курганы», Боспорский феномен: Колонизация региона, формирование полисов, образование государства 3:2 (Санкт-Петербург 2001), σελ. 131.

31. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the classical World, Catalog of an Exhibition of Greek gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 131, ν. 75.

32. Βλ. ενδεικτικά Кругликова, И.Т., Синдская гавань. Горгиппия. Анапа (Москва 1975), σελ. 90· Анфимов, Н.В., Древнее золото Кубани (Краснодар 1987), σελ. 98.

33. Власова, Е.В., «Семибратние курганы», Боспорский феномен: Колонизация региона, формирование полисов, образование государства 3:2 (Санкт-Петербург 2001), σελ. 129-130.

34. Βλ. για παράδειγμα Граков, Б.Н., Скифы (Μосква 1971).

35. Για τις σχέσεις αυτές βλ. ενδεικτικά: Зеест, И.В., «Внутренняя торговля Прикубанья с Фанагорией», МИА 19 (Москва 1951), σελ. 107-109· Кругликова, И.Т., «Некрополь поселения у дер. Семёновка», СА 1 (1969), σελ. 98 κ.ε.· Масленников, А.А., Население Боспорского государства в VI-II вв. до н. э. (Москва 1981), σελ. 19. Βλ. επίσης Анфимов, Н.В., «Новые данные к истории азиатского Боспора (Семибратнее городище)», СА VII (Москва 1941), σελ. 258-267· Анфимов, Н.В., «Исследования Семибратнего городища», КСИИМК 51 (Москва 1953), σελ. 99-111. Ειδικά για τις σχέσεις Σινδικής και Βοσπόρου παραπέμπουμε στην επιγραφή του Νυμφαίου από τις ανασκαφές του 2000, όπου ο Λεύκων του Βοσπόρου αναφέρεται και άρχων όλης της Σινδικής: Соколова, О.Ю., «Новая надпись из Нимфея», Древности Боспора 4 (Москва 2001), σελ. 370-371.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>