1. Οι απαρχές του χριστιανισμού στην Αγχίαλο
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αγχίαλο στις αρχές του 2ου αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση που διασώζεται στο βίο της αγίας Σεβαστιανής –«ἐξελθοῦσα ἡ ἁγία Σεβαστιανὴ εἰς Ἀγχίαλον καὶ εὑροῦσα μαθητὴν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὀνόματι Θεοφάνιον, ἠσπάσατο αὐτὸν σὺν τοῖς ἀδελφοῖς». Ήδη στα μέσα του 2ου αιώνα αναφέρεται οργανωμένη εκκλησία στην Αγχίαλο, με επικεφαλής τον επίσκοπο Σωτά, για τον οποίο σημειώνεται ότι αγωνίστηκε κατά της αιρέσεως του Μοντανού –«Ζῇ ὁ Θεὸς ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅτι Σωτᾶς ὁ μακάριος ὁ ἐν Ἀγχιάλῳ ἠθέλησε τὸν δαίμονα τὸν Πρισκίλλης ἐκβαλεῖν, καὶ οἱ ὑποκριταὶ οὐκ ἀφῆκαν».1
2. Η επισκοπή Αγχιάλου κατά τη Βυζαντινή περίοδο
Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της επισκοπής Αγχιάλου. Στους καταλόγους των επισκόπων που συμμετείχαν στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, καθώς και στη , που έγινε στην Κωνσταντινούπολη (325 και 381 αντίστοιχα) αναφέρονται και οι επίσκοποι Αγχιάλου. Τον 7ο αιώνα αναγράφεται ως ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή της Διοικήσεως Ροδόπης, εξαρτώμενη απευθείας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ενώ στη συνέχεια υπάρχουν αντιφατικές πληροφορίες για την ύπαρξη επισκοπής ή αρχιεπισκοπής. Την εποχή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), η Αγχίαλος προήχθη σε μητρόπολη και παρέμεινε μητρόπολη ως την καταστροφή της το 1906.2
Αξίζει να σημειωθεί η συμμετοχή του μητροπολίτη Σωφρονίου Α΄ στη βυζαντινή αποστολή στη (1438-1439), όπου υποστήριξε την ανθενωτική παράταξη του Μάρκου του Ευγενικού, αν και εξαναγκάστηκε να υπογράψει τον ενωτικό «όρο».3
3. Η μητρόπολη Αγχιάλου κατά τους πρώτους οθωμανικούς αιώνες
Μετά την Άλωση, στην Αγχίαλο εγκαταστάθηκαν πολλές αριστοκρατικές βυζαντινές οικογένειες και ο μητροπολιτικός της θρόνος έγινε περιζήτητος. Από την Αγχίαλο καταγόταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1595), διακεκριμένος θεολόγος που αλληλογραφούσε με Γερμανούς θεολόγους του Πανεπιστημίου του Tübingen και υποστήριξε με ισχυρά επιχειρήματα τις θέσεις της ορθοδοξίας. Το 1593 συγκάλεσε μεγάλη Τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, όπου συστάθηκε στους αρχιερείς η ίδρυση και συντήρηση σχολείων και η υποστήριξη της παιδείας.4
Οι πληροφορίες που έχουμε για την ιστορία της μητρόπολης δεν είναι πάρα πολλές. Γνωρίζουμε πάντως ότι ο μητροπολίτης Αγχιάλου Παρθένιος Α΄ (1609-1623) έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης το 1639, σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη για την Εκκλησία περίοδο. Το 17ο αιώνα, η εκκλησιαστική επαρχία Αγχιάλου περιλάμβανε τις πόλεις Αγχίαλο και Πύργο και 54 κωμοπόλεις και χωριά. Επί μητροπολίτη Μητροφάνη (1628-1658), λύθηκε μια μακρόχρονη διαφορά με την εκκλησιαστική επαρχία Πρεσλάβας και επιστράφηκαν στη δικαιοδοσία της τα χωριά Τσαλή Καβάκ, Σεμέντοβο και Κλίνοβο.5
4. Η μητρόπολη Αγχιάλου κατά το 19ο αιώνα. Εκκλησιαστική και εκπαιδευτική δράση.
Ο μητροπολίτης Αγχιάλου Ευγένιος ο Καραβίας, που είχε διδάξει στη Σχολή Αγχιάλου ως το 1807, απαγχονίστηκε τον Απρίλιο του 1821, μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και άλλους αρχιερείς στην Κωνσταντινούπολη.6
Ο μητροπολίτης Σωφρόνιος Β΄ (1831-1847) ήταν τόσο αγαπητός στο ποίμνιό του, ώστε κατάφεραν να ματαιώσουν μετάθεσή του σε άλλη εκκλησιαστική επαρχία. Ο διάδοχός του Σωφρόνιος Γ΄ (1847-1865) υπήρξε εξίσου αγαπητός στους Αγχιαλίτες, τόσο που, παρά τη μεγάλη ηλικία του και τη βαρηκοΐα του κατά τα τελευταία έτη της αρχιερατείας του, κανείς δε ζήτησε την αντικατάστασή του. Μετά την οικειοθελή παραίτησή του, το 1865, παρέμεινε στην Αγχίαλο υπό τη φροντίδα του διαδόχου του Βασιλείου Α΄, ως το θάνατό του το 1867. Ο Βασίλειος διακρινόταν για τη μόρφωσή του, καθώς και την εκπαιδευτική και φιλανθρωπική του δράση. Με δική του πρωτοβουλία ανεγέρθηκε μητροπολιτικό μέγαρο κοντά στον καθεδρικό ναό των Ταξιαρχών, ενώ θεμελιώθηκε και ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας. Ίδρυσε το «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγχιάλου», συνέβαλε στη βελτίωση των σχολείων της πόλης, παρακίνησε πολλούς εύπορους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους για ανώτερες σπουδές σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Το 1877, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Βασίλειος καταγγέλθηκε από τους μουσουλμάνους της πόλης ότι ευχήθηκε υπέρ της νίκης των Ρώσων και απομακρύνθηκε από τη θέση του με απόφαση της οθωμανικής διοίκησης. Μετά από τέσσερα χρόνια επανήλθε στην πόλη όπου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και συνέχισε να φροντίζει για την πρόοδο της εκπαίδευσης έως το 1884, οπότε μετατέθηκε στη μητρόπολη Σμύρνης. Αναχωρώντας, ο Βασίλειος άφησε το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του στο «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγχιάλου».7
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια τρεις μητροπολίτες περνούν από την εκκλησιαστική επαρχία Αγχιάλου. Ο Γρηγόριος Δρακόπουλος, από τη Μεσημβρία, αδερφός του εγκατεστημένου στην Αγχίαλο προύχοντα Βλάση Δρακόπουλου, εκλέγεται μητροπολίτης το 1885 αλλά το 1887 μετατίθεται στην Καστοριά. Ο αδερφός του και άλλοι προύχοντες της πόλης ζήτησαν από το Πατριαρχείο να παραμείνει, αλλά δεν εισακούστηκαν κι έτσι προκλήθηκαν πάθη και διαμάχες στην κοινότητα. Ο διάδοχός του Σωφρόνιος Δ΄ (1888-1889) κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να κατασιγάσει τις διαμάχες που είχαν διχάσει την κοινότητα, τελικά όμως απομακρύνθηκε βίαια από την Αγχίαλο και το βουλγαρικό έδαφος με απόφαση της κυβέρνησης Σταμπούλωφ, κατόπιν επεισοδίου που προκλήθηκε από τους αντιπάλους του.8
Ο μητροπολίτης Βασίλειος Β΄ Γεωργιάδης (1889-1906), μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης (1925-1929), πολυμαθής και διακεκριμένος ρήτορας, ασχολήθηκε με μεγάλο ζήλο με την υποστήριξη της ελληνορθόδοξης - πατριαρχικής πλευράς. Επί των ημερών του, η Αγχίαλος απέκτησε το θαυμάσιο κτήριο του Ελληνικού Παρθεναγωγείου, που ανεγέρθηκε με το μεγάλο κληροδότημα της Φωτεινής Καρυάνδη, ενώ αποπερατώθηκε και ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας. Ο Βασίλειος Β΄ πρωτοστάτησε σ’ αυτά τα έργα, προσφέροντας ακόμη και προσωπική εργασία, όμως δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ενότητα και τη σύμπνοια του ποιμνίου του, το συντηρητικότερο τμήμα του οποίου στράφηκε εναντίον του με αναφορές προς το Πατριαρχείο και δημοσιεύματα στον τύπο. Απομακρύνθηκε για κάποιο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός, όπου αναμείχθηκε στην παράταξη που αντιπολιτευόταν τον Πατριάρχη. Ο Βασίλειος Β΄ ήταν φιλομαθής και φιλόμουσος –το 1904 έστειλε στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα ένα εκκλησιαστικό μουσικό χειρόγραφο, που χρονολογείται από το 1450 και περιλαμβάνει πολυχρονισμό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Κατά την καταστροφή της Αγχιάλου τον Ιούλιο του 1906, ο Βασίλειος Β΄ συνελήφθη από τους Βουλγάρους και φυλακίστηκε στη Σήλυμνο (Σούμλα) μέχρι τον Οκτώβριο. Μετά την αποφυλάκισή του αναγκάστηκε να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη.9
5. Τίτλος και δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αγχιάλου
Ο τίτλος του μητροπολίτη ήταν «Ἀγχιάλου τε καὶ Πύργου, πάσης Μαύρης Θαλάσσης». Στην επαρχία Αγχιάλου περιλαμβάνονταν οι πόλεις Αγχίαλος και Πύργος (Μπουργκάς) και περίπου 80 χωριά και κωμοπόλεις, όπως ο Αετός, το Καρνομπάτ, το Νταουτλή, η Ιερά Καρυά, η Ακρανιά, το Ευσταθοχώριον και το Τας Τεπέ, στα οποία υπήρχε εκκλησία και ελληνικό σχολείο.
Στην ίδια την Αγχίαλο υπήρχαν τέσσερις εκκλησίες και πολλά παρεκκλήσια. Συγκεκριμένα υπήρχε μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών, ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, ο ναός του Χριστού (της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος) και τέλος ο ναός της Παναγίας, για την ακρίβεια της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που θεμελιώθηκε το 1884 επί μητροπολίτη Βασιλείου Α΄ και αποπερατώθηκε το 1899. Η κατασκευή του στοίχισε το υπέρογκο ποσό των 280.000 φράγκων και ήταν μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, με κατοικίες για τους ιερείς και το προσωπικό. Όπως προαναφέραμε υπήρχαν και πολλά παρεκκλήσια όπως της Χαριτωμένης, της Αγίας Άννης, της Αγίας Παρασκευής κ.ά. Όλες οι εκκλησίες, εκτός από εκείνη του Χριστού, κάηκαν κατά την καταστροφή της πόλης το 1906, ενώ χάθηκαν και οι ιδιοκτησίες τους, όπως μαγαζιά και σπίτια που ανήκαν στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων καθώς και σε εκείνη της Παναγίας.10
Στη μητρόπολη Αγχιάλου υπαγόταν και η μονή του Αγίου Γεωργίου. Αρχικά υπήρχε παρεκκλήσι του αγίου, ενώ το 1858 χτίστηκε από την ελληνική κοινότητα ναός και ιδρύθηκε μοναστήρι, που απέκτησε μεγάλη περιουσία σε κτήματα και αλυκές. Όπως φαίνεται από υπόμνημα της κοινότητας Αγχιάλου, το μοναστήρι είχε σαράντα δύο δωμάτια, τέσσερις αποθήκες, δύο στάβλους, κήπο, φυτώριο, αλώνι, φούρνο και μαγαζί. Κάθε χρόνο την 23η Απριλίου τελούνταν αρχιερατική Θεία Λειτουργία, προσκύνημα και εμπορική πανήγυρη επί τριήμερο, συγκεντρώνοντας πολύ κόσμο από τις γύρω περιοχές. Οι Βούλγαροι από το 1885 άρχισαν την κυριότητα του μοναστηριού και τελικά το κατέλαβαν δια της βίας το 1906.11
6. Λόγιοι και καλλιτέχνες που κατάγονταν από την Αγχίαλο
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 16ο έως το 19ο αιώνα αναδείχθηκαν επιφανείς εκκλησιαστικοί μουσικοί από την Αγχίαλο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν στο Άγιο Όρος. Τα μουσικά ποιήματα του «Κωνσταντίνου ή Κώστα του εξ Αγχιάλου» ή «Κωνσταντίνου Αγχιλινού» αποδεικνύουν τόσο το μουσικό του τάλαντο όσο και την ιδιαίτερη ανάπτυξη της μουσικής στην πατρίδα του. Ο κώδικας Ε΄ της Λαύρας έχει τίτλο «Βιβλίον πάνυ θαυμαστὸν καὶ ἀξιέραστον εἰς ἐκείνους ὅπου μετέρχονται τὴν Μουσικὴν ἐπιστήμην μὲ μεγάλον πόθον, συνθεμένον παρὰ τοῦ μουσικωτάτου κυρίου Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἀγχιάλου, τοῦ νέου Κουκουζέλη καὶ ζωγράφου». Σε άλλο κώδικα της Λαύρας αναφέρεται και ο Ιωάννης «ο εξ Αγχιάλου» ο Χρυσοβέργης, γόνος της γνωστής οικογένειας της πόλης. 12 |
1. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., «Κατάλογος επισκόπων και μητροπολιτών Αγχιάλου», Θρακικά 9 (1938), σελ. 167-168. 2. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., «Κατάλογος επισκόπων και μητροπολιτών Αγχιάλου», Θρακικά 9 (1938), σελ. 169-170. 3. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 104. 4. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 15-116. 5. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 122. 6. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 126-127. 7. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 130-133· Μαυρομμάτης, Δ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 54. 8. Μαυρομμάτης, Δ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 54-55. 9. Μαυρομμάτης, Δ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 55-57. 10. Μαυρομμάτης, Δ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 50-53· Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ.127-128. 11. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 366. 12. Διαμαντόπουλος, Α.Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 122-124. |