δραχμή, η
1. Αρχαίο ελληνικό νόμισμα.2. Αρχαία μονάδα βάρους ίση περίπου με το 1/400 της οκάς (3,89 γραμμάρια) ή το 1/8 της ουγγιάς.
|
στατήρας, ο
Ο όρος στατήρας χρησιμοποιήθηκε σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου για να δηλώσει είτε μια σταθερή μονάδα βάρους είτε το σημαντικότερο νόμισμα σε πολύτιμο μέταλλο (χρυσός, άργυρος, ήλεκτρο) ενός συστήματος. Το ακριβές βάρος και συνακόλουθα η τιμή του στατήρα διέφεραν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με το σταθμητικό κανόνα που ίσχυε. Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητο κάθε στατήρας να προσδιορίζεται με το όνομα της αρχής που τον εξέδωσε (π.χ. αιγινητικός, αττικός, βοιωτικός, κορινθιακός).
|
χώρα, η
Η αγροτική περιοχή (χωριά και καλλιεργήσιμες εκτάσεις) που περιέβαλλε μια πόλη και ήταν άμεσα συνδεδεμένη με αυτή διοικητικά και οικονομικά.
|