Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μέσοι Χρόνοι). Μνημεία

Συγγραφή : Khrushkova Liudmila (8/9/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη , Μπάνεβ Γκέντσο

Για παραπομπή: Khrushkova Liudmila, «Ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μέσοι Χρόνοι). Μνημεία»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12555>

La cote orientale de la mer Noire (Moyen Âge). Les Monuments (3/7/2007 v.1) East coast of Black Sea (Middle Ages). Monuments - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μέσοι Χρόνοι). Μνημεία (2/7/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Η ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου, η αρχαία Κολχίδα, ήταν ήδη γνωστή από την εποχή του Ομήρου ως περιοχή που βρισκόταν στα όρια του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι ρωμαϊκές και βυζαντινές πηγές περιλαμβάνουν σε αυτήν τη Λαζική, την Αβασγία και την Αψιλία. Ο παλαιοχριστιανικός και ο μεσαιωνικός πολιτισμός αυτής της περιοχής διαμορφώθηκαν χάρη σε ένα αμάλγαμα επιδράσεων διάφορων προελεύσεων, από τη ρωμαιοβυζαντινή σφαίρα έως το σασσανιδικό ιρανικό κόσμο.

Από τον 6ο μέχρι το 13ο αιώνα το βυζαντινό νόμισμα αποτέλεσε τη βάση για τη νομισματική κυκλοφορία στη δυτική Γεωργία.1 Σχεδόν όλα τα επιγραφικά τεκμήρια από τη Ρωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, αλλά και από τον πρώιμο Μεσαίωνα, είναι στην ελληνική γλώσσα,2 ενώ σπανίζουν οι επιγραφές στα λατινικά.

Μετά το 10ο αιώνα συναντάμε στην Αμπχαζία (Aphkazetie στα γεωργιανά ιστορικά τεκμήρια, Αβασγία στις βυζαντινές πηγές) αρχιτεκτονικά μνημεία και τέχνη γεωργιανού τύπου. Γεωργιανά επιγραφικά τεκμήρια εμφανίζονται τον επόμενο αιώνα. Στην Αμπχαζία βρέθηκαν 22 γεωργιανές επιγραφές, οι οποίες χρονολογούνται στην περίοδο από τον 11ο μέχρι το 14ο αιώνα.3

2. Οι οχυρωμένες πόλεις της περιοχής

Οι γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα προσφέρουν πλήθος μαρτυριών που αφορούν τις οχυρωμένες πόλεις της ύστερης Αρχαιότητας και του πρώιμου Μεσαίωνα στην περιοχή.4 Οι πιο σημαντικές πόλεις βρίσκονταν στην παράκτια ζώνη, όπως οι Άψαρος (το σημ. Gonio),5 Πέτρα (Tsikhisdziri ή Cikhisdziri), Σεβαστόπολις (Sukhum),6 Ανακοπία (Novyi Afon)7 και Πιτυούς (Pitsunda).8 Στην ενδοχώρα επίσης υπήρχαν σημαντικές πόλεις, όπως οι Αρχαιόπολις (Tsikhe-Godzhi, σημ. Nokalakevi),9 Κοταΐς ή Κοτιαιών (σημ. Kutaisi), Ροδόπολις (σημ. Vardtsikhe), Σαραπανίς (σημ. Shorapani) και Σκανδίς (σημ. Skanda). Στις υπώρειες του Καυκάσου το οχυρό Τζιβιλή (Tsebelda) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους πολέμους μεταξύ των Περσών και των Βυζαντινών.10 Ένα μεγάλο αβασγικό τείχος αποτελεί την πλέον επιβλητική μεσαιωνική οχύρωση στην περιοχή. Καθώς δεν έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφικές έρευνες, το οχυρωματικό τείχος χρονολογείται γενικά ανάμεσα στον 6ο και το 17ο αιώνα.11

3. Το παλάτι του Lykhny

Σημαντικό μνημείο της μεσαιωνικής κοσμικής αρχιτεκτονικής αποτελεί το παλάτι στο χωριό Lykhny, διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο της Αβασγίας και έδρα των ηγεμόνων της, των πριγκίπων του οίκου Τσάτσμπα-Σερβασίτζε (Čačba-Šervašidze). Το παλάτι αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου συγκροτήματος με έναν τρουλαίο ναό, ο οποίος ανήκει στο βυζαντινό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Οι τοιχογραφίες της εκκλησίας (14ος αιώνας) και οι μικρογραφίες του ευαγγελισταρίου του Μόκβα (1300) αποτελούν τυπικά παραδείγματα του κωνσταντινουπολίτικου στιλ από την Παλαιολόγεια περίοδο.12

Από την άλλη, το παλάτι εμφανίζει πολλά χαρακτηριστικά της ισλαμικής τέχνης, μεταξύ των οποίων οξυκόρυφα και πολύλοβα τόξα, αλλά και λοφία με σταλακτίτες στο νάρθηκα. Τα μέρη αυτά είναι κατασκευασμένα με πλίνθους: πρόκειται για μοναδική περίπτωση στην περιοχή του Καυκάσου.Το παλάτι έχει σχεδόν χιλιόχρονη ιστορία (με αρκετές ανοικοδομήσεις), από τα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα έως και τις αρχές του 19ου αιώνα. Εκεί αποκαλύφθηκε ένας σημαντικός θησαυρός ο οποίος περιλαβάνει 27 χρυσά βυζαντινά νομίσματα (κοιλόκυρτα ιστάμενα, παλαιότερα γνωστά ως σκυφάτα), που φέρουν προτομές των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Δουκών (1059-1071), και ένα ασημένιο νόμισμα του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-1055). Στο θησαυρό περιλαμβάνονται επίσης και 43 γεωργιανά ασημένια νομίσματα, τα οποία αποτελούν σπάνιο νομισματικό εύρημα. Τα νομίσματα αυτά είναι απομιμήσεις των μιλιαρησίων του Κωνσταντίνου Μονομάχου. Πρόκειται για νομίσματα του Βαγράτ Δ΄ (1027-1089) και του Γεωργίου Β΄ (1072-1079). Αυτός ο θησαυρός, που μας δίνει την ακριβή χρονολόγηση της πρώτης πυρκαγιάς του παλατιού, είναι σημαντικός για να καταρτίσουμε την ακριβή χρονολόγηση του συγκροτήματος.13

4. Η θρησκευτική αρχιτεκτονική κατά την ύστερη Αρχαιότητα

4.1. Πιτυούς (Σωτηριούπολις)

Τα πλέον χαρακτηριστικά μνημεία, σε πολιτιστικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, είναι οι εκκλησίες με το γραπτό και το γλυπτό τους διάκοσμο.14 Ο θρύλος ανάγει τις απαρχές του εκχριστιανισμού της περιοχής στην εποχή των Αποστόλων. Οι παλιότερες εκκλησίες χτίστηκαν μέσα στα ρωμαϊκά οχυρά. Ο Πιτυούς έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση του χριστιανισμού στον Καύκασο.15 Η εκκλησία του, που έχει ταυτιστεί από τους αρχαιολόγους με το μητροπολιτικό ναό του επισκόπου Στρατόφιλου (ο οποίος είχε παραστεί στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325), βρισκόταν εκτός των τειχών του κάστρου. Αυτή η θέση επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο ναός συνδεόταν πιθανώς με τη λατρεία ενός μάρτυρα. Ο μητροπολιτικός ναός του Στρατόφιλου ήταν μια αρκετά μεγάλη, μονόκλιτη εκκλησία. Η αψίδα είναι πεταλόσχημη και σχηματίζεται από την προέκταση των τοίχων, ένα σχήμα αρκετά γνωστό στην κοσμική ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Ολόκληρο το οχυρό της πόλης και τα κτήρια σε αυτό (τείχη, πύργοι, θέρμες, στρατώνες κ.λπ.) οικοδομήθηκαν από Ρωμαίους μηχανικούς. Σχετικά με το θέμα αυτό έχουμε άμεσες αρχαιολογικές μαρτυρίες, για παράδειγμα ενσφράγιστες οπτοπλίνθους της 15ης ρωμαϊκής λεγεώνας, της αποκαλούμενης Απολλωνίας (Legio XV Apollinaris). Διακρίνουμε επίσης κάποιες ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση.16

Οι γραπτές πηγές δε μας προσφέρουν καμία ένδειξη γι’ αυτήν τη χριστιανική κοινότητα στον Πιτυούντα, αλλά η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε ευρήματα μιας ακμάζουσας δραστηριότητας. Τον 5ο αιώνα, στα ερείπια του ναού του Στρατόφιλου οικοδομήθηκε μια τρίκλιτη βασιλική ακανόνιστου σχήματος. Το δάπεδό της καλύφθηκε με ψηφιδωτό που έφερε εικόνες πουλιών και ζώων. Στο βήμα υπήρχε μια σκηνή που απεικόνιζε δύο ελάφια εκατέρωθεν κανθάρου. Πρόκειται για την εικονογράφηση ενός Ψαλμού (41.2) με ποικίλους συμβολισμούς, που συνδέονται με το μυστήριο της Ευχαριστίας, του βαπτίσματος αλλά και με τη μνημόνευση των νεκρών. Παρόμοιες συμβολικές εικόνες έχουν βρεθεί πλήθος σε όλο το μεσογειακό κόσμο, στη Μικρά Ασία και στη Συρία. Κάτω από τη σκηνή αυτή υπάρχει το σύμβολο του χρίσματος που περιβάλλεται από μετάλλιο με τα αποκαλυπτικά γράμματα, Α και Ω, ένα σύμβολο το οποίο αποτελεί έκφραση της νίκης και της αποθέωσης. Η τεχνοτροπία των ψηφιδωτών του Πιτυούντος είναι κάπως χονδροειδής, αλλά οι ψηφοθέτες έχουν προσπαθήσει να αποδώσουν την αίσθηση του βάθους στο χώρο, ένα στοιχείο της ελληνιστικής τεχνοτροπίας. Μια ελληνική επιγραφή στην αψίδα καταλαμβάνει το χώρο κάτω από το χρίσμα και περιβάλλεται από φύλλα ακάνθου: «ὑπὲρ εὐχῆς Ὤρελίου καὶ παντόν τοῦ οἴκου αὐτοῦ». Στην νοτιοανατολική γωνία του νάρθηκα βρισκόταν το βαπτιστήριο της εκκλησίας, το οποίο χωριζόταν με τοίχο σε δύο μικρότερα διαμερίσματα. Στο κέντρο του ενός βρισκόταν η κοιλότητα που χρησιμοποιούνταν ως κολυμπήθρα. Αυτός ο τρόπος διάταξης του βαπτιστηρίου στο νάρθηκα είναι γνωστός στον παλαιοχριστιανικό κόσμο, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Μέσα στο βαπτιστήριο έχουν σωθεί ψηφιδωτά της ζωοδόχου πηγής. Οι εικόνες αυτές, εμπνευσμένες από αρχαία πρότυπα, αναπαριστούν τη ζωοδόχο πηγή ως αγγείο με ψηλή βάση, με δύο ζεύγη πτηνών και τρεις νέους πάνω στο αγγείο, ένα μοναδικό εικονογραφικό στοιχείο.17 Σε κάθε περίπτωση πάντως η ιδέα για τη σύνθεση αυτή συνδέεται απολύτως με τις εικόνες στην αψίδα.

Ο δεύτερος ναός στον Πιτυούντα καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από μια νεόδμητη βασιλική, κανονικού σχήματος αυτή τη φορά. Ανήκε στον ελληνιστικό τύπο, ο οποίος είναι εξαιρετικά σπάνιος στην περιοχή του Καυκάσου. Παρόμοιο δείγμα συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη, στη βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου (453).

4.2. Αρχαιόπολις

Ο μητροπολιτικός ναός του Στρατόφιλου χρησίμευσε ως πρότυπο στα πρώτα χριστιανικά κτήρια της Αρχαιοπόλεως (Nokalakevi), της πιο σημαντικής πολιτείας στην ενδοχώρα της Λαζικής. Ο πιο παλιός ναός στην Αρχαιόπολη έμοιαζε πολύ με εκείνον στον Πιτυούντα: είχε την ίδια κάτοψη με το μοναδικό κλίτος και την πεταλόσχημη αψίδα. Όχι πολύ μακριά από αυτό το ναό, οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν ένα μικρό ορθογώνιο κτήριο με μια αψίδα του ίδιου τύπου, που πρέπει να χρησίμευε ως βαπτιστήριο. Μπορούμε να αναφέρουμε ακόμη ένα μικρό βαπτιστήριο στο παράκτιο ρωμαϊκό οχυρό Ziganis ή Ziganeos, (που εμφανίζεται ως Gudava ή Gudakva στις μεσαιωνικές γεωργιανές πηγές).

4.3. Σεβαστόπολις

Η Σεβαστόπολις στα ανατολικά παράλια αναφέρεται αρκετές φορές στους αρχαίους συγγραφείς μετά το Στράβωνα. Ένα μέρος της ρωμαϊκής πολιτείας, πολύ κοντά στη θάλασσα, έχει ερευνηθεί από τους αρχαιολόγους, ενώ οι πιο πρόσφατες έρευνες έφεραν στο φως έναν οκταγωνικό ναό. Αποτελούσε τμήμα μιας συνοικίας όπου αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα δύο κτηρίων και ενός συστήματος ύδρευσης. Οι στρατιώτες της 15ης Απολλωνίας λεγεώνας στρατοπέδευαν εκεί, όπως και στον Πιτυούντα. Μπορούμε να χρονολογήσουμε το ναό στις αρχές ή στο α΄ μισό του 5ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Προκόπιο Καισαρείας, η Σεβαστόπολις καταστράφηκε το 542. Οι γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα συμφωνούν σε αυτό το σημείο, καθώς τεκμήρια της καταστροφής και της μεγάλης πυρκαγιάς ήταν αρκετά ορατά κατά τις ανασκαφές.

Το 1999 και τα έτη 2001-2003 ξανάρχισαν οι αρχαιολογικές έρευνες στη συγκεκριμένη θέση ύστερα από ανάπαυλα μερικών χρόνων. Μπορούμε πλέον να καταλήξουμε ότι ο οκταγωνικός ναός είχε προσκτίσματα τόσο στη βόρεια, όσο και στη νότια πλευρά, ένα από τα οποία χρησίμευε ως μαρτύριο. Στην ανατολική πλευρά μια παρακείμενη βασιλική αποτελούσε τμήμα του συγκροτήματος· στους κατά μήκους τοίχους της ανοίγονταν αρκοσόλια. Το δάπεδο της βασιλικής αυτής κοσμούνταν με ένα μαρμαροθέτημα, μοναδικό δείγμα στην Αμπχαζία, και ένας επιτύμβιος λίθος φέρει μια ελληνική επιγραφή: «ὁ πολλὰ τλήμων ἐνθάδε κατακεῖται Ὀρέστης, στρατιώτης λεγεωνάριος χάριν μνήμης ἀνεγείραμεν οἴκον».

Ο τύπος του οκταγώνου της Σεβαστοπόλεως ανήκει χωρίς αμφιβολία στην υστερορωμαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση σε Ανατολή και Δύση. Ο τύπος αυτός είναι παραπλήσιος με τα παλιότερα μαρτύρια στους Αγίους Τόπους. Τα μεταγενέστερα κτήρια οκταγωνικού σχήματος, όπως ο ναός στο όρος Garizim (484) ή το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου στην Ezra (515), διαθέτουν αψίδες και παστοφόρια: οι κατόψεις τους αντιστοιχούν σε πιο ανεπτυγμένα λειτουργικά προγράμματα. Αντίθετα, η κάτοψη του ναού της Σεβαστοπόλεως δείχνει αρκετά αρχαϊκή.

4.4. Η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση

Μπορούμε να σημειώσουμε αρκετά ακόμη ρωμαϊκά χαρακτηριστικά σχετικά με τον τρόπο οικοδόμησης των πρωτοβυζαντινών κτηρίων στην Αμπχαζία. Μεταξύ άλλων αναφέρουμε τη μεικτή τοιχοποιία στα οχυρά και στις εκκλησίες του Πιτυούντος και του Alakhadzy, την κατασκευή δαπέδων από υδραυλικό κονίαμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε θρυμματισμένους κεράμους (το «ελληνικό δάπεδο» του Βιτρούβιου), καθώς και τα διάφορα είδη οπτοπλίνθων, κεραμίδων και αγωγών.

Χαρακτηριστικά ρωμαϊκής κατασκευής είχαν και οι τάφοι που ανακαλύφθηκαν σε πολλές περιπτώσεις μέσα σε εκκλησίες στις θέσεις Tsandripš, Γύενος, Πιτυούς και Σεβαστόπολις. Αυτοί οι τάφοι έχουν κατασκευαστεί με λίθους και οπτοπλίνθους και είναι πολλές φορές επιχρισμένοι εσωτερικά με υδραυλικό κονίαμα. Τα κτερίσματα σε αυτούς σπανίζουν. Συναντάμε ωστόσο ένα μεμονωμένο δείγμα ταφής με κτερίσματα, σε μια μονόκλιτη εκκλησία στον Γύενο, όπου ο τάφος μιας γυναίκας περιλάμβανε αρκετά αντικείμενα από χρυσό, προϊόντα της ρωμαϊκής χρυσοχοΐας.

5. Οι εκκλησίες του 6ου αιώνα

Τον 6ο αιώνα ο χριστιανισμός σε αυτή την περιοχή φαίνεται να ανπτύσσεται σε διαφορετικό επίπεδο. Αυτό το «δεύτερο κύμα» είναι συνδεδεμένο με την πολιτική του Βυζαντίου στη διάρκεια των πολέμων με τους Πέρσες. Στην Ιουστινιάνεια περίοδο, έχοντας αφετηρία τα οχυρά ο χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Χωρίς να κατέχουν τα εδάφη αυτά, οι Βυζαντινοί επιχείρησαν να οργανώσουν μια εκκλησιαστική δομή για τους Αβασγούς, τους Αψιλίους και τους Λαζούς. Χάρη στις ανασκαφές, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ύπαρξη αυτών των θρησκευτικών κέντρων: η βασιλική του Tsandripš στην Αβασγία και το συγκρότημα στην Τζιβιλή, στην Αψιλία, με τα βαπτιστήριά τους και τους τόπους λατρείας αγίων, των οποίων ωστόσο αγνοούμε την ταυτότητα.

5.1. Η βασιλική στοTsandripš

Η βασιλική στο Tsandripšταυτίστηκε με το ναό που ανοικοδομήθηκε από τον Ιουστινιανό για τους Αβασγούς, σύμφωνα με μια μαρτυρία του Προκόπιου Καισαρείας. Αυτή η ταύτιση, που βασίζεται στις γραπτές πηγές, επιβεβαιώθηκε από το ανασκαφικό υλικό. Συγκεκριμένα, ένα θραύσμα προκοννήσιου μαρμάρου φέρει μια ελληνική επιγραφή, από την οποία σώζεται η κατάληξη της λέξης [ABA]CΓIAC. Αυτή η επιτύμβια στήλη ανήκε πιθανώς στον πρώτο επίσκοπο των Αβασγών.

Η τρίκλιτη βασιλική στο Tsandripš έχει τρεις αψίδες που προεξέχουν στα ανατολικά, νάρθηκα και ένα μικρό προστώο το οποίο προηγείται του νάρθηκα. Στην αρχική του μορφή ο ναός ήταν ξυλοσκεπής και είχε υπερώα πάνω από τα πλευρικά κλίτη. Ξαναχτίστηκε γύρω στον 8ο αιώνα, οπότε απέκτησε τρούλο, ενώ ο νάρθηκας καταργήθηκε. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάρθρωση της ανατολικής πλευράς: στη βόρεια αψίδα βρίσκεται μια κολυμπήθρα και στην ανατολική πλευρά ενός άλλου πλευρικού κλίτους υπάρχει ένα ταφικό παρεκκλήσιο με δύο μνημειακούς τάφους, που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά των «προνομιακών ταφών». Οι λειτουργικές κατασκευές στο εσωτερικό της εκκλησίας ανάγονται στην ίδια εποχή με την ανέγερση της βασιλικής. Διαπιστώνονται και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συροπαλαιστινιακών ναών: το ένα παστοφόριο διαμορφώνεται συχνά ως ταφικό παρεκκλήσι και, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιλαμβάνει μια κοιλότητα για τη βάπτιση.

Η βασιλική στο Tsandripš είχε επίσης ταφικό χαρακτήρα. Σε διάφορα σημεία, κάτω από το δάπεδο της εκκλησίας, αποκαλύφθηκαν δεκατρείς τάφοι κατασκευασμένοι από λίθους και οπτοπλίνθους. Μερικοί περιείχαν ταφικά αντικείμενα από γυαλί, τα οποία εικάζεται πως είχαν εισαχθεί από την Παλαιστίνη για να τοποθετηθούν στους τάφους αυτής της βασιλικής, ίσως του πρώτου μητροπολιτικού ναού των Αβασγών.18

5.2. Οι εκκλησίες στο Alakhadzy και στον Πιτυούντα

Στο χωριό Alakhadzy, κοντά στο Tsandripš, βρίσκονται τα ερείπια μιας άλλης μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, με τρεις αψίδες και νάρθηκα. Μπορούμε πιθανότατα να χρονολογήσουμε αυτό το σημαντικό μνημείο στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα.

Ο τρίτος ναός που φέρει τρεις προεξέχουσες αψίδες βρίσκεται εκτός των τειχών του Πιτυούντος. Πρόκειται για μια εκκλησία του τύπου του ελεύθερου σταυρού. Τα νότια διαμερίσματα προορίζονταν για ταφική χρήση: περιλάμβαναν τάφους και μια ανθρωπόμορφη σαρκοφάγο. Μπορούμε να αναγάγουμε την κατασκευή αυτού του ναού στο β΄ μισό του 6ου αιώνα. Το παρεκκλήσι στο νοτιοανατολικό θάλαμο αυτής της εκκλησίας στον Πιτυούντα είναι πιθανώς εμπνευσμένο από τη βασιλική στο Tsandripš.

5.3. Διάδοση και επιρροές

Οι τρεις ναοί που βρίσκονται στα εδάφη της Αμπχαζίας σχηματίζουν μια ομοιογενή ομάδα κτηρίων του 6ου αιώνα. Τη συγκεκριμένη περίοδο δε χτίστηκαν άλλες εκκλησίες με τρεις αψίδες στην περιοχή του Καυκάσου. Αυτό το τριμερές ιερό δεν περιλάμβανε πρόθεση και διακονικό, ούτε προοριζόταν για λειτουργία, σύμφωνα με το κωνσταντινουπολίτικο τυπικό, με τη Μικρή και τη Μεγάλη Είσοδο. Θυμίζει περισσότερο τα συριακά πρότυπα, των οποίων το παλιότερο δείγμα με τρεις προεξέχουσες αψίδες είναι ο σταυρόσχημος ναός του Αγίου Συμεών του Στυλίτη (Qalat-Seman). Αξίζει επίσης να αναφέρουμε μια ομάδα βασιλικών με τρεις αψίδες που ανάγονται στον 5ο-6ο αιώνα στην Κύπρο, της οποίας ο εκκλησιαστικός βίος συνδεόταν με την επισκοπική έδρα της Αντιοχείας.

Η ακτινοβολία της μητροπολιτικής βασιλικής του Tsandripš επηρέαζε τη γειτονική βορειοδυτική περιοχή. Δύο βασιλικές με τρεις προεξέχουσες αψίδες αποκαλύφθηκαν τα έτη 2004-2007 κοντά στο Adler-Sochi, στην περιοχή του Krasnodar της Ρωσίας, που εκείνη την εποχή ανήκε, από εκκλησιαστικής άποψης, στην επαρχία Αβασγίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι δύο τρίκλιτες βασιλικές διέθεταν δεξαμενές για βάπτιση, που ήταν τοποθετημένες σε μία από τις πλευρικές αψίδες τους. Αυτές οι εκκλησίες ίσως να είναι μεταγενέστερες (7ος-8ος αιώνας;) από τη βασιλική του Tsandripš.19

Αξίζει να σημειώσουμε ακόμη μία εκκλησία στην Αψιλία, καθαρά ανατολικού τύπου. Πρόκειται για μικρό μονόκλιτο ναό της Ιουστινιάνειας περιόδου, που βρίσκεται στο οχυρό του Šapky, μέσα στην ορεινή ζώνη. Είχε μια αψίδα που στην κάτοψη εγγραφόταν σε ορθογώνιο, και έναν τάφο στη βόρεια πλευρά του Βήματος. Την κάτοψη αυτή την ξανασυναντάμε στις αγροτικές περιοχές της Συρίας και της Μεσοποταμίας, καθώς και στην Αρμενία.

Όλα τα παραπάνω δείγματα φανερώνουν ότι η μεσαιωνική Αβασγία ανήκε στον κόσμο της χριστιανικής Ανατολής. Από την άλλη μεριά, βρίσκουμε στην περιοχή μαρτυρίες για απευθείας επαφές με τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Πρόκειται για μαρμάρινα μέλη του 5ου και του 6ου αιώνα, εισηγμένα από τα εργαστήρια της Προκοννήσου. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των στοιχείων εσωτερικής διακόσμησης των ναών έρχεται από τα εδάφη της Αβασγίας και της Ζιχίας (Džiguéti στις γεωργιανές πηγές). Μια συλλογή πρωτοβυζαντινών μαρμάρων βρίσκεται σήμερα στο μεσαιωνικό ναό του Khobi στο Σαμαγκρέλο.20 Η βασιλική του Tsandripš είχε τον πιο πλούσιο μαρμάρινο διάκοσμο από όλους τους ναούς αυτής της εποχής στο νότιο Καύκασο.

Οι ανθρωπόμορφες σαρκοφάγοι αποτελούν μία ακόμη μαρτυρία των επαφών με την Κωνσταντινούπολη. Η μία προέρχεται από τον Πιτυούντα και η άλλη από τη Σεβαστόπολι και είναι φτιαγμένες από τοπικό λίθο.

5.4. Γενικές παρατηρήσεις

Χάρη στις έρευνες που πραγματοποιούνται στην περιοχή, μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη θέση των χριστιανικών μνημείων των ανατολικών παραλίων της Μαύρης θάλασσας σε σχέση με τις γειτονικές και τις πιο μακρινές περιοχές. Στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση της Ρώμης, της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης συνυπάρχουν εδώ με χαρακτηριστικά που αποτελούν δάνεια από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Ορισμένα μνημεία που χρονολογούνται στον 4ο και τον 5ο αιώνα έχουν περισσότερα ρωμαϊκά στοιχεία, αν και ορισμένοι ναοί του 6ου αιώνα και η διακόσμηση που φέρουν προδίδουν τους δεσμούς με τις χώρες της χριστιανικής Ανατολής και με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.21

Διακρίνουμε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα μνημεία της Λαζικής. Το επισκοπικό συγκρότημα στην Πέτρα (Tsikhisdziri) αποτελείται από μία βασιλική και μικρά λουτρά. Το συγκρότημα στο Vashnari περιλαμβάνει ένα αυτόνομο μαρτύριο, με μια κιονοστοιχία στην κυρία πρόσοψη. Αυτό το στοιχείο παραπέμπει στην αρχιτεκτονική των παγανιστικών μαυσωλείων. Ορισμένες βασιλικές της Αρχαιοπόλεως παρουσιάζουν κάποιους νεοτερισμούς, όπως, για παράδειγμα, τα ασύμμετρα παστοφόρια στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων.22 Ανεξάρτητα από τις επιρροές που έχουν δεχτεί, όλα αυτά τα οικοδομήματα ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τις δυνατότητες των πληθυσμών της περιοχής.

6. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική κατά το Μεσαίωνα

6.1. Η συνέχιση των παραδόσεων της ύστερης Αρχαιότητας

Οι παραδόσεις της ύστερης Αρχαιότητας διατηρούνται στην αρχιτεκτονική της Αβασγίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, για παράδειγμα στη μεγάλη τρουλαία εκκλησία που χτίστηκε στην επικράτεια των Αψιλίων, στην Dranda. Η κάτοψή της συνδυάζει μια ροτόντα με ένα σταυρό και ο τρούλος εδράζεται πάνω στους τοίχους της ροτόντας. Το θέμα της ροτόντας ανάγεται στην αρχιτεκτονική των αρχαίων μαυσωλείων. Στην κατασκευή των καμαρών του νάρθηκα του ναού στην Dranda η αρχαιολογική έρευνα διαπίστωσε την ύπαρξη αμφορέων. Πρόκειται για πρακτική ρωμαϊκή και βυζαντινή που χρησιμοποιούνταν για τη μείωση του βάρους της κατασκευής. Η πιθανότερη χρονολόγηση αυτού του σημαντικού μνημείου ανάγεται στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα. Ο ναός στην Dranda ήταν πιθανότατα ο καθεδρικός ναός της αρχιεπισκοπής της Αβασγίας και ιδρύθηκε ως μητρόπολη της Λαζικής, μετά τους πολέμους με τους Πέρσες (σύμφωνα με το Τακτικό αρ. 1). Οι επαρχίες αυτές που υπάγονταν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως περιλάμβαναν τα εδάφη της Λαζικής και της Αβασγίας.

6.2. Οι μη χριστιανικές επιρροές

Σε μεταγενέστερες περιόδους, τα χαρακτηριστικά της ανατολίτικης τέχνης έχουν την τάση να αυξάνονται. Παρατηρούμε λοιπόν τις επιρροές της μετασασσανιδικής, μη χριστιανικής, αραβικής και περσικής τέχνης. Τα θωράκια από το φράγμα του πρεσβυτερίου στο Tsebelda, που βρέθηκαν στην περιοχή γύρω από τους πρόποδες της Αψιλίας, παρουσιάζουν ένα ασυνήθιστο δείγμα συνδυασμών διάφορων προελεύσεων. Η οργάνωση της επιφάνειας αυτών των θωρακίων θυμίζει τα παλαιοχριστιανικά δίπτυχα. Την ίδια στιγμή, ορισμένες σκηνές προδίδουν επιρροές από την ιρανική τέχνη. Αυτό αφορά κυρίως τη σκηνή με το όραμα του αγίου Ευσταθίου, όπου διακρίνουμε έναν έφιππο άνδρα, του οποίου η περιβολή και ο εξοπλισμός είναι αραβικής έμπνευσης. Ο συγκεκριμένος έφιππος άνδρας θυμίζει τον άγιο Ευστάθιο, που καταγόταν από την περιοχή και ήταν γιος του αρχηγού των Αψιλίων και ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Άραβες κατά την 4η δεκαετία του 8ου αιώνα. Τα θωράκια αυτά χρονολογούνται στα τέλη του 9ου αιώνα και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του πολιτισμού των ορεινών περιοχών της εποχής του βασιλείου της Αβασγίας (τέλη του 8ου-τέλη του 10ου αιώνα).23

6.3. Οι βυζαντινές επιρροές

Οι Αβασγοί ηγεμόνες θα προσπαθήσουν στη συνέχεια να ανεξαρτητοποιηθούν από την Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Βυζαντινοί δεν εγκαταλείπουν την περιοχή. Είναι πολύ πιθανό ο μεγαλοπρεπής ναός στην Πιτσούντα (αρχ. Πιτυούς) να χτίστηκε στις αρχές του 10ου αιώνα ως μητροπολιτικός ναός της αρχιεπισκοπής της Σωτηριουπόλεως. Όσον αφορά τη Σεβαστόπολι, αυτή εμφανίζεται στα τακτικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το 12ο αιώνα. Τον 11ο αιώνα το οχυρό της Ανακοπίας έχει περιέλθει στα χέρια των Βυζαντινών και αυτή την εποχή ο πρωτοσπαθάριος Νικόλαος κατέχει τη θέση του στρατηγού στη Σωτηριούπολη και στην Ανακοπία.

Μια σειρά από ομοιόμορφους τρουλαίους ναούς του εγγεγραμμένου σταυροειδούς τύπου προδίδει χωρίς αμφιβολία τη βυζαντινή επιρροή καταρχάς στην κάτοψη, καθώς και σε ορισμένα διακοσμητικά στοιχεία, όπως τα «οδοντωτά» πλαίσια ή τα λεγόμενα «κεραμοπλαστικά κοσμήματα» στην αψίδα της εκκλησίας στην Πιτσούντα (Σωτηριούπολη). Σχεδόν όλες αυτές οι εκκλησίες (Πιτσούντα, Alakhadzy, Bzyb’, Lykhny, Ανακοπία, Msygkhua) βρίσκονται ακριβώς στην περιοχή μεταξύ των πόλεων Πιτυούντος/Σωτηριουπόλεως και Σεβαστοπόλεως, δύο βυζαντινών εδρών. Αυτή η σημαντική ομάδα ναών εγγράφεται με ευκολία στη συνάφεια των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων των Αβασγών βασιλέων και του Βυζαντίου.

6.4. Η γεωργιανή τεχνοτροπία

Τον 11ο αιώνα, την εποχή του ενιαίου βασιλείου της Ιβηρίας, παρατηρούμε στην περιοχή της Αμπχαζίας γεωργιανές αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές επιδράσεις: οι εκκλησίες στην Ambara και το Kiač, οι μονόκλιτες εκκλησίες με προσκτίσματα (οι λεγόμενες βασιλικές με τρεις εκκλησίες), ορισμένες λαξευμένες πλάκες στην Ankhua, στο Tsebelda και αλλού. Τα χαρακτηριστικά της γεωργιανής αρχιτεκτονικής είναι επίσης αρκετά εμφανή στην εκκλησία της Bédia, που ξαναχτίστηκε το 14ο αιώνα, καθώς και στο γλυπτό της διάκοσμο. Από αυτή την εποχή και μετά ξανασυναντάμε στην περιοχή γεωργιανές επιγραφές.

Την περίοδο μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα δεν υπήρξαν μεγάλες κατασκευές. Ανεγέρθηκαν κυρίως αρκετές μονόκλιτες εκκλησίες με προσκτίσματα, διακοσμημένες με τοιχογραφίες και ανάγλυφες πλάκες.24

7. Η Μεταβυζαντινή περίοδος

Στη Μεταβυζαντινή εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας συναντάμε ακόμη επισκοπικές έδρες στις θέσεις Bédia, Mokva, Dranda και Πιτσούντα/Bičvinta. Στα τέλη του 14ου αιώνα, η Πιτσούντα, ο αρχαίος Πιτυούς, επισκοπική έδρα της εποχής του Κωνσταντίνου, γίνεται έδρα του πατριάρχη τηςΑβασγίας (και της Δυτικής Γεωργίας). Ακόμα και στο 19ο αιώνα, κατά την παλινόρθωση του χριστιανισμού στην Αμπχαζία, συναντάμε πάντοτε εκκλησίες βυζαντινού τύπου στα ανανεωμένα κέντρα του χριστιανισμού: Πιτυούς/Πιτσούντα, Ανακοπία (Novyi Afon/ Νέος Άθως), Dranda, Mokva.

8. Συμπεράσματα

Για αιώνες η Αμπχαζία υπήρξε περιοχή γόνιμων επαφών ανάμεσα στις πολιτιστικές παραδόσεις των γειτονικών της χωρών στα ανατολικά και τα δυτικά. Τα μνημεία της από την Παλαιοχριστιανική και τη Βυζαντινή περίοδο μαρτυρούν το ιδιαίτερο καυκασιανό πολιτισμικό υπόβαθρο της περιοχής αυτής στην ανατολική ακτή της Μαύρης θάλασσας, στα όρια του μεσογειακού κόσμου.

1. Шамба, С.М., Монетное обращение на территории Абхазии (V в. до н. э. – XIII в. н. э.), (Тбилиси 1987), σελ. 91-92.

2. Kaukhchishvili, T.S., Berdznuli tsartserebi sakartveloshi (Tbilisi 1951), σελ. 1-31 (στα γεωργιανά)· Хрушкова, Л.Г., Раннехристианские памятники Восточного Причерноморья, IV-VII века (Москва 2002), σελ. 79-83, 112, 115, 169-170, 233-236, 320, 329, 342-343, 347.

3. Гамахария, Д. – Гогия, Б., Абхазия – историческая область Грузии (Тбилиси 1997), σελ. 807-815.

4. Леквинадзе, В.А., Монументальные памятники Западной Грузии (Автореферат на соискание ученой степени доктора исторических наук, Москва 1973)· Lordkipanidze, O. – Brakmann, H., “Iberia II (Georgien)”, στο Reallexikon für Antike und Christentum XVII (1994)· Braund, D., Georgia in Antiquity. A History of Colchis and Transcaucasian Iberia, 550 BС-AD 562 (Oxford 1994), σελ. 268-311· Хрушкова, Л.Г., Раннехристианские памятники Восточного Причерноморья, IV-VII века (Москва 2002), σελ. 34-44.

5. Geyer, A. – Mamuladze, Š. (επιμ.), Georgisch-Deutsche Expedition Gonio-Apsaros, Erster Vorläufiger Bericht: Arbeiten im Jahre 2000 (Tbilisi 2002)· Geyer, A. (επιμ.), Neue Forschungen in Apsaros (2000-2002), (Jenaer Forschungen in Georgien I, Tbilisi 2003).

6. Леквинадзе, В.А., “Оборонительные сооружения Севастополиса”, Советская Археология 1 (1966), σελ. 203-210.

7. Трапш, М.М., Средневековая Анакопия (Труды 4. Материалы по археологии средневековой Абхазии, Сухуми 1975).

8. Апакидзе, А.М., “'Великий Птиунт'”: археологические раскопки в Пицунде, στο Апакидзе, А.М. (επιμ.), Великий Питиунт III (Тбилиси 1978), σελ. 9-99.

9. Zakaraya, P., “Tsikhegodzhis simagreebi da saero nagebobebi”, στο Zakaraya, P. – Kapanadze, T., Tsikhegodzhi-Arkheopolisi-Nokalakevi (Tbilisi 1991), σελ. 7-161 (στα γεωργιανά, με περίληψη στα ρωσικά).

10. Воронов, Ю.Н., Древняя Апсилия (Сухум 1988), σελ. 287-293.

11. Για την πιο πρόσφατη θέση ως προς τα νέα δεδομένα υπέρ μιας πρώιμης χρονολόγησης (στο β΄ μισό του 6ου αιώνα) βλ. Alexidze, Z., “La construction de la ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ d’après le nouveau manuscrit sinaïtique no 50”, Travaux et Mémoire 13 (2000), σελ. 673-681.

12. Khrouchkova, L., “Quelques notes sur l’organisation ecclésiastique de l’Abkhazie et ses relations artistiques avec Constantinople à l’époque Paléologue“, Byzantinische Forschungen 29 (2007), σελ. 271-292· Хрушкова, Л.Г., “Питиус (Пицунда, Бичвинта) – древнейший христианский центр Кавказа”, Византийский Временник  67 (2008), σελ. 234–249.

13. Хрушкова, Л.Г., Лыхны, средневековый дворцовый комплекс в Абхазии (Москва 1998)· Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006), σελ. 115-133.

14. Хрушкова, Л.Г., Раннехристианские памятники Восточного Причерноморья, IV-VII века (Москва 2002)· Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006).

15. Khrushkova, L, “The Spread of Christianity in the Eastern Black Sea Littoral (Written and Archaeological Sources)”, Ancient West and East 6 (2007), σελ. 177-219.

16. Khroushkova, L., “Les influences romaines dans l’architecture paléochrétienne sur le littoral oriental du Pont Euxin”, στο Ecclesiae Urbis, Atti des Congresso internazionale di studi sulle chiese di Roma (IV-X secolo), Roma, 4-10 sett. 2000, II (Città del Vaticano 2002), σελ. 1.307-1.339.

17. Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006), σελ. 31· Velmans, T., “Une image paléochrétienne rare au baptistère de Pitzunda”, στο Actas del VIII Congresso international de arqueologia cristiana, Barcelona 1969 (Città del Vaticano – Barcelona 1972), σελ. 598-603.

18. Хрушкова, Л.Г., Цандрипш, Материалы по раннехристианскому строительству в Абхазии (Сухуми 1985)· Khrouchkova, L., “La propagation du christianisme dans une région Pontique, la basilique de Candripsh, 'temple pour les Abasges'”, στο Iwaszkiewicz-Wronikowska, B. – Prochniak, D. (επιμ.), Sympozja Kazimierskie poswiecone kulturze swiata poznego antyku i wczesnego chrzescijanstwa V (Lublin 2005), σελ. 405-445.

19. Хрушкова, Л. Г., Василиненко, Д. Э., «Новые археологические данные о христианских памятниках Северо-Восточного Причерноморья» dans В.В. Симонов (ed.), Акутальные проблемы истории Церкви (υπό έκδοση).

20. Хрушкова, Л.Г., Скульптура раннесредневековой Абхазии, V-X века (Тбилиси 1980), σελ. 9-25· Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006), σελ. 135-144.

21. Khrouchkova, L., “Les monuments paléochrétiens de l’Abkhazie: entre l’Orient et l’Occident”, στο Acta congressus internazionalis archaeologiae cristianae. Wien, Sept. 1999 (Città del Vaticano – Wien 2006), σελ. 475-482.

22. Kapanadze, T., “Nokalakevisa da misi 'kveknis' sakulto nagebobebi”, στο Zakaraya, P. – Kapanadze, T., Tsikhegodzhi-Arkheopolisi-Nokalakevi (Tbilisi 1991), σελ. 165-260 (γεωργιανά, με περίληψη στα ρωσικά)· Хрушкова, Л.Г., Раннехристианские памятники Восточного Причерноморья, IV-VII века (Москва 2002), σελ. 331-353· Plontke Lüning, A., Frühchristliche Architektur in Kaukasien (Veröffentlichungen zur Byzanzforschung XIII, Wien 1997), σελ. 202, 238-242, 291.

23. Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006), σελ. 145-152· Khroushkova, L., “Majestas Domini dans les absides des églises de l’Egypte, du Caucase et de Cappadoce”, στο Kormysheva, E. (επιμ.), Heritage of Ancient Egypt et Christian Orient 3 (Moscow 2006), σελ. 199-216.

24. Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006), σελ. 107-112.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>