|
|
|
|
|
|
1. Προέλευση – Ονομασία οικογένειας
Η οικογένεια Σκαραμαγκά συγκαταλέγεται στους αρχαιότερους και σημαντικότερους οίκους της αριστοκρατίας της Χίου. Η εγκατάστασή της στο νησί χρονολογείται από το 16ο αιώνα, ενώ, σύμφωνα με μια πηγή, πρόκειται για αρχικά αθηναϊκό γένος, όπως και των Ροΐδη και Ζυγομαλά, που μαζί με οικογένειες άλλων περιοχών εγκαταστάθηκαν στη Χίο από το τέλος της περιόδου της Γενουοκρατίας.1 Η πρωιμότερη αναφορά στο όνομα των Σκαραμαγκά χρονολογείται το 12ο αιώνα και προέρχεται από ένα χωρίο της Επιτομής του Ιωάννη Κιννάμου (ΙV, γ΄, 16), με αφορμή την περιγραφή μιας ναυμαχίας μεταξύ Βυζαντινών και Δυτικών το 1149.2
2. Κοινωνική θέση της οικογένειας Σκαραμαγκά κατά την Οθωμανική περίοδο
Οι οικογένειες αυτές των επήλυδων μαζί με τις προϋπάρχουσες, κυρίως της περιοχής του Κάμπου της Χίου, απέκτησαν μεγάλη ισχύ κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και κατ’ ουσίαν ήταν αυτές που κυβερνούσαν το νησί με τη σκιώδη παρουσία εκπροσώπων της Υψηλής Πύλης. Επομένως, είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι και η οικογένεια των Σκαραμαγκά, που ανήκε στον κύκλο της ελίτ του νησιού, κατείχε ανάλογη θέση και ρόλο στα πράγματα του τόπου. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από πηγή που αναφέρει τον οίκο των Σκαραμαγκά ανάμεσα στους ισχυρούς της Χίου κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας,3 ενώ αλλού συναντάμε την αμφιλεγόμενη άποψη ότι παρά τη σημαντική κατοχή έγγειας ιδιοκτησίας και δύο εκκλησιών στην περιοχή του Κάμπου, ο ρόλος της οικογένειας Σκαραμαγκά την περίοδο αυτή δεν ήταν πολύ σημαντικός.4
3. Η οικονομική δραστηριότητα του οίκου Σκαραμαγκά
3.1. Εισαγωγικά – Το χιώτικο δίκτυο
Οι Σκαραμαγκάδες, όπως και πολλές από τις ισχυρές οικογένειες της Χίου, ασχολήθηκαν συστηματικά με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Από τα τέλη μάλιστα του 18ου και κατά το 19ο αιώνα οι Χιώτες αποτέλεσαν την ισχυρότερη οικονομικά ομάδα Ελλήνων εμπόρων της Διασποράς, έχοντας εγκατασταθεί στα σημαντικότερα εμπορικά και ναυτιλιακά κέντρα της εποχής, και συγκεκριμένα στα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης (Μασσαλία, Λιβόρνο, Τεργέστη), στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Αγγλίας (Λονδίνο, Μάντσεστερ, Λίβερπουλ) και φυσικά στα αντίστοιχα κέντρα της Ανατολής (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια), της Μαύρης Θάλασσας (Οδησσός) και της Αζοφικής (Ταϊγάνιο, Ροστόφ επί του Ντον) κ.ά. Τα μέλη των οικογενειών των Χίων εμπόρων δημιούργησαν μεταξύ τους στα αντίστοιχα κέντρα όπου εγκαθίσταντο δεσμούς συνεργασίας, ενισχυμένους μέσω επιγαμιών και συγγενειών, με σκοπό τη διαφύλαξη της ενότητας και της εμπιστοσύνης του . Το φαινόμενο αυτό επιχειρηματικής δομής και λειτουργίας χαρακτηρίστηκε ως το χιώτικο δίκτυο και κυριάρχησε κυρίως την περίοδο 1830-1860 στο χώρο των επιχειρήσεων των Ελλήνων της Μεσογείου, της δυτικής Ευρώπης και της Μαύρης Θάλασσας.5
3.2. Ο κλάδος του Εμμανουήλ Σκαραμαγκά
Περισσότερο γνωστά στοιχεία για τη δράση, την οργάνωση και την εξάπλωση της οικογένειας Σκαραμαγκά στο χώρο των επιχειρήσεων έχουμε το 19ο αιώνα, ειδικότερα δε για την περίοδο μετά την καταστροφή της Χίου το 1822. Αρκετές πληροφορίες διαθέτουμε για τον κλάδο του Εμμανουήλ Σκαραμαγκά, ο οποίος ήταν παντρεμένος με τη Δέσποινα Σαλβάγου. Στην καταστροφή της Χίου αιχμαλωτίστηκε ο γιος τους Ιωάννης (Ζαννής, 1815-1901), ο οποίος εξαγοράστηκε από τον πατέρα του από κάποιο αγά που τον κρατούσε έναντι 6.000 γροσίων.6 Στη συνέχεια φαίνεται ότι η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη, όπου μεγάλωσε ο Ζαννής, τόπο εγκατάστασης πολλών χιώτικων οικογενειών μετά την Καταστροφή, γεγονός που καθόρισε στη συνέχεια και την εξέλιξη του νησιού ως του κυριότερου εμπορικού και ναυτιλιακού κέντρου του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου και του ευρύτερου χώρου της ανατολικής Μεσογείου. Έπειτα ο Ζαννής ακολούθησε τον, μάλλον μεγαλύτερο, αδελφό του Γεώργιο στην Αγγλία μέχρι την οριστική εγκατάστασή του στο Ταϊγάνιο. Ο Γεώργιος παρέμεινε στην Αγγλία και ο πατέρας τους Εμμανουήλ στη Σύρο.
Ο Ζαννής παντρεύτηκε το 1851 την Καλλιόπη Ράλλη-Πετροκόκκινου (1828-1914) και έτσι συνδέθηκε με τους Ράλληδες, με τους οποίους συνεργάστηκε στενά.7 Με την Καλλιόπη απέκτησαν επτά παιδιά από τα οποία επέζησαν τα τέσσερα: η Δέσποινα (1854-Αθήνα 1943), η Αλεξανδρίνα (1855-Αθήνα 1932), ο Γεώργιος (Ροστόφ 1860-Ροστόφ 1930) και η Αμαλία (Ροστόφ 1866-Ροστόφ 1943). Η Δέσποινα παντρεύτηκε το 1875 τον αδελφό της συζύγου του θείου της Γεωργίου, το Χιώτη Στέφανο Φραγκιάδη (οι γάμοι επιμειξίας δεν προκαλούσαν σκάνδαλο, σύμφωνα με τα χιώτικα ήθη, αντίθετα ενθαρρύνονταν ώστε να προστατεύονται καλύτερα τα οικογενειακά συμφέροντα), με τον οποίο έζησαν αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια στην Αθήνα, ενώ η Αλεξανδρίνα το 1880 τον Αλέξανδρο Σκαναβή, έμπορο της Οδησσού, από όπου προέκυψε και η εταιρεία Σκαναβή-Σκαραμαγκά.8
Ο Γεώργιος, ο μοναδικός άρρην απόγονος της οικογένειας, σπούδασε στο Aix-en-Provence της Γαλλίας και παντρεύτηκε τη Νάντια Φόλκενσταϊν, Εβραία από τη Ρίγα, με την οποία απέκτησε μία θυγατέρα, την Ιουλία. Ο θάνατος της κόρης τους σε μικρή ηλικία προκάλεσε το χωρισμό του ζευγαριού. Φυσικά ένας τέτοιος γάμος αποτελούσε σκάνδαλο για τα χιώτικα ήθη, ενώ ακόμη μεγαλύτερο προκάλεσε η συμβίωσή του με τη Χιώτισσα Πολύμνια Μαυροκορδάτου, την οποία δεν παντρεύτηκε ποτέ. Η Αμαλία, ως η μικρότερη κόρη, σύμφωνα με το χιώτικο έθιμο, έμεινε ανύπαντρη για να γηροκομήσει τους γονείς της.9
3.3. Το επιχειρηματικό δίκτυο των Σκαραμαγκάδων
Το δίκτυο εξάπλωσης των επιχειρήσεων των Σκαραμαγκάδων φαίνεται ότι ήταν αρκετά ευρύ. Εκτός από τον κλάδο του Εμμανουήλ και του γιου του Ζαννή στην Αζοφική, και του αδελφού του Ζαννή, του Γεωργίου, στο Λονδίνο, μέλη του οίκου των Σκαραμαγκάδων εγκαταστάθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1820 στην Τεργέστη, όπως πολλά άλλα μέλη των οικογενειών του χιώτικου δικτύου.10 Ακόμη στη Σύρο βρίσκουμε εγκατεστημένους τους Αμβρόσιο και Ευστράτιο Σκαραμαγκά. Μάλιστα ο πρώτος κατοικούσε εκεί από την εποχή της Επανάστασης, όπου ασχολιόταν με την εκποίηση πειρατικών λειών.11 Επιπλέον βρίσκουμε και τους δύο στις αρχές τις δεκαετίας του 1830 να δραστηριοποιούνται στις αγοραπωλησίες και ναυπηγήσεις μεγάλων ιστιοφόρων στη Σύρο,12 ενώ αργότερα, κατά τις δεκαετίες 1860 και 1870, εντοπίζουμε τους Α.Π. Σκαραμαγκά και Γ. ή Γ.Π. Σκαραμαγκά, ιδιοκτήτες των ιστιοφόρων "Άγιος Νικόλαος" και "Λουκάς Σκαραμαγκά", εκ των οποίων το πρώτο, μία γολέτα 85 τόνων, ναυπηγήθηκε στη Χερσώνα το 1873 και ήταν νηολογημένη στο Ταϊγάνιο.13
3.4. Η συμμετοχή μελών της οικογένειας Σκαραμαγκά στο εξαγωγικό εμπόριο της νότιας Ρωσίας
Στη Μαύρη Θάλασσα οι Σκαραμαγκάδες φαίνεται ότι είχαν εξαπλωθεί σε όλες τις σημαντικές πόλεις-λιμάνια από τα οποία γίνονταν οι εξαγωγές σιτηρών: Οδησσό, Ταϊγάνιο, Ροστόφ, Νοβοροσίσκ. Ήδη βρίσκουμε το όνομα Σκαραμαγκά (χωρίς δυστυχώς να προσδιορίζεται για ποιον ακριβώς πρόκειται) να συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εξαγωγείς σιτηρών της Οδησσού το 1826-1827 με εξαγωγές αξίας 132.284 ρουβλίων.14 Ακόμη βρίσκουμε τον Ευστράτιο Σκαραμαγκά εγκατεστημένο στο Ταϊγάνιο να συμπράττει, μέσα από το γάμο του Παντιά Ράλλη με τη Μαριέττα Πέτρου Σκαραμαγκά από το Λονδίνο το 1831, στη δημιουργία της εταιρείας Ράλλης-Σκαραμαγκάς στο Ταϊγάνιο.15 Αλλά και ο γάμος του Ιωάννη (Ζαννή) Σκαραμαγκά με την Καλλιόπη Ράλλη-Πετροκόκκινου, επίσης στο Ταϊγάνιο το 1851, αναφέρεται ότι συνέβαλε στο ίδιο αποτέλεσμα.16 Το σίγουρο είναι ότι ο οίκος των Ράλλη είχε συμπράξει με τους Σκαραμαγκά τόσο στην Οδησσό όσο και στο Ταϊγάνιο, αλλά αποδεσμεύθηκε από την εταιρεία το 1866, μετά δηλαδή το θάνατο του Ζαννή Ράλλη της Οδησσού το 1859 και του Παντιά Ράλλη του Λονδίνου το 1865, και την αναδίπλωση του οίκου από το εμπόριο των σιτηρών και της Ανατολής γενικότερα.17
Εκτός από τον Ιωάννη Εμμ. Σκαραμαγκά, αναφέρονται ακόμη οι έμποροι Ηλίας & Λουκάς Σκαραμαγκάς εγκατεστημένοι στο Ταϊγάνιο, οι οποίοι συνέβαλαν στην ανάπτυξη του εμπορίου σιτηρών του Ροστόφ.18 Με το όνομα του δεύτερου μάλιστα υπήρχε ένα μπρίκι 217 τόνων, ναυπηγημένο το 1865 στη Σύρο και νηολογημένο στο ίδιο λιμάνι, ιδιοκτησίας του Γ.Π. Σκαραμαγκά.19 Ιδιοκτήτης πρέπει να ήταν ωστόσο μάλλον ο Ι.Π. (Ιωάννης του Πέτρου;) Σκαραμαγκάς, αφού το ιστιοφόρο το βρίσκουμε σε άλλη πηγή του 1879 με αναγραφόμενο όνομα ιδιοκτήτη το "Ι. Σκαραμαγκάς",20 ενώ τον Ιωάννη Π. τον συναντάμε αργότερα (1886) ως έναν από τους τρεις Σκαραμαγκάδες που ήταν μέλη του . Επομένως, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο Ιωάννης Π. ήταν μάλλον γιος του Πέτρου Σκαραμαγκά, αδελφός της Μαριέττας που παντρεύτηκε τον Παντιά Ράλλη. Οι άλλοι δύο, μέλη του Βαλτικού Κέντρου, ήταν οι Γεώργιος Ε. (μάλλον Εμμανουήλ) και Εμμανουήλ Γ. (μάλλον Γεωργίου), δηλαδή, πατέρας και γιος, αδελφός και ανιψιός αντίστοιχα του Ιωάννη Εμμ. Σκαραμαγκά της Αζοφικής, που ήταν εγκατεστημένοι στο Λονδίνο.21
Οι Σκαραμαγκάδες μαζί με τους Βαλλιάνους της Κεφαλλονιάς ήταν οι σημαντικότεροι εξαγωγείς σιτηρών της Αζοφικής.22 Ο Αν. Γούδας το 1874 αφιερώνει τον τέταρτο τόμο των Βίων Παράλληλων στον Ιωάννη Π. Σκαραμαγκά χαρακτηρίζοντάς τον ως «κυρίαρχο του εμπορίου της Αζοφικής και του Βόλγα». Ο χαρακτηρισμός του Γούδα επιβεβαιώνεται και από στοιχεία του έτους 1851-1852, όπου προκύπτει ότι η εταιρεία Ράλλη και Σκαραμαγκά βρισκόταν στην πρώτη θέση, μεταξύ των ελληνικών εμπορικών οίκων του Ταϊγανίου, στις εξαγωγές σιτηρών, λιναρόσπορου, ζωικού λίπους και μαλλιού προς τη Βρετανία. Ακολουθούσαν οι οίκοι Βαλλιάνου, Ροδοκανάκη και Μαριολάκη, αλλά με μεγάλη διαφορά, καθώς το έτος 1851 η αξία των εξαγωγών των Ράλλη-Σκαραμαγκά κάλυπτε σχεδόν το 50% του συνόλου των Ελλήνων και το 40% του συνόλου των εξαγωγών του Ταϊγανίου, ενώ το 1852 το 48,3% του συνόλου των Ελλήνων και το 40,32% επί του συνόλου των εξαγωγών του Ταϊγανίου.23
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, κατά βάση τη δεκαετία του 1860, το εμπόριο σιτηρών της Οδησσού, κυρίως μάλιστα των Ελλήνων, είχε χάσει την προηγούμενη σημασία του και άλλες εθνότητες, όπως οι Εβραίοι, είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τον έλεγχο της παραγωγής και των εξαγωγών. Οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι είχαν στραφεί σε άλλες δραστηριότητες ή είχαν χάσει την πρότερη κυρίαρχη θέση τους. Μεταξύ αυτών που κατάφεραν να παραμείνουν ακόμη ισχυροί στο εμπόριο σιτηρών της Μαύρης θάλασσας, ειδικά ανάμεσα στους Χιώτες, ήταν οι Σκαραμαγκάδες, μαζί με τους Ροδοκανάκηδες και τους Σεβαστόπουλους.24 Μεταξύ των εμπορικών οίκων της Αζοφικής του 1886 συγκαταλέγονται στο Ταϊγάνιο οι οίκοι Σκαραμαγκάς-Μανουσίρ & Σία, Σκαραμαγκάς Ι.Α. και Σκαναβής-Σκαραμαγκάς, ενώ στο Ροστόφ ο οίκος του Ι.Ε. (Ιωάννης του Εμμανουήλ) Σκαραμαγκά.25 Ακόμη, από στοιχεία του 1888, προκύπτει ότι ο οίκος του Ι. Σκαραμαγκά, μαζί με το Βαλλιάνο και το Σεβαστόπουλο ανήκαν στους κυριότερους εξαγωγείς του Νοβοροσίσκ.26
Η οικογένεια του Ιωάννη Εμμ. Σκαραμαγκά, που αρχικά ήταν εγκατεστημένη στο Ταϊγάνιο, μετακόμισε στο Ροστόφ στο τέλος δεκαετίας του 1850, ίσως το 1858, καθώς γνωρίζουμε ότι τότε χτίζει το περίφημο μέγαρό της σε μια τεράστια έκταση στις όχθες του Ντον.27 Η μετακίνηση εμπόρων από το Ταϊγάνιο προς το Ροστόφ την εποχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της ανάπτυξης του δεύτερου εις βάρος του πρώτου, χάρη στην καλύτερη γεωγραφική του θέση και στη σύνδεση της σιδηροδρομικής γραμμής.28
3.5. Ναυτιλία
Οι Σκαραμαγκάδες ασχολήθηκαν, όπως πολλοί έμποροι της εποχής, και με τη ναυτιλία, με τη διαφορά ότι στη συνέχεια όταν το εμπόριο γνώρισε ύφεση δε σταμάτησαν, αλλά εξελίχθηκαν στον τομέα αυτό είτε ως εφοπλιστές είτε ως ιδιοκτήτες ναυπηγείων. Ο Αυγητίδης29 αναφέρει ότι οι Σκαραμαγκάδες στο Ροστόφ είχαν ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα, ενώ ήταν ιδιοκτήτες 5 μαουνών, 4 ρυμουλκών και του πλοίου "Άγιος Νικόλαος", που μάλλον πρόκειται για τη γολέτα που ναυπηγήθηκε στη Χερσώνα το 1873. Το 1860 θεωρούνται ιδιοκτήτες δύο ιστιοφόρων 535 τόνων, με τα οποία εξυπηρετούσαν το εμπόριο της Μαύρης θάλασσας με τη Μασσαλία,30 ενώ στις δεκαετίες 1870-1890 φαίνεται ότι απέκτησαν σπουδαίο μερίδιο στο χώρο της ελληνόκτητης ναυτιλίας. Τη δεκαετία του 1870 καταγράφονται 81 αφίξεις πλοίων ιδιοκτησίας Σκαραμαγκά στο λιμάνι της Μασσαλίας, συνολικής χωρητικότητας 25.093 τόνων, κατέχουν δε την τρίτη θέση μετά το Βαλλιάνο και το Σπάρταλη. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα διατηρούν ανάλογα πρωτεία, αλλά με μειωμένη χωρητικότητα (44 πλοία 19.103 τόνων το 1880 και 12 πλοία 13.403 τόνων το 1890), καθώς η ιστιοφόρος ναυτιλία παρακμάζει και αντικαθίσταται από την ατμοπλοΐα. Μάλιστα ο μέσος όρος 1.116 τόνων καθενός από τα 12 πλοία της δεκαετίας του 1890 είναι πιο πιθανό να αναφέρεται σε ατμόπλοια παρά σε ιστιοφόρα.31
Οι Σκαραμαγκάδες ήταν από τις ελάχιστες οικογένειες του χιώτικου δικτύου που έκαναν τη μετάβαση στον εφοπλισμό και την ατμοπλοΐα και συνεργάστηκαν στενά με κεφαλαιούχους του Ιονίου, ειδικότερα της Κεφαλλονιάς και της Ιθάκης, οι οποίοι κυριάρχησαν στα ναυτιλιακά πράγματα την περίοδο από το 1870 έως και τις αρχές του 20ού αιώνα.32 Ήδη από το 1885 οι Σκαραμαγκάδες κατείχαν το ατμόπλοιο "Χίος", 1.106 τόνων, ναυπηγημένο στη Σύρο το 1884.33 Ο ερχομός του 20ού αιώνα τούς βρήκε να κατέχουν αξιόλογο μερίδιο ανάμεσα στους Έλληνες εφοπλιστές του Λονδίνου, με σημαντική αυξητική τάση μέχρι το 1914.
Ο παρακάτω πίνακας34 επιβεβαιώνει την αυξητική πορεία και το μερίδιο των Σκαραμαγκάδων στο ναυτιλιακό πεδίο με κύριους ανταγωνιστές/συνεργάτες τους Ιόνιους εφοπλιστές, όπως οι Βαλλιάνοι, ο Λυκιαρδόπουλος και άλλοι. ΕΤΟΣ | 1900 | 1905 | 1910 | 1914 | ΠΛΟΙΑ | 1 | 3 | 4 | 8 | ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ | 1.835 | 5.926 | 7.642 | 24.241 |
3.6. Χρηματοπιστωτικός τομέας
Όπως οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες της εποχής, έτσι και οι Σκαραμαγκάδες αναμείχθηκαν έντονα και στις τραπεζικές υποθέσεις. Το 1869 η εταιρεία Σκαραμαγκά & Σία του Ταϊγανίου συμμετέχει μαζί με τους επίσης ελληνικούς τραπεζικούς οίκους Θ.Π. Ροδοκανάκη και Θεοδ. Μαυροκορδάτου & Σία της Οδησσού στην ίδρυση της Διεθνούς Εμπορικής Τράπεζας, ενώ το 1871 συγκαταλέγεται μεταξύ των ιδρυτών της Τράπεζας Αζοφικής-Ντον στο Ταϊγάνιο, όπως και ο οίκος Ροδοκανάκη.35
4. Κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα
Η οικογένεια του Ιωάννη Εμμ. Σκαραμαγκά, εκτός από την έντονη επιχειρηματική της δραστηριότητα, ήταν επίσης γνωστή στους κύκλους των μεγαλοαστών του Ταϊγανίου και του Ροστόφ για την ιδιαίτερη ενασχόλησή της με κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο Κανδύλης αναφέρει ότι κατείχαν 5-6 μέγαρα στο Ταϊγάνιο και ένα ιδιόκτητο θέατρο στο οποίο καλούσαν θιάσους από τη Γαλλία.36 Επίσης, ανάλογη δραστηριότητα επέδειξαν στο περίφημο μέγαρο του Ροστόφ, σε ένα υψηλό πνευματικά και καλλιτεχνικά περιβάλλον με έντονες επιρροές από τη Γαλλία.
5. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η οικογένεια Σκαραμαγκά
Η οικογένεια του Ιωάννη Εμμ. Σκαραμαγκά υπέστη και αυτή τις συνέπειες της Οκτωβριανής Επανάστασης, με την απώλεια της περιουσίας, την επίταξη της οικίας τους, τη φυγή μελών τους προς την Αθήνα, αλλά και τον ευτυχή για τις δεδομένες περιστάσεις διορισμό του Γεωργίου Ι. Σκαραμαγκά το 1922 από την τοπική επιτροπή των σοβιέτ ως ειδικού συμβούλου σε ζητήματα εξαγωγών των σιτηρών στο πλαίσιο της νέας οικονομικής πολιτικής του Λένιν.37 |
| | |
1. Ζολώτας, Γ., Ιστορία της Χίου Γ1 (Αθήνα 1921), σελ. 137· Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 10. 2. Ζολώτας, Γ., Ιστορία της Χίου Α2 (Αθήνα 1921), σελ. 495. 3. Notice sur la famille Petrococchino de l’île de Chio (Genéve 1909), σελ. 11. 4. Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 10. 5. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 129-168. 6. Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα 1997), σελ. 220· Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 10. 7. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 230. 8. Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 13-15· Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 230-231. 9. Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα 1997), σελ. 223-224. 10. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 143. 11. Χατζηιώαννου, Μ.-Χ., Οικογενειακή στρατηγική και εμπορικός ανταγωνισμός. Ο οίκος Γερούση τον 19ο αιώνα (Αθήνα 2003), σελ. 91-92. 12. Επεξεργασμένα στοιχεία από το Αρχείο του συμβολαιογράφου Μάξιμου Ταλασλή, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Νομός Κυκλάδων. 13. Χαρλαύτη, Τ. – Βλασσόπουλος, Ν., Ποντοπόρεια, 1830-1940. Ποντοπόρα ιστιοφόρα και ατμόπλοια από την ίδρυση του ελληνικού κράτος μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Αθήνα 2002). 14. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 202, πίν. 7.3. 15. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 204-205. 16. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 230. 17. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 147-148, επίσης στο σχήμα 3.2 αναφέρεται κατάστημα της επωνυμίας Ράλλη-Σκαραμαγκά στην Πετρούπολη, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Βλ. και Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 125-126, 216. 18. Αυγητίδης, Κ., Θεόδωρος Π. Ροδοκανάκης. Ο μεγαλέμπορος, επιχειρηματίας, πλοιοκτήτης και τραπεζίτης της Οδησσού (Χίος 2004), σελ. 67. 19. Χαρλαύτη, Τ. – Βλασσόπουλος, Ν., Ποντοπόρεια, 1830-1940. Ποντοπόρα ιστιοφόρα και ατμόπλοια από την ίδρυση του ελληνικού κράτος μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Αθήνα 2002). 20. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), παράρτημα 3.4., σελ. 522. 21. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 155-156, πίν. 3.9. 22. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 228. 23. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 142, πίν. 3.7. 24. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 196. 25. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 184, πίν. 4.6· Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 233, πίν. 7.10. 26. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 190-191, πίν. 4.10. 27. Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 13. 28. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 74, 230· Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 13. 29. Αυγητίδης, Κ., Θεόδωρος Π. Ροδοκανάκης. Ο μεγαλέμπορος, επιχειρηματίας, πλοιοκτήτης και τραπεζίτης της Οδησσού (Χίος 2004), σελ. 93. 30. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 134-135, πίν. 3.3. 31. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 198, 239, πίν. 4.14. 32. Βλ. σχετικά με την ονομαζόμενη ιόνιο φάση και το ιόνιο δίκτυο Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 173-213. 33. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 243, πίν. 5.4. 34. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 246, πίν. 5.5. 35. Αυγητίδης, Κ., Θεόδωρος Π. Ροδοκανάκης. Ο μεγαλέμπορος, επιχειρηματίας, πλοιοκτήτης και τραπεζίτης της Οδησσού (Χίος 2004), σελ. 75. 36. Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 12. 37. Κανδύλης, Γ., Ιστορία τριών οικογενειών της μεγάλης διασποράς. Σκαραμαγκά-Σκαναβή-Κανδύλη (Αθήνα 1994), σελ. 19· Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα 1997), σελ. 223. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|