1. Νομίσματα των ελληνικών πόλεων των δυτικών ακτών της Μαύρης θάλασσας 1.1. Νομισματοκοπεία και χρονολογία της λειτουργίας τους Η αρχική φάση της κυκλοφορίας των νομισμάτων στη συγκεκριμένη περιοχή χρονολογείται κατά το α΄ μισό του 6ου έως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από τη χρήση χάλκινων αντικειμένων ιδιαίτερης κατασκευής σε σχήμα αιχμής βέλους. Τη νομισματική τους λειτουργία επιβεβαιώνει το γεγονός ότι βρέθηκαν σε σύνολα, καθώς και η χρήση τους ως οβολοί του Χάροντα σε ελληνικές ταφές και η ιδιαίτερη περιεκτικότητα των μετάλλων τους. Η κυκλοφορία τους εκτεινόταν στην περιοχή που απαρτιζόταν από τις αποικίες των Μιλησίων στην Ίστρια, την Απολλωνία και την Τόμιδα συμπεριλαμβανομένης και της τους. Αυτό και το γεγονός ότι οι αιχμές βελών σχετίζονταν άμεσα με τη μιλησιακή λατρεία του Απόλλωνα Ιατρού ενισχύουν την πιθανότητα ότι αυτά ήταν ανώνυμα πρωτονομίσματα στις προαναφερθείσες μιλησιακές αποικίες.
Η Ίστρια ήταν η πρώτη ελληνική πόλη στην περιοχή η οποία στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. ξεκίνησε να εκδίδει δικά της νομίσματα εγχάρακτα, με τη σύντμηση του ονόματος της πόλης. Πρόκειται για μικρά χάλκινα νομίσματα που απεικόνιζαν μια σχηματική εικόνα του ηλιακού δίσκου στο σχήμα ενός τετράκτινου τροχού. Τόσο η Ίστρια, όσο και η Απολλωνία και η Μεσημβρία πιθανότατα άρχισαν να εκδίδουν νομίσματα ήδη από το β’ μισό του 5ου αι. π.Χ. Τα νομίσματα αυτά ήταν αργυρά και αργότερα ο συγκεκριμένος τύπος καθιερώθηκε. Κατά το β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. και τον 3ο αι. π.Χ. πολλαπλασιάστηκαν τα ενεργά νομισματοκοπεία της περιοχής, όταν η Οδησσός, η Κάλλατις, η Διονυσόπολις και η Τόμις προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα. Η δραστηριότητα αυτή των ελληνικών πόλεων στις δυτικές ακτές της Μαύρης θάλασσας εγκαταλείφθηκε γύρω στα 70 π.Χ., όταν κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους, και ξεκίνησε μεν και πάλι τον 1ο αι. μ.Χ., όχι όμως παντού. Μοναχά η Τόμις, η Οδησσός και η Κάλλατις εξακολουθούσαν να κόβουν μικρά χάλκινα νομίσματα από καιρού εις καιρόν κατά τον 1ο αιώνα. Η κανονική και ομαλή παραγωγή νομισμάτων ξεκίνησε πάλι στις περισσότερες πόλεις τα χρόνια του Αντωνίνου Πίου (138-161). Εκτός των παλιότερων νομισματοκοπείων, αξίζει κανείς να αναφέρει τα νεότερα και ιδιαίτερα παραγωγικά νομισματοκοπεία της Αγχιάλου και της Μαρκιανοπόλεως. Η υστερότερη κοπή νομισμάτων στην περιοχή χρονολογείται κατά το α΄ μισό του 3ου αιώνα. Τα υστερότερα νομίσματα εκδόθηκαν στην Οδησσό κατά το Γαλιηνό (253-268). 1.2. Μονάδες βάρους και μέταλλα Ο άργυρος αποτελούσε το κυριότερο μέταλλο νομισμάτων στη συγκεκριμένη περιοχή κατά την περίοδο της αυτονομίας της. Η κοπή του γινόταν κυρίως σύμφωνα με τις αττικές ( 4,36 γραμμ.) και τις χιο-ροδιακές (δραχμή 3,87 γραμμ.) μονάδες βάρους. Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η δραχμή και οι υποδιαιρέσεις της αποτελούσαν τις βασικές νομισματικές μονάδες των περισσότερων νομισματοκοπείων. Μοναχά η Ίστρια εξέδιδε δίδραχμα. Αργότερα, κατά τον 4ο αι. π.Χ., η Μεσημβρία και η Απολλωνία εξέδιδαν σπάνια τετράδραχμα. Αυτό ήταν και το διάστημα που κόπηκαν πρώτη φορά χάλκινα νομίσματα. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι κάποια χάλκινα νομίσματα της Απολλωνίας έφεραν ενδείξεις μονάδας διχάλκων και τριχάλκων, πράγμα σπάνιο για ελληνικά νομίσματα.
Κατά τη δεκαετία του 260 π.Χ., η Κάλλατις, η Ίστρια, η Απολλωνία, η Μεσημβρία και η Οδησσός ξεκίνησαν την παραγωγή χρυσών του τύπου του Αλεξάνδρου, γεγονός που πιθανώς αποσκοπούσε στην πληρωμή φόρου υποτελείας στους Γαλάτες που είχαν εισβάλει στην περιοχή της Θράκης και του Δούναβη στις αρχές του αιώνα. Κατά το β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. στα νομισματοκοπεία αυτά ξεκίνησε η πλούσια παραγωγή αργυρών αλεξανδρινών τετραδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είχαν «συμμαχική» λειτουργία για τις πόλεις της περιοχής και παράγονταν μέχρι τις αρχές του 1ου αι. π.Χ., οπότε και αντικαταστάθηκαν από χρυσούς λυσιμάχειους στατήρες.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο παράγονταν αποκλειστικά χάλκινα νομίσματα με υποδιαιρέσεις μεταξύ δύο και πέντε ασσαρίων. 1.3. Τυπολογία νομισμάτων Η ενεργός χρήση μιας συγκεκριμένης εικόνας στα νομίσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των νομισμάτων της περιοχής. Ο οπισθότυπος αυτών της Ίστριας απεικόνιζε διαρκώς έναν αετό επάνω σε ένα δελφίνι. Η συγκεκριμένη εικόνα αποτελούσε το επίσημο έμβλημα της πόλης, σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες. Στη Μεσημβρία, η εικόνα του τετράκτινου τροχού στον οπισθότυπο συμβόλιζε τον ηλιακό δίσκο στο απόγειό του και παρέπεμπε στην ονομασία της πόλης. Τα νομίσματα της Απολλωνίας, από τον 5ο έως το 2ο αι. π.Χ., απεικονίζουν την κεφαλή της Μέδουσας και μία άγκυρα.
Τα χάλκινα νομίσματα αναπαρήγαν σε μεγάλο βαθμό τη διακόσμηση των αργυρών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι αναπαραστάσεις τους διανθίζονταν με εξαιρετικές απεικονίσεις. Αξίζει κανείς να αναφέρει την εικόνα του όρθιου θεού Απόλλωνα, ο οποίος, δαφνοστεφής και με τόξο, κοσμούσε τα νομίσματα της Απολλωνίας κατά τους 3ο και 2ο αι. π.Χ. Η απεικόνιση αυτή πιθανότατα αντέγραφε το διάσημο κολοσσιαίο άγαλμα του θεού, το οποίο δημιούργησε ο γλύπτης Κάλαμις και μετέφερε στη Ρώμη ο Λούκουλλος μετά την κατάκτηση της Απολλωνίας το 73 π.Χ.
Τα πρώτα αργυρά νομίσματα της Καλλάτιδος έφεραν το όνομα του Σκύθη βασιλιά Αταία, και, εκτός των συνήθων εικόνων του Ηρακλή και των εμβλημάτων του στον εμπροσθότυπο, ο οπισθότυπος έφερε μια παράξενη εικόνα ενός Σκύθη ιππέα. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, ο εμπροσθότυπος των νομισμάτων απεικόνιζε πορτρέτα των αυτοκρατόρων και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Η απεικόνιση των οπισθότυπων μπορούσε να ποικίλλει. Εκτός από τις τοπικές θεότητες και τα εμβλήματά τους, οι απεικονίσεις περιλάμβαναν διάσημα αγάλματα και αρχιτεκτονικά μνημεία. Αξιοσημείωτα είναι τα νομίσματα της Αγχιάλου, στα οποία απεικονίζονταν ο Ερμής με το Διόνυσο βρέφος, έμπνευση από το διάσημο άγαλμα του Πραξιτέλη, καθώς επίσης και η εικόνα των κτηρίων της πόλης στα νομίσματα της Μαρκιανοπόλεως. 2. Νομίσματα των ελληνικών πόλεων των βόρειων ακτών της Μαύρης θάλασσας 2.1. Κυριότεροι τρόποι εξέλιξης Η εμφάνιση των πόλεων και η νομισματική ιστορία δύο περιοχών των βόρειων ακτών της Μαύρης θάλασσας διαφέρουν αισθητά, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερες περιπτώσεις.
Η βορειοδυτική περιοχή χαρακτηρίζεται από την αρχική χρήση πρωτονομισματικών χάλκινων αντικειμένων σε σχήμα αιχμών βέλους και δελφινιών. Τα πρώτα πιθανότατα παράγονταν ήδη από το α’ μισό του 6ου αι. π.Χ. στον ελληνικό οικισμό της νήσου Μπερεζάν (αρχαίος Βορυσθένης), ενω τα δεύτερα είχαν παραχθεί στη μιλησιακή αποικία της Ολβίας από τα τέλη του 6ου και στη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. Η ιωνική πόλη της περιοχής, η αρχαία Κερκινίτις, παρήγε, επίσης τον 5ο αι. π.Χ., αιχμές βελών και παράξενα «νομισματοειδή» αντικείμενα, των οποίων η μία πλευρά απεικόνιζε αιχμές βελών και η άλλη ένα δελφίνι. Παρά την ασυνήθιστη εμφάνισή τους τόσο η σύνδεσή τους με τις ιωνικές λατρείες του Απόλλωνα Ιατρού και του Δελφινίου Απόλλωνα, όσο και η νομισματική τους χρήση είναι επιβεβαιωμένες από την αρχαιολογική έρευνα.
Από το β’ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. αρχικά η Ολβία, το Νικόνιο και κατόπιν η Κερκινίτις ξεκίνησαν να παράγουν κανονικά χάλκινα νομίσματα. Είναι σημαντικό ότι τα νομίσματα αυτά δεν ήταν απλώς συμβολικά, αλλά είχαν μια εγγενή αξία η οποία καθοριζόταν από την ποσότητα μετάλλου που περιείχαν. Μάλιστα, κάποια πολύ βαριά αντιπροσωπευτικά δείγματα (περισσότερο των 300 γραμμ.) ενισχύουν το συγκεκριμένο επιχείρημα. Η μετάβαση από χυτά σε κομμένα νομίσματα στην Ολβία έγινε κατά τα τέλη του 5ου με αρχές 4ου αι. π.Χ. Τη μετάβαση αυτή ακολούθησε μια απότομη μείωση του βάρους των χάλκινων νομισμάτων και η υιοθέτηση συμβολικών νομισμάτων, όπως και σε άλλα μέρη του ελληνικού κόσμου.
Σε αντίθεση με την περιοχή της βορειοδυτικής Μαύρης θάλασσας, τα νομίσματα των βορειοανατολικών ακτών της εξελίχθηκαν με ένα μάλλον αναμενόμενο τρόπο. Η αρχή έγινε με την παραγωγή αργυρών νομισμάτων στο Παντικάπαιο στα τέλη του 6ου με αρχές 5ου αι. π.Χ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 5ου αι. π.Χ. το Παντικάπαιο αποτελούσε το μοναδικό νομισματοκοπείο της περιοχής. Στο β’ μισό του αιώνα αυτού το νομισματοκοπείο της πόλης πιθανότατα χρησιμοποιούνταν για την κοπή νομισμάτων στο όνομα της βαρβαρικής φυλής των Σινδών, οι οποίοι κατοικούσαν στη χερσόνησο του Ταμάν. Το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. δύο ακόμα ελληνικές πόλεις, το Νυμφαίο και η Θεοδοσία, ξεκίνησαν την παραγωγή δικών τους αργυρών νομισμάτων. Τον επόμενο αιώνα ιδρύθηκαν καινούργια νομισματοκοπεία στη Χερσόνησο και τη Φαναγορία.
Η εξέλιξη της νομισματικής στις βόρειες ακτές της Μαύρης θάλασσας την περίοδο από τον 4ο έως το 2ο αι. π.Χ. χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη ενοποίηση, η οποία αντανακλά τους στενούς πολιτικούς, οικονομικούς και ποιλιτιστικούς δεσμούς μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Η διαδικασία αυτή κορυφώθηκε στα τέλη του 2ου με αρχές 1ου αι. π.Χ., όταν η περιοχή αυτή εντάχθηκε στο βασίλειο του Πόντου υπό το Μιθριδάτη ΣΤ' και τα τοπικά νομίσματα ακολούθησαν το μοντέλο της ποντικής νομισματικής τυπολογίας και μετρολογίας. Στις αρχές της Ρωμαϊκής περιόδου (περίπου στα μέσα του 1ου αι. π.Χ.) η νομισματική ιστορία της περιοχής σημαδεύτηκε από την παύση των περισσότερων νομισμάτων των πόλεων εκτός της Χερσονήσου. Η Ολβία και ο Τύρας ξεκίνησαν και πάλι την παραγωγή τους τον 1ο αι. μ.Χ. Τα νομίσματα των πόλεων του βασιλείου του Βοσπόρου αντικαταστάθηκαν πλήρως από τα πλούσια βασιλικά νομίσματα που διήρκεσαν μέχρι το 336-337. 2.2. Κυριότεροι τρόποι επιρροής Η ιστορία των νομισμάτων της βόρειας Μαύρης θάλασσας καθορίστηκε σε σημαντικό βαθμό από την πολιτιστική, οικονομική και πολιτική κατάσταση της περιοχής. Η εμφάνιση παράξενων προ-νομισματικών μονάδων και χυτών χάλκινων νομισμάτων στην Ολβία, το Νικόνιο και την Κερκινίτιδα τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. αναπόφευκτα συνδέεται με τα ίδια νομίσματα από τις πόλεις του δυτικού Πόντου και την κοινή μιλησιακή καταγωγή των αποίκων.
Η σημαίνουσα θέση της Ολβίας και του Παντικάπαιου ως των μεγαλύτερων εμπορικών και οικονομικών κέντρων της περιοχής επέφερε την παραγωγή χρυσών στατήρων τον 4ο αι. π.Χ. και στις δύο πόλεις. Τα λυσιμάχεια νομίσματα του 3ου και του 2ου αιώνα διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη λεκάνη της Μαύρης θάλασσας. Το γεγονός αυτό αντανακλάται στην παραγωγή χρυσών λυσιμάχειων στατήρων στον Τύρα και από βασιλείς του Βοσπόρου, καθώς και στην παραγωγή αργυρών τετραδράχμων του ίδιου τύπου στη Χερσόνησο.
Επίσης, τα νομίσματα επηρεάστηκαν από την απομακρυσμένη θέση των ελληνικών πόλεων στην περιοχή αυτή και την εγγύτητά τους με τη «βαρβαρική» ενδοχώρα. Τα ελληνικά νομισματοκοπεία συνήθως λάμβαναν εντολές για την παραγωγή νομισμάτων στο όνομα των βαρβαρικών φυλών ή βασιλέων και φυλάρχων. Τον 5ο αι. π.Χ. η Ολβία εξέδωσε αργυρούς στατήρες με το όνομα Εμινάκος, το οποίο δεν είναι ελληνικό. Κατά τον ίδιο αιώνα το Παντικάπαιο έκοψε αργυρά νομίσματα διάφορων μονάδων στο όνομα της φυλής των Σινδών. Η Κερκινίτις απεικόνιζε τους Σκύθες στον εμπροσθότυπο και τον οπισθότυπο των χάλκινων νομισμάτων του 4ου και του 3ου αι. π.Χ. Το όνομα του Σκύθη βασιλιά Σκιλούρου εμφανιζόταν στα χάλκινα νομίσματα της Ολβίας στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Κατά τον 1ο αι. μ.Χ. κόπηκαν χρυσά και αργυρά νομίσματα στο όνομα των Σαρματίων ηγεμόνων Φαρζοίου και Ινινθημέα. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλες αυτές οι εκδόσεις νομισμάτων από τον 5ο αι. π.Χ. μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ. έφεραν μία εντελώς ελληνική εμφάνιση, παρά το γεγονός ότι όλοι οι τύποι νομισμάτων συνδέονταν με ένα βαρβαρικό φορέα.
Τελικά, η ρωμαϊκή επιρροή αποτέλεσε την τελευταία σημαντική επίδραση στα τοπικά ελληνικά νομίσματα την ύστερη περίοδο της ύπαρξής τους. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η εποχή και η επιρροή της είχαν συνεπή χαρακτήρα, από την άδεια για την κοπή νομισμάτων μέχρι και το δανεισμό ρωμαϊκών μονάδων βάρους και συστήματος μέτρησης ουσιαστικά από όλα τα ελληνικά νομισματοκοπεία. Ο μόνος τομέας στον οποίο τα ελληνικά νομισματοκοπεία παρέμεναν σχετικά ελεύθερα ήταν η επιλογή του οπισθότυπου (σπανιότερα του εμπροσθότυπου), οι απεικονίσεις του οποίου συνδέονταν με τοπικές λατρείες, μύθους και ιστορία. |