Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ελληνικοί πληθυσμοί στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας (18ος - 20ός αιώνας)

Συγγραφή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (24/3/2008)

Για παραπομπή: Παπακωνσταντίνου Κατερίνα, «Ελληνικοί πληθυσμοί στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας (18ος - 20ός αιώνας)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12397>

Ελληνικοί πληθυσμοί στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας (18ος - 20ός αιώνας) (20/12/2008 v.1) Greek populations at the Bulgarian shore of the Black Sea (18th - 20th century) (21/1/2009 v.1) 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα πληθυσμοί από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου, τα μικρασιατικά παράλια και τις περιοχές του Πόντου μετακινήθηκαν προς την ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Μέχρι το 1906 ο ελληνικός πληθυσμός της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ανερχόταν στα 100.000 άτομα.1 Ελληνόφωνοι ή ελληνικής προέλευσης πληθυσμοί διαβιούσαν στην ύπαιθρο και στις πόλεις κατά μήκος των παραλίων του Εύξεινου Πόντου, απ’ όπου έλεγχαν το εμπόριο της περιοχής. Αρκετοί από αυτούς μετακινούνταν προς τις πόλεις της νότιας Ρωσίας μετά τη δεκαετία του 1830 εκμεταλλευόμενοι την εμπορική άνθησή τους. Καθαρά ελληνικές πόλεις ήταν η Μεσημβρία και η Σωζόπολη, ενώ η Αγχίαλος, ο Πύργος και η Βάρνα είχαν ανάμεικτο πληθυσμό.

Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα στην Αγαθούπολη, και σε μια σειρά μικρότερα χωριά όπως η Μήδεια ή Σαλμυδησσός και η Θυνιάς (Νιάδα) σε αρμονική γειτονία με τους βουλγαρικούς ή βλάχικους πληθυσμούς της περιοχής. Στο Βασιλικό το 1906 ζούσαν 500 οικογένειες2, στη Μεσημβρία 1.000 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήρθαν στην Ελλάδα το 1919.3 Στη Βάρνα το 1903 ζούσαν 7.500 Έλληνες σε σύνολο 35.000 κατοίκων. Στον Πύργο 5.322 Έλληνες και στην Αγχίαλο 5.089 Έλληνες.4

Σήμερα οι Έλληνες που ζουν στη Βουλγαρία κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: τους απογόνους των Ελλήνων του 19ου αιώνα, τους Σαρακατσάνους, τους απογόνους των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου και τους Έλληνες επιχειρηματίες που ήρθαν στη χώρα τη δεκαετία του 1990. Υπολογίζεται ότι ζουν στη Βάρνα, τον Πύργο, την Αγχίαλο, τη Σωζόπολη, τη Μεσημβρία, την Αγαθούπολη, τον Άσπρο και τον Κόζιακα.

Επιπλέον στη Βουλγαρία δραστηριοποιούνται περίπου 1.200-1.500 ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες υπολογίζεται ότι έχουν επενδύσει στη χώρα στο διάστημα 1992-2005 ποσά που ξεπερνούν το 1,8 δις ευρώ. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη είναι η παρουσία των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες μοιράζονται το 25-30% της βουλγαρικής αγοράς.5

2. Ιστορία

Ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν στην ενδοχώρα της σημερινής Βουλγαρίας από τα χρόνια του Φιλίππου του Β’ της Μακεδονίας. Στα παράλια αντίθετα, η ελληνική παρουσία είναι πολύ παλαιότερη. Μια σειρά από ελληνικές αποικίες χτίστηκαν σε φυσικούς όρμους και λιμάνια προκειμένου οι άποικοι να εκμεταλλευτούν τη θάλασσα και τα πλούτη της. Η ελληνική παρουσία συνεχίστηκε αδιάκοπη ως και τις αρχές του 20ού αιώνα καθώς τα παλαιότερα στρώματα ελληνικών πληθυσμών εμπλουτίζονταν κατά διαστήματα από νέες αφίξεις που τις προκαλούσαν οι μεταβαλλόμενες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες είτε στον τόπο προέλευσης ή, και κυρίως, στον τόπο προορισμού. Η ελληνική παρουσία στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας ήταν ιδιαίτερα έντονη, καθώς οι Έλληνες έμποροι, βιομήχανοι και επιχειρηματίες κυριαρχούσαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της.

Το 1856, μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και τη θέσπιση των πολιτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων στο οθωμανικό κράτος, αλλά και εξαιτίας του νέου νόμου περί ιθαγενείας που ψήφισε η ελληνική κυβέρνηση, άλλαξε το πλαίσιο μέσα στο οποίο δρούσε ο Ελληνισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έως τότε όλοι οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Θράκης υπάγονταν στον ορθόδοξο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια όμως οι βουλγαρικοί πληθυσμοί διεκδικούσαν θρησκευτική και πολιτική αυθυπαρξία.

Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και η ίδρυση του αυτόνομου βουλγαρικού κράτους το 1878 οδήγησαν σε ρήξη το ελληνικό και το βουλγαρικό στοιχείο με την ενίσχυση των εθνικιστικών αντιπαλοτήτων. Το 1906 προκλήθηκαν βίαια γεγονότα σε βάρος των ελληνικών κοινοτήτων διαφόρων παράλιων βουλγαρικών πόλεων, και κυρίως του Πύργου, της Αγχιάλου, της Μεσημβρίας και της Σωζοπόλεως, με συνέπεια οι ελληνικοί πληθυσμοί της βόρειας Θράκης να εγκαταλείπουν σταδιακά την περιοχή για την Ελλάδα. Ως το 1919 ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τα βουλγαρικά εδάφη με την ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της συνθήκης του Νεϊγύ. Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, η Βουλγαρία δέχθηκε νέα κύματα Ελλήνων προσφύγων. Υπολογίζεται ότι στη Βουλγαρία διέμεναν συνολικά 7.000 Έλληνες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το 1981.6

Η Βάρνα είναι η αρχαία Οδησσός όπου σώζονται ακόμα λείψανα αρχαίων κτισμάτων. Ο Έλληνας δημοσιογράφος Γ.Π. Παρασκευόπουλος που πέρασε από την πόλη τη δεκαετία του 1890 τη θεωρεί την ωραιότερη πόλη της Βουλγαρίας, καθώς διέθετε καλούς δρόμους, κομψές οικοδομές με όμορφους κήπους, καθαρό νερό με υγιές κλίμα.7 Το λιμάνι της πόλης είναι απάνεμο με αποτέλεσμα να προσελκύει μεγάλο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της χώρας. Όντας η θάλασσα έξοδος για προϊόντα της ενδοχώρας, η Βάρνα εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, ενώ η θέση της αυτή ενισχύθηκε μετά τη σιδηροδρομική της σύνδεση με την ενδοχώρα στη δεκαετία του 1860. Μέχρι την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους το 1878 κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους και Έλληνες, οι οποίοι ανέρχονταν στα τέλη του 19ου αιώνα στις 10.000.8 Στη συνέχεια ο αριθμός των Βουλγάρων αυξανόταν μέχρι την τελική τους επικράτηση στις αρχές του 20ού αιώνα και την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού.

Η πόλη του Πύργου ή Μπουργκάζ είναι σχετικά νέα. Ιδρύθηκε στο μυχό του κόλπου, τον οποίο κλείνουν οι προεξοχές της Αγχιάλου και της Σωζόπολης, από ελληνικούς πληθυσμούς που συνέρρευσαν από τις γύρω περιοχές, κυρίως την Αγχίαλο και τη Σωζόπολη.

Ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν σε πόλεις παράλιες της Προποντίδας όπως η Καλλίπολη, η Ηράκλεια, η Σηλυβρία και η Ραιδεστός.

3. Οικονομία

Η αυτόνομη ηγεμονία της Βουλγαρίας συστήθηκε το 1878 και αφού ενώθηκε με την Ανατολική Ρωμυλία έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1885. Οι ελληνικοί πληθυσμοί των παραλίων του Εύξεινου Πόντου είχαν πολύ σημαντική παρουσία στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, το εμπόριο τροφίμων αλλά και αποικιακών ειδών, ενώ συμμετείχαν και στη βιοτεχνική παραγωγή.

Η Θράκη αποτελούσε το βασικό κέντρο εφοδιασμού της πρωτεύουσας του οθωμανικού κράτους και λειτουργούσε ως ενδοχώρα της. Έστελνε στην πρωτεύουσα ζώα, σιτηρά, οπωροκηπευτικά, αλλά και σιδηρικά, μάλλινα και είδη βιοτεχνικής παραγωγής. Η διακίνηση εμπορευμάτων στον Εύξεινο Πόντο με κατεύθυνση την Πόλη, αλλά και σε μακρύτερες αποστάσεις, με το χρόνο αυξανόταν.

Το βασικό είδος εξαγωγικού εμπορίου ήταν τα σιτηρά. Στο διάστημα 1885-1895 οι εξαγωγές σιτηρών σχεδόν επταπλασιάστηκαν και ενώ κατείχαν ποσοστό συμμετοχής 3% επί του συνόλου εξαγωγής δημητριακών,το 1885, ανήλθαν στο 7% το 1894. Το 1880 το 6% του συνόλου της χωρητικότητας των πλοίων που αναχωρούσαν από τη Βάρνα και το Μπουργκάς ανήκε σε Έλληνες, ποσοστό που αυξήθηκε σε 25% το 1890 για να μειωθεί στις αρχές του 20ού αιώνα σε 15%.9 Αρκετοί Έλληνες επιχειρηματίες ασχολούνταν με το εμπόριο της περιοχής, κυρίως το σιτεμπόριο. Οι Έλληνες σε όλη την ακτή από το Βόσπορο ως την Κωστάντζα φημίζονταν για τη ναυτική τους παράδοση και με τα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στο ακτοπλοϊκό εμπόριο της Μαύρης θάλασσας. Πολλοί ναυτικοί εργάζονταν ως πιλότοι στα λιμάνια της περιοχής που παρουσίαζαν δυσκολίες στη ναυσιπλοΐα λόγω του αβαθούς των νερών αλλά και των υφάλων τους.

Η Βάρνα ήταν το μεγαλύτερο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου των βουλγαρικών ακτών της Μαύρης θάλασσας και η ελληνική κοινότητα ήταν η πιο εύρωστη της πόλης. Οι Έλληνες της πόλης ασχολούνταν κυρίως με τη ναυτιλία, τη μεταφορά φορτίων σε μεγάλες αποστάσεις αλλά και την κατοχή φορτηγίδων για τις φορτοεκφορτώσεις των πλοίων στο λιμάνι. Το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Βάρνας (σιτηρά, ξυλεία, κρασί, βιομηχανικά προϊόντα) σε μεγάλο βαθμό διεξαγόταν από Έλληνες. Στην πόλη υπήρχαν δύο ελληνικές τράπεζες, η «Εμπορική Πιστωτική Εταιρεία Βάρνης» (1888) και η «Μετοχική Εταιρεία Ερμής» (1890). Επίσης λειτουργούσαν δύο ελληνικά καπνεργοστάσια, τρία ταχινοποιεία (του Χρ. Γρηγοριάδου, του Σερ. Καραμανλή και του Ελευθ. Μίχου), τρία εργοστάσια σαπωνοποιίας που είχαν ιδρυθεί το 1885 (των αδελφών Φουρτούνα, του Χρ. Συρόπουλου και του Περ. Βουλαλά) και τρεις αλευρόμυλοι (Ιακ. Γιακουμόπουλου, Αγ. Αγαλλίδου, Νικ. Κυλίνδρου και Γεωργιάδου).10

Εκτός από σιτηρά της βουλγαρικής ενδοχώρας οι έμποροι της Αγχιάλου εξήγαν το αλάτι που παραγόταν στις τοπικές αλυκές. Το 19ο αιώνα το αλάτι ήταν το μέτρο για την ανταλλαγή προϊόντων με αντιστοιχία ένα μέρος αλάτι προς δύο μέρη άλλου προϊόντος: για παράδειγμα μια οκά αλάτι για δύο οκάδες σιτάρι. Από την Αγχίαλο εξάγονταν επίσης προϊόντα της ενδοχώρας, είδη κτηνοτροφίας και της γεωργίας της περιοχής. Πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν και με την αλιεία, καθώς ήταν το πρώτο σε αλιευτική παραγωγή λιμάνι της περιοχής. Τα ψάρια που αλιεύονταν στα ανοιχτά της Αγχιάλου αλλά και σε άλλα λιμάνια της περιοχής, όπως της Μεσημβρίας και της Σωζόπολης εξάγονταν είτε νωπά είτε παστωμένα. Στην περιφέρεια της πόλης καλλιεργούσαν πολλά αμπέλια, με συνέπεια στις αρχές του 20ού αιώνα να φτάσουν τα 3.000.000 κλήματα.11

Η Σωζόπολη ήταν κύριο λιμάνι φόρτωσης ναυπηγικής ξυλείας και ξυλανθράκων, ενώ ως ασφαλές λιμάνι προσέφερε καταφύγιο σε πλοία που έπλεαν κοντά στις αφιλόξενες ακτές ανάμεσα στο στόμιο του Βοσπόρου και το ακρωτήριο της Θυνιάδας ή Ινιάδας (σήμερα Ιγκνεάντα). Οι Έλληνες κάτοικοι της Σωζόπολης αλλά και της Μεσημβρίας ήταν κυρίως ναυτικοί και κάτοχοι ιστιοφόρων και ατμοπλοίων, μεγαλέμποροι που έλεγχαν το χερσαίο και το θαλάσσιο εξαγωγικό εμπόριο της ξυλείας, ξυλοκάρβουνων, αγροτικών προϊόντων, υφασμάτων, ντόπιου κρασιού που τα μετέφεραν σε άλλα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Ο μισός πληθυσμός της Αγαθούπολης ασχολούνταν επίσης με τη ναυτιλία και τη ναυπηγική τέχνη.

Η Μήδεια ή Σαλμυδησσός, στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού, ήταν απάγκιο λιμάνι για τα πλεούμενα και επίνειο της Βιζύης (σημ. Βίζε) που ήταν αγροτικό-δασικό κέντρο της περιοχής, σε απόσταση 40 χλμ. από τη θάλασσα.

Ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα στο χωριό Θυνιάς (Νιάδα), που διέθετε λιμάνι απ’ όπου μεταφέρονταν ξυλεία και κάρβουνα, καθώς και άλλα είδη από το Σαμάκοβο και τη λοιπή ενδοχώρα προς την Κωνσταντινούπολη.

Η Μεσημβρία όπως και η Βάρνα διέθεταν ιαματικά λουτρά που προσέλκυαν πλήθος κόσμου κατά τους θερινούς μήνες. Έλληνες ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, καφενείων και εστιατορίων αλλά και έμποροι εξυπηρετούσαν τους πελάτες του ιαματικού τουρισμού που ανθούσε στην πόλη τους ως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Το λιμάνι του Πύργου ήταν ασφαλές, ωστόσο ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα εκτελούνταν λιμενικά έργα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της δυνατότητας ελλιμενισμού των πλοίων. Το λιμάνι ήταν βασικό κέντρο εξαγωγικού και εισαγωγικού εμπορίου που ευνοούνταν ιδιαίτερα από τη σιδηροδρομική σύνδεση στα μέσα του 19ου αιώνα με τη Γιάμπολα και το σιδηροδρομικό δίκτυο της κεντρικής Ευρώπης.

4. Κοινωνία

Ως το 1860 κάθε περιοχή της Θράκης ακολουθούσε τοπικές συνήθειες ως προς τη διοίκηση και οργάνωση των κοινοτήτων. Ο τοπικός ιεράρχης ήταν ο κύριος εκπρόσωπος των χριστιανών στις κρατικές αρχές αλλά μετά το 1860 οι κοινότητες στη Θράκη, όπως και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούνταν από τη δημογεροντία που απαρτιζόταν από δέκα ως δώδεκα άτομα και από δύο ως τρεις επιτροπές. Οι κοινότητες ήταν επιφορτισμένες με τη συλλογή των φόρων, τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, τη μισθοδοσία των ιερέων και των δασκάλων και τη χρηματοδότηση έργων επισκευής των δημοσίων κτηρίων. Φρόντιζαν επίσης να διατηρούν αντιπροσώπους στην πρωτεύουσα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κοινότητας.

5. Θρησκεία

Οι Έλληνες στα βουλγαρικά εδάφη διατηρούσαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα 117 εκκλησίες και 8 μοναστήρια.12 Πολλές ελληνικές μητροπόλεις βρίσκονταν σε παράλιες πόλεις και συγκεκριμένα στην Αγχίαλο, τη Βάρνα, τη Μεσημβρία, τη Σωζόπολη.13

Η πόλη της Αγχιάλου ονομαζόταν και Αχωλό ή Αχελώ και οι κάτοικοί της Αχεληνοί. Στην πόλη υπήρχε καθεδρικός ναός των Ταξιαρχών που κάηκε το 1897 σε πλαίσια αναταραχών. Άλλες ελληνικές εκκλησίες στην πόλη ήταν ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Αγίων Θεοδώρων, του Χριστού Σωτήρος (Μεταμορφώσεως) και τα παρεκκλήσια της Χαριτωμένης και της Αγίας Άννας. Όλες οι εκκλησίες πλην της Μεταμορφώσεως κάηκαν το 1906 σε επεισόδια που ξέσπασαν στην πόλη.

Στη Βάρνα οι ελληνικές εκκλησίες της πόλης ήταν ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Νικόλαος, η Αγία Παρασκευή, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η μητρόπολη Βάρνας αποτελούνταν από την πόλη και τα γύρω χωριά και είχε δύο κοινοτικά μοναστήρια, του Αγίου Δημητρίου, 7 χλμ. από την πόλη και του Αγίου Κωνσταντίνου 10 χλμ. από την πόλη.

Έδρα ελληνικής μητρόπολης ήταν και η Μεσημβρία της οποίας ο καθεδρικός ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στην πόλη είχαν χτιστεί άλλοι 22 ναοί και για το λόγο αυτό αποκαλούνταν και μικρό Βυζάντιο.

Η Σωζόπολη στην Αρχαιότητα ονομαζόταν Απολλωνία στον Εύξεινο Πόντο. Στα Βυζαντινά χρόνια μετονομάστηκε σε Σωζόπολη εξαιτίας του ασφαλούς λιμανιού της στο οποίο κατέφευγαν τα πλοία σε καιρό τρικυμίας. Ο μητροπολιτικός ναός της πόλης ήταν ο Άγιος Γεώργιος, ενώ διέθετε επίσης το ναό του Αγίου Ζήσιμου, του Αγίου Ηλία, την Παναγία και την Αγία Μαρίνα.

6. Πολιτισμός

Το ελληνικό στοιχείο στις παράλιες πόλεις της σημερινής Βουλγαρίας είχε οργανωμένη κοινοτική ζωή καθώς συντηρούσε ναούς, σχολεία διαφόρων βαθμίδων, βιβλιοθήκες, τύπο. Με βάση τις μεταρρυθμίσεις του 1856 ιδρύθηκαν σχολεία σε μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία διακρίνονταν σε ενοριακά και κοινοτικά. Ως τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856 βασικός χορηγός της εκπαίδευσης ήταν η εκκλησία. Μετά το 1861 ωστόσο ενεργό δράση στον τομέα της εκπαίδευσης ανέλαβαν οι συντεχνίες και οι κοινότητες. Η ένταση των εθνικισμών στην περιοχή της Θράκης στα τέλη του 19ου αιώνα βρήκε διέξοδο στην εκπαίδευση των παιδιών των εθνικών ομάδων, την οποία ενίσχυε επιπλέον και το ελληνικό κράτος, αλλά και στη δημιουργία συλλόγων.

Η ελληνική κοινότητα του Πύργου ήταν ανθηρή με εύρωστα οικονομικά μέλη, εμπόρους και ιδιοκτήτες μικρών βιομηχανιών. Το 1882 σχηματίστηκε στον Πύργο ο σύλλογος της «Φιλομούσου Αδελφότητος». Το 1903 οι Έλληνες λειτουργούσαν στην πόλη μια εξατάξια αστική σχολή με 183 μαθητές και πέντε δασκάλους, δύο παρθεναγωγεία με 244 μαθήτριες και ένα νηπιαγωγείο.14 Στην Αγχίαλο λειτουργούσε εξατάξια αστική σχολή με 251 μαθητές, ένα παρθεναγωγείο με 291 μαθήτριες και δύο νηπιαγωγεία. Στη Μεσημβρία λειτουργούσε μία πεντατάξια αστική σχολή αρρένων με 108 μαθητές, ένα δημοτικό σχολείο με 84 μαθητές και ένα παρθεναγωγείο.15 Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1818 από τον εγκαταστημένο στην Οδησσό Αλέξανδρο Κουμπάρη, ο οποίος κληροδότησε στη σχολή τη βιβλιοθήκη του. Ο ντόπιος μουσικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος «Ορφεύς» διέθετε βιβλιοθήκη με 3.000 τόμους που όμως καταστράφηκε στα επεισόδια του 1906. Ο Σκαναβής εξέδιδε για δύο χρόνια την εφημερίδα «Το Βήμα» (1896-1898).16

Η ελληνική κοινότητα της Βάρνας ήταν από τις πιο πλούσιες και οικονομικά ανθηρές. Το 1907 οι Έλληνες της πόλης λειτουργούσαν πέντε δημοτικά σχολεία, τρία αρρένων και δύο θηλέων, μια ελληνική σχολή και ένα ανώτερο παρθεναγωγείο, τα οποία στεγάζονταν σε ιδιόκτητα κτήρια. Στα ελληνικά σχολεία, τα οποία συντηρούνταν από την κτηματική περιουσία της κοινότητας, φοιτούσαν συνολικά 1.200-1.500 μαθητές.17 Μέχρι το 1906 λειτουργούσε στην πόλη και ελληνικό νοσοκομείο που είχε ιδρυθεί από το κληροδότημα του Παρασκευά Νικολάου. Το νοσοκομείο διευθυνόταν από επιτροπή εκλεγμένη από την ελληνική κοινότητα της Βάρνας με πρόεδρο τον εκάστοτε Έλληνα μητροπολίτη. Επιπλέον οι Έλληνες διατηρούσαν ελληνική λέσχη, βιβλιοθήκη και φιλόπτωχο ταμείο. Στη Βάρνα λειτουργούσε επίσης αναγνωστήριο με την επωνυμία «Αναγνωστήριον των Οδησσιτών». Υπήρχε ακόμα μικρό νομισματικό μουσείο, ενώ εκδίδονταν ελληνικές εφημερίδες, «Ο Εύξεινος» και η «Οδησσός» και το μηνιαίο φιλολογικό περιοδικό «Η Πανδαισία». Οι Έλληνες της Βάρνας διέθεταν επίσης φιλαρμονικό όμιλο.

1. Αναφορά σε υπόμνημα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης προς την Πύλη με ημερομηνία 13/26 Ιουλίου 1906, αναφέρεται στο Βακαλόπουλος, Κ., «Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας από την προσάρτηση μέχρι και τον ξεριζωμό (1885-1914)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ., – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.),  Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 392.

2. Βακαλόπουλος, K., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Θράκη (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 472.

3. Βακαλόπουλος, Κ. Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας, (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 406.

4. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 417.

5. Μιχαηλίδης, Ι., «Βουλγαρία», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ό. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 189.

6. Τσέκου, Κ., «Γυναίκες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας», στο Βουτυρά, Ε. – Δαλκαβούκης, Β. – Μαραντζίδης, Ν. – Μποντίλα, Μ. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 150.

7. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 213.

8. Παρασκευόπουλος, Γ.Π.,  Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 217.

9. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 192.

10. Βακαλόπουλος, K., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Θράκη (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 468.

11. Κορομηλά, Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα. Από την εποχή του χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα (Αθήνα 1991), σελ. 93.

12. Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 392.

13. Κατάλογος με τον αριθμό των ελληνικών εκκλησιών και σχολείων σε κάθε πόλη υπάρχει στο Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 401.

14. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 418.

15. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 418.

16. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 426.

17. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 426.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>