1. Ιστορικό υπόβαθρο Η ευρεία διάδοση της βυζαντινής κεραμικής στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωγραφική της εγγύτητα με την Κωνσταντινούπολη, καθώς και στους εμπορικούς δεσμούς που διατηρήθηκαν ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της περιοχής. Η βυζαντινή κεραμική είχε μεγάλη διάδοση στις παράλιες πόλεις, των οποίων ο πολιτισμός και ο τρόπος ζωής ακολουθούσε τα βυζαντινά πρότυπα. Η εισαγωγή γινόταν κατευθείαν από τη μεγαλύτερη αγορά της αυτοκρατορίας, αυτήν της Κωνσταντινούπολης. Επομένως, απαντούν προϊόντα ποικίλης προέλευσης. Μεγάλο μέρος της βυζαντινής κεραμικής έχει μελετηθεί και δημοσιευτεί χάρη στις αρχαιολογικές έρευνες στην Κριμαία, τη δυτική ακτή της Μαύρης θάλασσας και τη βόρεια Δοβρουτζά. Εντούτοις τα στοιχεία για την ανατολική και τη νότια ακτή παραμένουν ελλιπή.
2. Εφυαλωμένη κεραμική
2.1. Εφυαλωμένη κεραμική από λευκό πηλό (Glazed White Ware)
Τα αγγεία από ανοιχτόχρωμο πηλό με διαφορετικές προσμίξεις φέρουν διάφορα είδη διακόσμησης: εγχάρακτη, εμπίεστη ή γραπτή. Τα περισσότερα ευρήματα προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη, παρόλο που ορισμένες απομιμήσεις κατασκευάζονταν σε διάφορα κέντρα παραγωγής στη νότια Ελλάδα και τη δυτική Μικρά Ασία.1
Οι πρωιμότερες εισαγωγές της εφυαλωμένης κεραμικής από λευκό πηλό έφθαναν στην Κριμαία και τη χερσόνησο του Ταμάν τον 8ο και στις αρχές του 9ου αιώνα.2 Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν και σε κάποιους οικισμούς κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαύρης θάλασσας.3 Οι εισαγωγές ήταν λιγοστές και περιλάμβαναν μαγειρικά σκεύη με πώματα, κούπες και πιάτα (πινάκια). Η επιφάνεια αυτών των αγγείων είναι καλυμμένη με λεπτό στρώμα και εφυάλωση χρώματος λαδί, σέπιας και ενδιάμεσων αποχρώσεων. Τα πινάκια είναι διακοσμημένα με απλά γεωμετρικά σχέδια, χαραγμένα στον πηλό με αιχμηρό εργαλείο (εικ. 1Α και 1Β). Στα δε εφυαλωμένα αγγεία από λευκό πηλόχωρίς επίχρισμα η εφυάλωση είναι πρασινωπή ή κιτρινωπή. Τα σχήματα που κυριαρχούν είναι τα σαλτσάρια και οι «φρουτιέρες» με ψηλή βάση. Φέρουν διακόσμηση εγχάρακτη ή εμπίεστη με γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα ή με φανταστικά ζώα και ανθρώπινες μορφές (εικ. 2Α και 2Β).
Μετά τον 9ο αιώνα η εφυαλωμένη κεραμική από λευκό πηλό στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας είναι πολύ πιο διαδεδομένη και αντιπροσωπεύεται από πλήθος ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην Κριμαία,4 τη βόρεια Δοβρουτζά5 και τα βουλγαρικά εδάφη.6 Από τον 11ο έως τις αρχές του 13ου αιώνα, οι αγορές των παράλιων πόλεων πλημμύρισαν από εισαγωγές ακόσμητων και γραπτών κυπέλλων, γαβαθών και πινακίων, με αμμώδη υποκίτρινο ή ερυθρωπό πηλό με μίκα. Γενικά φέρουν δύο κλασικά είδη διακοσμητικών σχεδίων: στικτά, ορισμένες φορές απομίμηση μαρμάρου χρώματος πράσινου και/ή σέπιας, καθώς και κηλιδωτό γραπτό διάκοσμο σε πράσινο και/ή μαύρο χρώμα.
Ορισμένα πιθανώς μεταγενέστερα προϊόντα φέρουν γραπτό διάκοσμο μπλε χρώματος. Η ομάδα αυτή έχει καταγραφεί σε αρκετές θέσεις στα παράλια της Μαύρης θάλασσας7 (εικ. 3). 2.2. Πολύχρωμη κεραμική (Polychrome Ware)
Τα πολύχρωμα αγγεία είναι φτιαγμένα από μαλακό, ελαφρώς αμμώδη λευκό ή γκριζωπό πηλό. Η επιφάνεια είναι λεπτή και λεία, με γραπτό πολύχρωμο διάκοσμο από τρία ή περισσότερα χρώματα. Μια λεπτή, διαφανής εφυάλωση καλύπτει ολόκληρο το αγγείο. Τα σχέδια περιλαμβάνουν γεωμετρικά, φυτικά και μοτίβα, καθώς και ρεαλιστικές αναπαραστάσεις ανθρώπινων μορφών και ζώων. Η πολύχρωμη κεραμική παραγόταν κυρίως στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης8 και εξαγόταν σε περιορισμένες ποσότητες στην Κριμαία, τη χερσόνησο του Ταμάν,9 τη βόρεια Δοβρουτζά10 και την ακτή της δυτικής Μαύρης θάλασσας11 από τον 9ο έως το 12ο αιώνα (εικ. 4Α και 4Β). Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα πολύχρωμα πλακίδια και αγγεία παράγονταν επίσης στην Πρεσλάβα,12 αλλά χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στην πρωτεύουσα και την περιφέρειά της. 2.3. Εφυαλωμένη γραπτή κεραμική με επίχρισμα (Slip-Painted Ware)
Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει πινάκια και κούπες από λεπτόκοκκο πορτοκαλόχρωμο ή ανοιχτό ερυθροκάστανο πηλό. Η ομάδα ξεχωρίζει για το διάκοσμό της, που εφαρμόζεται με λευκό επίχρισμα κάτω από την ελαφρά κιτρινωπή εφυάλωση. Τα σχέδια είναι γενικά απλά: στιγμές, κύκλοι, κυματοειδείς γραμμές, σπείρες και ανθέμια. Η πηγή για αυτά τα εντυπωσιακά αγγεία προς τα τέλη του 11ου και το 12ο αιώνα θεωρείται ότι είναι η Κόρινθος ή κάποιο άλλο κέντρο παραγωγής στην κεντρική/ηπειρωτική Ελλάδα.13 Εισαγωγές σπανίως γίνονταν στην Κριμαία. Μόνο ένα πινάκιο έχει δημοσιευτεί από τις ανασκαφές στη Χερσόνησο.14 Ορισμένα όστρακα προέρχονται από τις θέσεις στη βόρεια Δοβρουτζά.15 Σχετικά περισσότερα είναι τα ευρήματα της γραπτής κεραμικής με επίχρισμα στις πόλεις κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαύρης θάλασσας (εικ. 5).16 2.4. Γραπτή κεραμική με πράσινο και καστανό χρώμα (Green and Brown Painted Ware)
Πρόκειται για μια ομάδα από κύπελλα και πινάκια από μαλακό πορτοκαλοκόκκινο πηλό. Το εσωτερικό των αγγείων είναι καλυμμένο από παχύ λευκό επίχρισμα. Ο διάκοσμος ζωγραφίζεται πάνω στο επίχρισμα με διάφορες αποχρώσεις του καστανού και του πράσινου χρώματος, ενώ λεπτή διαφανής εφυάλωση καλύπτει το αγγείο. Τα θέματα ποικίλλουν, από απλές γραμμές, ευθείες και στιγμές μέχρι σπειροειδή και εκτεταμένα φυτικά κοσμήματα. Αγγεία με πράσινη και καστανή γραπτή διακόσμηση έχουν βρεθεί σε στρώματα του 12ου και του 13ου αιώνα σε ορισμένους οικισμούς στην περιοχή της βόρειας Μαύρης θάλασσας,17 στη βόρεια Δοβρουτζά18 και σε βουλγαρικά εδάφη (εικ. 6).19 Τα εισηγμένα αγγεία πιθανότατα έρχονταν από την Κόρινθο είτε από εργαστήρια της κεντρικής Ελλάδας. 2.5. Λεπτεγχάρακτη κεραμική (Fine Sgraffito Ware)
Η ομάδα της κεραμικής αποτελείται από πινάκια από μαλακό πορτοκαλοκόκκινο πηλό. Το εσωτερικό, ενίοτε και το εξωτερικό των αγγείων καλύπτεται με ένα παχύ στρώμα λευκού επιχρίσματος. Η εφυάλωση των λεπτεγχάρακτων αγγείων είναι διαφανής. Ο διάκοσμος είναι χαραγμένος με λεπτή ακίδα στο σώμα του αγγείου, διαπερνώντας το επίχρισμα. Τα θέματα γενικώς διατάσσονται σε οριζόντιες ζώνες ή σε μετάλλια στο κέντρο του αγγείου και περιλαμβάνουν ελικοειδείς βλαστούς, τεθλασμένες γραμμές, ανθέμια, ψευδοκουφικά, σηρικούς τροχούς, σπείρα και αναπαραστάσεις ζώων. Το 12ο και τον πρώιμο 13ο αιώνα διάφορες κατηγορίες λεπτεγχάρακτης κεραμικής εισάγονταν σε μεγάλη κλίμακα στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας από την Κόρινθο, την Κωνσταντινούπολη και άλλα κέντρα κεραμικής παραγωγής. Σημαντικές ποσότητες ανασκάφηκαν σε όλες τις παράλιες τοποθεσίες που έχουν ερευνηθεί στην Κριμαία,20 στη χερσόνησο του Ταμάν,21 στη βόρεια Δοβρουτζά22 και στη Βουλγαρία (εικ. 7).23 Επρόκειτο για αγγεία αναγνωρισμένης αξίας, όπως καταδεικνύουν οι οπές επιδιόρθωσης που φέρουν. 2.6. Γραπτή εγχάρακτη κεραμική (Painted Fine Sgraffito Ware)
Γραπτά εγχάρακτα πινάκια εισάγονταν στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Όπως και στη λεπτεγχάρακτη κεραμική, ο διάκοσμος είναι χαραγμένος με λεπτή ακίδα στο σώμα, διαπερνώντας το λευκό επίχρισμα· αποτελείται από συμπλέγματα μεταλλίων στο κατώτερο τμήμα και οριζόντιες ταινίες από σπειροειδή, ελικοειδή ή φυλλόμορφα μοτίβα. Τα εγχάρακτα αυτά σχέδια συνδυάζονται έντεχνα με γραπτή διακόσμηση πράσινου και/ή καστανού χρώματος, από σπείρα, γραμμές ή άλλα απλά γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα. Τα τελευταία βρίσκονται συνήθως ανάμεσα στο κεντρικό μετάλλιο και τις ελικοειδείς ταινίες ή στο χείλος του πινακίου. Η ομάδα αυτή έχει ανασκαφεί σε αρκετές θέσεις στη νότια Ρωσία,24 τη βόρεια Δοβρουτζά25 και τη Βουλγαρία (εικ. 8).26 2.7. Αδρεγχάρακτη κεραμική (Κεραμική Αιγαίου) [Incised Sgraffito Ware (Aegean Ware)]
Πρόκειται για ρηχά πινάκια με παχιά τοιχώματα, που ανήκουν στην ομάδα των αγγείων του Αιγαίου, μια κατηγορία . Το εσωτερικό τους καλύπτεται από ένα παχύ υπόλευκο επίχρισμα. Ο διάκοσμος είναι χαραγμένος με πλατιά ακίδα στο σώμα, μέσα από το επίχρισμα, και περιλαμβάνει διάφορα είδη ανθεμίων και φυτικών μοτίβων, που είτε είναι διατεταγμένα σε κεντρικό μετάλλιο και ομόκεντρες ταινίες είτε είναι χαραγμένα με ελεύθερο χέρι σε όλη την επιφάνεια του αγγείου. Ένα ξεχωριστό θέμα που εμφανίζεται είναι μια ανθρώπινη μορφή (πολεμιστή ή κυνηγού) η οποία εικονίζεται οπλισμένη με ασπίδα, λόγχη και ξίφος.
Ορισμένα αντικείμενα αυτής της ομάδας εισήχθησαν πιθανώς στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, αν και τα περισσότερα ευρήματα έχουν καταγραφεί σε στρώματα του τέλους του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Θραύσματα αγγείων αλλά και ολόκληρα αγγεία που αποδίδονται στην ομάδα του Αιγαίου έχουν δημοσιευτεί από την Κριμαία27 και τη δυτική ακτή της Μαύρης θάλασσας (εικ. 9).28 2.8. Επιπεδόγλυφη κεραμική (Champlevé Ware)
Η κεραμική είναι ελάχιστα διαδεδομένη στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Λίγα θραύσματα είναι γνωστά από τους οικισμούς στη βόρεια29 και στη δυτική30 ακτή του Εύξεινου Πόντου. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από στρώματα του ύστερου 12ου και του πρώιμου 13ου αιώνα. Πρόκειται για τμήματα πινακίων από πορτοκαλοκόκκινο πηλό και κιτρινωπή εφυάλωση πάνω από ένα παχύ στρώμα λευκωπού επιχρίσματος (εικ. 10). 2.9. Κεραμική Ζευξίππου
Η περιλαμβάνει αγγεία από πολύ σκληρό και λεπτό πηλό πορτοκαλοκάστανου χρώματος. Ένα παχύ στρώμα από λευκό ή υπόλευκο επίχρισμα και διαφανής εφυάλωση καλύπτουν την επιφάνεια. Ο διάκοσμος είναι χαραγμένος πάνω στο επίχρισμα χωρίς να το διαπερνά και περιλαμβάνει διάφορα θέματα: ομόκεντρους κύκλους γύρω από τη βάση, σχέδια φτιαγμένα με ρουλέτα, φαρδιές ταινίες φτιαγμένες με σπάτουλα, σιγμοειδή μοτίβα, μετάλλια με ανθέμια, τρίλοβα και σπείρες, τριγωνικά μοτίβα στο χείλος, λεπτεγχάρακτα πουλιά, ανθρώπινες μορφές, ζώα και μυθικά πλάσματα. Η ομάδα αυτή θεωρείται η πιο ποιοτική παραγωγή του 13ου αιώνα. Τα πλέον εντυπωσιακά πινάκια προέρχονται από την Κριμαία,31 αν και ορισμένα όστρακα εκτίθενται σε μουσεία της Βάρνας (Οδησσός) και του Νεσέμπαρ (Μεσημβρία) στη δυτική ακτή της Μαύρης θάλασσας (εικ. 11). 2.10. Περίτεχνη εγχάρακτη κεραμική (Elaborate Incised Ware)
Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει μικρά ημισφαιρικά κύπελλα με δακτυλιόσχημο πόδι. Ο πηλός τους είναι σκληρός, λεπτόκοκκος, φαιοκάστανος ή κόκκινος. Ολόκληρη η επιφάνεια καλύπτεται από λευκό επίχρισμα και πράσινη ή κίτρινη εφυάλωση. Ο διάκοσμος είναι χαραγμένος στο σώμα διαπερνώντας το επίχρισμα και στη συνέχεια καλύπτεται με σκούρα καστανή εφυάλωση. Τα σχέδια περιλαμβάνουν γεωμετρικά κοσμήματα, παραστάσεις ζώων, ενίοτε και ανθρώπων, κάποιες πολύ περίτεχνες σκηνές, σταυρούς και μονογράμματα. Τέτοια κεραμική εισαγόταν σε σημαντικές ποσότητες στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, πιθανώς από την Κωνσταντινούπολη, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα και το 14ο αιώνα. Έχουν δημοσιευτεί αρκετά ευρήματα από ανασκαφές στην Κριμαία,32 τη βόρεια Δοβρουτζά33 και τη βουλγαρική ακτή.34 3. Αμφορείς
Η έντονη εμπορική δραστηριότητα κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο έφερε ποικίλους τύπους αμφορέων στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Περισσότερα από είκοσι σχήματα περιγράφονται σε διάφορες κατηγοριοποιήσεις.35 Τα πιο πολλά από αυτά ανήκουν στην περίοδο μεταξύ 5ου και 7ου αιώνα και προέρχονται από διάφορα μέρη του βυζαντινού κόσμου: από την περιοχή της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Αντιόχειας ή από τα νησιά του Αιγαίου. Αργότερα, στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, μειώθηκαν αισθητά.
Τέσσερις κατηγορίες αμφορέων χρησιμοποιούνταν περισσότερο στο εμπόριο στη Μαύρη θάλασσα. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αγγεία με στρογγυλό σώμα, κοντό και ευρύ λαιμό και δύο λαβές σχήματος D εκφυόμενες από το χείλος και προσφυόμενες στην ευρεία κατωφέρεια του ώμου. Αυτός ο τύπος ανασκάφηκε στην Κριμαία,36 τη νότια Ρωσία37 καθώς και τη βόρεια Δοβρουτζά,38 σε στρώματα που χρονολογούνται από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα. Ορισμένοι αδημοσίευτοι αμφορείς από τα μουσεία της Βάρνας και του Μπαλτσίκ μπορούν επίσης να συσχετιστούν με αυτή την κατηγορία.
Η δεύτερη κατηγορία ήταν ευρέως διαδεδομένη στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας μετά το 10ο και μέχρι τον πρώιμο 12ο αιώνα. Περιλαμβάνει απιόσχημους αμφορείς με κυρτή βάση. Δύο ελαφρώς ανυψωμένες λαβές εκφύονται από το λαιμό και προσφύονται στο σώμα. Ο τύπος αυτός έχει καταγραφεί στη Χερσόνησο,39 τη δυτική ακτή της Μαύρης θάλασσας και τη βόρεια Δοβρουτζά.40
Ένα χαρακτηριστικό είδος για το 12ο και το 13ο αιώνα είναι ο ραδινός απιόσχημος αμφορέας με βαριές, ελαφρώς υπερυψωμένες λαβές που εκφύονται από το λαιμό και προσφύονται στον ώμο. Τέτοια αγγεία είναι γνωστά από τη βουλγαρική ακτή,41 τη Ρουμανία,42 τη νότια Ρωσία και την Ουκρανία.43 Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, μεγάλοι αμφορείς με κωνικό σώμα, κοντό λαιμό και ογκηρές ψηλές λαβές χρησιμοποιούνταν σε ολόκληρη την περιοχή της Μαύρης θάλασσας.44 |
1. Megaw, A.H. – Jones, R.E., “Spectrographic Analyses of Byzantine and Allied Pottery”, στο XVI Internationaler Byzantinistenkongress. Akten II/3 (Vienna 1982), σελ. 557-585· François, V., “Les ateliers de céramique Byzantine de Niceé/Iznik et leur production, Xe-début XΙe siècle”, Bulletin de Correspondance Hellénique 121/I (1997), σελ. 423-458· Sanders, G.R., “New Relative and Absolute Chronologies for 9th to 13th Century Glazed Wares at Corinth: Мethodology and Social Conclusions”, στο Belke, K. – Hild, F. – Koder, J. – Soustal, P. (επιμ.), Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes, VTIB 7 (Vienna 2000), σελ. 153-173. 2. Айбабин, А.И., “Хазарский слой в Керчи”, Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии VІІ (2000), σελ. 169-170· Герцен, А.Г – Науменко, В.Е., “Керамика ІХ-ХІ вв. из жилого комплекса на мысе Тешкли-бурун”, Античная древность и средние века 32 (2001), σελ. 143-145· Седикова, Л.В., “К вопросу о времени появления византийской поливной посуды в Херсонесе”, Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии VІ (1997), σελ. 646-650· Смокотина, А.В., “Византойская поливная керамика VІІ – первой половины ІХ вв. из раскопок Мангупа”, Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии Х (2003), σελ. 173-181. 3. Манолова, М.Г., “Към въпроса за разпространението на белоглинената византийска трапезна керамика в българските земи от края на VІІІ до края на ХІІ в”, Археология 41.1-2 (2000), σελ. 2. 4. Якобсон, А.Л., Керамика и керамическое производство средновековой Таврике (Ленинград 1979), σελ. 83-92· Якобсон, А. Л., “Раннесредневековый Херсонес”, Материалы и исследования по археологии СССР 63 (1959), σελ. 332-350. 5. Baraschi, S. – Damian, O., “Considerations sur la ceramique emaillee de Nufaru”, Dacia 37 (1993), σελ. 241-242· Barnéa, I., “La Céramique Byzantine de Dobroudja, Xe – XIIe siècles”, στο Déroche, V. – Spieser, J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique Supplément 18, Paris 1989), σελ. 139. 6. Cimbuleva, J., “Vases à glaçure en argile blanche de Nessèbre (IXe-XIIe siècles)”, στο Venedicov, I. (επιμ.), Nessèbre II (Sofia 1980), σελ. 214-228· Манолова, М.Г., “Към въпроса за разпространението на белоглинената византийска трапезна керамика в българските земи от края на VІІІ до края на ХІІ в”, Археология 41.1-2 (2000), σελ. 2-4. 7. Якобсон, А. “Средновековый Херсонес XII-XIV вв.”, Материалы и исследования по археологии СССР 17 (1950), σελ. 218-221· Макарова, Т., Поливная посуда. Из истории керамического импорта и производства древней Руси (Археология СССР. Свод археологических источников Е1-38, Москва 1967), σελ. 21-22· Baraschi, S. – Damian, O., “Considérations sur la céramique émaillée de Nufaru”, Dacia 37 (1993), σελ. 242-243· Манолова, М., “Към въпроса за разпространението на белоглинената византийска трапезна керамика в българските земи от края на VІІІ до края на ХІІ в”, Археология 41.1-2 (2000), σελ. 7-9. 8. Sanders, G.R., “Byzantine Polychrome Pottery”, στο Herrin, J. – Mullet, M. – Otten-Froux, C. (επιμ.), Mosaic. Festschift for A. H. S. Megaw (BSA 8 Suppl., London 2001), σελ. 101. 9. Залесская, В., “Византийские белоглиняние росписние кружки и киликовиднье чашки”, СА 4 (1984), σελ. 117-123· Залесская, В., Византийская белоглиняная расписная керамика ХІ-ХІІ вв.: Каталог выставки (Ленинград 1985). 10. Barnea, I., “Ceramica de import”, Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), εικ. 147/18, 19. 11. Манолова, М., “Към въпроса за разпространението на белоглинената византийска трапезна керамика в българските земи от края на VІІІ до края на ХІІ в”, Археология 41.1-2 (2000), σελ. 5-7. 12. Миятев, К., Преславската керамика (София 1936). 13. Sanders, G.R., “Corinth Workshop Production”, στο Papanikola-Bakirtzi, D. (επιμ.), Byzantine Glazed Ceramics. The Art of Sgraffito (Αθήνα 1999), σελ. 161· Vroom, J., Byzantine to modern pottery in the Aegean (Bijleveld 2005), σελ. 81. 14. Романчук, А.И., Глазурованная посуда поздневизантийского Херсона. Портовый район (Екатеринбург 2003), πίν. 11/29. 15. Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), εικ. 147/ 8-10, 13-15· Baraschi, S. – Damian, O., “Considérations sur la céramique émaillée de Nufaru”, Dacia 37 (1993), εικ. 18/291-293 και 21/292. 16. Манолова-Войкова, М., Лукзосна керамика в българските земи през византийското владичество (ХІ-ХІІ в.) (Diss. Archaeological Institute, Bulgarian Academy of Science 2001), σελ. 266-270, 287-289. 17. Макарова, Т., Поливная посуда. Из истории керамического импорта и производства древней Руси (Археология СССР. Свод археологических источников Е1-38, Москва 1967), σελ. 24-25. 18. Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), σελ. 241· Baraschi, S. – Damian, O., “Considérations sur la céramique émaillée de Nufaru”, Dacia 37 (1993), σελ. 244. 19. Манолова-Войкова, М., Лукзосна керамика в българските земи през византийското владичество (ХІ-ХІІ в.), (Diss. Archaeological Institute, Bulgarian Academy of Science 2001), σελ. 270-276, 289-298. 20. Романчук, А.И., Глазурованная посуда поздневизантийского Херсона. Портовый район (Екатеринбург 2003), σελ. 207-212. 21. Макарова, Т., Поливная посуда. Из истории керамического импорта и производства древней Руси (Археология СССР. Свод археологических источников Е1-38, Москва 1967), σελ. 25. 22. Barnéa, I., “La Céramique Byzantine de Dobroudja, Xe-XIIe siècles”, στο Déroche, V. – Spieser, J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique Supplément 18, Paris 1989), σελ. 141, εικ. 10· Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), σελ. 244-249. 23. Манолова-Войкова, М., Лукзосна керамика в българските земи през византийското владичество (ХІ-ХІІ в.), (Diss. Archaeological Institute, Bulgarian Academy of Science 2001), σελ. 308-429· Манолова-Войкова, М., “Ранна сграфито керамика от Варна”, Известия на народния музей Варна 34-35 (49-50) 1998-1999 (2003), σελ. 208-225. 24. Макарова, Т., Поливная посуда. Из истории керамического импорта и производства древней Руси (Археология СССР. Свод археологических источников Е1-38, Москва 1967), πίν. VІІІ/5. 25. Barnéa, I., “La Céramique Byzantine de Dobroudja, Xe-XIIe siècles”, στο Déroche, V. – Spieser, J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique Supplément 18, Paris 1989), σελ. 141, εικ. 11· Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), σελ. 244, εικ. 149/10, 11, εικ. 150/2, 11, εικ. 151/18, εικ. 152/7, 23-25. 26. Манолова-Войкова, М., Лукзосна керамика в българските земи през византийското владичество (ХІ-ХІІ в.) (Diss. Archaeological Institute, Bulgarian Academy of Science 2001), σελ. 361-362, 440-453· Манолова-Войкова, М., “Ранна сграфито керамика от Варна”, Известия на народния музей Варна 34-35 (49-50) 1998-1999 (2003), σελ. 217-218. 27. Якобсон, А.Л., Керамика и керамическое производство средновековой Таврике (Ленинград 1979), σελ. 128-131. 28. Манолова-Войкова, М. κ.ά., “Средновековна керамика от крепостта при с. Дебелт”, στο Момчилов, Д. (επιμ.), Хемимонт и Тракия VІІ-ХІV в. 1 (Варна 2007), σελ. 170· Манолова-Войкова, М., Лукзосна керамика в българските земи през византийското владичество (ХІ-ХІІ в.), (Diss. Archaeological Institute, Bulgarian Academy of Science 2001), σελ. 360. 29. Якобсон, А.Л., Керамика и керамическое производство средновековой Таврике (Ленинград 1979), σελ. 131-132. 30. Манолова-Войкова, М., Лукзосна керамика в българските земи през византийското владичество (ХІ-ХІІ в.), (Diss. Archaeological Institute, Bulgarian Academy of Science 2001), σελ. 429-439. 31. Романчук, А.И., Глазурованная посуда поздневизантийского Херсона. Портовый район (Екатеринбург 2003), σελ. 133-175. 32. François, V., “Elaborate incised ware: un témoin du royonnament de la culture byzantine à l` époque paléologue”, στο Бочаров, С. – Мыц, В. (επιμ.), Поливная керамика Средизамноморья и Причерноморья Х-ХVІІІ вв. (Киев 2005), σελ. 195-208· Белинский, И.В. – Масловский, А.Н., “Импортная поливная керамика Азака (ХІVв.)”, στο Бочаров, С. – Мыц, В., ό.π., εικ. 8/1-3· Мыц, В.Л., “Историко-культурный контекст некоторых букв монограмм и надписей на поливной керамике Крыма ХІV-ХV вв.”, στο Бочаров, С. – Мыц, В., ό.π., σελ. 288-305· Бочаров, С.Г., “Группа византийских поливных чаш второй половины ХІV в.”, στο Бочаров, С. – Мыц, В., ό.π., σελ. 306-323. 33. Barnéa, I. – Stefanescu, S., “Bizantini, romani si bulgari la Dunarea de Jos”, στο Din istoria Dobrogei III (Bucuresti 1971), εικ. 127/4,5· Slătineanu, B., “Contribuţiuni la ceramica bizantină de la Turnu Severin, Cetatea. Albă şi Enisala”, Revista Fundatillor Regale 4 (1937), εικ. 7, 8. 34. Кузев, А., “Средновековна сграфито керамика с монограми от Варна”, Известия на народния музей Варна 10 (1974), σελ. 155-168. 35. Böttger, B., “Die Importkeramik aus dem spätantiken Donaulimeskastell Jatrus im Nordbulgarien (Zu Aspekten ihrer wirtschafthistorischen Interpretation)”, στο Actes du IXe congrès international d`etudes sur les frontiers romaines (Bucureşti – Wien 1974), σελ. 131-136· Антонова, И. κ.ά., “Средневековые амфоры Херсонеса”, Античная древность и средние века 7 (1971), σελ. 81-101· Radulescu, A., “Amfore romane şi romano-bizantine din Scithia Minor”, Pontica 9 (1976), σελ. 99-114· Scorpan, C., “Origini şi linii evolutive Ceramica Romano-Byzantină (sec. IV-VII) din spaţiul Mediteranean şi Pontic”, Pontica 9 (1976), σελ. 155-185· Кузманов, Г., Ранновизантийска керамика от Тракия и Дакия (ІV – началото на VІІ в.) (Разкопки и проучвания ХІІІ, 1985), σελ. 9-27· Hayes J., Excavations at Saraçhane in Istanbul 2: The pottery (Princeton 1992), σελ. 61-79. 36. Якобсон, А.Л., Керамика и керамическое производство средновековой Таврике (Ленинград 1979), εικ. 43/5, 6· Антонова, И. κ.ά., “Средневековые амфоры Херсонеса”, Античная древность и средние века 7 (1971), σελ. 90· Романчук, А.И. κ.ά., Амфоры из комплексов византийского Херсона (Екатеринбург 1995), σελ. 66-68. 37. Рыбаков, Б.А. – Николаева, Т.В., “Раскопки в Белгороде Киевском”, Археологические открытия (1970), σελ. 285-287· Седов, В.В. – Седова, М.В., “Древний Суздаль. Археологическое исследование”, Седов Вестник АН СССР 1 (1983), σελ. 137, εικ. 6. 38. Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), σελ. 252, εικ. 154· Barnéa, I., “La Céramique Byzantine de Dobroudja, Xe-XIIe siècles”, στο Déroche, V. – Spieser, J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique Supplément 18, Paris 1989), σελ. 131-132, εικ. 2/1· Barnéa, I., “Descoperiri archeologice din epoca feudală la Mangalia”, Materiale şi cercetari arheologice VI (1959), σελ. 501-512. 39. Антонова, И. κ.ά., “Средневековые амфоры Херсонеса”, Античная древность и средние века 7 (1971), σελ. 93· Романчук, А.И. κ.ά., Амфоры из комплексов византийского Херсона (Екатеринбург 1995), σελ. 68-70. 40. Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), σελ. 257, 260, εικ. 159/1· Barnéa, I., “La Céramique Byzantine de Dobroudja, Xe-XIIe siècles”, στο Déroche, V. – Spieser, J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique Supplément 18, Paris 1989), σελ. 133, 134, εικ. 3· Floresku, G. – Floresku, R., “Săpătuirile archeologice de la Capidava”, Materiale şi cercetari arheologice 6 (1959), σελ. 620, πίν. V, εικ. 8. 41. Чангова, Й., “Средновековни амфори в България”, Известия на археологическия институт 22 (1959), σελ. 257, εικ. 11. 42. Barnéa, I., “Ceramica de import”, στο Dinogetia I (Biblioteca di arhaeologie 13, Bucureşti 1967), σελ. 260, εικ. 159/4. 43. Якобсон, А.Л., Керамика и керамическое производство средновековой Таврике (Ленинград 1979), εικ. 68/5-8. 44. Günsenin, N., “Recherches sur les amphores byzantines dans les musées turcs”, στο Déroche, V. – Spieser, J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine (Bulletin de Correspondance Hellénique Suppl. 18, Paris 1989), σελ. 275-276. |