Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος από το Βασιλικό της Ανατολικής Ρωμυλίας σε αυτοβιογραφικό του κείμενο αναφέρεται στην Κωνστάντζα του Μεσοπολέμου:
«Καθώς η Κωνστάντζα αναπτυσσόταν συνέχεια –ήταν το μόνο λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα, κι όταν πάγωνε ο Δούναβης κι έκλεινε για μήνες το Γαλάτσι, όλα τα βαπόρια εδώ φόρτωναν και ξεφόρτωναν– ο πληθυσμός αύξανε αλματωδώς και το χρήμα έρρεε μαζί με τα στάρια και τα πετρέλαια.
Η παροικία μας, δίχως υπερβολή, ήταν η πιο ανθηρή ελληνική παροικία της μεταπολεμικής Ρουμανίας. Είχαμε μια ωραία εκκλησία, χτισμένη το 1868, είχαμε δύο σχολεία κι ένα θέατρο, το μοναδικό στην πόλη, που ανήκε στον φιλολογικό σύλλογο «Ελπίς». Όλοι οι ρουμανικοί θίασοι που έρχονταν να δώσουν παραστάσεις νοίκιαζαν το δικό μας θέατρο κι έτσι ο σύλλογος είχε ένα καλό έσοδο από κει.
Στο σαλόνι του θεάτρου, το τμήμα Φιλοπτώχων Κυριών οργάνωνε συχνά τσάγια και, κάθε Σάββατο παρά Σάββατο, χορευτικές εσπερίδες, όπου συγκεντρωνόταν το άνθος της επαρχιακής κοινωνίας με τον κοσμοπολίτικο αέρα του διεθνούς λιμανιού. Οι ομογενείς μεγαλέμποροι και οι εφοπλιστές, άνθρωποι πολυταξιδεμένοι κι εκλεπτυσμένοι στο έπακρο, η «χρυσή» νεολαία του ’20 με τις τρέλες και το αστείρευτο κέφι της, τα κομψά πλουσιοκόριτσα και οι Ρουμάνοι αξιωματικοί που φλέρταραν με πάθος τις Ελληνοπούλες. Εκείνο τον καιρό οι αξιωματικοί αποτελούσαν την αφρόκρεμα της ρουμανικής κοινωνίας. Φορούσαν πάντα πούδρες και αρώματα, έσφιγγαν τη μέση τους με κορσέδες και κυκλοφορούσαν με ύφος τουλάχιστον αυτοκρατορικό. Επεδίωκαν με κάθε τρόπο να συγγενέψουν με τους Έλληνες, γι’ αυτό και γίνονταν πολλές κουμπαριές. Κολακεύονταν με την παρέα μας, κυνηγούσαν τα κορίτσια μας κι ήθελαν τα παιδιά τους να πάρουν ελληνική μόρφωση. Συχνά άκουγες λοιπόν ονόματα όπως Σωκράτης Ποπέσκου, Αχιλλέας Βασιλέσκου, Πλάτων Μαριανέσκου».
Κορομηλά, Μ., Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα (Αθήνα 2005), σελ. 157.