αμφορέας, ο
Aπό τις λέξεις «αμφί» και «φέρω». Αγγείο με μακρόστενο ωοειδές σώμα και λαιμό στενότερο αυτού, που φέρει εκατέρωθεν δύο όμοιες κάθετες λαβές και στηρίζεται σε μικρό πόδι. Παραγόταν σε διάφορα μεγέθη, από τα μικρά δοχεία αρωματικών ελαίων έως τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία για τη μεταφορά ή την αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων, όπως οι οξυπύθμενοι, οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS, οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola.
|
εμπόριον, το (εμπορείον)
Τα εμπόρια (εμπορεία) ήταν εμπορικοί σταθμοί που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις ανάγκες του διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά ήταν και προς χρήση όλων των ταξιδιωτών. Σταδιακά κάποια από αυτά εξελίχθηκαν σε οικισμούς.
|
ρόδακας, ο
Διακοσμητικό στοιχείο κυκλικού σχήματος με μορφή τυποποιημένου άνθους τριαντάφυλλου, με έναν ή δύο ομόκεντρους κύκλους πετάλων.
|
σκωρία, η
Aπορρίμματα μεταλλουργικής δραστηριότητας που προκύπτουν κατά τη διαδικασία διαχωρισμού του μετάλλου από μη μεταλλικά στοιχεία ή μη επιθυμητά μεταλλικά στοιχεία με τα οποία είναι συνδεδεμένο φυσικά.
|
τάλαντο, το (1. νομισματική, 2. εμπόριο)
1. Νομισματική μονάδα βάρους. Το αργυρό τάλαντο ισοδυναμούσε με 60 μνες ή με 6.000 δραχμές. 2. Τεμάχιο μετάλλινης μάζας χυτευμένης σε συγκεκριμένο σχήμα με σκοπό την εύκολη αποθήκευση ή τη μεταφορά του μετάλλου με πλοία.
|
χώρα, η
Η αγροτική περιοχή (χωριά και καλλιεργήσιμες εκτάσεις) που περιέβαλλε μια πόλη και ήταν άμεσα συνδεδεμένη με αυτή διοικητικά και οικονομικά.
|