1. Τοπογραφικά στοιχεία Όσο η Κωπαΐδα πλημμύριζε και γινόταν βάλτος ή λίμνη, ο χαμηλός βράχος στο βορειοανατολικό μυχό της λίμνης πρόβαλλε ως νησίδα. Με εκτεταμένα μυκηναϊκά αποστραγγιστικά έργα η λίμνη αποξηράνθηκε με ένα σύστημα αναχωμάτων και καναλιών που οδηγούσαν τα νερά στις φυσικές καταβόθρες, με κατάληξη τον όρμο της Λάρυμνας· τότε η περιοχή αποδόθηκε πρώτη φορά στην καλλιέργεια. Τα μυκηναϊκά αναχώματα αποστέγνωσαν τη λίμνη· έτσι το ύψωμα, προσιτό πλέον από την πεδιάδα, αποτέλεσε λόγω της θέσης, του ύψους και της διαμόρφωσής του το επίκεντρο των αποξηραντικών έργων, την αποθήκη και το οχυρό των πληθυσμών που καλλιεργούσαν το εύφορο αποστραγγισμένο πεδίο. Ο λόγος είναι ότι βρίσκεται κοντά στο σημείο που τα αναχώματα συνέκλιναν προς τη μεγάλη αποχετευτική αύλακα και τις καταβόθρες που αποστράγγιζαν τα νερά της πεδιάδας προς τον όρμο της Λάρυμνας περνώντας από το όρος Πτώο. Η έκταση του βράχου φτάνει τα 200.000 τ.μ., με μήκος 900 μ. από ανατολικά προς δυτικά και πλάτος κυμαινόμενο από 125 μέχρι 575 μ. Η πεδιάδα γύρω από το ύψωμα είναι απολύτως επίπεδη, ενώ η επιφάνεια του βράχου ανηφορίζει ελαφρά από ανατολικά προς δυτικά και από νότια προς βόρεια, παρουσιάζοντας τρία χαμηλά και πλατιά εξάρματα, με μαλακές κλίσεις, έτσι ώστε στα δυτικά να υψώνεται 15 μ. από την πεδιάδα, στα βόρεια 38 μ., στα βορειοανατολικά 10 μ. και στα νοτιοανατολικά 9,5 μ. Αυτή η φυσική διαμόρφωση καθόρισε τη θέση των οικοδομημάτων που κτίστηκαν στις κορυφές, καθώς και των πυλών της οχύρωσης που βρίσκονται στα χαμηλότερα και σχετικά πιο βατά σημεία του φρυδιού του βράχου. Σε αυτό το χαμηλό βραχώδες ύψωμα στο βορειοανατολικό μυχό της λίμνης Κωπαΐδας κτίστηκε το 13ο αι. π.Χ. ισχυρό κυκλώπειο τείχος μήκους 2,8 χλμ. και πάχους 5-5,5 μ., που περιβάλλει το φρύδι του σε συνεχή γραμμή και περικλείει περίβολο: α) με επίμηκες οικοδομικό συγκρότημα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής μορφής στο βόρειο τμήμα του, που περιλαμβάνει δύο μέγαρα σε κτηριακό σύνολο γνωστό ως «μέλαθρο», και β) με μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους στο νότιο τμήμα του. 2. Ονομασία Το αρχαίο όνομα του οχυρού είναι άγνωστο και ο Παυσανίας δεν αναφέρεται στο τοπωνύμιο αυτό. Στη γειτονική περιοχή και στους χάρτες είναι γνωστό ως Κάστρο ή Παλαίκαστρο, ενώ στην αρχαιολογική βιβλιογραφία αναφέρεται ως Γλας ή Γκλα, το αρβανίτικο ισοδύναμο της ελληνικής λέξης. Οι ταυτίσεις με αρχαίες ονομασίες που προτάθηκαν κατά καιρούς βασίζονται είτε σε γειτονικά τοπωνύμια των ιστορικών χρόνων (Κώπαι, Αθαμάντιον, Γλήχων, Φλεγύα), είτε στα ονόματα των τεσσάρων μυθικών πόλεων της Κωπαΐδας (Αθήναι, Ελευσίς, Μίδεα, Άρνη) που σκεπάστηκαν από τα νερά της, όταν, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Θηβαίοι υπό τον Ηρακλή κατέστρεψαν τις αποξηραντικές εγκαταστάσεις που είχαν κατασκευάσει οι Μινύες του Ορχομενού· η επικρατέστερη άποψη ανάμεσα στους ερευνητές είναι ότι πρόκειται για την ομηρική «πολυστάφυλον Άρνην» (Ιλ. Β 507, Η 9). Πάντως, φαίνεται ότι καμία από τις παραπάνω ταυτίσεις δεν ευσταθεί, καθώς οι οικισμοί των ιστορικών χρόνων βρίσκονται όλοι έξω από τα όρια της λίμνης, ενώ ο Γλας ουδέποτε υπήρξε πόλη, ούτε σκεπάστηκε από νερά. Πιθανόν οι αρχαίοι γεωγράφοι να μην ενδιαφέρθηκαν να διασώσουν την ονομασία μιας ακατοίκητης νησίδας στη μέση ενός τέλματος. 3. Ιστορικά στοιχεία Από τα ευρήματα προκύπτει ότι ο βράχος κατοικήθηκε πρώτη φορά τη Νεολιθική περίοδο, όταν ο ίδιος ήταν νησίδα και η πεδιάδα ήταν λίμνη. Κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, μετά την αποξήρανση της λίμνης, το ύψωμα οχυρώθηκε με ισχυρό κυκλώπειο τείχος συνολικού μήκους 2.800 μ., που σώζεται σήμερα ολόκληρο, διακοπτόμενο μόνο από τις τέσσερις πύλες, τη δυτική, τη βόρεια, το νοτιοανατολικό δίπυλο και τη νότια πύλη. Το τείχος, που ακολουθεί το φυσικό φρύδι του βράχου, περιέκλειε ολόκληρο το πλάτωμα της κορυφής, δηλαδή μια έκταση δεκαπλάσια από την Τίρυνθα και επταπλάσια από αυτή των Μυκηνών. Η οχύρωση και τα κτήρια της Μυκηναϊκής περιόδου κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά το 13ο αι. π.Χ. και, όταν καταστράφηκαν από πυρκαγιά, εγκαταλείφθηκαν στη μέση του τέλματος που σχηματίστηκε μετά την παραμέληση ή την ηθελημένη καταστροφή του αποστραγγιστικού συστήματος του λεκανοπεδίου. Υπάρχουν ίχνη περιορισμένης και σποραδικής χρήσης της νησίδας κατά την Ελληνιστική περίοδο και κατόπιν κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, οπότε φαίνεται ότι χτίστηκε και ένα εκκλησάκι στα ερείπια του μελάθρου. Στην Τουρκοκρατία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως βοσκότοπος και κατά την Επανάσταση του 1821 υπήρξε το καταφύγιο των κατοίκων της περιοχής, που πολέμησαν για να το κρατήσουν και έχτισαν στο εσωτερικό του ένα μικρό ξωκλήσι. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και κυρίως μετά την απελευθέρωση, το μέρος προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών περιηγητών, όπως ο Dodwell, o Leake, o Ross κ.ά., ενώ το 1881 ο Schliemann, που ανέσκαπτε στον Ορχομενό, πήγε έως εκεί αλλά δεν το θεώρησε άξιο έρευνας. Η πρώτη συστηματική έρευνα που αποκάλυψε τα κτίσματα έγινε από το F. Noack και τον A. de Ridder το 1893 και το 1894, ενώ συστηματικές ανασκαφές έγιναν από τον Ι. Θρεψιάδη από το 1955 έως το 1961. Η συνέχεια των ανασκαφών και η μελέτη του υλικού έγινε από το Σ. Ιακωβίδη από το 1981 έως το 1983 και κατά το 1990-1991. 4. Περιγραφή Ο απόκρημνος βράχος στον ανατολικό μυχό της πεδιάδας της Κωπαΐδας έγινε προσιτός μέσω της αποξηραμένης και εύφορης πεδιάδας γύρω του, όταν λειτούργησε το μυκηναϊκό αποστραγγιστικό σύστημα. Συγχρόνως οχυρώθηκε με ισχυρό κυκλώπειο τείχος μήκους 2,8 χλμ. και πάχους 5 έως 5,5 μ., που διατρέχει το φρύδι του βράχου σε συνεχή γραμμή και διακόπτεται από τρεις κανονικές πύλες, τη δυτική, τη βόρεια και τη νότια, και μία διπλή νοτιοανατολική πύλη, γνωστή και ως «νοτιοανατολικό δίπυλο», προστατευμένες με προμαχώνες και φυλάκια. Το οχυρό επικοινωνούσε με την πεδιάδα και με τα αναχώματα των αποστραγγιστικών έργων με υπερυψωμένους αμαξιτούς δρόμους, ενισχυμένους με πλευρικά λίθινα αναλήμματα, ενώ είναι πιθανόν οι διώρυγες να χρησίμευαν και ως συγκοινωνιακές αρτηρίες σε μικρά πλωτά μέσα. Το σύνολο των εγκαταστάσεων, δηλαδή η κυκλώπεια οχύρωση, ο περίβολος, το μέλαθρο –οι κατοικίες δύο αξιωματούχων– και τα δύο νότια επιμήκη οικοδομήματα-αποθήκες χτίστηκαν συγχρόνως, ως μέρη ενός μεγαλόπνοου σχεδίου για την επίβλεψη των αποστραγγιστικών εγκαταστάσεων και την αποθήκευση της σοδειάς της πεδιάδας. 4.1. Κυκλώπειο τείχος Το ισχυρό κυκλικό κυκλώπειο τείχος κατασκευάστηκε από τοπικό ασβεστόλιθο, με μεγάλους ορθογώνιους δόμους, σε , σε ενιαία γραμμή. Έχει μήκος 2.800 μ. και ουδέποτε συμπληρώθηκε ή τροποποιήθηκε. Το πάχος του είναι 5,4-5,8 μ. και διατηρείται σε ύψος από 3 έως 5 μ. Είναι συμπαγές, χωρίς ενδείξεις για σήραγγες, οχετούς ή κόγχες εσωτερικά. Κατά διαστήματα από 6 έως 12 μ. η πρόσοψη διακόπτεται από οδοντώσεις, δίνοντας στην οχύρωση πριονωτή εμφάνιση εξωτερικά και εσωτερικά, έτσι ώστε να ακολουθείται επακριβώς η καμπύλη του φυσικού βράχου με τον καλύτερο δυνατό τεχνικό κατασκευαστικό τρόπο. Η πρόσβαση στη νότια πύλη είναι δυνατή με κτιστή αναβάθρα (ράμπα) με 100 μ. μήκος και 6 έως 7,5 μ. πλάτος· στη διπλή νοτιοανατολική πύλη με επικλινές πρόχωμα· στη βόρεια πύλη εισέρχεται κανείς μέσω ανηφορικού λιθόστρωτου δρόμου και στη δυτική με κλιμακωτό μονοπάτι που διασχίζει την πλαγιά. Στη διπλή νοτιοανατολική πύλη και στη νότια πύλη υπάρχουν, εκτός από τα φυλάκια, από δύο μεγάλοι προμαχώνες και πλακόστρωτη αυλή. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε έκταση οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη της Ελλάδας, που φτάνει τα 200 στρέμματα, και εντός του κυκλώπειου τείχους ήταν χωρισμένη με λοξό διατείχισμα –περίβολο– σε δύο άνισα τμήματα, προσιτά από τα αντίστοιχα ανοίγματα της διπλής νοτιοανατολικής πύλης. 4.2. Μέλαθρο Το δυτικό τμήμα του περιβόλου περιλαμβάνει τα κύρια κτήρια που έχουν αποκαλυφθεί συγκεντρωμένα μέσα σε έναν κεντρικό περίβολο, που φτάνει από το βόρειο τείχος έως σχεδόν τη νότια πύλη. Ο περίβολος χωρίζεται σε δύο κύρια τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Το βόρειο περικλείει ένα κτηριακό συγκρότημα, το μέλαθρο, χτισμένο πάνω σε χαμηλό κτιστό άνδηρο έκτασης 1.870 τ.μ. και χωρισμένο σε δύο πτέρυγες όμοιες, ισοδιάστατες και ανεξάρτητες, που συναντώνται κατ’ ορθή γωνία. Κάθε πτέρυγα έχει 63 μ. μήκος και 12 έως 16,5 μ. πλάτος. Η βόρεια πτέρυγα του συγκροτήματος έχει είσοδο κοντά στη νοτιοδυτική γωνία και είναι ενσωματωμένη στη γραμμή της οχύρωσης, έτσι ώστε η εξωτερική όψη της να αποτελεί συνέχεια του τείχους και η εξωτερική όψη να λειτουργεί ως οχυρό. Η ανατολική πτέρυγα με είσοδο από νότια συνδέεται με τη βόρεια με ένα διάδρομο και αποτελεί επανάληψη της προηγούμενης σε έκταση, διαρρύθμιση και κατανομή χώρων. Στην ελεύθερη άκρη κάθε πτέρυγας, κοντά στην είσοδο, υπάρχει από ένα σχετικά μεγάλο μεγαροειδές διαμέρισμα. Κατά τα άλλα, οι δύο πτέρυγες αποτελούνται από μικρά διαμερίσματα των δύο ή τριών δωματίων, που συνδέονται με ένα σύστημα διαδρόμων, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα επικοινωνίας αλλά και αντίστοιχα η δυνατότητα απομόνωσης του ενός από το άλλο. Το κτήριο ήταν καλοφτιαγμένο, είχε μονοκόμματα λίθινα κατώφλια και ξύλινες πόρτες, οι στροφείς των οποίων ήταν προστατευμένοι με χάλκινα πέδιλα. Οι τοίχοι αποτελούνταν από καλοχτισμένα λίθινα τοιχόβαθρα και ανωδομή από ωμοπλίνθους με ξυλοδεσιά, ήταν στρωμένοι με ασβεστοκονίαμα και σχεδόν παντού τοιχογραφημένοι. Οι στέγες ήταν επικλινείς και κεραμοσκεπείς. Πρόκειται για το καλύτερα σωζόμενο δείγμα μυκηναϊκής μνημειώδους αρχιτεκτονικής στη Βοιωτία και μοναδικό στο είδος του, ενώ στις τοιχογραφίες διακρίνεται θαλάσσιο θέμα με «δελφίνια» από τη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων. Η συγκεκριμένη επιλογή στη διαρρύθμιση, τόσο διαφορετική από τη γνωστή μυκηναϊκή αρχιτεκτονική, φαίνεται ότι δεν επιλέχθηκε για να στεγάσει έναν άνακτα και την οικογένειά του· μάλλον πρόκειται για τις κατοικίες δύο ισότιμων αξιωματούχων με διαφορετικές δικαιοδοσίες στην περιοχή. Στην αυλή του μελάθρου βρέθηκε επίσης το ένα σκέλος από ζεύγος ιερών κεράτων από πωρόλιθο. Τα διπλά κέρατα ήταν θρησκευτικό σύμβολο, περιληπτική απόδοση της ταυροκεφαλής, που προήλθε από τη μινωική Κρήτη, όπου κοσμούνταν με αυτήν οι προσόψεις λατρευτικών κτηρίων. Ονομάζονται και κέρατα καθοσιώσεως, γιατί πιστευόταν ότι τα αντικείμενα που τοποθετούνταν ανάμεσά τους αποκτούσαν ιερή ιδιότητα. 4.3. Αποθήκες Το τμήμα του νότιου περιβόλου είναι μεγάλο και επικοινωνεί απευθείας με τη νότια πύλη της οχύρωσης. Έχει κατά μήκος των μακρών πλευρών του, της ανατολικής και της δυτικής, δύο επιμήκη συγκροτήματα χωρισμένα από μία μεγάλη κεντρική πλατεία. Στο νότιο άκρο κάθε συγκροτήματος βρίσκεται από ένα τετράπλευρο κτήριο αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια ίσων διαστάσεων, χωρισμένα ανά δύο από ένα πλατύ κεντρικό πέρασμα, με το οποίο επικοινωνούν αποκλειστικά. Στα βόρεια των κτηρίων αυτών εκτείνονται σε μήκος περίπου 100 μ. δύο μακρόστενα οικοδομήματα, από τα οποία το δυτικό είναι πλατύτερο και έχει μία σειρά εσωτερικών υποστυλωμάτων. Καθένα από τα οικοδομήματα αυτά έχει μόνο δύο προσβάσεις προς την κεντρική πλατεία, διαμορφωμένες σε αναβάθρες. Στην προς βορρά άκρη τους καταλήγουν σε μία σειρά δωματίων, από τα οποία ένα ή δύο σε κάθε πτέρυγα μπορεί να ήταν εργαστήρια ή κατοικίες. Η λειτουργία αυτών των μεγάλων κτηρίων προσδιορίζεται τόσο από τη διαμόρφωση όσο και από το περιεχόμενό τους: πλήθος αποθηκευτικών αγγείων, όπως πίθοι, ψευδόστομοι αμφορείς, πρόχοι, καθώς και μεγάλη ποσότητα από θαλασσινά όστρεα και καμένο σιτάρι. Επρόκειτο συνεπώς για αποθήκες, κυρίως δημητριακών, συνολικής έκτασης περίπου 2.600 τ.μ., δηλαδή χωρητικότητας τουλάχιστον 2.000 τόνων, καθώς και για δωμάτια κατοικίας, εργαστήρια κ.ά. συνολικού εμβαδού περίπου 660 τ.μ. Σε αυτές τις αποθήκες συγκεντρωνόταν και φυλασσόταν πιθανότατα όλη η παραγωγή της εύφορης πεδιάδας. Η ακρόπολη στο Γλα πρέπει να χτίστηκε μαζί με τα έργα αποξήρανσης της λίμνης, με τα οποία συνδέεται απευθείας –και χωρίς αυτά δε θα είχε νόημα–, στις αρχές του 13ου αι. π.Χ. Αργότερα τόσο το μέλαθρο όσο και τα φυλάκια στις πύλες και τα συγκροτήματα των αποθηκών ερειπώθηκαν· το συγκρότημα καταστράφηκε με βίαιο τρόπο, όπως υποδεικνύουν τα ίχνη πυρκαγιάς, στα τέλη του 13ου αι. π.Χ., χωρίς να ξαναλειτουργήσει. |