1. Χρονολογικά πλαίσια
Η εγκατάσταση και η παρουσία των αλλόγλωσσων Βλάχων στη Βοιωτία δεν έχει ερευνηθεί (ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά) στο βαθμό που θα έπρεπε και αυτό γιατί είτε υπήρξε ισχνή και διάσπαρτη πληθυσμιακά, είτε γιατί επισκιάστηκε από την εγκατάσταση και το επιστημονικό ενδιαφέρον για αυτήν άλλων εθνοπολιτισμικών ομάδων, όπως των Αρβανιτών και των Σαρακατσάνων, είτε γιατί ενσωματώθηκαν γρήγορα με το τοπικό στοιχείο. Λόγω της στενής επαφής τους με το εμπόριο και τις μεταφορές είναι πιο ευκατάστατοι και αστικοποιούνται πιο γρήγορα σε σχέση με τους άλλους κτηνοτρόφους.
2. Ιστορικές αναφορές
Οι ιστορικές αναφορές και μαρτυρίες για την εγκατάσταση Βλάχων στην Βοιωτία είτε απουσιάζουν είτε είναι πολύ ισχνές. Ιστορική μνεία γίνεται για την παρουσία Βλάχων στη Βοιωτία από τον 10ο αι. Ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν ότι Βλάχοι υπήρχαν στην περιοχή από την περίοδο ακόμα της Φραγκοκρατίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σπ. Λάμπρος (1926) αναφέρει ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας Βλάχοι «…πλησιάζοντος του χειμώνος μετηνάστευον εκ της θεσσαλικής Καρδίτσης εις την βοιωτικήν…».
Ο φιλέλληνας περιηγητής Gustave Eichthal στην περιοδεία του στην Ελλάδα (1833-1835) αναφέρεται στην ύπαρξη Βλάχων και Καραγκούνηδων (Αρβανιτόβλαχων σκηνιτών) στην περιοχή της Λιβαδειάς και του Παύλου, στα σύνορα με την Λοκρίδα. Οι Βλάχοι αυτοί ήταν νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφοι οι οποίοι μετακινούνταν με τα κοπάδια τους από την Θεσσαλία προς τον βοιωτικό κάμπο. Ο Γάλλος διπλωματικός υπάλληλος HenriBelleστο περιηγητικό του έργο Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, τ. Α΄, αναφέρεται στις μετακινήσεις νομάδων Βλάχων με τα κοπάδια τους στην περιοχή της Βοιωτίας οι οποίοι, όπως σημειώνει, «έχουν παράξενη συγγένεια από τη μια μεριά με τους Ρουμάνους και από την άλλη με τους Τσιγγάνους ή Γύφτους», και στη συμμετοχή τους με σφαχτά στα πανηγύρια της περιοχής τα οποία κατεβάζουν από τα βοσκοτόπια του Παρνασσού και του Ελικώνα. Όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο αν θα πρέπει να ταυτίσουμε τους «βλάχους» νομάδες-κτηνοτρόφουςτου περιηγητή με την εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων.
Ο Weigand που επισκέπτεται την περιοχή στα τέλη του 19ου αι. σημειώνει ότι η δεύτερη πληθυσμική ομάδα που κατοικεί στη Θήβα μετά τους Αρβανίτες είναι οι Αρωμούνοι, οι οποίοι αριθμούν 50 περίπου οικογένειες που είναι εγκατεστημένοι εκεί από τις αρχές του 19ου αι. Αυτοί κατάγονται από τον Άνω Ασπροπόταμο, από την Κότουρη (σημ. Κατάφυτο), τη Λεπενίτσα (σημ. Ανθούσα), την Πύρρα, το Νυμφαίο κ.ά. Ορισμένες οικογένειες (Λούστας, Τζιούτζιας, Κούστας, Δαλαμάγκας, Ζιούρκος, Μπιτίτσιος, κ.ά) είχαν έρθει από το Νυμφαίο (Νέβεσκα) της Φλώρινας στα τέλη του 19ου αι. και ασχολούνταν με το επάγγελμα του χρυσικού, για το οποίο ήταν πολύ φημισμένοι οι Βλάχοι της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα οι Βλάχοι της Θήβας ανήκαν στις ομάδες των Κουτσόβλαχων και των Γραμμουστιάνων.
3. Εγκατάσταση
Οι Βλάχοι στη Θήβα εγκαταστάθηκαν κυρίως στη δυτική πλευρά της πόλης, γύρω από τον δισυπόστατο ναό της Παναγίας και του Αγ. Δημητρίου και την πηγή Παραπόρτι (αρχαία πηγή της Δίρκης ή του Άρη), η οποία ονομάστηκε «Βλαχομαχαλάς». Για το Πυρί μάλιστα υπάρχει η εκδοχή ότι δημιουργήθηκε ή ενισχύθηκε δημογραφικά από μικρή ομάδα οικογενειών από το βλαχοχώρι του Ασπροποτάμου Πύρρα, όταν αυτό καταστράφηκε το 1823 από τα στρατεύματα του Αλή Πασά.
Η παράδοση για τον τόπο προέλευσης ή καταγωγής τούς προσέδωσε και τους αυτο- και ετερο-προσδιορισμούς όπως Ασπροποταμίτες και Ρουμανόβλαχοι. Η δεύτερη αυτή ονομασία προέκυψε γιατί ορισμένες βλάχικες οικογένειες εγκαταστάθηκαν αρχικά στην περιοχή της Ρουμανίας και στη συνέχεια, μέσω τις ενασχόλησής τους με το εμπόριο και τις τέχνες, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και την τυροκομία αλλά κυρίως με το εμπόριο και τα τεχνικά επαγγέλματα (ράφτες, υφαντές, χρυσικοί κ.ά). Η εγκατάστασή τους στη Θήβα από τις αρχές του 19ου αι. τους συνέδεσε με την δημιουργία, από τα μέσα του 19ου αι., του αποκριάτικου εθίμου του Βλάχικου γάμου.
4. "Βλάχος" και βλάχικη γλώσσα
Οι απόγονοι των Βλάχων της Θήβας διατηρούν την μνήμη της καταγωγής τους αλλά δεν μιλούν εδώ και δύο γενιές την βλάχικη γλώσσα. Για την εγκατάσταση των Βλάχων στη Θήβα χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της βλάχικης καταγωγής πληροφορήτριας:
«Εμείς αφομοιωθήκαμε στη Θήβα γιατί ήρθαμε πρώτοι και ξέρανε να χειρισθούνε τα πράγματα. Πιάσανε το εμπόριο και αφομοιωθήκανε με τους Θηβαίους…Ξέρουν ότι είμαστε Βλάχοι στη Βλαχογειτονιά αλλά τώρα δεν λένε Βλάχος. Τίποτα. Δεν ξέρουν... Ο μπαμπάς μου και εμείς είμαστε γεννημένοι στη Θήβα. Δύο και τρεις γενιές… τελειώνει η Βλαχιά ... Ο παππούς και η γιαγιά ήξεραν βλάχικα, δεν επέτρεπαν όμως πολλές συζητήσεις γύρω από τη γλώσσα. Ήθελαν να μην την ξέρουν… Δεν κάναμε τίποτα βλάχικα εκεί στη Θήβα. Εμείς πηγαίναμε στο χωριό για να δούμε γάμο. Βλάχοι ήταν όταν ήρθανε, μετά γίνανε Ευρωπαίοι όλοι. Δεν είχανε τη σκέψη των Βλάχων. Πήρανε άλλο ύφος. Ήρθανε σε μια πόλη… Μικρή ήτανε, αλλά ήτανε μεγάλη γι’ αυτούς. Δεν είχανε ούτε συλλόγους, ούτε τίποτα, για να έχουμε μια ανάμνηση. Μόνο το Βλάχικο γάμο… Αυτοί το φέρανε, οι Βλάχοι…».
Ο όρος «βλάχος» χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι σήμερα για αναφορά σε ομάδες και άτομα τα οποία ασχολούνται με την κτηνοτροφία ή κατάγονται από κτηνοτροφικές οικογένειες αλλά δεν ανήκουν στην εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων ούτε μιλούν την βλάχικη γλώσσα. |