1. Kαταγωγή και εγκατάσταση των Σαρακατσάνων στη Βοιωτία. Τα τσελιγκάτα
Μια ελληνική εθνοπολιτισμική ομάδα στη Βοιωτία για την οποία έχουν γραφτεί πολλά είναι οι Σαρακατσάνοι, οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, τη Βαλκανική, ακόμα και σε περιοχές της Μικράς Ασίας. Στη Βοιωτία είναι γνωστοί στους ντόπιους κυρίως ως Σαρακατσαναίοι και σκηνίτες.
Το θέμα της καταγωγής τους έχει διχάσει τους ιστορικούς. Οι απόψεις ποικίλλουν. Απορρίπτοντας εκ προοιμίου την αστήρικτη άποψη που τους θέλει εξελληνισμένους Βλάχους, θα περιοριστούμε μόνο στο ερώτημα αν εξαρχής ήταν ημινομάδες κτηνοτρόφοι ή γεωργοί. Η άποψη ότι ήταν γεωργοί είχε διατυπωθεί αρχικά από το Λαμπρίδη, υποστηρίχθηκε όμως και από άλλους μελετητές, όπως ο Γεωργακάς και ο Τσαούσης, οι οποίοι στηρίχθηκαν και στην προφορική παράδοση των Σαρακατσάνων. Φαίνεται πάντως ότι όλα τα πολιτισμικά στοιχεία συγκλίνουν στο ότι ήταν γεωργοί και άρχισαν να μετακινούνται ως νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφοι από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Παράλληλα για λόγους γλωσσολογικούς φαίνεται πιθανότερη κοιτίδα τους η περιοχή ανάμεσα στα Άγραφα και τα Τζουμέρκα.
Ασυμφωνία υπάρχει και για την προέλευση της ονομασίας τους. Υπάρχουν πολλές θεωρίες, χωρίς κάποια να θεωρείται επικρατέστερη. Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι η ονομασία σχετίζεται με το χωριό Συρράκο, το χωριό Σακαρέτσι ή ότι προέρχεται από τη σύνθεση των τουρκικών λέξεων sarı (ξανθός) και kaçan (κατσαούνης = φυγάς, ληστής) ή, κατά την εκδοχή Καρακατσάνης, από τις τουρκικές λέξεις kara (μαύρος) και kaçan, με βάση τη θεωρία ότι ήταν δύο αδελφοί, ο ένας ξανθός και ο άλλος μαύρος. Καμιά από αυτές τις θεωρίες δε φαίνεται ικανοποιητική.
Οι Σαρακατσάνοι έχουν δεχθεί επιδράσεις, όπως είναι φυσικό, από τους πληθυσμούς ανάμεσα στους οποίους έχουν ζήσει· όμως και οι ίδιες οι ομάδες τους έχουν εξελιχθεί και διαφοροποιηθεί, καθώς απομακρύνθηκαν η μια από την άλλη. Άσχετα πάντως από τις διαφορές, οι ίδιοι οι Σαρακατσάνοι έχουν επίγνωση του «κοινώς ανήκειν» σε μια φυλή (tribu), με την πολιτισμική σημασία. Εντούτοις κάνουν διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την περιοχή, με τον τόπο των χειμαδιών ή τη θερινή εγκατάσταση (Παλαιοελλαδίτες, Τουρκόβλαχοι, Αγραφιώτες, Ασπροποταμίτες κ.λπ.), θεωρώντας πάντα όμως τόπο καταγωγής τους τις ορεινές εγκαταστάσεις.
Επίσης, κάνουν διάκριση ανάλογα με το ζωικό κεφάλαιο ή το είδος των ζώων (πρόβατα, γίδια) που διαθέτουν (Λογγίσιοι, Γιδοξούρια), αλλά και με την καλύτερη ή πιο πρόχειρη οργάνωση των τσελιγκάτων (Μανταβέληδες, Τσαπατόρηδες, Βλαχούληδες κ.λπ.). Σημειώνεται ότι η χρήση των ονομασιών Μανταβέλης και Τσαπατόρης από χωρικούς της Βοιωτίας ενδεχομένως σημαίνει ότι έχουν σαρακατσάνικη καταγωγή.
Οι Σαρακατσάνοι της Βοιωτίας προέρχονται κυρίως από την ορεινή περιοχή των Αγράφων, όπου υπήρχαν έως 70 τσελιγκάτα και 577 οικογένειες με 100.000 ζώα. Ήταν νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφοι κοπαδιών με πρόβατα που διένυαν μεγάλες αποστάσεις, οργανωμένοι (σμίχτες) σε οικονομικές μονάδες ή κοινοπραξίες υπό ένα αρχηγό (τσέλιγκα, κεχαγιά) που είχε το μεγαλύτερο αριθμό ζώων, ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται καλύτερα το ενοίκιο των λιβαδιών (βοσκοτόπων) από τους ιδιοκτήτες (γαιοκτήμονες κ.λπ.). Στα τσελιγκάτα έμπαιναν και γαμπροί αλλά και ξένοι, ο πυρήνας όμως αποτελούνταν πάντα από πατροπλευρικούς συγγενείς, τη γενιά. Ο τσέλιγκας είχε διοικητική, οικονομική και δικαστική εξουσία.
Στα Άγραφα μετακινούνταν το καλοκαίρι και από εκεί κατέβαιναν οι περισσότεροι να ξεχειμάσουν στην Αττική και τη Βοιωτία (Κωπαΐδα), όπου υπήρχαν, κατά τη Χατζημιχάλη, μόνιμες μικροεγκαταστάσεις αλλά και προσωρινές θερινές και χειμερινές. Στις μόνιμες εγκαταστάσεις αναφέρονται 222 οικογένειες και 44.770 άτομα. Οικογένειες με μεγάλο αριθμό ζώων στη Βοιωτία ήταν οι Πατσαουραίοι, οι Βελεντζαίοι, οι Μιχαίοι, οι Σφυραίοι, οι Κολοβαίοι, οι Κατσαβριάδες, οι Ακριβαίοι, οι Τσιγαριδαίοι, οι Ντελήδες κ.ά.
Εξάλλου πολλοί Σαρακατσάνοι από τα Άγραφα μετακινούνταν το χειμώνα για να ξεχειμάσουν προς τη Φθιώτιδα, ενώ λιγότεροι προς τη νότια Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία (περιοχές του Μεσολογγίου και του Αγρινίου). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται και από τις επιγαμίες τους στη Βοιωτία.
2. H διάλεκτος των Σαρακατσάνων και το βοιωτικό γλωσσικό ιδίωμα
Πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με τη γλώσσα των Σαρακατσάνων ο Δανός γλωσσολόγος Höeg, που εργάσθηκε συστηματικά με την ομάδα αυτή κυρίως στην Ήπειρο το 1922 (για ένα γλωσσάρι των Σαρακατσάνων βλ. το βοηθητικό κατάλογο του λήμματος).
Ο Höeg όμως δε μελέτησε τη σαρακατσάνικη διάλεκτο της Βοιωτίας, αλλά άντλησε τις πληροφορίες του από τη βιβλιογραφία για τη ρουμελιώτικη σαρακατσάνικη και μη διάλεκτο. Σημειώνεται ότι, παρόλο που οι επιμέρους ομάδες των Σαρακατσάνων εντάσσονται σε ιδιαίτερες γεωγραφικές ενότητες εξαιτίας των μετακινήσεών τους σε μεγάλες αποστάσεις, όμως λόγω της φυλετικής ενδογαμίας τους τα γλωσσικά και εθνογραφικά ευρήματα μερικές φορές επικαλύπτονται. Πάντως έχει επισημανθεί η ηπειρώτικη προφορά σε πολλά τραγούδια Σαρακατσάνων που ζουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, μακριά από την Ήπειρο, κάτι το οποίο αποδεικνύει ότι έχουν σχέση με την Ήπειρο.
Άλλωστε, από το δημοσιευμένο υλικό που διαθέτουμε γνωρίζουμε ότι η σαρακατσάνικη διάλεκτος της Βοιωτίας δε διαφέρει σημαντικά από εκείνη της Ηπείρου – ίσως μόνο σε σχέση με ορισμένες λέξεις. Αυτό το είχε επισημάνει και ο Ηöeg, o οποίος τόνισε ότι η σαρακατσάνικη διάλεκτος ουσιαστικά είναι ενιαία με πολύ μικρές διαφορές στη φωνητική και στο λεξιλόγιο, κάτι που ασφαλώς έχει επηρεαστεί από τους τόπους εγκατάστασης των Σαρακατσάνων. Ο Höeg επισήμανε τις διαφορές κυρίως στην προφορά του ε ως ανοιχτού ä, στην προφορά του ν-κ ως γκ ή νκ –π.χ. ίνγκλα (ίγκλα στη Στερεά Ελλάδα;), γίγκεις (Βόρεια Ελλάδα), αντί γίν(ι)κεις–, στην εκφορά της λέξης πρόβατα ως πρότα (Ανατολική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα: Ευρυτανία, Φθιώτιδα, Βοιωτία) ή πράτα (Ήπειρος) κ.ά.
Οι ομοιότητες στη διάλεκτο των Σαρακατσάνων και των χωρικών της Βοιωτίας παρατηρούνται και στη φωνητική αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου. Το ερώτημα είναι αν πράγματι πρόκειται για ξεχωριστά ιδιώματα μιας ενιαίας διαλέκτου. Οι ομοιότητες των δύο ιδιωμάτων εξηγούνται από το γεγονός ότι πολλοί Σαρακατσάνοι έχουν εγκατασταθεί από παλιά στα χωριά της Βοιωτίας ως γεωργοί. Άλλωστε η Βοιωτία ουσιαστικά είναι σαρακατσάνικη και αρβανίτικη.
Όσον αφορά τους Ρουμελιώτες, ο Höeg επισημαίνει ότι ενδεχομένως οι Σαρακατσάνοι της Στερεάς Ελλάδας να μην είναι και τόσο καθαροί, όπως οι Ηπειρώτες, χωρίς να ξεκαθαρίζει τι εννοεί με το «μη καθαροί». Ίσως υπονοεί ότι κάποιες οικογένειες δεν ήταν εξαρχής σαρακατσάνικες αλλά χωρικές, όπως πράγματι είχε συμβεί, για παράδειγμα, με τους Αλεξάκηδες από το χωριό Βραγγιανά και με τους Τσιγαριδαίους από το χωριό Άγραφα με παλαιότερη ονομασία Χούτης κ.ά. Όμως η άποψη αυτή φαίνεται λανθασμένη και οφείλεται στην ανάγκη να θεωρούμε την πρώτη ομάδα που μελετάμε σαν πιο αυθεντική. Αλλά και οι Ηπειρώτες Σαρακατσάνοι έχουν δεχθεί τοπική επίδραση στη γλώσσα και την κουλτούρα τους. Φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις αφομοίωσης ετερόγλωσσων ή ομόγλωσσων ατόμων σε αυτή την εθνοπολιτισμική ομάδα, όπως δείχνουν αρκετά αρβανίτικα και βλάχικα επώνυμα Σαρακατσάνων.
O Höeg, που μελέτησε τη διάλεκτό τους στην Ήπειρο, επιχείρησε να βρει ομοιότητες με τις άλλες τοπικές διαλέκτους, με σκοπό να επισημάνει τον τόπο καταγωγής αυτής της ομάδας. Βρήκε λοιπόν πιο κοντινές ομοιότητες με τις τοπικές διαλέκτους των χωρικών της περιοχής των Τζουμέρκων και της Αιτωλοακαρνανίας. 3. Η στρογγυλή σαρακατσάνικη καλύβα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Οι Σαρακατσάνοι από η Θράκη έως τη Ρούμελη (και τη Βοιωτία) κατασκεύαζαν κυρίως στρογγυλές καλύβες από άχυρα, βρίζα και βούρλα και δευτερευόντως τετράγωνες. Οι τελευταίες ονομάζονταν «δίπλα καλύβες» και χρησιμοποιούνταν συνήθως για αποθήκες. Η τεχνική των στρογγυλών καλυβών έχει περιγραφεί από τους πρώτους μελετητές του πολιτισμού τους (Höeg, Χατζημιχάλη). Οι στρογγυλές αυτές καλύβες είχαν μεταξύ τους πολλές ομοιότητες και μικρότερες διαφορές.
Ο Ηöeg επισημαίνει τις διαφορές αυτές, αναφέροντας ότι στους Σαρακατσάνους της Ηπείρου η στρογγυλή καλύβα έχει τα λεγόμενα κρεβάτια γύρω από τις πλευρές ή ράφια από καλάμια ή σανίδια όπου έβαζαν τα πράγματά τους. Τέτοια κρεβάτια όμως απουσιάζουν, κατά το Höeg, από τις καλύβες των Σαρακατσάνων της Θεσσαλίας, αν και η Χατζημιχάλη έχει αντίθετη άποψη και παραθέτει σχετική φωτογραφία.
Σημειώνω ότι τα κρεβάτια / ράφια εμφανίζονται και στις καλύβες των Σαρακατσάνων της Βοιωτίας, κάτι το οποίο δείχνει τη συνάφεια αυτών των ομάδων. Δεν υπάρχει όμως στους Σαρακατσάνους της Βοιωτίας ο κτισμένος συνήθως με λάσπη σοφάς περιμετρικά στο εσωτερικό της καλύβας, τον οποίο συναντάμε αλλού. Άλλωστε ο σοφάς, όπως και το επίχρισμα στο εσωτερικό της καλύβας με άχυρο και λάσπη, καθώς και το άσπρισμα, έχουν σχέση με μονιμότερη εγκατάσταση. Τέτοιες καλύβες περιποιημένες εμφανίζονται και στη Βοιωτία, με τη διαφορά ότι στην τελευταία περιοχή απουσιάζει, όπως αναφέρθηκε, ο σοφάς.
Εξάλλου το εικονοστάσι είναι τοποθετημένο στην ανατολική πλευρά της στρογγυλής καλύβας σε ένα μικρό υπερυψωμένο κρεβάτι / ράφι (κονισματοκρέβατο) ή μέσα σε ένα κρεμασμένο ξύλινο ντουλάπι, ενώ αλλού είναι τοπoθετημένο σε ένα κτισμένο μέρος πάνω στο σοφά. Εννοείται ότι ο κτισμένος σοφάς συναντάται στις περιπτώσεις όπου οι Σαρακατσάνοι έχουν μια πιο μόνιμη εγκατάσταση με καλύβες.
Η εστία (βάτρα), συνήθως στρογγυλή, βρίσκεται πάντα στο μέσο της καλύβας προς την πόρτα (ρούγα στη Θράκη και Στερεά Ελλάδα ή στεφάνι στις άλλες περιοχές, λόγω της τοξοειδούς μορφής της) αλλά όχι πάνω στον άξονα της πόρτας, για να μην τη φυσάει ο αέρας· αυτό παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των Σαρακατσάνων. Γενικά οι Σαρακατσάνοι έχουν δύο εστίες, μία μέσα στη στρογγυλή καλύβα / κατοικία και μία έξω στην αυλή, στο φρετζάτο.
Μια διαμάχη έχει ξεκινήσει αν οι Σαρακατσάνοι έβαζαν σε μόνιμη βάση σταυρούς στις κορυφές (κατσούλες) των στρογγυλών καλυβών. Ο Βασίλης Τσαούσης όμως υποστηρίζει ότι αυτό γίνεται μόνο στην αρχή της κατασκευής τους και ότι ο σταυρός παρασύρεται έπειτα από καιρό από τον άνεμο, χωρίς να τον αντικαθιστούν. Στους Σαρακατσάνους της Βοιωτίας γνωρίζουμε από παλαιότερες φωτογραφίες ότι υπήρχαν σταυροί, αλλά, όταν έπεφταν, δεν έβαζαν καινούριους.
Στη σαρακατσάνικη καλύβα τα μέλη της οικογένειας κοιμούνται γύρω από την εστία με τα πόδια προς τη φωτιά, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την εξισωτική ιδεολογία, έως ένα βαθμό, μεταξύ των μελών της οικογένειας.
4. Η γυναικεία φορεσιά. Παρατηρήσεις στα σύμβολα
Η γυναικεία φορεσιά των Σαρακατσάνων αφενός έχει ενιαίο τύπο, αφετέρου έχει τοπικές ιδιομορφίες, ώστε να είναι αναγνωρίσιμη. Δηλαδή η διακόσμηση έχει δεχθεί σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικές τοπικές επιδράσεις. Βέβαια το βασικό χαρακτηριστικό της, που είναι τα γεωμετρικά σχέδια, υπερισχύει ακόμα και στα δανεισμένα μοτίβα. Οι Σαρακατσάνοι της Στερεάς Ελλάδας, εξαιτίας αυτής της πολύχρωμης φορεσιάς, παρομοιάζουν τις γυναίκες με σαλαμάνδρες.
Τα σχέδια αυτά οδήγησαν μερικούς μελετητές να συνδέσουν τους Σαρακατσάνους με τους Δωριείς της Αρχαιότητας. Η θεωρία αυτή δεν έχει καμιά βάση, καθώς η σαρακατσάνικη διάλεκτος δεν έχει δωρικά στοιχεία, αλλά ούτε έχει διασωθεί καμιά άλλη αρχαία διάλεκτος που να συνδέεται με τη δωρική, εκτός από την τσακώνικη της Κυνουρίας στην Αρκαδία. Επίσης η τέχνη της Γεωμετρικής περιόδου, σύμφωνα με τα νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα, δε συνδέεται υποχρεωτικά με τους Δωριείς, αφού την εντοπίζουμε και στην Αττική.
Πάντως η σημασία της σαρακατσάνικης γυναικείας φορεσιάς είναι μεγάλη, γιατί εμφανίζει τα φυλετικά (tribal) χαρακτηριστικά της ομάδας όπως παρουσιάζονται σε όλη τη Βόρεια και την Κεντρική Ελλάδα. Στην ελληνική αγροτική παραδοσιακή κοινωνία οι γάμοι σχετίζονται πάντα με τη γυναικεία φορεσιά. Η συγκεκριμένη πρακτική είχε ήδη επισημανθεί και σε άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες, στο Πωγώνι και αλλού. Οι Σαρακατσάνοι όμως ήταν πάντα ενδογαμικοί. Επομένως οι τοπικές διαφορές της φορεσιάς δηλώνουν και τις επιμέρους γεωγραφικές ενδογαμικές ομάδες των Σαρακατσάνων.
Όμως σε όλες τις σαρακατσάνικες φορεσιές, κυρίως στις ποδιές (παναγούλες), συναντάμε σταθερά τα ίδια σύμβολα, κύκλους-φεγγάρια, φίδια και άλλα σύμβολα γυναικείας γονιμότητας – αυτό ισχύει και για τις γυναικείες φορεσιές της Βοιωτίας. Οι παραστάσεις αυτές δεν αποτελούν μόνο διακοσμητικά μοτίβα, αλλά έχουν μεγάλη σημασία στο συμβολικό και φαντασιακό κόσμο των Σαρακατσάνων.
Δημιουργείται η απορία πώς είναι δυνατό σε νομάδες κτηνοτρόφους να παρατηρούνται σύμβολα που θεωρούνται ότι σχετίζονται με τους γεωργούς. Η θεωρία περί μόνιμης εγκατάστασης παλαιότερα των Σαρακατσάνων ως γεωργών / χωρικών σε χωριά, αν εξεταστεί υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να είναι σωστή. Ίσως η σύγχρονη εξέλιξή τους σε γεωργούς, σε αντίθεση με τους Βλάχους κτηνοτρόφους που δύσκολα γίνονταν γεωργοί, να εξηγείται απ’ αυτό. Ο Ηöeg αρνείται ότι αυτό μπορεί να συνέβη πριν από το 19ο αιώνα. Δέχεται όμως ότι ίσως ίσχυε πριν από το 15ο αιώνα. Οι παραστάσεις στη γυναικεία φορεσιά και οι άλλες αντιλήψεις των Σαρακατσάνων διαψεύδουν την άποψη του μελετητή ότι στον τρόπο ζωής τους δε φαίνεται αυτή η εξέλιξή τους. 5. Οικογένεια, συγγένεια, γάμος
Ένα άλλο θέμα που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης είναι το σύστημα συγγένειας των Σαρακατσάνων. Ο Campbell το θεωρεί απόλυτα αμφιπλευρικό, με αφετηρία τις διάφορες πρακτικές τους ως προς ορισμένα έθιμα του γάμου, την αντεκδίκηση κ.λπ., υποβαθμίζοντας ουσιαστικά την πατρική πλευρά.
Η θεωρία του αυτή ξεκινά από τη σημασία που δίνει η αγγλική ανθρωπολογική σχολή στη νομική συσσωμάτωση των ομάδων συγγένειας, που στους Σαρακατσάνους φαίνεται να απουσιάζει. O Campbell όμως παραβλέπει την παρουσία ονοματισμένων ομάδων συγγένειας, οι οποίες μάλιστα στη Βοιωτία και αλλού δηλώνονται με συγκεκριμένους όρους. Οι Σαρακατσάνοι δηλ. έχουν πατρικές ομάδες συγγένειας, όπως άλλωστε έχει επισημανθεί και από τους ίδιους, που τις ονομάζουν φάρες, σειρές, γενιές, ταράφια. Οι γενιές δηλώνονται πάντα συλλογικά με την κατάληξη -αίοι, για παράδειγμα Κολοβαίοι, Πατσαουραίοι κ.λπ. Δεν πρόκειται απλώς για κατηγορίες, δηλ. ομάδες επωνύμων (surname groups), καθώς αυτές έχουν τουλάχιστον μια ή περισσότερες κοινωνικές λειτουργίες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης είναι ο πολυτεμαχισμός (διακλάδωση) των ομάδων συγγένειας με παρωνύμια και συχνά με απόσχιση και ίδρυση νέων ομάδων συγγένειας (αποκρυστάλλωση παρωνυμίων σε επώνυμα). Ας αναφερθούν μερικά παραδείγματα από τη Στερεά Ελλάδα: οι Κολοβαίοι χωρίστηκαν σε Πατσαουραίους και οι Πατσαουραίοι σε Αγραφιωταίους (επώνυμο Αγραφιώτης), οι Μιχαίοι σε Αραπογιανναίους και σε Κονταίους, οι Αργυραίοι σε Ψαρογιωργαίους.
Σημαντικό στοιχείο υπέρ της πατροπλευρικότητας / πατρογραμμικότητας μπορεί να θεωρηθεί και η παρουσία της μεγάλης πατριαρχικής πολυπυρηνικής οικογένειας που αποτελείται από τους γονείς και τους παντρεμένους αδελφούς. Εξάλλου, η συνοχή των πατροπλευρικών συγγενών φαίνεται και από τον τρόπο εγκατάστασης. Όπου έχουμε εξέλιξη από σαρακατσάνικα κονάκια σε οικισμό με πέτρινα σπίτια, συχνά αυτός εξελίσσεται από μια γενιά και ο οικισμός παίρνει το όνομά της (φαλκάρi).
H θεωρία του Campbell στηρίζεται στην αμφιπλευρική απαγόρευση του γάμου, αν και αναγνωρίζεται ότι η απαγόρευση από την πατρική πλευρά έχει μεγαλύτερη έκταση από ό,τι η απαγόρευση από τη μητρική πλευρά. Εντούτοις οι γυναίκες ακολουθούν υποχρεωτικά μια κατεύθυνση κατά το γάμο, όπως συμβαίνει στα συστήματα αγχιστείας, όπου υπάρχουν ομάδες καταγωγής. Για παράδειγμα, στους Σαρακατσάνους επικρατεί η πίστη ότι δεν πρέπει να «σταυρώνουν τα σόγια» και η αντίληψη ότι το ένα σόι δίνει νύφη και το άλλο παίρνει (στην κοινωνική ανθρωπολογία: wife-givers vs wife-takers), που ενισχύονται και από άλλα έθιμα του γάμου, όπως τα χωριστά τραπέζια στο σπίτι της νύφης και του γαμπρού.
Ο Campbell περιορίζει τη σημασία της πατροπλευρικής συγγένειας, τονίζοντας ότι η βεντέτα στους Σαρακατσάνους δεν εκτείνεται πέρα από τα πρώτα ξαδέλφια. Όμως γενικά στους κτηνοτρόφους η βεντέτα έχει μικρή έκταση σε σχέση με γεωργούς όπως, για παράδειγμα, τους Μανιάτες, τους Μαυροβούνιους κ.ά. H περιορισμένη χρήση της βεντέτας οφείλεται στον αυστηρό έλεγχο και τις απαγορεύσεις του τσέλιγκα (αρχηγού) με απειλή επιβολής ποινής μέσα στο τσελιγκάτο. Όμως μερικές φορές η βεντέτα μπορεί να πάρει και στους Σαρακατσάνους ανεξέλεγκτες διαστάσεις, περιλαμβάνοντας πιο μακρινούς συγγενείς του φονιά, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της βεντέτας των Κορκαίων από τη Στερεά Ελλάδα.
Ιδιαιτερότητα στη Βοιωτία είχαν και οι γαμήλιες παροχές. Ο Campbell και ο Höeg τονίζουν ότι οι Σαρακατσάνοι της Ηπείρου δε έδιναν καμιά άλλη παροχή πέρα από τα προικιά (ρουχισμός της νύφης) και τα δώρα του γάμου (η νύφη στους συγγενείς του γαμπρού και ο γαμπρός στους γονείς της νύφης). Όμως μελετητές που έχουν γράψει για τους Ρουμελιώτες Σαρακατσάνους δηλώνουν ότι αυτοί έδιναν από παλαιότερα προίκα πρόβατα. Ο Μποτός, Σαρακατσάνος ο ίδιος από τη Φθιώτιδα, τονίζει ότι ο πατέρας του το 1912 έλαβε για προίκα χρήματα.
Επιπλέον στους Σαρακατσάνους της Βοιωτίας, εκτός από την προίκα, υπάρχουν και ορισμένες άλλες γαμήλιες παροχές που δεν τις συναντάμε αλλού, λογικά με επίδραση ρουμελιώτικη. Είναι ένας τύπος συμβολικής «εξαγοράς της νύφης», που ονομάζεται «πορταρίκια», όπου οι συγγενείς της νύφης κλείνουν την πόρτα και δεν την ανοίγουν αν ένας συγγενής του γαμπρού ή ο νονός δε δώσει χρήματα. Η πραγματική ή συμβολική αυτή «εξαγορά της νύφης» συνδέεται συχνά με πατρογραμμικές γενιές. Εδώ φαίνεται ότι είναι μια παλαιότερη επίδραση, καθώς το έθιμο συναντάται και στους Βλάχους της Ελλάδας, αλλά και στους Αρβανίτες της Βοιωτίας.
Ομοιότητες και διαφορές υπάρχουν και στο έθιμο που αφορά το φλάμπουρο / φλάμπουρα ή «σημαία του γάμου». Κοινό χαρακτηριστικό στο σαρακατσάνικο φλάμπουρο είναι τα μικρά στρογγυλά κουδουνάκια που κρεμούν στο πανί, τα οποία τα βλέπουμε ακόμα και στο φλάμπουρο των Σαρακατσάνων της Θράκης με διαφορετικές ονομασίες: γουργουλίδια (Βοιωτία, Μακεδονία), γουργουρέλια (Ευρυτανία), βρονταλίδια (Βοιωτία), χαρχαγγέλια (Σέρρες, Καβάλα).
Στην Ήπειρο το φλάμπουρο το ράβει ένα αγόρι, ενώ στη Βοιωτία και στις άλλες περιοχές μία ή περισσότερες κοπέλες. Αλλού την αρχή την κάνει ένα αγόρι, βάζοντας την πρώτη βελονιά, και συνεχίζουν οι κοπέλες. Σημειώνεται ότι στα τραγούδια, που είναι πιο συντηρητικά, αναφέρεται ότι το φλάμπουρο το ράβει ένα αγόρι.
Στο γάμο υπάρχει επίσης μια άλλη διαφορά ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Βοιωτία: στην Ήπειρο τα υποδήματα (τσαρούχια παλαιότερα) της νύφης τής τα φοράει ο πατέρας της, ενώ στη Βοιωτία ο αδελφός του γαμπρού, και αυτό ισχύει και για τις άλλες περιοχές της Ελλάδας (Θεσσαλία, Μακεδονία). |