Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Σύντομη Περιγραφή

arrow

Μεθοδολογία

arrow

Συντελεστές

 
 

Σλαβικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στη Βοιωτία

      Σλαβικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στη Βοιωτία (8/4/2011 v.1) Slavic invasions and settlements in Boeotia (8/4/2011 v.1)
line

Συγγραφή : Ντάφη Ευαγγελία (3/7/2012)

Για παραπομπή: Ντάφη Ευαγγελία, «Σλαβικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στη Βοιωτία», 2012,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12825>

 
 

1. Οι Σλάβοι στον ελλαδικό χώρο και τη Βοιωτία

Oι σλαβικές επιδρομές στη νότια Βαλκανική και ειδικά στον ελλαδικό χώρο από τον ύστερο 6ο αι. καταγράφεται ότι έφεραν καταστροφή και κατάρρευση στην ύπαιθρο και στην αστική ζωή της κυρίως Ελλάδας. Μόνο στις μεγάλες πόλεις μπόρεσε να επιβιώσει ο πολιτισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο οποίος μετασχηματίστηκε σε βυζαντινό. Σταδιακά η αυτοκρατορία ανακατέλαβε την ύπαιθρο στρατιωτικά και πολιτισμικά. Η πρώιμη βυζαντινή περίοδος (7ος – 9ος αι.) συχνά αναφέρεται ως «σκοτεινοί χρόνοι», ενώ η ανάκαμψη γενικά θεωρείται ότι ήρθε στα μέσα του 9ου αι. με τις απαρχές της μακεδονικής δυναστείας.

Η πρόσφατη έρευνα έφερε αρκετές αλλαγές τόσο στους χρονολογικούς διαχωρισμούς όσο και στις απόλυτες αντιλήψεις σχετικά με την οικονομική κατάρρευση, οπότε τέθηκε υπό αμφισβήτηση και ο όρος «σκοτεινοί αιώνες». Συγκεκριμένα, η μεγάλη αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας σε στρατιωτικές επαρχίες, τα «θέματα», από τα τέλη του 7ου αι., με τη Βοιωτία και την Αττική να είναι ο πυρήνας του νέου θέματος της Ελλάδος, μπορεί να ιδωθεί ως ένδειξη μιας πρώιμης και επιτυχημένης αντιμετώπισης της τάσης διάλυσης της αυτοκρατορίας υπό σλαβικές και άλλες επιρροές. Θεωρείται ακόμη πιθανό, η κεντρική Ελλάδα να ήταν μια ασφαλέστερη και λιγότερο ερημωμένη από πληθυσμό περιοχή σε σχέση με τη βόρεια Ελλάδα και την Πελοπόννησο κατά τους 7ο -9ο αιώνες.

2. Ιστορικά στοιχεία

Μετά τον Ιουστινιανό χάνεται ο έλεγχος της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα στο ανατολικό σύνορο παρουσιάζονται μεγάλα προβλήματα. Οι Σλάβοι, ακολουθώντας τους Αβάρους, εισχωρούν στη Βαλκανική, αλλά έχουν την τάση γενικά να εγκαθίστανται παρά να λεηλατούν, όπως οι Άβαροι. Επί Τιβέριου Κωνσταντίνου (578-582) και Μαυρίκιου (582-602) φτάνουν στον ελλαδικό χώρο: από το 578 άρχισε η εγκατάσταση σλαβικών φύλων στη Θεσσαλία, στο θέμα της Ελλάδος και στην Πελοπόννησο. Η πλειοψηφία, σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασίας, εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο, ίσως επειδή εκεί επί Ιουστιανιανού δεν είχαν επισκευαστεί τα τείχη των πόλεων και έτσι δεν υπήρχε ουσιαστική άμυνα.

Ο πόλεμος με την Περσία, η αποστολή στρατευμάτων για την υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, καθώς και η εσωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) εμπόδισαν τη λήψη μέτρων κατά των επιδρομών στη Βοιωτία. Στην ελλιπή επικοινωνία με την πρωτεύουσα αποδίδεται και η έλλειψη κυκλοφορίας νομισμάτων την ίδια εποχή.

Γραπτές πηγές από το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. αναφέρουν πως μεγάλες μάζες Σλάβων (Δρογουβίται, Σαγουδάται, Βελεγεζίται, Βαϊουνίται, Βερζέται) έφτιαχναν μονόξυλα σκάφη, με τα οποία λεηλατούσαν τη Θεσσαλία και τα νησιά και τις ακτές της Θεσσαλίας και του θέματος της Ελλάδος, ενώ παράλληλα εγκαθίσταντο σε πολλές πόλεις και στην ύπαιθρο. Επομένως, οι Σλάβοι πριν το 626 μάλλον δρούσαν ανενόχλητοι, ξεκινώντας από τις βάσεις τους στη βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία.

Μετά τις νίκες των Βυζαντινών επί Αβάρων και Περσών, ο Κώνστας Β΄(641-668) ανέλαβε το 658 εκστρατεία κατά των Σλάβων, που μάλλον περιορίστηκε σε εκκαθαρίσεις στη Θράκη, στις βόρειες ακτές του Αιγαίου και στην ενδοχώρα (Θεσσαλονίκη, Ανατολική Μακεδονία). Αν και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα δεν έφτασαν στη Βοιωτία, φαίνεται η εκστρατεία να έκανε έμμεσα δυνατή την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Βοιωτία και την ευρύτερη περιοχή για μερικά χρόνια, όπως δείχνει την ίδια εποχή η μακρά σχετικά παραμονή του αυτοκράτορα στην Κόρινθο (662). Κατά τη διάρκεια αυτής της παραμονής έχει υποτεθεί ότι έγιναν κυρίως απελάσεις των πιο πρόσφατων Σλάβων εποίκων παρά κατάκτηση και υπαγωγή των Σλάβων που ήδη ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή και θεωρούνταν πιστοί στην αυτοκρατορική εξουσία.

3. Η αρχαιολογική έρευνα

Κατά τη διάρκεια των επιφανειακών ερευνών του προγράμματος Boeotian Project στις περιοχές της κεντρικής Βοιωτίας, στα χωριά Άσκρη και Μαυρομμάτι στα δυτικά της Θήβας, καθώς και στις βορειοδυτικές παρυφές του νομού Βοιωτίας, στο χωριό Παύλο, εκτός από το μεγάλο σχετικά αριθμό οστράκων βυζαντινής κεραμικής, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και ορισμένα ευρήματα της λεγόμενης «σλαβικής κεραμικής». Αυτά είναι χειροποίητα αγγεία, που κατασκευάστηκαν χωρίς τη χρήση τροχού και χρονολογούνται στους 7ο – 9ο αιώνα.

Βάσει των χρονολογημένων ευρημάτων από την κεραμική, η συρρίκνωση του ρωμαϊκού πληθυσμού σε υπαίθριες και αστικές εγκαταστάσεις στη νοτιοδυτική Βοιωτία θα μπορούσε να τοποθετηθεί στα μέσα ή στα τέλη του 7ου αι., καθώς ορισμένοι τύποι κεραμικής συνεχίζουν τη ρωμαϊκή παράδοση μέχρι και στο πρώτο μισό του 7ου αι. Για την περίοδο από τον 7ο ως τον 9ο αι., έχουν εντοπιστεί τρεις θέσεις όπου βρέθηκαν όστρακα πρώιμων εφυαλωμένων αγγείων αυτής της περιόδου.
Στην πρώτη από αυτές τις τρεις θέσεις, στη θέση Παλαιομαυρομμάτι περίπου δύο χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού Μαυρομμάτι, υπήρχε πιθανότατα μια εγκατάσταση της περιόδου των σλαβικών επιδρομών, όπως μαρτυρούν τόσο η επιφανειακή κεραμική όσο και μια αξιοσημείωτη λαϊκή τοπική παράδοση για τους προγόνους των κατοίκων. Πρόκειται για θέση απομονωμένη, μακριά από καλλιέργειες και σχετικά αθέατη από τις γύρω περιοχές.
Όμως, οι άλλες δύο θέσεις όπου βρέθηκε η πρώϊμη εφυαλωμένη κεραμική του 7ου – 9ου αι. είναι δύο αστικές εγκαταστάσεις που επιβίωσαν από την υστερορρωμαϊκή περίοδο: οι Θεσπιές και η Άσκρη. Εκεί παρατηρούμε στην κεραμική μια ομαλή μετάβαση από την Ύστερη Αρχαιότητα στους σκοτεινούς χρόνους και από εκεί στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Οι δύο αυτοί οικισμοί βρίσκονται σε χαμηλή πεδινή περιοχή και δεν διαθέτουν οχυρώσεις, εκτός από την οχύρωση της μέσης ρωμαϊκής περιόδου δίπλα στο μεσαιωνικό χωριό των Θεσπιών (Ερημόκαστρο) που θα μπορούσε να προσφέρει καταφύγιο στους κατοίκους που βρίσκονταν σε εκτεθειμένη θέση. Αυτή η συνέχεια στην κατοίκηση ανάμεσα στους ύστερους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους, παρατηρείται πιθανότατα και στην Υηττό.

Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα για το πόσο επιβίωσαν οι υστερορωμαϊκοί οικισμοί μέσα στον 7ο αι., οι οποίοι διασώζουν τους συνηθισμένους ρωμαϊκούς τύπους κεραμικής. Οι Σλάβοι είναι σίγουρα μια κοινωνία που χρησιμοποιούσε κεραμική.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις από τοπωνύμια και υπάρχει η σφραγίδα του «Δαργδέκαβου, άρχοντος της Ελλάδος» (Dunn, μη δημοσιευμένο report) που χρονολογείται από τυπολογικά στοιχεία γύρω στα 700 μ.Χ. που θα μπορούσε να είναι Ελληνοσλάβος τοπάρχης που είχε κάποια σχέση με τη βυζαντινή οργάνωση των θεμάτων.

Οι Θεσπιές και η Άσκρη πάντως φαίνονται να επιβιώνουν ως μικρά χωριά, καθώς απέδωσαν επιφανειακή κεραμική μεσαιωνικών φάσεων σε θέσεις όπου υπήρχε κατοίκηση και στην Υστερορωμαϊκή περίοδο.

Η σημερινή Άσκρη, αφού έχασε το αρχαίο της όνομα εμφανίζεται σύμφωνα με τον Peter Lock στις μεσοβυζαντινές και φραγκικές πηγές ως η έδρα τοποτηρητή επισκόπου της Θήβας με το όνομα Ζαράτοβα. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε μια αλλαγή ονόματος υπό σλαβική επίδραση στους Μεσοβυζαντινούς χρόνους, ενώ αργότερα, λόγω της θρησκευτικής ταύτισης με την Παναγία (ερείπια ναού) μετονομάστηκε σε Παναγιά. Αν η υπόθεση του Lock είναι σωστή τότε η Άσκρη ήταν ένα κέντρο σλαβικής εγκατάστασης ανάμεσα σε ελληνικό πληθυσμό.

4. Συμπεράσματα για τις δημογραφικές αλλαγές στη Βοιωτία

Μέχρι τις αρχές του 7ου αι. δεν πρέπει να ήταν μεγάλος ο αριθμός των Σλάβων στη Βοιωτία. Δεν αναφέρονται εκτεταμένες αντιπαραθέσεις για την εγκατάστασή τους στην ύπαιθρο, και αυτό γιατί πιθανότατα εκεί είχε ήδη υποχωρήσει ο πληθυσμός με τις επιδρομές που ήδη είχαν γίνει τον 6ο αι., καθώς και μετά από δύο μεγάλους σεισμούς και την επιδημία της πανώλης (541-544). Οι περιπλανώμενοι Σλάβοι μπόρεσαν να εγκατασταθούν κατά μήκος των βασικών οδικών αρτηριών που οδηγούσαν προς τα νότια. Οι τειχισμένες πόλεις, παρέμειναν στα χέρια του εντόπιου ελληνικού πληθυσμού.

Στη συνέχεια, κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, οι βοιωτικοί πληθυσμοί μάλλον επιβίωναν μέσα ή κοντά σε αρχαίες θέσεις πόλεων και χωριών, παρά έφευγαν προς τα βουνά. Μετά την πολιτικο-στρατιωτική κατάρρευση στις επαρχίες τον 7ο αιώνα, οι τοπικοί πληθυσμοί ήδη πρέπει να είχαν πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο, αφήνοντας τους Σλάβους οικιστές να καταλάβουν εγκαταλειμμένη γη και πιθανότατα να εμφανιστούν απευθείας σε τοπικές κοινότητες με επιγαμίες. Η τελευταία υπόθεση μπορεί να υποστηριχθεί από την ύπαρξη ενός τοπικού «Άρχοντα των Σλάβων» όπως μαρτυρείται σε μολυβδόβουλλο που χρονολογείται γύρω στα 700, καθώς και από τα σλαβικά τοπωνύμια σε πολλά «ελληνικά» χωριά.

Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, οι Σλάβοι επιδίδονταν σε επιδρομές και λεηλασίες του ελλαδικού χώρου και ελάχιστα ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, όπως δείχνει και η κινητικότητά τους. Από τα μέσα του 7ου αι. κ.ε. όμως, μαρτυρούνται ως γεωργοί και κτηνοτρόφοι, όπως είναι η περίπτωση των Βελεγεζητών στη Θεσσαλία και των Δρογουβητών στη ΒΔ Μακεδονία.

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU