1. Μυθολογία και Αρχαιότητα
Η ύπαρξη της πόλης τεκμηριώνεται από το 800 π.Χ. Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν τη συνεχή κατοίκηση της Λιβαδειάς, ενώ επιγραφές και γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν τη σημασία της. Μάλιστα, στους Ρωμαϊκούς χρόνους καλείται «ιερά πόλις», λόγω της παρουσίας στο έδαφός της του ιερού άλσους και του μαντείου που ήταν αφιερωμένα στον ήρωα και θεό Tροφώνιο.
Ο Τροφώνιος ήταν μυθικός αρχιτέκτονας. Μαζί με τον αδελφό του Αγαμήδη κατασκεύασε κτήρια με λίθους, σε αντικατάσταση των πλίνθων και του ξύλου. Ο μύθος αναφέρει ότι ο Τροφώνιος αποκεφάλισε τον αδελφό του Αγαμήδη· όμως, φτάνοντας στη Λιβαδειά, άνοιξε η γη και τον κατάπιε μαζί με το κεφάλι του Αγαμήδη. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Παυσανία, δημιουργήθηκε στο άλσος της Λιβαδειάς ο «βόθρος του Αγαμήδη». Από εκείνη τη στιγμή, ο Τροφώνιος μεταμορφώθηκε σε χθόνιο δαίμονα, σε μια θεότητα που εγκαταστάθηκε στη σκοτεινή γη, και από τότε άρχισε το μαντικό έργο του. Όσοι επιθυμούσαν χρησμό από τον Τροφώνιο έπρεπε να θυσιάσουν κριό στο λάκκο, στο άλσος της πόλης. Το χάσμα ή σπήλαιο του Τροφωνίου όμως ξεχάστηκε· λειτούργησε ξανά όταν οι κάτοικοι της Λιβαδειάς υπέφεραν από λιμό και συμβουλεύτηκαν το μαντείο των Δελφών. Ο Τροφώνιος είναι, επομένως, αρχαία τοπική θεότητα και η λατρεία του έχει κατεξοχήν χθόνιο χαρακτήρα, ενώ απέκτησε ιδιαίτερη δημοτικότητα κυρίως στα Ρωμαϊκά χρόνια. Οι πηγές μαρτυρούν και την τέλεση αγώνων προς τιμήν του ήρωα σε συνδυασμό με τα Βασίλεια, αγώνες προς τιμήν του Διός Βασιλέως. Ακόμα και σήμερα στην περιοχή των πηγών της Έρκυνας, της σημερινής Κρύας, στους πρόποδες του λόφου του κάστρου, που κατά πάσα πιθανότητα συναποτελούσαν τμήμα του ιερού τεμένους με το άλσος και το μαντείο του Τροφωνίου, υπάρχουν κόγχες αναθημάτων και αρχαίο υλικό διάσπαρτο ή σε δεύτερη χρήση. Στην ίδια θέση βρέθηκαν κατά καιρούς και αγάλματα πεπλοφόρων γυναικών που, κατά πάσα πιθανότητα, απεικονίζουν θεότητες ή ιέρειες της τοπικής λατρείας.
Το τελετουργικό της επίδοσης χρησμών υπήρχε ήδη από τα Αρχαϊκά χρόνια, καθώς οι αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος και Αριστοφάνης) μιλούν για χρησμούς στον Κροίσο (550 π.Χ.) και στον απεσταλμένο του Μαρδόνιου (480 π.Χ.). Για τη διαδικασία της χρησμοδότησης αξιόπιστη πηγή αποτελεί ο Παυσανίας. Οι φιλολογικές μαρτυρίες γι’ αυτό το μαντείο είναι ασυνήθιστα πολλές και από διαφορετικούς συγγραφείς. Όπως αναφέρθηκε, ο Ηρόδοτος και ο Αριστοφάνης, αλλά και ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός και ο Στράβων, αναφέρουν διάφορες ιστορίες που σχετίζονται με το μαντείο, καθώς και διαφορετικές χρονικές στιγμές της λειτουργίας του. Το 1803 ο Έλγιν ήθελε να κάνει ανασκαφές με σκοπό να βρει το μαντείο, και, για να του το επιτρέψουν οι κοτζαμπάσηδες, τους έκανε δώρο ένα ρολόι, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο λεγόμενο πύργο του Ρολογιού.
Εκτός από τον Τροφώνιο, λατρευόταν και ο Δίας. Ο Παυσανίας αναφέρει και ναό του Διός Βασιλέως, ο οποίος έμεινε ημιτελής εξαιτίας του μεγέθους του ή των αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων, κατά τον περιηγητή, αλλά και λόγω έλλειψης χρημάτων, κατά τους σύγχρονους ερευνητές. Με το ναό έχουν ταυτιστεί τα θεμέλια ενός εξαιρετικά μεγάλου οικοδομήματος του δεύτερου μισού του 3ου αι. π.Χ. δυτικά της σύγχρονης πόλης της Λιβαδειάς, στην κορυφή του λόφου του Προφήτη Ηλία. Γραπτές πηγές, όμως, αποδεικνύουν ότι η λατρεία του Διός Βασιλέως ήταν διαδεδομένη στη Λιβαδειά ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. Σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το σχέδιο της ανέγερσης του ναού περιλάμβανε και τη μεταφορά του κεντρικού σημείου του μαντείου του Τροφωνίου από το άλσος στην ευρύτερη περιοχή του ναού του Διός Βασιλέως κατά το δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ. Αυτό είχε αποτέλεσμα όχι μόνο τη φυσική γειτνίαση των δύο θεών, αλλά και μια πιο στενή σχέση της λατρείας τους, η οποία κάποιες περιόδους έφτανε στην πλήρη ταύτιση.
Ο προσανατολισμός των δρόμων της αρχαίας πόλης είναι ΒΔ-ΝΑ και ΒΑ-ΝΔ, κάτι που ισχύει και για τη σύγχρονη πόλη. Η αρχαία πόλη είχε χτιστεί στη χαμηλότερη περιοχή της σημερινής πόλης, κυρίως στο τμήμα που περικλείεται από τις οδούς Καραγιαννοπούλου, Μπουφίδου, Ανδρεαδάκη και Χριστοδούλου. Στην περιοχή έχουν γίνει σωστικές ανασκαφές και έχουν βρεθεί ερείπια κτηρίων αλλά και κινητά αντικείμενα. Ο χώρος ταφής ήταν στο λόφο του Αγίου Βλασίου και συγκεκριμένα στην περιοχή του Νοσοκομείου, όπου ανασκάφηκαν στο σύνολό τους περίπου 155 τάφοι που χρονολογούνται από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως και τον 3ο αι. π.Χ. Τελευταίες σωστικές ανασκαφές έφεραν στο φως τμήμα αρχαίου νεκροταφείου που χρονολογείται από την Ύστερη Κλασική έως και την Ελληνιστική εποχή (4ος-3ος αι. π.Χ.).
Η ιστορία της Λιβαδειάς στην Αρχαιότητα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με αυτήν της Βοιωτίας. Σχεδόν όλο το διάστημα βρισκόταν στη σκιά της Θήβας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του Βοιωτικού Κοινού. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, θεωρείται σημαντική πόλη, όπως δείχνουν τόσο αρχαιολογικά κατάλοιπα όσο και επιγραφικές μαρτυρίες, στις οποίες κάτοικοι της πόλης εμφανίζονται συχνά ως πρόξενοι. Δικό της νόμισμα έκοψε την περίοδο από το 386 έως το 374 π.Χ. –το ασημένιο νόμισμα έφερε από τη μία πλευρά τη βοιωτική ασπίδα και από την άλλη κεραυνό (για το Δία) και τα γράμματα ΛΕΒΑ–, ενώ από το 338 έως το 315 π.Χ. έκοψε χάλκινο νόμισμα, με τη βοιωτική ασπίδα από τη μία πλευρά και τα γράμματα ΛΕΒ από την άλλη.
Η πόλη ήταν μέλος του Κοινού των Βοιωτών σε όλες τις φάσεις του. Το 395 π.Χ. ο Λύσανδρος την κατέστρεψε. Κατά τη σύγκρουση των Ρωμαίων με το Μακεδόνα βασιλέα Περσέα (178-168 π.Χ.), η πόλη αποφάσισε να υποστηρίξει τους Ρωμαίους. Αργότερα ο Μιθριδάτης την κυρίευσε και σύλησε το μαντείο, ενώ μετά τη νίκη του εναντίον του Μιθριδάτη ο Σύλλας επέτεινε την καταστροφή. Θύμα των καταστροφών ήταν και ο ναός του Δία.
2. Μέσοι χρόνοι
Κατά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής περιόδου, η Λιβαδειά δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Ακολούθησε τις τύχες του Ανατολικού Ιλλυρικού τόσο στις πολιτικές όσο και στις εκκλησιαστικές μεταβολές. Η αγροτική οικονομία της πόλης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα από τις βαρβαρικές επιδρομές του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα, αλλά και κατά τον 7ο αιώνα. Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση με την εισαγωγή του θεσμού των θεμάτων, εντάχθηκε στο Θέμα Ελλάδος· από τον 9ο μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής προόδου των θεμάτων του ελλαδικού χώρου. Όμως, οι επιδρομές των Νορμανδών στη συνέχεια είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ζωή της περιοχής.
Μετά την κατάληψη της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), η Λιβαδειά παραχωρήθηκε στον «κύριο των Αθηνών» Όθωνα Δελαρός (de la Roche) και, έναν αιώνα αργότερα, μετά την ήττα των Φράγκων από τους Καταλανούς στη μάχη του Κηφισού (1311), οι κάτοικοι παρέδωσαν το κάστρο της πόλης στους νικητές με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων. Η καταλανική κυριαρχία συνεχίστηκε έως το Μάιο του 1388 υπό το βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκο, οπότε η περιοχή του δουκάτου των Αθηνών περιήλθε στο Νέριο Ατζαγιόλι (Nerio Accaiuoli).
Αυτή την περίοδο παρατηρείται και η μαζική εγκατάσταση αλβανόφωνων ομάδων γεωργοποιμένων στο δουκάτο της Αττικοβοιωτίας. Οι άνθρωποι αυτοί κατοίκησαν σε θέσεις επικίνδυνες, εγκαταλελειμμένες ή απρόσιτες. Έτσι στη Λιβαδειά εγκαταστάθηκαν σχετικά λίγοι Αρβανίτες (γι’ αυτό και οι Τούρκοι την ονόμαζαν Γκιαούρ Λιβαδειά), αντίθετα από τους Τσουκαλάδες, τη Γρανίτσα, τη Σούρπη και το Ζερίκι, που δέχτηκαν μεγάλο αριθμό. Ειδικά το Ζερίκι δημιουργήθηκε από Αρβανίτες. Κατά την καταλανική κυριαρχία άρχισε η μεγάλη ανάπτυξη της πόλης και κατ’ επέκταση η σημασία της, για να περάσει στην αφάνεια κατά το διάστημα της φλωρεντινής διακυβέρνησης.
Το κάστρο της πόλης αξίζει ιδιαίτερη μνεία. Συνήθως αναφέρεται ως καταλανικό, γιατί όντως το σημερινό κτίσμα κατασκευάστηκε από τους Καταλανούς. Το πρώτο οικοδόμημα όμως ήταν φραγκικό. Στο εσωτερικό του κάστρου υπάρχει εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας, που είχε για τους Καταλανούς ξεχωριστή σημασία, γιατί εκεί φυλασσόταν η ιερή κάρα του αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν «κεφαλή, προστάτις και μεσίτρια» των βασιλιάδων του αραγονικού οίκου.
Στο κάστρο βρισκόταν και ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος ιδρύθηκε το 12ο αιώνα. Οι πηγές αναφέρουν ότι το 1311 ο Βρυέννιος Γ΄, δούκας των Αθηνών, κληροδότησε με διαθήκη στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 1.150 χρυσές δραχμές. Επί Οθωμανοκρατίας ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, για να καταστραφεί αργότερα και να ξαναχτιστεί μετά την απελευθέρωση.
3. Οθωμανική περίοδος
Το 1460 η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτέλεσε . Το 16ο αιώνα η πόλη ήταν χάσι Οθωμανών αξιωματούχων και από το 17ο αιώνα υπήρξε της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Το 18ο αιώνα, η πρόσοδος του καζά της Λιβαδειάς αφιερώθηκε στο Γενί τζαμί του Σκούταρι (στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης), που το είχε ιδρύσει η σύζυγος του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄.
Το 15ο και 16ο αιώνα, στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής γίνεται αναφορά στο ρύζι, το οποίο πρώτη φορά εμφανίζεται στη νότια Ελλάδα. Καλλιεργούνταν στις όχθες της Έρκυνας και αποτελούσε αντικείμενο μέριμνας της κεντρικής εξουσίας. Στις αγορές της πόλης διακινούνταν, εκτός από το ρύζι, ζώα, σιτηρά, όσπρια, μέλι, κερί, λάδι, ντόπια ή εισαγόμενα υφαντά, δέρματα, πρινοκόκκι (βαφική ύλη), ξυλεία κ.ά.
Στις πολεμικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια του Τουρκοβενετικού πολέμου του 1684-1699 και, συγκεκριμένα, το 1694 και το 1695, η Λιβαδειά υπέστη σημαντικές καταστροφές, αλλά από τις αρχές του 18ου αιώνα διαμορφώθηκαν ιδιαίτερες συνθήκες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Κατ’ αρχάς χορηγήθηκαν στους κατοίκους προνόμια που είχαν συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα τέλη του 18ου αιώνα η Λιβαδειά χαρακτηριζόταν ως «η μεγαλύτερη πόλη της Βοιωτίας». Η οικονομία της ήταν ανθηρή και μπορούσε να διακινεί σε όλη την Ελλάδα μαλλί, σιτάρι και ρύζι. Επομένως, η μετανάστευση ήταν περιορισμένη και αποτελούσε συνήθεια κυρίως των λογίων και των εμπόρων. Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις είναι ο Λάμπρος Κατσώνης και ο Ιωάννης Νικολαΐδης ο Λεβαδεύς.
4. Η Λιβαδειά το 19ο αιώνα
Τις παραμονές της Επανάστασης, η Γκιαούρ Λιβαδειά είχε 10.000 Έλληνες κατοίκους. Το 1820 η πόλη ήταν το κέντρο των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της. Ο Αθανάσιος Διάκος, που είχε αναλάβει την αρχηγία των όπλων της Λιβαδειάς, σε συνεργασία με το συμπολεμιστή του Βασίλη Μπούσγο και με τους προκρίτους Ιωάννη Λογοθέτη, Ιωάννη Φίλωνα και Λάμπρο Νάκο, προετοίμασαν την εξέγερση. Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο του Ρολογιού παραδόθηκαν και, την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου, η οποία σήμερα φυλάσσεται στο συγκεκριμένο ναό.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η πόλη δοκιμάστηκε επανειλημμένα από τις τουρκικές στρατιές που κατευθύνονταν στην Πελοπόννησο, και στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Η πόλη απελευθερώθηκε οριστικά το 1829 και αμέσως άρχισε να ανασυγκροτείται.
Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν, το σχολείο άρχισε πάλι να λειτουργεί και ήδη το 1841 η Λιβαδειά ήταν ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοελληνικού κράτους. Η Κωπαΐδα και η Έρκυνα συντέλεσαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η κλωστοϋφαντουργία ήταν ο κύριος κλάδος ανάπτυξης, αφού η Κωπαΐδα έδινε το βαμβάκι και η Έρκυνα την κινητήρια δύναμη για τις μηχανές των εργοστασίων. Εκκοκκιστήρια, νηματουργεία, νεροτριβές και μύλοι επέτρεπαν την παραγωγή μεγάλης ποσότητας νήματος για την εγχώρια αγορά αλλά και για εξαγωγή. Έτσι ήδη το 1864 η Εθνική Τράπεζα ίδρυσε υποκατάστημα στη Λιβαδειά. Το 1899 ιδρύθηκε και ο Εμπορικός Σύλλογος. Η οικονομική ευρωστία της πόλης γίνεται φανερή και από τα πολυτελή σπίτια, από τα οποία λίγα μπορεί να δει κανείς σήμερα στην πόλη. Βεβαίως ο πλούτος της Λιβαδειάς ήταν περιορισμένος σε μερικές οικογένειες, των οποίων τα ονόματα είναι γνωστά από την προεπαναστατική περίοδο. Μέλη των οικογενειών αυτών εμφανίστηκαν και στην πολιτική και την πολιτιστική ζωή της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νικόλαος Μπουφίδης (1842-1912), βουλευτής, υπουργός Εσωτερικών και πρόεδρος της Βουλής, πρωτοστάτησε το 1899 στην απόφαση να γίνει η Λιβαδειά πρωτεύουσα του νομού, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Θηβαίων.
5. Η Λιβαδειά τον 20ό αιώνα
Η ανάπτυξη της πόλης συνεχίστηκε και τον 20ό αιώνα με την ίδρυση νέων βιομηχανικών μονάδων. Σήμερα η Λιβαδειά είναι η έδρα του δήμου Λεβαδέων, που προήλθε από τη συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Λεβαδέων, Δαυλείας, Κορώνειας και Χαιρωνείας και την Κοινότητα Κυριακίου. Συνολικά ο πληθυσμός ανέρχεται στους 33.152 κατοίκους.
Η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται κυρίως στο δευτερογενή τομέα (μονάδες εκκόκκισης, βιοτεχνίες κ.λπ.) και στον τριτογενή (εμπόριο και υπηρεσίες), ενώ η αγροτική παραγωγή είναι φθίνουσα. Τον τελευταίο καιρό γίνεται προσπάθεια ανάπτυξης του τουρισμού. Η Λιβαδειά έχει πολλά αξιοθέατα: το κάστρο, την Κρύα με το μαντείο του Τροφωνίου αλλά και τη νεροτριβή, τα πέτρινα γεφύρια, τον πύργο του Ρολογιού, τους ναούς και τα εκκλησάκια, ενώ ο επισκέπτης μπορεί να περπατήσει στην παλιά αγορά και να επισκεφτεί τις γύρω περιοχές. Ονόματα δρόμων, πλατειών, προτομές και μνημεία αποτελούν ένα σύνολο πληροφοριών για την ιστορία της πόλης. Η πνευματική κίνηση είναι επίσης πλούσια, μεταξύ άλλων και χάρη σε μια πλούσια και δραστήρια βιβλιοθήκη, αλλά και χάρη στην αξιοποίηση των πνευματικών «παιδιών» της Λιβαδειάς.
6. Πρόσωπα
Η περιοχή της Λιβαδειάς μπορεί να παρουσιάσει έναν πλούσιο κατάλογο προσώπων που έπαιξαν ρόλο στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Ενδεικτικά αναφέρονται οι:
Λάμπρος Κατσώνης (1752-1805): Πλοίαρχος Α΄ Τάξεως και ιππότης του Στρατιωτικού Παρασήμου του Αγίου Γεωργίου Δ΄ Τάξεως. Το 1770 κατατάχθηκε εθελοντής στις ρωσικές δυνάμεις και συμμετείχε στον Α΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1769-1774, Ορλωφικά). Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους Έλληνες στην Κριμαία. Συμμετείχε με δικό του στολίσκο σε διάφορες ναυτικές εξορμήσεις κυρίως εναντίον των τουρκικών δυνάμεων. Για τις υπηρεσίες του παρασημοφορήθηκε τόσο από τις ρωσικές όσο και από ελληνικές αρχές. Τέλος του 1798 με αρχές του 1799 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Κριμαία, στο κτήμα που του χάρισε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄. Ήταν περίπου 22.000 εκτάρια και περιλάμβανε μία εξοχική κατοικία. Αυτό το κτήμα ο Κατσώνης αργότερα το ονόμασε Λιβαδειά (Livadia). Σήμερα η έκταση αυτή αποτελεί χωριό 3 χλμ. δυτικά της Γιάλτας.
Αντώνιος Γεωργαντάς (?-1884): Αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, πολιτικός και συγγραφέας των αναμνήσεών του από τον Αγώνα, οι οποίες εκδόθηκαν πρώτη φορά από το Γιάννη Βλαχογιάννη.
Ιωάννης Νικολαΐδης ο Λεβαδεύς (1805-1871): Καθηγητής Ιατρικής και λόγιος.
Φίλων Φίλωνος (1813-1895): Γιος του Γιαννάκη Φίλωνος, προκρίτου της Λιβαδειάς. Πρόεδρος της Βουλής τα έτη 1861-1862. Εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής και υπήρξε επί ένα χρόνο, το 1847, δήμαρχος Λεβαδέων.
Νικόλαος Μπουφίδης (1842-1912): Δικηγόρος και πολιτικός. Διατέλεσε το 1893 υπουργός Εσωτερικών και 6 φορές πρόεδρος της Βουλής.
Πέτρος Σ. Κόκκαλης (1896-1962): Καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση, συνεργάστηκε με το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και έγινε μέλος της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης).
Δημήτριος Παπασπύρου (1902-1987): Δικηγόρος και πολιτικός, ο οποίος διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής και υπουργός.
Τάκης Λάππας (1904-1995): Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Οι μελέτες του για την περιοχή εξακολουθούν να είναι από τις πιο σημαντικές.
Ευθύμιος Δάλκας (1909-2003): Εκπαιδευτικός και ιστοριοδίφης. Έχει μελετήσει ιδιαίτερα τη Λιβαδειά και τα βιβλία του αποτελούν σημείο αναφοράς για όποιον επιθυμεί να γνωρίσει την περιοχή.
Κώστας Πασχάλης (1929-2007): Βαρύτονος με εθνική και διεθνή παρουσία.
Δημήτρης Γέρος(1948- ): Εικαστικός με εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχει δημιουργήσει σκηνικά για θεατρικές παραστάσεις κ.λπ.
Σώτια Τσώτου (1942-2011): Στιχουργός με μεγάλες επιτυχίες. |