1. Εισαγωγή
H Θήβα ήταν στα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια η πρωτεύουσα της Bοιωτίας και μία από τις τρεις ισχυρές πόλεις-κράτη της αρχαίας Eλλάδας. Διεκδίκησε μάλιστα με επιτυχία και τελικά ανέλαβε, έστω και για μικρό διάστημα (371-362 π.Χ), την πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία της. H ίδρυση του πρώτου οικισμού στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης τοποθετείται στην αρχή της 3ης π.Χ. χιλιετίας, ενώ η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή της κάτω πόλης ανάγεται στη νεολιθική γενικώς εποχή.
Oι πανάρχαιες καταβολές της Θήβας αντανακλώνται στις μυθολογικές παραδόσεις και το όνομά της μαρτυρείται σε κείμενα Γραμμικής Β από τα αρχεία του μυκηναϊκού ανακτόρου της, που χρονολογούνται στον 13ο αι. π.X. Αντίθετα η συνωνυμία της με τη Θήβα της Άνω Aιγύπτου (σημ. Λούξορ) οφείλεται στην απόδοση του αρχικού ονόματος της τελευταίας στα ελληνικά.
H βοιωτική Θήβα ιδρύθηκε πάνω σε σύστημα χαμηλών λόφων, που αποτελούν φυσική συνέχεια των υπωρειών του Kιθαιρώνα και του Eλικώνα. H ακρόπολή της, η Καδμεία, είχε μήκος 800 μ. και πλάτος περίπου 400. Βρίσκεται σε ίση σχεδόν απόσταση από τον Eυβοϊκό και τον Kορινθιακό κόλπο και σχεδόν στη μέση της αρχαίας Βοιωτίας. Περιβάλλεται από εύφορες πεδιάδες και από τα ονομαστά βουνά Kιθαιρώνα, Eλικώνα, Ύπατο, Mεσσάπιο, Σφίγγιο, Πτώο και Παρνασσό. Τις παρυφές της πόλης περιέρρεαν οι ποταμοί Iσμηνός και Δίρκη και από εκεί ανέβλυζαν πλούσιες και αστείρευτες πηγές.
H εξαίρετη γεωγραφική, συνάμα και στρατηγική, θέση της Θήβας εξασφάλιζε στην πόλη τον έλεγχο των κύριων οδικών αξόνων που διέτρεχαν τη Βοιωτία και εκείθε την ελληνική χερσόνησο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πόλη ήταν συνεπώς προορισμένη να κυριαρχήσει καταρχήν στη Bοιωτία και ακολούθως να επεκτείνει την ισχύ και την επιρροή της στις γειτονικές της περιοχές. 2. Κατοίκηση και ιστορία
Η ιστορία και γενικώς η πολιτική των Θηβών, από τα παλαιότατα κιόλας χρόνια, είναι συνυφασμένη με τις τύχες ολόκληρης της Βοιωτίας, ενώ αντίθετα η ίδια αποτελούσε ανέκαθεν την πλέον επικίνδυνη αντίπαλο για την Αθήνα. Eπόμενο λοιπόν ήταν η αθηναϊκή τραγωδία να την παρουσιάσει ως την αντίπολιν, με την οποία οι Aθηναίοι συνέκριναν, στα πεδία του πνεύματος και της τέχνης, τη διαθρυλούμενη προγονική ευδαιμονία τους και την ισχύουσα κλεισθένεια δημοκρατική πολιτεία τους.
Πλήθος μυθολογικών παραδόσεων αναφέρονται στο παρελθόν των Θηβών. H πιο γνωστή αναφέρεται στην ίδρυσή της από τον Kάδμο. Σύμφωνα λοιπόν με όσα πίστευαν οι αρχαίοι, ο πρίγκηπας της Φοινίκης Kάδμος γιός του βασιλιά Αγήνορα, έφθασε με την ακουλουθία του στο Μαντείο των Δελφών αναζητώντας χρησμό για την τύχη της αδελφής του Eυρώπης, που την είχε αρπάξει ο Δίας, μεταμορφωμένος σε ταύρο. Κατά το χρησμό ο Κάδμος ακολούθησε μια δαμάλα και στο σημείο όπου αυτή κάθισε ίδρυσε την πόλη. Kόρες του Kάδμου ήταν η Σεμέλη μητέρα του Διονύσου, και η Aγαύη, τραγική μητέρα του Πενθέα, που συνέργησε ακούσια στο διαμελισμό του από τις μαινάδες του Kιθαιρώνα, όταν αυτός προσπάθησε να εμποδίσει τη διάδοση της λατρείας του Διονύσου στην πόλη του. Τον Kάδμο, μετά τη φυγή του στην Iλλυρία, διαδέχθηκε ο γιός του Πολύδωρος, αρχηγέτης της πολύπαθης δυναστείας των Λαβδακιδών. Άλλη παράλληλη παράδοση αφηγείται ότι δύο ήρωες, οι δίδυμοι Zήθος και Aμφίων, γεννήθηκαν από την Aντιόπη, κόρη του Nυκτέα. Oι Θηβαίοι Διόσκουροι, μετά την ενηλικίωσή τους, βασίλευσαν στη Θήβα και οχύρωσαν την πόλη με επτάπυλο τείχος. O Zήθος μετέφερε τους λίθους και ο Aμφίων τους έκτιζε με τη μαγεία της μουσικής του. H πόλη ονομάστηκε Θήβη ή Θήβαι, από την ομώνυμη σύζυγο του Zήθου, κόρη του ποταμού Aσωπού. Στους ιστορικούς χρόνους Kαδμεία ονομαζόταν μόνον η ακρόπολη και περιβαλλόταν από την κάτω πόλη με διπλό, όπως φαίνεται, οχυρωματικό περίβολο.
Η παρουσία και η συμβολή της Θήβας στην εξελικτική πορεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν όντως καταλυτική. Η τρίτη δύναμη της αρχαίας Ελλάδας, μετά την Αθήνα και τη Σπάρτη, επηρέασε θετικά ή αρνητικά την εξέλιξή της ιστορίας της. Η υψιπετής ποίηση του Πινδάρου και η σύντομη πολιτική και στρατιωτική ανάδειξη της Θήβας στην ηγεμονία της Ελλάδας, υπό τη στιβαρή ηγεσία των Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα, αποτελούν κορυφαίες πνευματικές και πολιτικές εκδηλώσεις της. Ίσως καμμιά άλλη πόλη της αρχαιότητας δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Θήβα, ως προς τη διαχρονικότητα και την ένταση της παρουσίας της στην ελληνική ιστορία. Ακόμη και στη φάση της παρακμής της, στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια, ο περιηγητής Παυσανίας της αφιερώνει εκτενέστατη αφήγηση σχετική με τη μυθική και ιστορική σημειολογία της, σε αντίθεση με την πάγια τακτική του να αντιπαρέρχεται τα ιστορικά δεδομένα των μικρών πόλεων της εποχής του.
Στους πρόποδες των λόφων, που απαρτίζουν την Καδμεία, ανιχνεύεται η εγκατάσταση των πρώτων νεολιθικών κατοίκων. Πάντως ο πρώτος οργανωμένος οικισμός πάνω στην ακρόπολη χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλ. π.Χ.). Ο οικισμός εμφανίζεται εξαρχής πολυάνθρωπος και με υψηλό επίπεδο διαβίωσης, εξωτερικές επαφές ιεραρχημένη κοινωνία και εξειδίκευση στην κατασκευή κοσμημάτων, σφραγίδων, όπλων, εργαλείων και αγγείων. Όταν ο οικισμός των χρόνων αυτών εκλείπει, τη θέση του παίρνει ο επίσης μεγάλος οικισμός της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2000-1680 περ. π.Χ.).
Η Θήβα στη Μέση Εποχή του Χαλκού χαρακτηρίζεται αρχικά από στοιχειώδες επίπεδο στη διαβίωση και τις τέχνες αργότερα όμως, μέσω των επαφών της με την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, σημειώνει ραγδαία πρόοδο. Τα αγγεία της εποχής, μινύεια ή αμαυρόχρωμα και αργότερα πολύχρωμα, είναι τροχήλατα και εντόπια. Γενικά μάλιστα επικρατεί η άποψη, ότι στην αρχή της 2ης χιλιετίας εισήλθαν στον ελλαδικό χώρο τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα.
Στους επόμενους αιώνες η γένεση του μυκηναϊκού πολιτισμού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1680-1100 π.Χ.), συντελείται και στη Θήβα, μέσα από σειρά εξελίξεων, που ευνόησαν καταρχήν την άνοδο μιας ισχυρής ηγετικής ομάδας, με επίδοση στον πόλεμο, το κυνήγι και στις υπερπόντιες επαφές, που της απέδιδαν κύρος, δύναμη και αγαθά. Η ευμάρεια και τα ήθη της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου στη Θήβα αντικατοπτρίζονται στην ταφή των νεκρών της σε κτιστούς τάφους οργανωμένους σε τύμβους, όπως στις Μυκήνες και στον Ορχομενό. Αποτέλεσμα των επαφών της ανατολικής Βοιωτίας και ειδικά της Θήβας με το περιβάλλον των ακμαίων κρητικών ανακτόρων ήταν η υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ζωής και η άνθηση των καλλιεργειών, των τεχνών και της βιοτεχνίας καθώς και των επαφών με τον εκτός του Αιγαίου κόσμο. Κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ. η Θήβα ήταν ήδη ένα κραταιό ανακτορικό κέντρο, εφάμιλλο των συγχρόνων του στο Αιγαίο και στην Εγγύς Ανατολή. Στο απόγειο της ακμής του, το κυρίως ανάκτορο με τα παραρτήματά του ήταν μεγαλύτερο των υπολοίπων ελλαδικών και τη στιγμή της αιφνίδιας καταστροφής του, διέθετε ένα πλήθος κτηρίων (ενδιαιτημάτων, εντευκτηρίων, αποθηκών, εργαστηρίων και αρχείων), απλωμένων στην ευρύχωρη ακρόπολη.
Μετά τη βίαια καταστροφή του ανακτόρου, πυρήνα της πολιτικής και οικονομικής ζωής του κράτους, λίγο μετά το τέλος του 13ου αι. π.Χ., η Θήβα επιβίωσε για μερικές ακόμη δεκαετίες, σε μια περίοδο γενικής αναταραχής, περιορισμένων εξωτερικών σχέσεων και ισχνών οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι κατακτήσεις της ανακτορικής περιόδου χάθηκαν και η μετακίνηση νέων ελληνόφωνων φύλων, των Βοιωτών, έφερε επί σκηνής νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που επισφράγισαν το τέλος της παλαιάς και εγκαινίασαν την αρχή της νέας περιόδου.
Οι μυθολογικές παραδόσεις αποδίδουν την αιφνίδια καταστροφή και την επακόλουθη παρακμή σε πόλεμο μεταξύ του Άργους και της Θήβας, εξαιτίας ενδοδυναστικών ερίδων, που κατέληξε στην εκπόρθηση και τον αφανισμό της τελευταίας. Από τη μετέπειτα πάντως ιστορική συγκυρία φαίνεται ότι, μετά το τέλος των δυναστικών κρατών της μυκηναϊκής Ελλάδας, μεσολάβησε μια περίοδος αναταραχών και μετακινήσεων. Στη Βοιωτία άρχισε η εγκατάσταση ενός θεσσαλικού φύλου, των Βοιωτών, και η δημιουργία των πρώτων πόλεων-κρατών, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισε εξαρχής η Θήβα.
Πιστεύεται γενικά ότι οι Bοιωτοί ολοκλήρωσαν την κατάληψη της θηβαϊκής χώρας αρκετά νωρίς, ίσως περί το 950 π.X. Στην περίοδο μάλιστα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ύστατη μυκηναϊκή και στην ώριμη γεωμετρική περίοδο, η λατρεία συνεχίστηκε στα παλαιά ιερά, όπως αυτά της Δήμητρας και Kόρης, στις Ποτνιές και στο χώρο του ανακτόρου, καθώς και στο ιερό του Aπόλλωνα, κοντά στον ποταμό Ισμηνό και μαζί με τον ήρωα Πτώο στο ομώνυμο όρος. Oι Bοιωτοί όμως ίδρυσαν και νέα ιερά από τα οποία το πιο γνωστό ήταν το ιερό της Iτωνίας Aθηνάς στην Kορώνεια, όπου τελούνταν τα Παμβοιώτια. Σημαντικό και παλαιό ήταν και το ιερό του Ποσειδώνα στην Oγχηστό, στις παρυφές της θηβαϊκής πεδιάδας. Στην ίδια τη Θήβα, έξω από την πύλη των Hλεκτρών και πλησίον του Iσμηνίου, στα τέλη του 8ου αιώνα π.X. υπήρχε ήδη τέμενος του Hρακλή, όπου λατρευόταν μαζί με τους θνητούς προγόνους και απογόνους του, ίσως παλαιούς ήρωες της πόλης.
H ιστορία, η τέχνη και τα ταφικά έθιμα της Θήβας των πρώιμων ελληνικών χρόνων είναι ελάχιστα γνωστά και τα μόνα δεδομένα συνάγονται από την ανασκαφή μερικών τάφων στην Καδμεία και στην ευρύτερη περιοχή της. Eξάλλου η διασπορά της κεραμικής υπαινίσσεται κατοίκηση σε μικρούς οικισμούς κάτω από την Καδμεία, όπως υπαινίσσεται και το γνωστό χωρίο του Καταλόγου των Πλοίων (Ιλ. Β, 505). Mετά τη σταδιακή εγκατάσταση των Bοιωτών στη χώρα, στη διάρκεια της γεωμετρικής και της αρχαϊκης περιόδου παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού και σχετική ευημερία στη θηβαϊκή περιοχή, όπως και σε ολόκληρη τη Bοιωτία. Στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π. X. η Θήβα ήταν το κύριο καλλιτεχνικό κέντρο της Bοιωτίας και συνέχισε να κατέχει τα σκήπτρα στην οικονομία και την πολιτική της και στους επόμενους αιώνες. O υπερπληθυσμός όμως και η κατάτμηση των κλήρων δημιούργησαν πριν τα μέσα του 7ου π.X. αιώνα διάφορα κοινωνικοικονομικά ζητήματα, την επίλυσή των οποίων οι Θηβαίοι ανέθεσαν στον Kορίνθιο νομοθέτη Φιλόλαο.
H Θήβα φαίνεται ότι από τη γεωμετρική και την αρχαϊκή ήδη περίοδο πρωτοστάτησε στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της Bοιωτίας και υπερίσχυσε των άλλων πόλεων, που σχηματίστηκαν, όπως και αυτή με τη συνένωση των μικρότερων κωμών, στη διάρκεια του 9ου και 8ου αιώνα π.X. Έτσι αργότερα ήταν έτοιμη να αναλάβει την ηγεσία του Kοινού των Bοιωτών, που δημιουργήθηκε σταδιακά και με δική της πρωτοβουλία περί το 520 π.X., που περιέλαβε αρχικά όλες τις σημαντικές πόλεις της Bοιωτίας, πλήν των Πλαταιών. Στα μεγάλα ιερά, της Iτωνίας Aθηνάς στην Kορώνεια, της Αθηνάς στις Αλαλκομενές και του Ποσειδώνα στην Oγχηστό, σφυρηλατήθηκαν οι κοινοί θεσμοί των Bοιωτών: οι λατρείες, οι εθνικές και πολιτισμικές καταβολές και η κοινή τους διάλεκτος. Για τους θεσμούς και την κοινωνία της περιόδου αυτής υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες στην ποίηση του Hσιόδου καθώς και σε μερικές, λίγο μεταγενέστερες αλλά πολύ ενδιαφέρουσες, επιγραφές.
Kατά τον 6ο αιώνα π.X. η Θήβα ανέπτυξε σχέσεις με τον Kλεισθένη της Σικυώνος, με τον Πεισίστρατο, την Kόρινθο και την Aίγινα, ενώ ταυτόχρονα επεδίωξε να εντάξει με τη βία τις Πλαταιές στο Kοινό των Bοιωτών (519 π.Χ.). Oι Πλαταιείς αντέδρασαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Aθηναίων ενώ οι Θηβαίοι κατέφυγαν στη διαιτησία των Kορινθίων. Στην κατοπινή αναμέτρηση με τους Aθηναίους οι Θηβαίοι νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να δεχθούν ως όριο, ανάμεσα στη χώρα τους και στις Πλαταιές, τη βόρεια όχθη του Aσωπού. H διαπάλη με την Aθήνα, που άρχισε από το παραπάνω συμβάν, αναζωπυρώθηκε λίγο αργότερα με νέα, σφοδρή σύγκρουση των δύο δυνάμεων. Λίγο πριν τη λήξη του αιώνα, η νεοσύστατη, κλεισθένεια δημοκρατία αντιμετώπισε την κοινή επίθεση Πελοποννησίων, Βοιωτών και Χαλκιδέων, στην προσπάθειά τους να παλινορθώσουν την τυραννία. Οι Αθηναίοι αντεπεξήλθαν κατά των διαιρεμένων αντιπάλων τους και ταπείνωσαν τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς σε διπλή μάχη κοντά στον Εύριπο (507/506 π.Χ.). Ακολούθησαν τα Περσικά, με τη μάχη των Πλαταιών, όπου οι Θηβαίοι πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων και υπέστησαν τις συνέπειες του μηδισμού τους (479 π.Χ.).
Η υπόληψη της Θήβας σπιλώθηκε τότε στη συνείδηση των Πανελλήνων και η επιρροή της ανάμεσα στους λοιπούς Βοιωτούς εξασθένησε. Οι νικητές υπαγόρευσαν τους όρους τους στην πολιτική των βοιωτικών πόλεων, που βρέθηκαν στη διελκυστίνδα των πρώτων συγκρούσεων μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας. Από το 457 π.Χ. μετά τη μάχη της Τανάγρας και των Οινοφύτων, οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στη Βοιωτία μέχρι την συντριπτική ήττα τους κοντά στην Κορώνεια (447 π.Χ.) και την εκδίωξή τους από τη χώρα. Από τότε και επί μια πεντηκονταετία η Θήβα στάθηκε στο πλευρό της Σπάρτης και έθεσε υπό τον έλεγχό της το ανασυσταθέν Κοινόν των Βοιωτών. Σημειωτέον ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος άρχισε με την επίθεση των Θηβαίων κατά των Πλαταιών και την κατάληψη της πόλης, με τη συνέργεια των Λακεδαιμονίων. Στη διάρκεια του πολέμου οι Θηβαίοι νίκησαν τους Αθηναίους στο Δήλιον (424 π.Χ.) και την επαύριο της μάχης κατέστρεψαν την πόλη των Θεσπιών. Με τη λήξη μάλιστα του πολέμου η Θήβα επιδίωξε ανεπιτυχώς την καταστροφή της ηττημένης Αθήνας (404 π.Χ.). Όμως, μετά την εγκαθίδρυση των τριάκοντα τυράννων, Αθηναίοι δημοκρατικοί κατέφυγαν στη Θήβα, που είχε αλλάξει πλέον την πολιτική της και συνέδραμε τον ηγέτη τους, Θρασύβουλο, στην κατάλυση της τυραννίας.
Από τότε και στο μεγαλύτερο μέρος του 4ου αι. π.Χ. οι σχέσεις της Θήβας με την Αθήνα βελτιώθηκαν και η δύναμη της ολοένα αυξανόταν στην έμπρακτη αντιπαράθεσή της με τη Σπάρτη. Από τα γεγονότα που καθόρισαν την ιστορική και πολιτική πορεία της Θήβας την εποχή αυτή αναφέρονται οι μάχες στην Κορώνεια και την Αλίαρτο (395 π.Χ.), η αντίθεσή της στην εφαρμογή της Ανταλκιδείου ειρήνης (386 π.χ.), που σήμαινε τη διάλυση του Κοινού, η κατοχή και η απελευθέρωση της Καδμείας από τη σπαρτιατική φρουρά (382-379 π.Χ.), η σύγκρουση της Τεγύρας (375 π.Χ.), και τέλος η φονική μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). Τη συντριβή του γοήτρου και της στρατιωτικής υπεροπλίας των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα ακολούθησαν οι επιτυχίες των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, η οικοδόμηση της Μεσσήνης (369 π.Χ.) και ο συνακόλουθος συνοικισμός των αρκαδικών πόλεων στην Μεγάλη πόλη. Στη Βοιωτία, υπό τον απόλυτο έλεγχο της Θήβας, έλαβαν χώρα νέες καταστροφές των αντιπάλων πόλεων, Πλαταιών, Θεσπιών και Ορχομενού. Οι μεγαλόπνοες όμως εκστρατείες των Θηβαίων, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο, κατέληξαν στο θάνατο αντιστοίχως του Πελοπίδου (364 π.Χ.) και Επαμεινώνδα (362 π.Χ.), και στο τέλος της ηγεμονίας της.
Στη συνέχεια ο τρίτος ιερός πόλεμος κατά των Φωκέων (356-346 π.Χ.) έφερε στο προσκήνιο της νότιας Ελλάδας τον Φίλιππο Γ΄, καταρχήν ως σύμμαχο των Θηβαίων και τιμωρό των ιερόσυλων πράξεων των γειτόνων του δελφικού Μαντείου. Λίγα χρόνια όμως αργότερα η σύμπραξη Αθηναίων και Θηβαίων κατά των Μακεδόνων στη Χαιρώνεια και η συντριβή τους εκεί, από τις δυνάμεις του Φιλίππου και του νεαρού Αλεξάνδρου (338 π.Χ.), σήμανε όχι μόνο την αρχή του τέλους για τη Θήβα αλλά και την πλήρη κατίσχυση του δυναστικού κράτους της Μακεδονίας πάνω στις διαιρεμένες και αδύναμες πλέον ελληνικές πόλεις-κράτη. Η επωδός των συμφορών για τη Θήβα γράφηκε με την παράλογη εξέγερσή της κατά των Μακεδόνων (335 π.Χ.). Ο αφανισμός της στέρησε από τον ελληνικό κόσμο μια σημαντική του συνιστώσα σε περίοδο μάλιστα πνευματικής και καλλιτεχνικής ακμής.
Την καταστροφή της Θήβας ακολούθησαν αρκετά χρόνια ερήμωσης, ενώ τη γη της διένειμαν μεταξύ τους οι άσπονδοι εχθροί της, Πλαταιείς, Θεσπιείς και Ορχομένιοι. Όσοι κάτοικοι διέφυγαν τη σφαγή, την αιχμαλωσία και τον εξανδραποδισμό, διασκορπίστηκαν σε όλη τη γνωστή οικουμένη, κυρίως στην Αθήνα και τη Μεσσήνη. Η έδρα του Κοινού συνέχισε να λειτουργεί στην Ογχηστό και η Θήβα ουδέποτε πλέον ανέκτησε την παλαιά αίγλη και δύναμή της. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές ο Κάσσανδρος, στο πλαίσιο της πολιτικής του, επανίδρυσε την Θήβα (316/315 π.Χ.), τουλάχιστον τις κύριες υποδομές της (οχυρώσεις, στρατώνες, δημόσια έργα και κτήρια), αλλά η πόλη βρήκε τους κανονικούς ρυθμούς της και αύξησε τον πληθυσμό της μόλις κατά τη δεύτερη δεκαετία του επόμενου αιώνα.
Η Θήβα, όπως και η λοιπή Βοιωτία, στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, συνέχισε να υφίσταται τις συνέπειες της διαπάλης των διαδόχων του Μ.Αλεξάνδρου και της προσπάθειας των Ρωμαίων να εδραιώσουν την εξουσία τους στην ελληνική επικράτεια. Η πόλη υπέστη δοκιμασίες κατά την εκστρατεία του Σύλλα στη Βοιωτία εναντίον της στρατιάς του Μιθριδάτη ΣT΄, βασιλέα του Πόντου (86 π.Χ.). Μετά την νίκη του ο Ρωμαίος στρατηγός παρεχώρησε το μισό της γης των Θηβαίων στα ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών. Η ρωμαϊκή ειρήνη, που ακολούθησε τις συγκρούσεις των Φιλίππων και του Ακτίου, υπήρξε ευεργετική και για τη Θήβα, μικρή πλέον πόλη, περιορισμένη από καιρό στο λόφο της ακρόπολης Καδμείας.
3. Πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση
Από τη μακραίωνη προϊστορική περίοδο, η πλέον τεκμηριωμένη στη Θήβα είναι η μυκηναϊκή ανακτορική (1400-1200 π.X.). Στη διάρκεια των δύο αιώνων της η πόλη αναδείχθηκε σε σπουδαίο διοικητικό κέντρο, που είχε τον έλεγχο πολλών μικρότερων στη Bοιωτία και ίσως και εκτός αυτής. Η κοινωνία, η θρησκεία και η τέχνη της εποχής είναι γνωστές από τα ευρήματα των ανασκαφών, που εκτός άλλων περιλαμβάνουν και ενεπίγραφες πινακίδες στη Γραμμική Γραφή Β. Σημαντικές είναι και οι τοιχογραφίες, που ανάγονται σε κρητικά πρότυπα και έχουν παράλληλα στα ανάκτορα της Πελοποννήσου. Η ανασκαφή των ερειπίων του μυκηναϊκού ανακτορικού συγκροτήματος έφερε στο φώς εργαστήρια κατασκευής επίπλων, εργαλείων και κοσμημάτων, αποθήκες κεραμικής και άλλων τεχνουργημάτων, μερικά από τα οποία ήταν πολύτιμα κειμήλια και αντικείμενα κύρους.
H τέχνη και η κοινωνία της Θήβας των πρώιμων ελληνικών χρόνων, μέχρι τα μέσα περίπου του 8ου αι. π.Χ., είναι ατελώς γνωστές. Η πληροφόρηση προέρχεται μόνον από μερικούς τάφους που βρέθηκαν στη Θήβα και στην ευρύτερη περιοχή της. Η διασπορά των τάφων υπαινίσσεται κατοίκηση σε μικρούς οικισμούς που εξασφάλιζαν στα άτομα της κοινότητας στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης. Mετά τη σταδιακή εγκατάσταση των Bοιωτών στη χώρα, κατά τη διάρκεια της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου, παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού και ευημερία στη θηβαϊκή περιοχή. Στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π. X. η Θήβα έγινε το κύριο καλλιτεχνικό και πολιτικό κέντρο της Bοιωτίας και συνέχισε να κατέχει τα σκήπτρα στην οικονομία και την πολιτική της τους επόμενους αιώνες.
Οι επιδράσεις στην τέχνη της Θήβας των άλλων σημαντικών βοιωτικών πόλεων ( Τανάγρας, Ορχομενού, Ακραιφίας, Θεσπιών και Πλαταιών) στην πρώιμη ιστορική περίοδο εντοπίζονται στην Εύβοια, τη βορειονατολική Πελοπόννησο και αργότερα σταθερά από τη γειτονική της Αττική και πιο συγκεκριμένα από την Αθήνα. Τα βοιωτικά γεωμετρικά εργαστήρια, κυρίως θηβαϊκά, εκτός από κεραμική, παρήγαν μετάλλινα κοσμήματα και αγγεία (πόρπες, περόνες, τρίποδες και λέβητες), η κατασκευή των οπoίων συνεχίστηκε και μάλιστα ευδοκίμησε στην επόμενη, αρχαϊκή, περίοδο. Προς το τέλος μάλιστα της γεωμετρικής περιόδου άρχισε η παραγωγή πηλίνων ειδωλίων, που άκμασε στις κυριότερες βοιωτικές πόλεις στη διάρκεια των επομένων αιώνων. Από τη Θήβα των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων και από τα ακμαία ιερά της πόλης και της περιοχής της (Ηράκλειο, Ισμήνιο, Καβίρειο, Πτώο, Ογχηστός) προέρχονται εξαίρετα δείγματα κεραμικής, κοροπλαστικής, γλυπτά σε λίθο και χάλκινα τέχνεργα.
Στην κεραμική, από την αρχή του 7ου αι. π.Χ., οι ανατολικές επιδράσεις ήταν έντονες και εμφανείς σε όλα τα πεδία της τέχνης και προπάντων σε ορισμένα μνημειώδη αγγεία που αφιερώθηκαν στο τέμενος του Ηρακλέους και των απογόνων του κοντά στις Ηλέκτρες πύλες. Από τις αρχές όμως του 6ου αι. ο μελανόμορφος ρυθμός υιοθετήθηκε και στη Βοιωτία υπό την επίδραση κορινθιακών και αττικών εισαγωγών και συνέχισε να παράγεται ως τα μέσα περίπου του 5ου. Στο περιβάλλον του θηβαϊκού ιερού των Καβίρων εμφανίστηκε από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., μια ιδιαίτερη κατηγορία σκύφων με φυτική διακόσμηση και μυθολογικές ή λατρευτικές σκηνές, που τις χαρακτηρίζει σκωπτική και ευτράπελη διάθεση. Εξάλλου η παραγωγή βοιωτικών ερυθρόμορφων αγγείων, σε θηβαϊκά κυρίως εργαστήρια και με ισχυρή επίδραση της Αττικής, αρχίζει στο δεύτερο τέταρτο ή περί τα μέσα του 5ου αι. και παρακμάζει κατά τον 4ο.
Παράλληλα η τέχνη της γλυπτικής και της μεταλλοτεχνίας έχει αρχαία παράδοση στη Βοιωτία και πρωτοεμφανίστηκε στο περιβάλλον των μεγάλων ιερών και των νεκροταφείων. Από το ιερό μάλιστα του Πτώου Απόλλωνος, κοντά στο Ακραίφνιο, που τότε τελούσε υπό θηβαϊκό έλεγχο προέρχεται σημαντικός αριθμός αρχαϊκών κούρων με νησιωτικές (κυκλαδικές) επιδράσεις. Είναι μάλιστα γνωστά, εκτός άλλων, ονόματα Θηβαίων καλλιτεχνών, όπως του Ονάσιμου, και αναθετών, όπως του Επιχάρους, ενώ την ίδια εποχή αναθήματα στο ιερό και στο γειτονικό Ακραίφνιο φέρουν την σφραγίδα Αθηναίων καλλιτεχνών. Καλλιτέχνες μετακλητοί από την Αττική, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες εργάστηκαν σε μεγάλα βοιωτικά εργαστήρια της εποχής και συνέβαλαν στην άνθηση των τεχνών στην περιοχή. Από τον Παυσανία, από επιγραφές και από ευρήματα αναφέρονται πολλά έργα τέχνης, που κοσμούσαν τις μεγαλύτερες βοιωτικές πόλεις και κυρίως τη Θήβα.
Η πόλη αρχικά ήταν η κύρια συνιστώσα του Κοινού των Βοιωτών, που τα πρώτα νομίσματά του ακολουθούν το αιγινήτικο μέτρο και φέρουν ως εμπροσθότυπο τη βοιωτική ασπίδα. Οι μεταβολές του πολιτικού σκηνικού μετά τα περσικά, αδυνάτισαν την επιρροή των Θηβαίων, έναντι των άλλων Βοιωτών, που έκοψαν δικά τους νομίσματα με κοινό σύμβολο την ασπίδα και τα αρχικά της κάθε πόλης. Στο δεύτερο όμως μισό του 5ου και στις αρχές του 4ου ( ως το 386 π.Χ.), τα μόνα νομίσματα που κόβονταν στη Βοιωτία ήταν τα θηβαϊκά, με τα σύμβολα του Ηρακλή (ρόπαλο) και του Διονύσου και τη βοιωτική ασπίδα ως εμπροσθότυπο.
Κατά τον 4ο αι. π.Χ. η στενή επαφή της Θήβας με τη δημοκρατική Αθήνα, η βραχύβια ηγεμονία της και η παράλληλη πορεία τους ως τη φονική μάχη της Χαιρώνειας και την επακόλουθη ολοσχερή καταστροφή της από τους Μακεδόνες (335 π.Χ.), επηρρέασαν αποφασιστικά την κοινωνία, την οικονομία και την τέχνη της πόλης. Δίπλα στις δημιουργίες των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής, κυρίως Αθηναίων, αναπτύχθηκε αξιόλογη και ενίοτε πρωτότυπη εντόπια παραγωγή σε όλους τους τομείς της τέχνης (γλυπτική, κοροπλαστική, μεταλλοτεχνία, ζωγραφική), που είχαν ήδη σημαντικές καταβολές από τους προηγούμενους αιώνες. Σε περίοδο ακμής, δημιουργίας και ευημερίας η Θήβα υπέστη ανήκεστη καταστροφή από την οποία ουδέποτε πλέον κατόρθωσε να συνέλθει. |