1. Εισαγωγή: η ανθρώπινη παρουσία στη Βοιωτία
Από την αυγή της προϊστορίας οι ευνοϊκές γεωγραφικές και γεωφυσικές συνθήκες στη Βοιωτία συνέβαλαν στην εγκατάσταση ανθρώπων, ενώ είχαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτιστική εξέλιξη της περιοχής. Εντός των ορίων του σημερινού νομού Βοιωτίας καταγράφονται συνολικά εξήντα πέντε οικιστικές θέσεις, από τις οποίες οι σαράντα τρεις είναι επιβεβαιωμένες και οι είκοσι δύο πιθανές (βλ. Βοηθητικό Κατάλογο). Συνολικά πρόκειται για θέσεις που εντοπίστηκαν σε παλιές και νεότερες συστηματικές ή σωστικές ανασκαφές, καθώς και σε επιφανειακές έρευνες. Βασικό στοιχείο για την έρευνα είναι ότι από τους δεκάδες οικισμούς της Νεολιθικής εποχής ελάχιστοι έχουν ανασκαφεί σε έκταση τέτοια, ώστε να δώσουν ένα ολοκληρωμένο οικιστικό σύνολο. Ωστόσο, από τα δεδομένα που υπάρχουν είναι δυνατό να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη μορφή της κατοίκησης, ιδιαίτερα για τους οικισμούς οι οποίοι παρουσιάζουν παρόμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες και σχετικά όμοια μεγέθη. 2. Κατοίκηση
Ο αριθμός αλλά και η γεωγραφική κατανομή των θέσεων μαρτυρούν αρκετά πυκνή οικιστική κάλυψη όλου σχεδόν του βοιωτικού χώρου. Από τη γενική διασπορά των θέσεων παρατηρείται ότι η κατανομή τους είναι σχετικά ομοιογενής. Δύο είναι τα θεμελιώδη κριτήρια για την επιλογή μιας θέσης: η ύπαρξη φυσικών πηγών νερού και η γειτνίαση με πεδιάδες πρόσφορες για γεωργική εκμετάλλευση. Η πλειονότητα των οικισμών εντοπίζεται σε υπαίθριες εγκαταστάσεις, με προτίμηση τις προστατευμένες από ορεινούς όγκους πεδιάδες και κοιλάδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λεκάνη της Κωπαΐδας, στην οποία εντοπίζεται το 1/3 του συνόλου των θέσεων.
Από τις χρονολογήσιμες θέσεις, δεκαέξι ανήκουν στην Αρχαιότερη, δεκαέξι στη Μέση και τριάντα έξι στη Νεότερη και Τελική Nεολιθική. Χρονολογικά μόλις οι οκτώ εμφανίζουν συνεχιζόμενη κατοίκηση καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής.
Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική (6500-5800 π.Χ.) οι περισσότερες θέσεις εντοπίζονται περιμετρικά της Κωπαΐδας. Εκτός από τα σπήλαια Σεϊντή και Σαρακηνού, που σχηματίζονται σε χαμηλούς ασβεστολιθικούς όγκους Ιουρασικής και Κρητιδικής περιόδου, οι υπόλοιπες δεκατέσσερις θέσεις βρίσκονται σε χθαμαλούς λόφους, σε περιοχές με πλούσιες σε κοιτάσματα πηλού. Η απόσταση μεταξύ των οικισμών κυμαίνεται από δύο έως οκτώ χιλιόμετρα. Μέχρι τώρα δεν έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που να χρονολογούνται με ασφάλεια στην περίοδο, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα τη μορφή των κτηρίων, την έκταση των οικισμών και την πυκνότητα της κατοίκησης. Ένδειξη για το μέγεθος των οικισμών αποτελεί η έκταση των λόφων όπου βρέθηκαν διάσπαρτα όστρακα. Η πυκνότητα στη συγκέντρωση των ευρημάτων στις θέσεις αυτές κυμαίνεται από πέντε έως δέκα στρέμματα, έκταση που αναλογεί σε μικρές εγκαταστάσεις.
Οι περισσότερες θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής διατηρούνται και στη Μέση περίοδο (5800-5300 π.Χ.). Από τις δεκαέξι θέσεις, εκτός από τα Σπήλαια Σαρακηνού και Σεϊντή, οι δεκατέσσερις εντοπίζονται σε χθαμαλούς λόφους στην ενδοχώρα, ενώ μόνο μία, η Δροσιά (Σωρός), είναι κοντά στη θάλασσα. Η απόσταση μεταξύ των οικισμών αυτών, συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο, παρουσιάζει μείωση, καθώς κυμαίνεται από δύο έως πέντε χιλιόμετρα. Το μέγεθος των οικισμών φαίνεται να αυξάνεται συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο, καθώς η συγκέντρωση των ευρημάτων στο χώρο παρατηρείται σε μεγαλύτερη έκταση που κυμαίνεται από είκοσι έως τριάντα στρέμματα. Η αύξηση του μεγέθους των οικισμών πιθανόν συνδέεται με τη σταδιακή αύξηση του πληθυσμού.
Περισσότερα στοιχεία για τη νεολιθική κατοίκηση στη Βοιωτία έχουμε από τη Νεότερη (5300-4500 π.Χ.) και την Τελική Νεολιθική (4500-3200 π.Χ.) περίοδο. Οι περισσότερες θέσεις της Μέσης Νεολιθικής διατηρήθηκαν και την επόμενη περίοδο, ενώ παράλληλα νέοι οικισμοί αναπτύχθηκαν, προς το τέλος της εποχής, κυρίως στην κεντρική και νότια Βοιωτία.
Ενδεικτικό στοιχείο για την πιθανή μορφή των κτισμάτων αποτελεί το πήλινο ομοίωμα οικίσκου από τη Χαιρώνεια. Πρόκειται για ένα τετράπλευρο μονόχωρο οίκημα με στρογγυλεμένες γωνίες και με δίριχτη στέγη. Καθώς όμως δε διατηρούνται επιβεβαιωμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίζουμε κατά πόσο το ομοίωμα της Χαιρώνειας συνιστά πιστή απόδοση μιας μεσονεολιθικής οικίας. Πληροφορίες για την ύπαρξη μονόχωρων, αλλά κυκλικής θεμελίωσης, οικημάτων προέρχονται από την Πετρομαγούλα Ορχομενού. Τα οικήματα του νεολιθικού στρώματος ήταν κυκλικές καλύβες, διαμέτρου 2,10-6 μ., με λίθινο θεμέλιο και χωμάτινο δάπεδο. Ωστόσο, επειδή δε διευκρινίζεται η χρονολόγησή τους, δεν μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια σε ποια περίοδο ανήκουν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη κεραμικής της Μέσης Νεολιθικής στο Γλα Κωπαΐδας. Η μικρή διασπορά των ευρημάτων πιθανόν οφείλεται στην ύπαρξη μικρής, μεμονωμένης εγκατάστασης, ακόμα και για εποχική ή περιστασιακή χρήση του χώρου. Στην ουσία όμως η ακρόπολη του Γλα ήταν νησί εντός της λίμνης της Κωπαΐδας, όπως το Στροβίκι, η Πετρομαγούλα και πιθανόν τα Ψηλώματα Ορχομενού.
Την περίοδο αυτή διαπιστώνεται κατοίκηση και σε επτά ορεινές θέσεις, περιμετρικά της κοιλάδας στα Σκούρτα (Δερβενοχώρια). Η συγκεκριμένη κοιλάδα είναι η μεγαλύτερη σε υψόμετρο περιοχή με μεγάλη έκταση και εύφορα καλλιεργήσιμα εδάφη που βρίσκονται στους ορεινούς όγκους Πάρνηθας – Κιθαιρώνα. Οι θέσεις που εντοπίστηκαν, στο Λέμφι, στον Προφήτη Ηλία, στη Ράχη Μιχαήλ, στη Μαγούλεζα, στο Καστρί, στο Πάτημα, βρίσκονται όλες στην κορυφή λόφων, ενώ εντοπίστηκαν και ίχνη κατοίκησης στο σπήλαιο Πυργάκι.
Μεγάλη συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της Χαιρώνειας και της Θήβας, ενώ εξακολουθούν να κατοικούνται οι θέσεις περιμετρικά της Κωπαΐδας. Το μέγεθος των περισσότερων οικισμών φαίνεται να είναι ίδιο με την προηγούμενη περίοδο, δεδομένου ότι η συγκέντρωση των ευρημάτων παρατηρείται σε έκταση από είκοσι έως τριάντα στρέμματα.
Γενικά οι οικισμοί είναι κατανεμημένοι σε ολόκληρη τη Βοιωτία, με μεγαλύτερη συγκέντρωση περιμετρικά των μεγάλων αλλουβιακών πεδιάδων. Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη αλλά και η διασπορά οικιστικών θέσεων, ήδη από τις αρχές της εποχής, στις περιοχές Χαιρώνεια, Πολυγύρα, Πύργο και Ορχομενό. Οι εγκαταστάσεις αυτές βρίσκονται περιμετρικά της κοιλάδας του Κηφισού και, σε σχέση με τους οικισμούς της Ελάτειας, της Αγίας Μαρίνας και του Έξαρχου, φαίνεται ότι αναπτύσσονται γύρω από μία φυσική δίοδο που οδηγεί από τη Φθιώτιδα στη Βοιωτία, από όπου εξαπλώνονται στην ευρύτερη κωπαϊδική λεκάνη.
Η Κωπαΐδα παραμένει βασικός πόλος έλξης σε όλες τις περιόδους. Η λίμνη πρέπει να ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε μαλάκια και ψάρια, όπως φαίνεται και από τα ευρήματα του σπηλαίου του Σαρακηνού, ενώ η περιοχή γύρω από αυτήν πρόσφερε εύφορη γη για καλλιέργεια. μελέτες δείχνουν ότι η περιοχή ήταν πλούσια σε χαμηλή βλάστηση, ενώ παράλληλα υπήρχαν δρύες, πεύκα και άφθονα φυλλοβόλα.
Εντύπωση προκαλεί ο μικρός αριθμός νεολιθικών θέσεων που έχουν διαπιστωθεί μέχρι σήμερα στη θηβαϊκή πεδιάδα, το Τηνέριο και το Αόνιο πεδίο. Μπορεί φυσικά η έλλειψη να οφείλεται σε τυχαίο γεγονός, ενώ είναι πιθανό, κυρίως για την Καδμεία, η εκτεταμένη χρήση της περιοχής σε μεταγενέστερες εποχές να κατέστρεψε παλαιότερες εγκαταστάσεις. Πάντως από τα μέχρι τώρα στοιχεία φαίνεται πιθανότερο η συστηματική χρήση του χώρου να άρχισε κατά τη Νεότερη Nεολιθική.
Η αύξηση του αριθμού των θέσεων στη Νεότερη και Τελική περίοδο οφείλεται τόσο στη σταδιακή αύξηση του πληθυσμού όσο και στον τρόπο οργάνωσης και εκμετάλλευσης της γης, δηλαδή στις μεταβολές που συντελέστηκαν κυρίως στην οικονομική οργάνωση των κοινοτήτων της εποχής. Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν παρατηρείται ύπαρξη μεγάλων κεντρικών οικισμών που ελέγχουν μικρότερους περιφερειακούς. Σε γενικές γραμμές οι περισσότερες θέσεις αποτελούν μικρές ομοιογενείς εγκαταστάσεις που είτε συνιστούν μικρούς οικισμούς είτε μεμονωμένες αγροικίες. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των δύο τελευταίων περιόδων της Νεολιθικής εποχής προέρχονται από την Εύτρηση, τη Μαγούλα Μπαλωμένου Χαιρώνειας και τη Θήβα.
Οι περισσότερες θέσεις εντοπίζονται στην ενδοχώρα, ενώ είναι λιγότερες οι θέσεις στις παράκτιες περιοχές. Στα παράλια του Ευβοϊκού ενδείξεις για νεολιθικές εγκαταστάσεις υπάρχουν στις θέσεις Δράμεσι, Γλύφα, Δροσιά, Λουκίσια, Παλαιομετόχι και Σκορπονέρι. Η χρήση αυτών των εγκαταστάσεων, αλλά και οι επιρροές στην κεραμική, κυρίως προς το τέλος της εποχής, υποδεικνύουν την ύπαρξη σχέσεων με την Εύβοια και τις βόρειες Κυκλάδες. Αντιθέτως, μέχρι στιγμής, στα παράλια του Κορινθιακού δεν έχουν εντοπιστεί επιβεβαιωμένες νεολιθικές θέσεις, αν και γίνονται αναφορές για ελάχιστα ευρήματα της περιόδου, στο φωκικό Μεδεώνα (παραλία Αγίου Νικολάου Διστόμου), το Κάστρο Βρουλιά (Αντίκυρα) και τη Βούλιδα. 3. Οικονομία
Κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή, ο άνθρωπος ζούσε από το κυνήγι και τη συλλογή άγριων καρπών και φυτών. Η μετάβαση από το τροφοσυλλεκτικό-θηρευτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο σηματοδότησε την έναρξη της Νεολιθικής εποχής. Αυτή την εποχή πρώτη φορά ο άνθρωπος ανέπτυξε τρόπους παραγωγής της τροφής του, ασχολήθηκε δηλαδή με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Με τις νέες συνθήκες μεταβλήθηκε η κοινωνική οργάνωση (συστηματική και συλλογική εργασία), κατασκευάστηκαν νέα σκεύη (πήλινα αγγεία), νέοι τύποι εργαλείων, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε η ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας (διακόσμηση στην κεραμική, κατασκευή ειδωλίων και κοσμημάτων). Παράλληλα, με τη σταδιακή αύξηση του πληθυσμού δημιουργήθηκε η ανάγκη μόνιμων εγκαταστάσεων-οικισμών.
Οι κύριες ασχολίες στη νεολιθική Βοιωτία ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, που συμπληρώνονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και την αλιεία. Τα δημητριακά, το μονόκοκκο σιτάρι, καθώς και το κριθάρι, ήταν τα πρώτα καλλιεργήσιμα είδη. Μαζί με αυτά άλλα είδη συνέχισαν να αποτελούν πηγές τροφής σε συνδυασμό με τη συλλογή καρπών, όπως τα φρούτα, τα αμύγδαλα, τα φουντούκια κ.ά. Ο κλειστός αγροτικός χαρακτήρας των οικισμών πιθανόν συνδέεται και με την απουσία δίκοκκου σιταριού. Το μονόκοκκο σιτάρι εμφανίζεται σε στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Μαγούλα Μπαλωμένου, και στο σπήλαιο Σαρακηνού σε στρώμα της Νεότερης Νεολιθικής. Η υπεροχή αυτή δείχνει ότι πιθανόν δεν υπήρχε εναλλασσόμενη ή καλλιέργεια μεικτή με άλλα είδη, αν και θεωρείται μια ασφαλής αγροτική πρακτική. Η εξειδίκευση στο μονόκοκκο σιτάρι πιθανόν δηλώνει επιβίωση παραδοσιακών καλλιεργειών καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής.
Οι πρώτες εμπορικές συναλλαγές είχαν πιθανόν αντικείμενο τον , μια πολύτιμη πρώτη ύλη για εκείνη την εποχή. Γνωστές πηγές αυτής της ύλης στον ελλαδικό χώρο είναι η Μήλος, η Αντίπαρος και το Γυαλί, ενώ υπάρχουν και άλλες στην Ανατολία, την κεντρική Ευρώπη και τη Σικελία. Στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν υπάρχουν κοιτάσματα. Εργαλεία από οψιανό εντοπίζονται σε όλες τις θέσεις και καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής. Η χρήση οψιανού προσφέρει μια σαφή ένδειξη για την ύπαρξη δικτύου ανταλλαγής αγαθών, ακόμα και αν δεν είναι επιβεβαιωμένη η πορεία που ακολούθησε μέχρι να φτάσει στις βοιωτικές εγκαταστάσεις.
4. Κεραμική
Η εικόνα που δημιουργείται είναι ότι η Βοιωτία, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, αποτέλεσε φυσικό πέρασμα και δέχτηκε επιρροές από τη Θεσσαλία, τη Φωκίδα, τη Φθιώτιδα, την Πελοπόννησο, καθώς και από την Εύβοια. Οι επιδράσεις είναι εμφανείς κυρίως στην κεραμική και ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή και με τη γεωγραφική διασπορά των θέσεων. Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, επιρροές από τη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα είναι εμφανείς κυρίως στις θέσεις της βόρειας Βοιωτίας, όπως η Χαιρώνεια, ο Πύργος και ο Ορχομενός. Σταδιακά οι επιρροές, μέσω ενός εσωτερικού δικτύου επαφών και σχέσεων, επεκτάθηκαν και διακρίθηκαν και στις υπόλοιπες θέσεις.
Την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (6500-5800 π.Χ.) επικρατούν τα μονόχρωμα αγγεία με στιλβωμένη επιφάνεια και η άβαφη κεραμική. Τα άβαφα αγγεία της περιόδου δεν είναι πάντοτε όμοια, εφόσον ανάλογα με την περιοχή παρατηρούνται διαφορές στον πηλό και τα συστατικά του. Αγγεία από καλά ψημένο πηλό, με λεπτά τοιχώματα, σε σχήματα σφαιρικά, με βάσεις καμπύλες, επίπεδες ή δακτυλιόσχημες, ανοικτά, ρηχά ή βαθιά, αλλά και κλειστά με στενό ή ευρύτερο λαιμό, συνιστούν τους σημαντικότερους τύπους αγγείων της περιόδου.
Κατά τη διάρκεια της Μέσης Νεολιθικής περιόδου (5800-5300 π.Χ.) η Βοιωτία άρχισε να αποτελεί μια ανεξάρτητη γεωγραφική και πολιτισμική ενότητα. Η κεραμική της περιόδου χαρακτηρίζεται από σχετική πολυμορφία στη γραπτή διακόσμηση, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η παραγωγή καλής ποιότητας μονόχρωμων απλών και στιλβωμένων αγγείων. Σφαιρικά πιθοειδή αγγεία με κυλινδρικό ή χωνοειδή λαιμό, λεκάνες με επίπεδη βάση, ημισφαιρικοί με ή χωρίς πόδι, , κύπελλα με σιγμοειδές περίγραμμα και ψευδολαβές είναι τα συνηθέστερα σχήματα αγγείων σε όλες τις θέσεις της Βοιωτίας. Την περίοδο αυτή αναπτύσσονται και τοπικοί κεραμικοί ρυθμοί, όπως ο ρυθμός Χαιρώνειας. Ωστόσο, διακρίνεται μια εμμονή στις παλαιότερες τεχνικές και ένας γενικότερος συντηρητισμός στην εξέλιξη της κεραμικής. Βασικό γνώρισμα είναι η παρουσία στιλπνού βερνικιού () και η προτίμηση σε ένα ορισμένο σχηματολόγιο κατά το τέλος της Μέσης και στη διάρκεια της επόμενης περιόδου. H συγκεκριμένη τεχνική επικράτησε πάντως νωρίτερα στη βορειοανατολική Πελοπόννησο, όπου εντοπίζονται σημαντικά κέντρα παραγωγής. Από ό,τι μπορούμε να διακρίνουμε από τα μέχρι τώρα στοιχεία, η Βοιωτία, η οποία βρισκόταν μεταξύ Θεσσαλίας και Πελοποννήσου, δέχτηκε επιδράσεις και από τις δύο αυτές γεωγραφικές ενότητες.
Η Νεότερη Νεολιθική Ι αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα 5300-4800 π.Χ. Σε αυτήν εντάσσονται οι λεγόμενες προδιμηνιακές φάσεις και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία κεραμικών ρυθμών. Χαρακτηριστικοί κεραμικοί ρυθμοί της Πρώιμης Νεότερης Νεολιθικής είναι η γκρίζα, μονόχρωμη ή διακοσμημένη και η μαύρη στιλπνή κεραμική. Απαντά επίσης η μαύρη γραπτή διακόσμηση πάνω στην ερυθρή επιφάνεια του αγγείου, η πολύχρωμη και η , που είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο, καθώς και η γραπτή διακόσμηση με μαύρο ή λευκό χρώμα σε ερυθρό βάθος. Η Νεότερη Νεολιθική ΙΙ (4800-4500 π.Χ.) είναι γνωστή και ως πολιτισμός του Διμηνίου. Οι κυρίως διμηνιακές φάσεις στη Βοιωτία συνεχίζουν την παραγωγή της αμαυρόχρωμης κεραμικής, ενώ αυξάνονται τα παραδείγματα εγχάρακτης διακόσμησης. Οι επιρροές που διακρίνονται στην κεραμική της εποχής προέρχονται κυρίως από τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, ενώ προς το τέλος της περιόδου είναι εντονότερες οι επιδράσεις από την Εύβοια και την Ανατολή.
Κατά την Τελική Νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.), η επιφάνεια των αγγείων είναι συχνά σαθρή και ο πυρήνας είναι συνήθως τεφρός. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά η επάλειψη των αγγείων με αραιό στρώμα πηλού, ιδιαίτερα προς το τέλος της εποχής. Αυτή την περίοδο συναντάται ερυθρή μονόχρωμη στιλβωμένη, μελανή στιλβωτή, μονόχρωμη καστανή στιλβωμένη, άβαφη στιλβωμένη, καθώς και κεραμική με αλοιφωτή διακόσμηση. Ωστόσο, τα περισσότερα αγγεία είναι άβαφα και χωρίς διακόσμηση. Τυπολογικά, στις πρώιμες φάσεις της εποχής, συναντάμε βαθιά ανοικτά αγγεία με χείλη σχεδόν κάθετα και κανονικά τοιχώματα, φιάλες με λεπτά τοιχώματα και χείλη που κλίνουν προς τα έξω, μικρά κύπελλα, καρποδοχεία με ψηλές ή μέτριες βάσεις, ορισμένα κλειστά αγγεία με περιγράμματα που δείχνουν ομαλή μετάβαση από την κοιλιά στο λαιμό, καθώς και μικρούς και μεγάλους πίθους με πολύ ανοικτό στόμιο. Πολλές λαβές φέρουν κομβιόσχημη απόφυση στο πάνω μέρος, ενώ συχνά απαντώνται ταινιόσχημες λαβές με αυλάκωση στη μέση. Στα κλειστά αγγεία οι βάσεις είναι συνήθως δακτυλιόσχημες με μικρή καμπύλωση στο κάτω μέρος. Οι επίπεδες βάσεις συνήθως ανήκουν σε μεγάλα ανοικτά αγγεία, ενώ σπάνιες είναι οι ψηλές βάσεις των καρποδοχείων. Ορισμένα όστρακα διατηρούν στικτή ή βαθιά εγχάρακτη διακόσμηση, κυρίως σε ζώνες κάτω από τα χείλη, καθώς και σε κάθετες ταινιόσχημες λαβές. Τα θέματα είναι συστήματα λοξών και τεθλασμένων γραμμών. Σε μεγάλα αγγεία ανήκουν όστρακα με σχοινοειδή διακόσμηση πάνω σε έξεργο κανόνα.
Προς το τέλος της περιόδου συναντώνται κυρίως φιάλες με καμπύλα τοιχώματα, βαθιά αγγεία με τοιχώματα ίσια και χείλη που κλίνουν προς τα έξω, αγγεία με χαμηλό κάθετο λαιμό και πίθοι με ανοικτά χείλη. Οι βάσεις είναι δακτυλιόσχημες και επίπεδες και οι λαβές στενές και πλατιές ταινιόσχημες. Οι αποφύσεις είναι με κάθετο τρήμα, ενώ δε λείπουν και οι άτρητες. Οι εγχαράξεις είναι βαθιές και γίνονται πριν από το ψήσιμο, συνήθως σε μια ζώνη στα χείλη του αγγείου, ενώ θεματικά οι τεχνίτες συνεχίζουν να προτιμούν τις ομάδες λοξών γραμμών. Σε ορισμένα όστρακα συναντάμε σχοινοειδή διακόσμηση σε κανονικά ή ακανόνιστα σχέδια, σε έξεργη ζώνη ή απευθείας στην επιφάνεια του αγγείου. 5. Ειδωλοπλαστική
Πέραν των οικιστικών καταλοίπων, πληροφορίες για τη Νεολιθική περίοδο λαμβάνουμε και από άλλες μορφές έκφρασης της ανθρώπινης παρουσίας στο χώρο. Η ειδωλοπλαστική είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική αλλά και η πιο δυσερμήνευτη πρακτική της προϊστορίας. Ειδωλοπλαστική, κατά ένα γενικό ορισμό που σχετίζεται με το κατασκευαστικό της επίπεδο, τα εμπειρικά δεδομένα της και όχι τον όποιο συμβολισμό της, είναι η αναπαράσταση σε πολύ μικρό μέγεθος, με ποικίλα υλικά (πηλό, μάρμαρο, απλή πέτρα ή ξύλο), κάθε ανόργανης και οργανικής μορφής που αποτελούσε το περιβάλλον του προϊστορικού ανθρώπου. Η αμελής κατεργασία και η σχηματοποίηση της ανθρώπινης μορφής αποτελούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών των ειδωλίων. Ο πηλός τους είναι συχνά ακάθαρτος και η επιφάνεια ενίοτε τραχιά και αστίλβωτη και ενίοτε λειασμένη και στιλβωμένη. Το σώμα αποτελείται συνήθως από στρογγυλό ή σανιδόμορφο κορμό, οι βραχίονες είναι από δύο άμορφες αποφύσεις έως κυλινδρικές επιμήκεις επιφάνειες, η δε κεφαλή διαφέρει, από πεπλατυσμένη έως ρεαλιστικά ωοειδής. Η και ο παρά φύση μακρύς λαιμός είναι επίσης χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νεολιθικών ειδωλίων.
Σε σχέση με άλλες περιοχές, από τη Βοιωτία έχουμε λίγα παραδείγματα ανθρωπόμορφων ειδωλίων που ανάγονται στη Νεολιθική περίοδο. Αυτά προέρχονται από τις Θεσπιές, τη Χαιρώνεια, την Εύτρηση, τα Ψηλώματα Ορχομενού, τον Πύργο Κωπαΐδας, το σπήλαιο Σαρακηνού και τη Θήβα. Οι μορφές που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στη Βοιωτία, ανάλογα με τη χρονική περίοδο ή υποπερίοδο της Νεολιθικής εποχής, διατηρούν μεγάλη ποικιλία σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ενώ παραπέμπουν σε ένα μεγαλύτερο αριθμό προτύπων, τόσο σχηματικά όσο και κατασκευαστικά.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα ειδώλια είχαν πιθανόν πλατιά και σφαιρική χρήση, ενίοτε δυσερμήνευτη ή παραπλανητική. Συχνά καλύπτουν ποικίλες χρήσεις, από τη μαγεία μέχρι την εμπορική συναλλαγή και το παιδικό παιχνίδι, χωρίς να υπολογίσουμε τις επιπρόσθετες παραμέτρους στην καθημερινή ζωή και ενασχόληση τόσο του τεχνίτη όσο και του πιθανού αγοραστή. Με την ειδωλοπλαστική ο προϊστορικός άνθρωπος εκφραζόταν και επικοινωνούσε. Έπλαθε αυτό που αργότερα κατάφερε να γράψει. Το έργο του μελετητή της συχνά γίνεται δυσκολότατο εφόσον η προϊστορική ειδωλοπλαστική δεν έχει τύπους, με την έννοια της επανάληψης των ίδιων μορφολογικών στοιχείων. 6. Ταφικά έθιμα
Νεολιθικά ταφικά ευρήματα συναντάμε στη Χαιρώνεια (χωμάτινος τύμβος με ταφή δύο ανδρών και κτερίσματα), το Ακραίφνιο (τρεις ταφές, εκ των οποίων οι δύο κτερισμένες) και στις ανασκαφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια κατασκευής ανισόπεδης γέφυρας του ΟΣΕ στη Θήβα (είκοσι πέντε τάφοι). Αναφορές ταφικών σποραδικών ευρημάτων γίνονται και για το σπήλαιο Σαρακηνού. Από τα μέχρι σήμερα αποσπασματικά ευρήματα δεν είναι δυνατή η εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων γύρω από τις ταφικές συνήθειες (δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη οργανωμένου νεκροταφείου σε σχέση με οικισμό). Στη Βοιωτία παρατηρείται μια προτίμηση στον ενταφιασμό και οι νεκροί θάβονται σε συνεσταλμένη στάση στη μία πλευρά. Η παρουσία κτερισμάτων ερμηνεύεται συνήθως ως ένδειξη πίστης στη μετά θάνατον ζωή και στην ανάγκη του νεκρού για ορισμένα αγαθά στην άλλη ζωή ή για να συνεχίσει τη δραστηριότητά του. Όμως τα κτερίσματα που συνήθως τοποθετούνται στους τάφους είναι κυρίως καθημερινά χρηστικά αντικείμενα που φέρουν ίχνη χρήσης και δε διαφέρουν από αυτά που συναντώνται στις κατοικίες. Επομένως είναι πιθανό να ανήκαν στους νεκρούς και για αυτό το λόγο να τάφηκαν μαζί τους. |