1. Αγροτική οικονομία στην ύστερη μεσαιωνική/φραγκική Βοιωτία
Μετά την κατάκτηση της Βοιωτίας από τους ιππότες της Τετάρτης Σταυροφορίας το 1204, η κεντρική Ελλάδα είδε την επιβολή μίας φεουδαρχικής αριστοκρατίας επί ενός προϋπάρχοντος οικιστικού συστήματος (Bintliff 2000, 44) και τη διαδικασία μιας σχετικής δημογραφικής και οικονομικής ανάπτυξης που διήρκεσε έως τα μέσα του 14ου αιώνα. Πληθώρα αρχαιολογικών δεδομένων από την ύπαιθρο της Βοιωτίας μαρτυρά την αύξηση των αγροτικών εγκαταστάσεων σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της Φραγκοκρατίας (Vionis 2008). Κατώτεροι φεουδάρχες, στους οποίους είχαν διανεμηθεί συγκεκριμένες περιοχές της Βοιωτίας μετά το 1204, έχτισαν πύργους σε ήδη υπάρχουσες κοινότητες ή πολύ κοντά και σε συσχετισμό με αυτες (Lock 1986). Οι πύργοι δε φαίνεται να είχαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην άμυνα των φεουδαρχικών γαιοκτησιών: η τοποθεσία τους μάλλον στόχευε στην άσκηση στενού ελέγχου και την καλύτερη εκμετάλλευση των γύρω εκχωρηθέντων κτημάτων· χρησίμευαν για την αποθήκευση των φεουδαρχικών προσόδων, αλλά και ως σημείο αναφοράς και σύμβολο της φεουδαρχικής ιδιότητας των ιδιοκτητών τους (Sigalos 2004, 88). Μια τέτοια περίπτωση έχει εντοπιστεί στη θέση Παναγιά (εικ. 1) στην Κοιλάδα των Μουσών, όπου ο πύργος του 13ου αιώνα στην κορυφή μιας βραχώδους προεξοχής (εικ. 2) αποτέλεσε τον πυρήνα για το νέο φραγκικό χωριό το οποίο προοριζόταν να προσελκύσει τους κατοίκους του προϋπάρχοντος Βυζαντινού οικισμού της Άσκρας/Ζαράτοβας, ένα χιλιόμετρο μακρυά (Bintliff 2000, 44). Ομοίως, η προϋπάρχουσα Βυζαντινή κοινότητα στη θέση Άγιος Θωμάς, 1.5 χιλιόμετρο ανατολικά της αρχαίας πόλης της Τανάγρας (εικ. 3), κατελήφθη από έναν νέο κατώτερο φεουδάρχη άρχοντα, ενώ η ίδια η εκκλησία μετατράπηκε σε φεουδαρχικό πύργο με παρεκκλήσι (Vionis 2008, 35). Προφανώς, η καλλιεργήσιμη γη συνέχισε να αποτελεί την οικονομική βάση και τη σημαντικότερη πηγή εσόδων των αγροτικών περιοχών που συνέχιζαν να τροφοδοτούν τους αστικούς πληθυσμούς κατά τη φραγκική περίοδο. Η Βοιωτία είχε υπάρξει πλούσια γεωργική περιοχή από την Αρχαιότητα, ενώ το πυκνό δίκτυο οικισμών της υπαίθρουκαθόλη τη διάρκεια της Mέσης Βυζαντινής και της Φραγκικής περιόδου επιβεβαιώνει την έμφαση στην εντατική αγροτική παραγωγή. Συστηματικές επιφανειακές έρευνες στην περιοχή της Τανάγρας (εικ. 3) έχουν εντοπίσει ένα μεγάλο αριθμό αγροτικών εγκαταστάσεων (μικρά χωριά και κώμες) σε κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους, οι οπόιες άκμασαν ανάμεσα στον 12ο και τα μέσα του 14ου αιώνα (εικ. 4). Φαίνεται, λοιπόν, ότι αυτή η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής και καλλιέργειας κάθε σπιθαμής διαθέσιμης αρώσιμης γης σε αυτή την περίοδο, που αποδεικνύεται και από τα φορολογικά κατάστιχα της ανατολικής Βοιωτίας του 11ου αιώνα, γνωστά ως Κτηματολόγιο των Θηβών (Svoronos 1959· Harvey 1982-83), αποτέλεσε την κύρια οικονομική πολιτική των νέων φεουδαρχών αρχόντων του 13ου αιώνα. Η εντατική παραγωγή δημητριακών και μεταξιού οδήγησε στον εκχρηματισμό και την εμπορική ανάπτυξη της Βοιωτίας, καθιστώντας την περιοχή “γη της ευημερίας και της ευτυχίας” στα μάτια των δυτικών παρατηρητών (Lock 1997, 310). Σύμφωνα με την Αγγελική Λαΐου και τη Cécile Morrisson (2007, 180), η αγροτική οικονομία κατά τη διάρκεια του 13ου-15ου αιώνα ήταν αρκετά παραγωγική. Τα μοναστήρια και οι γαιοκτήμονες (που συνέλλεγαν φόρους από την πλειοψηφία των χωρικών) έγιναν πλουσιότεροι χάρη στη γεωργία. Με τη σειρά τους, οι χωρικοί φαίνεται να ήταν σε θέση να πουλήσουν την παραγωγή τους σε ντόπιους και δυτικούς εμπόρους, και σε μερικές περιπτώσεις να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, όχι μόνο από τη συγκομιδή προς πώληση αλλά επιπλέον και από τη βιοτεχνική παραγηγή. Μέχρι τη δεκαετία του 1340, η υστεροβυζαντινή και φραγκική ύπαιθρος ήταν διάσπαρτη από μικρές υπαίθριες πανηγύρεις, όπου οι χωρικοί εμπορεύονταν τα προϊόντα τους (Laiou 2007, 180). Η Θήβα έχει προταθεί ως πιθανό κέντρο παραγωγής διακοσμημένης . Επιπροσθέτως, αρχαιολογικά δεδομένα (υπό μορφή αποθετών κεραμικής με υπολείμματα εφυάλωσης) από αγροτικές περιοχές της Βοιωτίας (π.χ. η θέση Παναγιά) υποδηλώνουν ότι οι αγροτικές κοινότητες ίσως είχαν ρόλο στην παραγωγή εφυαλωμένης κεραμικής, η διάδοση της οποίας στις γειτονικές αγροτικές κοινότητες και την πόλη των Θηβών θα πρέπει να είχε γίνει μέσω τοπικών πανηγύρεων και ανταλλαγών με άλλα προϊόντα. Εντωμεταξύ, εισηγμένη εφυαλωμένη κεραμική με διάκοσμο από την Κόρινθο, τη Θεσσαλονίκη, τη Λήμνο, και την Ιταλία διαπιστωμένη σε θέσεις-χωριά, υποδηλώνει εμπορικές επαφές μεταξύ της Βοιωτίας και άλλων τμημάτων της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου (Vionis 2008, 38).
2. Αναταραχές τον 14ο αι. και οι πρώτοι αιώνες Οθωμανικής κυριαρχίας Οι καταστροφικές επιπτώσεις του Μαύρου Θανάτου σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ βυζαντινών, φραγκικών και οθωμανικών δυνάμεων, καθώς και τις πρόσθετες πειρατικές επιδρομές κατά μήκος των ακτών της ανατολικής Βοιωτίας οδήγησαν σε εγκατάλειψη των χωριών και σε δραματική πτώση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του μέσου και ύστερου 14ου αιώνα. Ο Φράγκος Δούκας των Αθηνών και των Θηβών προσκάλεσε ημι-νομαδικούς πληθυσμούς αλβανικών φυλών με στόχο την αναζωογόνηση της κατοίκησης και της καλλιέργειας σε εγκαταλειμμένες και κατεστραμμένες γαίες (πολιτική την οποία εφάρμοσαν και οι Οθωμανοί κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα). Τα ελληνόφωνα χωριά (πριν από τον αλβανικό εποικισμό) είχαν μετατοπιστεί προς τη δυτική Βοιωτία και συγκεντρωθεί γύρω από το Όρος Ελικώνα, εγγύτερα σε φυσικά οχυρές θέσεις (πιο ασφαλείς απέναντι σε εχθρικές επιδρομές), θέσεις οι οποίες συνέβαινε να έχουν φτωχό και άγονο χώμα. Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν κυρίως σε εύφορες πεδιάδες και κοιλάδες των υψιπέδων της ανατολικής Βοιωτίας, ενώ τα νέα τους χωριά συνήθως ονοματίζονταν από τον φύλαρχο που τα ίδρυσε, όπως οι Gjin Spata, Gjon Bura, Nikola Kukli στην Αττική, και Gjin Vendre ή Pavlo Muzak ση Βοιωτία (Kiel 1987· 1997· Bintliff 2000). Η μελέτη των φορολογικών κατάστιχων (tahrir defterleri) στα οθωμανικά αρχεία από τον Machiel Kiel έχει δείξει ότι στους κύριους αστικούς πόλους των Θηβών (το αστικό κέντρο της ανατολικής Βοιωτίας) και της Λιβαδειάς (το αστικό κέντρο της δυτικής Βοιωτίας) επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο. Αγροτικοί ελληνικοί πληθυσμοί ίδρυσαν λίγα εκτεταμμένα χωριά στις περισσότερο ασφαλείς θέσεις των υψιπέδων. Πιο συγκεκριμένα, το 70% των αγροτικών εγκαταστάσεων στον των Θηβών (εξαιρουμένης της πόλης των Θηβών) και το 36% στον καζά της Λιβαδειάς (εξαιρουμένης της πόλης της Λιβαδειάς) ήταν Αρβανίτες (Kiel 1997, 323). Συνεπώς, η μεγάλη κλίμακα των ελληνόφωνων χωριών και η ιδιαίτερη τοποθεσία τους άφηνε πολύ λίγη γη ή κατάλληλη γη για την καλλιέργεια σιταριού. Αντιθέτως, οι αρβανίτικες ή ημι-μόνιμες εγκαταστάσεις είχαν στη διάθεσή τους πολύ εύφορη γη που είχε παραμείνει χέρσα για 50-100 χρόνια.
2.1. Αγροτική ευημερία τον 16ο αι. Όπως γίνεται εμφανές από τα φορολογικά κατάστιχα, τα ελληνικά χωριά κυρίως απασχολούνταν με την παραγωγή ελαιόλαδου, κρασιού και μελιού, καθώς και με την υφαντουργία. Οι Αρβανίτες παρήγαγαν κυρίως δημητριακά, όπως σιτάρι και κριθάρι, ενώ η κτηνοτροφία (κυρίως αρνιά και κατσίκια) ήταν μία εξίσου προσοδοφόρα επιχείρηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι από το ελαιόλαδο και την υφαντουργία που παρήγαγαν οι ελληνικές πόλεις των Αθηνών στην Αττική και των Θηβών στη Βοιωτία αναπτύχθηκε η βιοτεχνία παρασκευής σαπουνιών και βαφής ρούχων. Οι οθωμανικές φορολογικές καταγραφές δείχνουν εξίσου για τους ελληνικούς και αρβανίτικους αγροτικούς οικισμούς μία αξιοσημείωτη πληθυσμιακή άνοδο και γεωργική ανάκαμψη ολόκληρο τον 16ο αιώνα. Επί τη βάσει αυτών των στοιχείων, είναι τώρα πιθανόν να ανασυνθέσουμε την εικόνα της αγροτικής ζωής και της οικονομίας στις Οθωμανικές επαρχίες. Γνωρίζουμε ότι δύο από τα χωριά που έγιναν αντικείμενο συστηματικής έρευνας στο πλαίσιο του προγράμματος του πανεπιστημίου του Leiden «Ancient Cities of Boeotia» (Vionis 2006, 791-793), τα χωριά Γκινοσάτι και Μπάρτζι στην περιοχή της Τανάγρας (εικ. 3), καθώς και άλλοι αρβανίτικοι οικισμοί στη Βοιωτία (εικ. 1), που είναι λεπτομερώς καταγεγραμμένοι για τα έτη 1506, 1540 και 1570, καλλιεργούσαν αρκετό σιτάρι (σίγουρα σε επίπεδα πάνω από αυτά της στοιχειώδους συντήρησης) ώστε να είναι σε θέση να πουλήσουν (ανά οικία) ετησίως περίπου 2.000-3.000 κιλά κριθάρι και σιτάρι στην αγορά. Στο Γκινοσάτι το 1506 ο μέσος όρος σιταριού ήταν 730 κιλά ετησίως ανά άτομο. Η μέση κατανάλωση σιταριού ανά άτομο ήταν 300 κιλά ετησίως (200 κιλά χρειαζόταν για απλή κατά κεφαλή κατανάλωση, 60 κιλά σπορά και 40 και για τη δεκάτη = σύνολο 300 κιλά ανά κεφάλη) (Kiel 1987· 1992· 1997). Το 1540, το Γκινοσάτι παρήγε δημητριακά ίσα με 916 κιλά ανά άτομο, ενώ στο ελληνόφωνο χωριό Παναγιά η ποσότητα σιταριού και κριθαριού ανά άτομο ήταν μόνο 403 κιλά το 1506 και 301 κιλά το 1540, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο κρασί (μούστος από σταφύλι) και την παραγωγή μεταξιού. Τα πληθυσμιακά δεδομένα για το Γκινοσάτι στα 1466-1570 δείχνουν πληθυσμιακή αύξηση και ανάκαμψη σε όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, ενώ ίδια είναι η κατάσταση και σε άλλα βοιωτικά χωριά της περιόδου, με τα περισσότερα από αυτά να φτάνουν στην ακμή τους το 1570. Επιφανειακά ευρήματα ντόπιας και εισηγμένης κεραμικής από ερημωμένα χωριά της οθωμανικής περιόδου παρέχουν στοιχεία για συνέχεια ενασχόλησης, αγροτική ευημερία και αύξηση από τα μέσα του 15ου ως τον πρώιμο 16ο αιώνα και μετά από τα μέσα του 16ου έως τον πρώιμο 17ο αιώνα (Vionis 2006, 792· 2008, 36). 3. Οικονομικές μεταβολές και παρακμή της αγροτικής Βοιωτίας
Η παρακμή του 17ου αιώνα στην αγροτική Βοιωτία και τις οθωμανικές επαρχίες γενικότερα υπήρξε το αποτέλεσμα ενός αριθμού παραγόντων, εκ των οποίων ο κυριότερος ήταν η πολιτική και οικονομική κρίση που άρχισε να επηρεάζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη δεκαετία του 1580 και εξής. Αυτή η γενική οικονομική κρίση οδήγησε σε δημοσιονομική απομύζηση των χωρικών. Η πειρατική δράση κατά μήκος των ακτών της ανατολικής Βοιωτίας με την παρακμή της ναυτικής ισχύος των Οθωμανών έθεταν πρόσθετα εμπόδια στη ζωή της υπαίθρου. Επιπλέον, η επονομαζόμενη “Μικρή Εποχή των Παγετώνων”, με την πτώση της θερμοκρασίας κατά αρκετούς βαθμούς, είχε συνέπεια τη μείωση της περιόδου καλλιέργειας (Vionis 2006, 792). Το αποτέλεσμα ήταν ο κατακερματισμός των χωριών σε έναν αριθμό μικρών τσιφλικιών με την αύξηση του φαινομένου της εκμίσθωσης του φοροεισπρακτικού δικαιώματος κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα (Inalcik 1993· Kiel 1997). Με το σύστημα του τσιφλικιού, το οποίο φαίνεται να πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, το Οθωμανικό κράτος εκμίσθωνε εγκαταλειμμένες γαίες σε ιδιώτες, οι οποίοι υποκαθιστούσαν το ίδιο το κράτος ως άρχοντες/γαιοκτήμονες/φοροεισπράκτορες σε πολύ μικρά -αρχικά τουλάχιστον- τσιφλίκια. Αυτό το υπόδειγμα βρήκε πλήρη εφαρμογή σε χωριά της Βοιωτίας όπως τα Γκινοσάτι, Μπάρτζι, Χάρμαινα και άλλα, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα από τον 17ο αιώνα. Η εγκαθίδρυση των τσιφλικιών στην Ελλάδα χρονολογικά τοποθετείται γύρω στις αρχές ή τα μέσα του 17ου αιώνα. Ο αντικειμενικός σκοπός αυτών των γαιοκτησιών ήταν η γεωργική παραγωγή για εμπορική εκμετάλλευση· επρόκειτο κυρίως για καλλιέργειες προς τροφοδότηση των αυξανόμενων αναγκών σε πρώτες ύλες των ανερχόμενων βιομηχανικών και καπιταλιστικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Παρά το ότι οι θέσεις Μπάρτζι εντός των τειχών της αρχαίας πόλης της Τανάγρας και Χάρμαινα στην κεντρική Βοιωτία διατηρούν ερείπια του ταπεινού τύπου της μακρόστενης οικίας της περιόδου αυτής, επιφανειακά ευρήματα κεραμικής μαρτυρούν συνεχή ανάπτυξη που φθάνει στην ακμή της περί τα μέσα του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα. Σε αρκετά τσιφλίκια της Βοιωτίας αρχαιολογικά ευρήματα και μια ύστερη οθωμανική φορολογική καταγραφή του 18ου αιώνα επιβεβαιώνουν τη συνέχεια της κατοίκησης και δίνουν το στίγμα μάλλον πολυπληθών και ακμαίων κοινοτήτων (Kiel 1997· Bintliff 2000· Vionis 2006). Αυτή η μεταβολή στο οικονομικό μοντέλο της αγροτικής Βοιωτίας μπορεί να συγκριθεί με την περίοδο της ύστερης Αναγέννησης στην Ιταλία, όπου διαπιστώνεται η διάλυση των παραδοσιακών χωριών κοινοτικής αγροτικής οικονομίας σε δύο αντιπαραβαλλόμενους τύπους οικιστικής εγκατάστασης: στις μεγαλύτερες γαιοκτησίες μίας πιο εύπορης “τάξης ελεύθερων κτηματιών” και στα νέα χωριά μίας “τάξης εξαρτημένων αγροτών” (Aymard 1982· Bintliff 2000, 48). Ο αλβανικός εποικισμός των εγκαταλειμμένων γαιών στην κεντρική Ελλάδα μεταξύ του ύστερου 14ου και των μέσων του 15ου αιώνα κατέληξε σε μία περίοδο ανάκαμψης με βάση το μοντέλο της καλλιέργειας στο πλαίσιο της αγροτικής κοινότητας. Τον 16ο – 17ο αιώνα τα αρβανίτικα τσιφλίκια της Βοιωτίας πρέπει να αντεπεξέρχονταν πολύ καλά (σύμφωνα με τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα), εξάγοντας τη σιτοπαραγωγή τους σε μεγαλύτερες πόλεις όπως η Αθήνα και η Θήβα, ή ακόμα και στη Δυτική Ευρώπη (Vionis 2006, 793). Αυτή η διάλυση των Οθωμανικών “χωριών κοινοτικής καλλιέργειας” στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ωστόσο, πρέπει να κατέληξε στη δημιουργία δύο ξεχωριστών τύπων τσιφλικιών, παρόμοιων με εκείνα της Ιταλίας. Σύμφωνα με ευρήματα υλικού πολιτισμού από εγκαταλειμμένα χωριά της Βοιωτίας, προκύπτει ότι το χωριό Γκινοσάτι, για παράδειγμα, κατοικήθηκε από μία μάλλον περιθωριακή “κοινότητα εξαρτημένων αγροτών” και τελικά εγκαταλείφθηκε εξαιτίας ευρύτερων οικονομικών δυνάμεων και τοπικών παραγόντων. Το χωριό Χάρμαινα, από την άλλη μεριά, που καταγράφεται στο φορολογικό κατάστιχο του 1642 με 300 κατοίκους, αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο και γνώρισε περισσότερη ευημερία απ' ότι το Γκινοσάτι. Ένας ύστερος οθωμανικός φορολογικός κατάλογος από τον 18ο αιώνα καταγράφει τα Χάρμαινα ως ένα ευμέγεθες τσιφλίκι με αρκετές εκατοντάδες κατοίκους και ακόμα κάποιους “επισκέπτες εργάτες γης”. Έτσι, τα Χάρμαινα είναι προφανώς ένα καλό παράδειγμα ύπαρξης γαιοκτησιών που ανήκαν στην “τάξη των ελεύθερων κτηματιών” (Vionis 2006, 793). |