1. Φραγκοκρατία (1204-1311)
Στα τέλη του 1204, ο Βονιφάτιος, μαρκήσιος του Μομφερά (Bonifacio del Monferrato), ξεκινώντας για να καταλάβει τα εδάφη που του είχαν επιδικαστεί, σύμφωνα με την , έφτασε στη Βοιωτία, όπου έγινε δεκτός με ιδιαίτερη χαρά – «ὡς οὐδέ τις ἐπανήκων οἴκαδε χρόνιος, ὑπὸ τῶν Καδμείων ἀσμένως προσδέχεται» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις V). Στη συνέχεια, παραχώρησε το κρατίδιο στο Βουργούνδιο ευγενή Otto (Όθωνα) de la Roche. Ο Όθωνας έφερε τον τίτλο του dominus Athenarum ή sire d’Athènes (μέγας κυρ ή μέγας κύρης), ενώ από το διάδοχό του Guy οι ηγεμόνες του κρατιδίου έφεραν τον τίτλο του δούκα (εικ. 4). Με το γάμο του Bela de Saint Omer και της Bonne, αδελφής του Guy de la Roche (1230-1240), η εξουσία στη Θήβα μοιράστηκε μεταξύ των δύο οικογενειών. Ο τελευταίος εκπρόσωπος της Φραγκοκρατίας ήταν ο Gautier de Brienne (1308-1311), γιος της Isabelle de la Roche και του Hugues de Brienne.
Αν και το Δουκάτο των Αθηνών περιλάμβανε μια τεράστια ακτογραμμή και σημαντικά λιμάνια, όπως ο Πειραιάς, το Ναύπλιο, η Αταλάντη και η Λιβαδόστρα (εικ. 1), η ναυτιλία δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, λόγω απαγόρευσης από τη Βενετία, ενώ για το εμπόριο χρησιμοποιήθηκε κυρίως το λιμάνι της Λιβαδόστρας. Το 13ο αιώνα κατέφθασαν στο δουκάτο αρκετοί Φράγκοι, όμως κατώτερης κοινωνικής θέσης· αυτό προκύπτει και από την έλλειψη μεγάλων βαρονικών κάστρων, που συνηθίζονται στην Πελοπόννησο. Επίσης δεν απαντούν μεγάλες οικογένειες και τοπικοί άρχοντες στα χρόνια πριν ή αμέσως μετά την κατάκτηση, όπως συνέβαινε στην Κρήτη, τη Χαλκίδα και το Μοριά.
Η Θήβα παρέμεινε το διοικητικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής (εικ. 2, εικ. 3) με ακμάζουσα βιοτεχνία, μεταξουργία και εμπόριο. Στην πόλη συνέρρευσαν Βενετοί και Γενουάτες έμποροι, στους οποίους είχαν χορηγηθεί πολλά προνόμια, ενώ και η ιουδαϊκή παροικία παρέμεινε ισχυρή. Η οικονομική ευρωστία επιβεβαιώνεται και από τα νομισματικά ευρήματα και κυρίως από την ύπαρξη νομισματοκοπείου που λειτουργούσε σταθερά τουλάχιστον έως το 1311 (εικ. 5). Επίσης, εντοπίστηκε εργαστήριο μεταλλοτεχνίας και μετάλλινα αντικείμενα παραγωγής του εξαιρετικής ποιότητας (εικ. 6, εικ. 7). Το 1208 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ίδρυσε την αρχιεπισκοπή της Αθήνας: “Archiepiscopo Thebano et Damaliensi et Zaratoniensi episcopis”. Οι Φράγκοι εγκαθίδρυσαν το φεουδαρχικό καθεστώς και οι Έλληνες αποκλείστηκαν από τη διοίκηση, έχοντας δικαίωμα να ασκήσουν μόνο το επάγγελμα του .
Οι πύργοι των φεουδαρχών που εντοπίζονται διάσπαρτοι στη βοιωτική γη φανερώνουν το στρατιωτικό χαρακτήρα των κυριάρχων, αλλά και τη γενικότερη ανασφάλεια που επικρατούσε (εικ. 8). Η νέα οχύρωση της Θήβας και το Μεγάλο Παλάτι έγιναν από το Nicola II de Saint Omer (1287-1289). Το παλάτι, φημισμένο για τις τοιχογραφίες με τα κατορθώματα των σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους, περιγράφεται ως η τελειότερη οικία βαρονίας σε όλη τη Ρωμανία. Από την οχύρωση διασώζεται σήμερα ένας πύργος, γνωστός ως Πύργος του Σανταμέρη, μέσα στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών (εικ. 9), καθώς επίσης ένας δεύτερος πύργος στα νότια της Καδμείας (πύργος ιδιοκτησίας Κτιστάκη) και ορισμένα άλλα τμήματα αποσπασματικά. Ελάχιστα κατάλοιπα σώζονται από τον οικισμό της Θήβας, που είχε πιθανόν οχύρωση ανεξάρτητη από το κάστρο (castrum Destives), αλλά και από τους οχυρωμένους οικισμούς της υπαίθρου. Όσον αφορά τη ζωή της υπαίθρου, γνώρισε επίσης ακμή που συνοδεύτηκε από άνθηση στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή.
Στον τομέα του πολιτισμού και των τεχνών δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ανάπτυξη, ιδιαίτερα λόγω της επαφής με τη Δύση και με τις άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές, και αρκετές ήταν οι επιδράσεις που δέχτηκε η βυζαντινή παράδοση, εμφανείς σε διαφορετικούς τομείς της καθημερινής ζωής και της τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η γαλλική νοοτροπία δεν ενσωματώθηκε ποτέ και γρήγορα ξεχάστηκε.
2. Η περίοδος της Καταλανικής κυριαρχίας (1311-1379)
Η αρχική συνεργασία, το 1308, του Gautier de Brienne με τη Μεγάλη Καταλανική Εταιρεία οδήγησε σε ρήξη και στη μάχη του Αλμυρού το 1311, με αποτέλεσμα την καταστροφή των φραγκικών στρατευμάτων και την ίδρυση νέου καταλανικού κρατιδίου στην περιοχή, με την προσάρτηση του Δουκάτου της Νέας Πάτρας και τμήματος της Θεσσαλίας. Στη συνέχεια, εσωτερικές διαμάχες και εξωτερικοί εχθροί εξασθένησαν τα νέα καταλανικά κρατίδια, που προσαρτήθηκαν οριστικά στο στέμμα της Αραγονίας το 1379.
Οι πόλεις της Αττικής και της Βοιωτίας υπέστησαν μεγάλες υλικές καταστροφές, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών θεσμών, από τους Καταλανούς, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα πολιτικούς, στρατιωτικούς και διοικητικούς θεσμούς σύμφωνα με τη νοοτροπία και τις παραδόσεις τους. Τα «Άρθρα» ή «Καταστατικά» (els Capitols de la Companyia), βασισμένα στις «συνήθειες», δηλαδή το υπάρχον δίκαιο της Βαρκελώνης, καθόριζαν τις σχέσεις κυριάρχων και λαού, ενώ το δημοτικό τοπικό σύστημα αντικατέστησε τη φεουδαρχική οργάνωση των Φράγκων. Κάθε πόλη είχε δικό της διοικητή, «καστελάνο» ή «καπιτάνο», και χωριστές δημοτικές αρχές με αντιπροσώπους στο κεντρικό συμβούλιο. Ο γενικός επίτροπος διοριζόταν από το δούκα, στον οποίο ορκιζόταν πίστη. Επίσημη γλώσσα έγινε η καταλανική και τα σπουδαιότερα διοικητικά έγγραφα έφεραν τη σφραγίδα με τον άγιο Γεώργιο, προστάτη της Καταλονίας.
Οι Καταλανοί ήταν οργανωμένοι σε κλειστή κοινωνικά και θρησκευτικά ομάδα, για να διαφυλάξουν τη φυλετική ακεραιότητα και την επιβίωσή τους. Οι Έλληνες απαγορευόταν να παντρευτούν γυναίκες καθολικού δόγματος, να έχουν κτηματική περιουσία και να ασκούν στη διοίκηση κάποιο άλλο επάγγελμα εκτός του νοταρίου.
Από τις πηγές πληροφορούμαστε πως η πνευματική ζωή στην καταλανοκρατούμενη Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Το εμπόριο προς τη Βαρκελώνη και τη Μαγιόρκα βρισκόταν σε ακμή, ενώ παράλληλα η Θήβα είχε μετατραπεί σε σκλαβοπάζαρο. Ως κεφαλή των πόλεων του δουκάτου, είχε δικές της αρχές και εισέπραττε φόρο από τα εισαγόμενα και τα εξαγόμενα είδη.
Το 1331, οι Καταλανοί κατέστρεψαν το περίφημο κάστρο της Θήβας για να μην πέσει στα χέρια του Walter de Brienne, κληρονόμου του τελευταίου δούκα της Αθήνας, ο οποίος προσπάθησε να ανακτήσει τις κτήσεις που είχε κληρονομήσει. Η Λιβαδειά έγινε η πιο σημαντική πόλη στη Βοιωτία και οι Καταλανοί έδωσαν στο κάστρο της τη σημερινή μορφή του (εικ. 10), με δύο οχυρωματικούς περιβόλους που ενισχύονται με πύργους, προτειχίσματα και ένα επιπλέον οχυρωματικό έργο στην κορυφή του λόφου, όπου βρισκόταν πιθανόν η κατοικία του διοικητή.
Μετά το 1348, από τη μια η επιδημία της πανώλης και από την άλλη οι συνεχείς επιδρομές των Τούρκων, αλλά και οι συγκρούσεις μεταξύ Φράγκων, Βυζαντινών και Οθωμανών, οδήγησαν σχεδόν στην εγκατάλειψη των οικισμών της υπαίθρου και στην παρακμή της αγροτικής ζωής. 3. Εταιρεία Στρατιωτών της Ναβάρας (1379-1388)
Η Εταιρεία, το 1379, με επικεφαλής το Juan de Urtubia και σε συνεργασία με τα μισθοφορικά στρατεύματα του Nerio Ι Acciauoli, κατέλαβε σταδιακά όλη τη Βοιωτία, εκδίωξε τους Καταλανούς από την ανοχύρωτη Θήβα και το 1380 κατέλαβε και τη Λιβαδειά. Οι κτήσεις τους, όμως, δεν επεκτάθηκαν και οι στρατιώτες παρέμειναν στη Βοιωτία μέχρι την παράδοσή της στους Acciauoli. 4. Φλωρεντίνοι Acciauoli (1388-1460)
Στη διοίκηση του Nerio Ι Acciauoli πέρασε το κάστρο της Λιβαδειάς το 1380 και η Θήβα το 1388. Ο πρώτος αυτός Φλωρεντίνος δούκας της Αθήνας (έλαβε τον τίτλο το 1394) έγινε και ο πρώτος ηγεμόνας που πλήρωσε φόρο υποτέλειας στον Οθωμανό σουλτάνο, καθώς ήδη από το 1391-1392 ο Εβρενός μπέης είχε καταλάβει και τη Βοιωτία.
Ο Nerio κληροδότησε στον Αντώνιο, νόθο γιο του από την Ελληνίδα Μαρία Ρέντη, τη Θήβα και τη Λιβαδειά. Το 1394 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ κατέλαβε τη Λιβαδειά και μεγάλο μέρος των κτήσεων του δουκάτου, ενώ υπέβαλε καθεστώς υποτέλειας στο υπόλοιπο. Η ήττα του σουλτάνου στην Άγκυρα το 1402 έδωσε παράταση στη φραγκική κυριαρχία στη νότια Ελλάδα. Ο Αντώνιος Ατζαγιόλι κατέστη ο μακροβιότερος Λατίνος ηγεμόνας στο δουκάτο και διοίκησε έως το θάνατό του το 1435 υπό οθωμανική και υπό βενετική επικυριαρχία. Την περίοδο αυτή η Βοιωτία ήταν χωρισμένη σε τρεις ζώνες: στη βενετική παραλιακή ζώνη των 5 μιλίων από την Αταλάντη έως τον Ωρωπό, στο οθωμανικό τμήμα βόρεια και ανατολικά της Λιβαδειάς και στο τμήμα των Φλωρεντίνων που βρισκόταν στο κέντρο, με τη Θήβα και τη Λιβαδειά.
Από τους Acciauoli ακολουθήθηκε φιλελληνική πολιτική, ως το μόνο μέσο για να αντιμετωπιστεί ο τουρκικός κίνδυνος. Στο πλαίσιο αυτό, ο Nerio εγκατέστησε Έλληνα μητροπολίτη στην Αθήνα και καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα την ελληνική, με συνέπεια πολλοί Φλωρεντίνοι να μεταφράσουν στα ελληνικά τα ονόματά τους, να υπογράφουν ελληνικά και να διορίζονται ως Έλληνες γραμματείς και νοτάριοι. Ο Αντώνιος υπέγραφε και ο ίδιος στα ελληνικά: «Αντώνιος δε Ατζαϊόλλης και αυθέντης Αθηνών, Θηβών, παντός δουκιάμου και των εξής». Αναφέρεται, ακόμα, πως κάποιοι Έλληνες «γέροντες» έπαιρναν μέρος στη διοίκηση.
Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν συντέλεσαν στην ανάδειξη παλαιών αθηναϊκών οικογενειών που είχαν πέσει σε πλήρη αφάνεια κατά την περίοδο της Καταλανοκρατίας. Επίσης, το γεγονός ότι η Φλωρεντία του 14ου αιώνα ήταν το κέντρο των ελληνικών σπουδών δημιούργησε τις συνθήκες, ώστε ο γηγενής πληθυσμός να αναπτύξει πολιτιστικές και πνευματικές δραστηριότητες. Στο δουκάτο είχαν συρρεύσει επίσης πολλοί Φλωρεντίνοι έμποροι, χάρη στα προνόμια που τους παραχωρήθηκαν. Στη βοιωτική ύπαιθρο η εγκατάλειψη των προηγούμενων ετών αντιμετωπίστηκε με τη σταδιακή εγκατάσταση ομάδων Αλβανών νομάδων. 5. Ταραγμένη περίοδος: χαλαρή οθωμανική κυριαρχία και σύντομη βυζαντινή κυριαρχία (1435-1460)
Ο σουλτάνος Μουράτ Β΄, για να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες της οικογένειας Χαλκοκονδύλη και της χήρας του Αντωνίου, της Μαρίας Μελισσηνής, να αποτινάξουν τη φράγκικη κυριαρχία, αλλά και την κίνηση ομάδας Αθηναίων να έρθουν σε επαφή με το Δεσποτάτο του Μυστρά και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, έστειλε τον Τουραχάν, μπέη της Θεσσαλίας, να καταλάβει τη Θήβα και τη Βοιωτία. Παράλληλα, επέτρεψε στο Nerio II Acciauoli να διατηρεί τον τίτλο του, πληρώνοντας φόρο.
Η Αττική και η Βοιωτία γνώρισαν σύντομη περίοδο ελευθερίας, όταν το 1444 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επιχειρώντας να ανακτήσει τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατέλαβε την Αθήνα και τη Θήβα και ανάγκασε το Nerio να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του. Τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου, όμως, υπέστησαν μεγάλη ήττα από τους Τούρκους στο Εξαμίλιο το 1446 και η περιοχή επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση, κάνοντας τη Βοιωτία ασφαλές πέρασμα προς τον Ισθμό. Μεταξύ του 1446 και του 1460, προσωπικά συμφέροντα και συγκρούσεις των μπέηδων της περιοχής οδήγησαν στη διατήρηση του καθεστώτος της χαλαρής οθωμανικής κυριαρχίας.
Ο Μωάμεθ, το 1456, μετά την κατάκτηση της Αθήνας, ανέθεσε τη διοίκηση της Θήβας στο Franco Acciauoli, ο οποίος υπηρετούσε στο στρατόπεδό του, και το 1460 την προσάρτησε οριστικά στα εδάφη του, μάλλον ανώδυνα. Τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, μεγάλο τμήμα της βοιωτικής υπαίθρου υπέστη ερήμωση, ενώ συρρικνώθηκαν οι υπάρχοντες οικισμοί. Αυτό οδήγησε τους Acciauoli και τους Οθωμανούς να εποικίσουν την περιοχή με Αλβανούς μισθοφόρους και αγρότες, ιδίως κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Τη βάση της οικονομίας αποτελούσαν πλέον οι Έλληνες και Αλβανοί καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι, ενώ το εμπόριο και η βιοτεχνική παραγωγή των πόλεων βρέθηκε σε παρακμή.
Η οθωμανική κατάκτηση βρήκε τη Θήβα μια ατείχιστη πλέον πόλη, που συνέχιζε να αποτελεί το κέντρο της Βοιωτίας, και τη Λιβαδειά οχυρωμένη μεν, έχοντας χάσει όμως την προνομιακή θέση που είχε επί Καταλανοκρατίας. |