1. Πρωτοβυζαντινή περίοδος (4ος -6ος αι.) 1.1. Εισαγωγή
Ο 4ος αιώνας υπήρξε μια εποχή μεταβατική που χωρίζει αλλά και ενώνει ταυτόχρονα τον αρχαίο με το μεσαιωνικό κόσμο. Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή και η επικράτηση του χριστιανισμού αποτελούν σημεία αναφοράς της βυζαντινής ιστορίας.
Τα γεωγραφικά όρια της Βοιωτίας την περίοδο αυτή παρέμεναν τα ίδια με εκείνα της ύστερης αρχαιότητας που περιέγραψε στο ταξίδι του ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αι. Παυσανίας. Διοικητικά υπαγόταν στην επαρχία «Ελλάδος, ήτοι Αχαΐας», σύμφωνα με τον , ένα κείμενο των αρχών του 6ου αι., όπου αναγράφονται οι επαρχίες και πόλεις της αυτοκρατορίας κατά την προϊουστινιάνεια εποχή. 1.2. Περίοδος ακμής 1.2.1. Αστικά κέντρα της Βοιωτίας Στη Βοιωτία ο Συνέκδημος περιλαμβάνει όλες τις μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, οι οποίες συνέχισαν και μετά τον εκχριστιανισμό τους να λειτουργούν ως σημαντικά αστικά κέντρα. Από αυτές η Θήβα και η Λιβαδειά είναι οι μόνες που κατοικούνται συνεχώς μέχρι σήμερα στην ίδια θέση, ενώ οι υπόλοιπες μετακινήθηκαν αργότερα σε κοντινές περιοχές. Η Θήβα ήταν κτισμένη μέσα στα αρχαία τείχη της ακρόπολης, της Καδμείας, τα οποία εξακολουθούσαν την περίοδο αυτή να είναι ισχυρά, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι κατά τις λεηλασίες του Αλάριχου στη Βοιωτία, το 396 μ.Χ., μόνο η Θήβα έμεινε άθικτη, γιατί δεν κατάφερε να την εκπορθήσει. Έξω από την πόλη υπήρχαν τα νεκροταφεία, σημαντική δε υπήρξε η αποκάλυψη μιας τουλάχιστον κατακόμβης.
Τον Χριστιανισμό οι Θηβαίοι τον ασπάστηκαν πολύ νωρίς. Ήδη από τον 1ο μ.Χ. αι. σε επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους μαρτυρείται ο Ρούφος, που έγινε πρώτος επίσκοπος. Ακολουθούν ο Ιούλιος το 347 και ο Ανύσιος που υπογράφει το 431 στη Σύνοδο της Εφέσου. Ιερό προσκύνημα των Θηβών αποτελεί ανέκαθεν ο ναός του Ευαγγελιστή Λουκά, εφόσον πιστεύεται ότι στην ενσωματωμένη στο διακονικό μαρμάρινη σαρκοφάγο του 2ου μ.Χ. αι., τάφηκε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Τμήμα μιας μεγάλης κόγχης παλαιοχριστιανικής περιόδου, της μοναδικής έως σήμερα στη Θήβα, αποκαλύφθηκε πρόσφατα στο βορειοανατολικό άκρο του σημερινού ναού, που κτίστηκε σύμφωνα με επιγραφή το 1863.
Τον 5ο και 6ο αι. μεγάλα κτήρια θεμελιώθηκαν γερά πάνω στα παλαιότερα επαναχρησιμοποιώντας το υλικό τους. Πολλά από αυτά ήταν πλούσια διακοσμημένα με ψηφιδωτά δάπεδα, έργα τοπικού εργαστηρίου. Το γνωστότερο είναι εκείνο με την απεικόνιση μηνών αλλά και με τη σημαντική επιγραφή στην οποία αναφέρονται, εκτός από τον ιερέα Παύλο, ο σχεδιαστής και ο ψηφωτής του έργου. Η παλαιοχριστιανική πόλη της Λιβαδειάς, γενέτειρα του Αγίου Ρηγίνου (285-363 μ.Χ.), Επισκόπου Σκοπέλου, βρισκόταν στο κέντρο της σημερινής. Γνωρίζουμε μάλιστα τα όριά της προς τα ανατολικά από ένα τμήμα οχυρωτικού περιβόλου του 4ου μ.Χ. αι. που αποκαλύφθηκε παλαιότερα. Είχε μήκος 12 μ., ύψος 2 μ. και πάχος 1,50 μ. Επί Ιουστινιανού πιθανολογείται ότι έγινε και το αρχικό κτίσιμο του Πύργου του Κάστρου, που δεσπόζει στις πηγές της Κρύας. Όπως και στη Θήβα η ανέγερση των νέων κτηρίων, μερικά από τα οποία διακοσμούνταν επίσης με ψηφιδωτά, έγινε στην ίδια θέση και με το υλικό των κτηρίων της αρχαίας πόλης. Ένα από αυτά έχει χαρακτηριστεί ως βαπτιστήριο, ενώ πρόσφατα αποκαλύφθηκε συγκρότημα λουτρού. Σύμφωνα με νομισματικά δεδομένα οι επιδρομές του Αλάριχου, στα μέσα του 4ου αι., έπληξαν την πόλη, η οποία όμως φαίνεται πως ανέκαμψε αφού τον 8ο αι. υπάρχει αναφορά επισκόπου Λεβαδείας. Στο σημερινό Δίστομο, την αρχαία και παλαιοχριστιανική Άμβροσσο, αποκαλύφθηκε μία τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο του 5ου αι. και μία αγροτοβιοτεχνική εγκατάσταση για παραγωγή κρασιού ή λαδιού. Βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο του 5ου αι. αποκαλύφθηκε επίσης στη Στείριδα, κάτω από την αρχαία ακρόπολη, στη θέση του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου. Η Δαύλεια αναφέρεται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους και υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
Στη θέση Παλάτια, στην Αντίκυρα, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως πεντάκλιτη βασιλική με εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα, και πολλά άλλα κτήρια του εύρωστου παλαιοχριστιανικού οικισμού (επισκοπικό μέγαρο, λουτρό, σπίτια), που αναπτύχθηκε στα όρια του αρχαίου οικισμού της Αντίκυρας, αλλά καταστράφηκε από το σεισμό του 551 μ.Χ. Τελευταία αναφορά για την Αντίκυρα γίνεται κατά τον 8ο μ.Χ. αι., όπως και για την Άμβροσσο και τη Στείριδα. Στη Χαιρώνεια ο αρχαίος ναός του Ηρακλέους, βόρεια του οικισμού και δυτικά της ρεματιάς του Αίμονα, μετατράπηκε σε μια μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο, κατεστραμμένο ολοσχερώς σήμερα. Από το αρχιτεκτονικό υλικό ορισμένα μέλη έχουν ενσωματωθεί σε μεταγενέστερα μνημεία της περιοχής, ενώ άλλα, πολύ ενδιαφέροντα για το συμβολικό τους περιεχόμενο, φυλάσσονται στο τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το χώρο του ιερού καταλαμβάνει μεταγενέστερο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που κτίστηκε το 1858. Ο μεγάλος σεισμός του 551 μ.Χ. πρέπει να έπληξε την πόλη, επανειλημμένες όμως αναφορές στη Χαιρώνεια αργότερα αποδεικνύουν την αποκατάστασή της. Η Κορώνεια τεκμηριώνεται ως επισκοπή στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, αφού αντιπροσωπεύεται στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431. Αναφέρεται όμως και αργότερα σε από την εποχή του Λέοντος ΣΤ΄ (9ος αι.) έως το 1204. Μια μεγάλων διαστάσεων παλαιοχριστιανική βασιλική, άγνωστη έως σήμερα, κτισμένη εξ ολοκλήρου σχεδόν με αρχαίο υλικό, αποκαλύφθηκε πρόσφατα στη θέση Πότζα, νοτιοδυτικά της αρχαίας Κορώνειας, όπου τοποθετείται το ιερό του Ηρακλέους Χάροπος. Οι Θεσπιές διατήρησαν το αρχαίο όνομά τους και στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, ενώ από τη μεσοβυζαντινή περίοδο και εξής μετονομάστηκαν σε Ερημόκαστρο. Η οχύρωση που περιέβαλε την πόλη και που έχει χρονολογηθεί με αρχαιολογικά τεκμήρια γύρω στα 400 μ.Χ διαλύθηκε ολοκληρωτικά ανάμεσα στα 1888-1891 για την περισυλλογή αρχαιολογικού υλικού και το ίδιο συνέβη με ένα πλήθος εκκλησιών. Απόδειξη ότι οι Θεσπιείς είχαν ασπασθεί νωρίς τον Χριστιανισμό αποτελούν δύο ενεπίγραφες βάσεις αγαλμάτων χριστιανών αυτοκρατόρων, η μία του Κωνσταντίνου (306-337) και η δεύτερη των αυγούστων Φλάβιου Βαλλεντινιανού και Φλάβιου Βάλεντα (304-350). Η αρχαία οχύρωση των Πλαταιών προστάτευε και τον παλαιοχριστιανικό οικισμό. Από τις πληροφορίες των ιστορικών πηγών φαίνεται ότι από τον 4ο μ.Χ. αι. ήταν έδρα επισκοπής. Κατά τις αμερικανικές ανασκαφές του τέλους του 19ου αιώνα αποκαλύφθησαν τα λείψανα δέκα εκκλησιών παλαιοχριστιανικών, βυζαντινών και υστεροβυζαντινών χρόνων, οι οποίες όμως αποδομήθηκαν στη συνέχεια για τον εντοπισμό επιγραφών. Συνετέλεσε σε αυτό και η ανεύρεση δύο τμημάτων επιγραφής του 301 μ.Χ. από το πολύ σημαντικό «Περί τιμών» έδικτο του Διοκλητιανού, ένα διάταγμα δηλαδή που καθόριζε τις τιμές των προϊόντων και τις αμοιβές των εργαζομένων. Η αρχαία οχύρωση ανακατασκευάστηκε επί Ιουστινιανού, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, από το ίδιο αρχαίο υλικό και εντοπίζεται ακόμη σε μεγάλη έκταση, είναι δε από τις καλύτερα σωζόμενες οχυρώσεις αυτής της περιόδου σε όλη τη Βοιωτία. Η Τανάγρα γνωρίζουμε ότι είναι έδρα επισκοπής από τον 4ο μ.Χ. αι. Σ’ αυτή την περίοδο ανήκουν δύο πολύ σημαντικές χριστιανικές ταφικές επιγραφές και μια μικρότερη με το όνομα του οικοδόμου Λουκιανού που βρέθηκαν στην περιοχή της. Ένδειξη ακμής της πόλης από τον 4ο - 6ο μ.Χ. αι. αποτελεί η άφθονη κεραμική που εντοπίστηκε στις επιφανειακές έρευνες του Ολλανδικού Ινστιτούτου. Η μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική, μήκους 40 μ. και πλάτους 20 μ. με ψηφιδωτό δάπεδο, που αποκαλύφθηκε το 1890 στο ψηλότερο σημείο της αρχαίας πόλης, όπου διακρίνονταν σπόνδυλοι αρχαίου ναού, είναι σήμερα εξαφανισμένη. Εξαφανισμένη είναι και μια άλλη παλαιοχριστιανική βασιλική που υπήρχε στο Πλατανάκι. Πολλά αρχιτεκτονικά μέλη της βρίσκονται στον περίβολο του σημερινού ναού της Αγίας Παρασκευής, που κτίστηκε το 1967, ενώ τα κιονόκρανα έχουν μεταφερθεί από χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών. 1.2.2. Λιμάνια της Βοιωτίας Παράλληλα με τη λειτουργία των μεγάλων ή μικρότερων αστικών κέντρων διαπιστώνεται κατοίκηση και στα λιμάνια της Βοιωτίας προς τον Κορινθιακό και τον Ευβοϊκό κόλπο, όπου το θαλάσσιο εμπόριο μαρτυρείται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήδη από την μυκηναϊκή περίοδο. Στο επίνειο των Θεσπιών στον Κορινθιακό κόλπο στην αρχαία Τίφα ή Σίφα - σημερινή Αλυκή - με την οχυρή ακρόπολη υπήρχε μικρός οικισμός κοντά στο λιμάνι από όπου συγκεντρώθηκε κεραμική του 5ου μ.Χ. αι. Ανάμεσα στο λιμάνι και στις Θεσπιές στο σημερινό χωριό Ξηρονομή, ανασκάφηκε πρόσφατα ένα κτίριο της ίδιας περιόδου, πιθανότατα έπαυλη. Το επίνειο της αρχαίας Θίσβης ήταν το Βαθύ με συνεχή κατοίκηση μέχρι τον 11ο μ.Χ. αι. τουλάχιστον. Στην ίδια τη Θίσβη, που έχει γίνει αντικείμενο έρευνας τα τελευταία χρόνια με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, αφού θεωρείται πλέον, με πολύ πειστικά επιχειρήματα, η γενέτειρα του Οσίου Λουκά, είχε εντοπιστεί από τις αρχές του 20ου αι. ένα ψηφιδωτό δάπεδο, πιθανόν παλαιοχριστιανικής εποχής. Στην ίδια εποχή πιστεύεται ότι ανήκουν και οι λαξευτοί τάφοι των γύρω λόφων. Κατοίκηση από τον 4ο έως τον 7ο αι. διαπιστώθηκε και στα νησιά του Κόλπου της Δόμβραινας Κουβέλι και Μακρόνησος. Στο δεύτερο ειδικότερα εντοπίστηκαν 56 κτήρια, ανάμεσα στα οποία δύο εκκλησίες, σπίτια, μια κινστέρνα και άλλα. Πρόκειται για ένα εμπορικό λιμάνι όπου κατέφθαναν προϊόντα από διάφορα μέρη και φορτώνονταν προς διάφορες κατευθύνσεις. Το επίνειο της Θήβας προς τον Ευβοϊκό κόλπο ήταν το λιμάνι της Ανθηδόνας με συνεχή κατοίκηση ως τον 12ο αι. Μια μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο αποκαλύφθηκε κατά τις αμερικανικές ανασκαφές του 1889, στη θέση του Καβειρίου ή του ναού της Δήμητρας, σήμερα όμως είναι εξαφανισμένη. Στους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού χρονολογήθηκαν πρόσφατα και τα λείψανα λιμενικών εγκαταστάσεων στην Ανθηδόνα. Στο αρχαίο λιμάνι τέλος της Λάρυμνας βορειοδυτικά της Ανθηδόνας, διαπιστώθηκε η χρήση του τουλάχιστον μέχρι τον 7ο μ.Χ. αι. 1.3. Η περίοδος της κάμψης Το 551 μ.Χ. ένας μεγάλος σεισμός έπληξε τη Βοιωτία, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο. Στη Θήβα διαπιστώθηκε ανασκαφικά ότι ο σεισμός υπήρξε η αιτία καταστροφής ενός κτηρίου με ψηφιδωτό δάπεδο, αφού ένα τμήμα του ψηφιδωτού είχε κατακρημνιστεί 2 μ. βαθύτερα. Εντυπωσιακή ήταν και η πτώση των κιόνων της βασιλικής της Αντίκυρας και του επισκοπικού μεγάρου. Οι κίονες κόπηκαν στη βάση τους και κατέρρευσαν μαζί με τα τόξα. Μετά τις απαραίτητες επανακατασκευές η ζωή συνεχίστηκε στις περισσότερες περιοχές. Το 580 μ.Χ. όμως έχουμε τις πρώτες επιδρομές των Σλάβων, οι οποίοι βέβαια συνέχισαν να εισβάλλουν κατά κύματα. Θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο και κυρίως γύρω από την Κωπαΐδα, αφού όπως έχει παρατηρηθεί, προτιμούσαν παραποτάμιες περιοχές και έλη. Στη διαπίστωση αυτή συμβάλλει και το τοπωνυμικό. Οικισμοί με σχετικά βέβαιη σλάβικη προέλευση όπως τα Τοπόλια, η Γκόριανη ή Στεβενίκο, η Καρδίτσα και οι Βρασταμίτες βρίσκονται γύρω από τη λίμνη. Αξίζει να αναφερθεί ότι στους Βρασταμίτες ο βίος του Οσίου Λουκά αναφέρει ότι οι κάτοικοι μιλούν «αγροικικώς», προφανώς όχι ελληνικά. Η συμβίωση με τους ντόπιους θα πρέπει να υπήρξε ειρηνική με την πάροδο του χρόνου και, όπως μαρτυρούν οθωμανικά κατάστιχα του δέκατου έκτου αιώνα, οι οικισμοί αυτοί εξελληνίστηκαν παντελώς αργότερα. Ο πληθυσμός όμως πρέπει να είχε μειωθεί σημαντικά. Εκτός από άλλες αιτίες, σεισμούς, πολέμους κλπ δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ήδη από το 541/542 και για δύο τουλάχιστον αιώνες, έως το 747, η αυτοκρατορία υπέφερε κατά διαστήματα από πανώλη. 2. Μεταβατικοί χρόνοι (7ος -8ος αι.) Η δημογραφική συρρίκνωση, η έλλειψη κοινωνικής ιεράρχησης, η παρακμή του αστικού τρόπου ζωής, η υιοθέτηση της αρχής της αυτάρκειας σε ζωτικές καθημερινές ανάγκες και η αλλαγή του χαρακτήρα των συναλλαγών, οι οποίες φαίνεται ότι συντελούνταν με τη μέθοδο της ανταλλαγής, γι’ αυτό και έχουμε απουσία νομισμάτων, αποτελούν μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου τρόπου ζωής. Κανένα μνημείο της μεταβατικής περιόδου δεν έχει εντοπιστεί στη Βοιωτία και το πιθανότερο είναι ότι θα έγιναν μετασκευές σε κάποιες παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Τα μεγάλα αστικά κέντρα εγκαταλείφθηκαν και αρκετοί κάτοικοι μετακινήθηκαν προς την ύπαιθρο για την καλλιέργεια της γης. Γι αυτό και έχουμε άνθηση των αγροτικών εγκαταστάσεων, στις Αλές, στην Ογχηστό, στην Άσκρα, στο Ακραίφνιο, στην Εύτρηση, στην Καλλιθέα, στο Δήλεσι και αλλού, όπως έχει διαπιστωθεί από τις συστηματικές έρευνες επιφάνειας που διεξάγονται από ξένα πανεπιστήμια τα τελευταία 30 χρόνια περίπου, αλλά και από ανασκαφικές έρευνες των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Η απουσία νομισμάτων του 7ου και 8ου αι. είναι για την ώρα τουλάχιστον παντελής σε όλη τη Βοιωτία. Σφραγιστικά τεκμήρια όμως του τέλους του 8ου αι. που βρέθηκαν στη Θήβα αποτελούν στοιχεία που φανερώνουν παρουσία της κεντρικής εξουσίας, που προετοιμάζει το έδαφος για τη μετάβασή της σε μεσαιωνικό αστικό κέντρο. 3. Βυζαντινή περίοδος (9ος-12ος αι.) 3.1. Περίοδος ανασυγκρότησης (9ος-10ος αι.) Ο 9ος αιώνας αποτελεί για τη Βοιωτία την αφετηρία για την εξελικτική πορεία της στους επόμενους αιώνες. Η Θήβα λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της ορίζεται, προς το τέλος του αιώνα, έδρα του στρατηγού του θέματος Ελλάδος, όπου εγκαθίστανται και πολλοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλικός Βασίλειος κτίζει το 871-872 τον ναό του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου με τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο. Αν και ο ναός δε σώζεται σήμερα στην αρχική του μορφή η αναπαράστασή του είναι δυνατή, χάρη στις ομοιότητες που παρουσιάζει με τον ναό της Παναγίας Σκριπούς. Ο τελευταίος κτίστηκε ένα χρόνο αργότερα, σύμφωνα με γραπτές επιγραφές, από τον Λέοντα, βασιλικό και επί των οικειακών, στον οποίο ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ είχε παραχωρήσει τον Ορχομενό με την πλούσια γη της Κωπαΐδας. Παρόλο που δεν έχουν διασωθεί άλλες επιγραφικές μαρτυρίες αυξάνεται συνεχώς με την έρευνα ο αριθμός των μνημείων που κτίσθηκαν αυτή την περίοδο, όπως ο ναός του Χριστού στην Άσκρη, ο ναός του Αγίου Γεωργίου στην Ξηρονομή και αρκετοί που αποκαλύφθηκαν ανασκαφικά στη Θήβα, όπου έχει διασωθεί και μεγάλος αριθμός γλυπτών αυτής της περιόδου.
Στα τέλη του 9ου αι. η θηβαϊκή εκκλησία αναδεικνύεται σε αυτοκέφαλη επισκοπή, όχι όμως και σε μητρόπολη. Αυτό θα συμβεί στα τέλη του 10ου – α΄ μισό 11ου αι. Μητροπολίτης Θηβών αναφέρεται για πρώτη φορά το 1048 στο καταστατικό της θρησκευτικής «Αδελφότητας της Παναγίας Ναυπακτιώτισσας». Δύο ακόμη επισκοπές υπήρχαν γύρω στο 900 στη Βοιωτία, της Κορώνειας και της Διαύλειας, που υπάγονταν όμως στον μητροπολίτη Αθηνών. Το όνομα του επισκόπου Διαυλείας Γερμανού είναι χαραγμένο στον Παρθενώνα, με χρονολογία θανάτου το 919. 3.2. Ιστορικές πηγές Σπουδαίο ιστορικό κείμενο για τον 10ο αι. αποτελεί ο βίος του Οσίου Λουκά που συντάχθηκε μετά το θάνατό του, το 953, από ανώνυμο λόγιο βιογράφο. Οι πρόγονοί του ήταν Αιγινήτες και ήρθαν πρόσφυγες στη Βοιωτία τον 9ο αι. εξ αιτίας των επιδρομών των Αράβων. Ο Όσιος προέβλεψε τη βουλγαρική επιδρομή του Συμεών στην Ελλάδα που έφθασε πράγματι το 918 μέχρι τα παράλια της Φωκίδας. Γι’ αυτό ο Όσιος Λουκάς πέρασε στην απέναντι ακτή του Κορινθιακού και ξαναγύρισε μετά από δέκα χρόνια, όταν υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ βουλγάρων και βυζαντινών. Το 946 εγκαταστάθηκε στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα, κοντά στην αρχαία Στείριδα και ίδρυσε την πρώτη μοναστική κοινότητα. Με τη βοήθεια του στρατηγού του θέματος Ελλάδος Κρηνίτη, που τον είχε συναντήσει στη Θήβα, έκτισε ναό της Αγίας Βαρβάρας. Μετά το θάνατό του στο δεύτερο μισό του 10ου αι. κτίστηκε ο ναός της Παναγίας και στη συνέχεια στο πρώτο μισό του 11ου αι. το , για να στεγάσει το λείψανό του. Οι τεράστιες δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ανέγερση, η ποιότητα του γλυπτού, ψηφιδωτού και τοιχογραφικού διακόσμου και η πολυτέλεια των υλικών φανερώνουν όχι μόνο την εύνοια βυζαντινών αυτοκρατόρων και αξιωματούχων, αλλά και τη μετάκληση συνεργείων από την Κωνσταντινούπολη. 3.3. Περίοδος ακμής (11ος-12ος αι.) Οι επιδρομές των Βουλγάρων επαναλήφθηκαν και στο τέλος του 10ου αι., αλλά και το 1040-1041, σύμφωνα με τον ιστορικό Σκυλίτζη, με ήττα του στρατηγού του θέματος Ελλάδος Ιωάννη Αλακασέα, του οποίου μάλιστα βρέθηκε ένα στις ανασκαφές της Θήβας.
Οι σύντομες όμως αυτές αναμετρήσεις δεν μπορούσαν να ανακόψουν την εξελικτική πορεία του βοιωτικού χώρου. Δύο άλλες ιστορικές πηγές, το τυπικό της «Αδελφότητας της Παναγίας Ναυπακτιώτισσας» που ιδρύθηκε το 1048 στη Θήβα, με τη συμβολή του τότε ηγουμένου της μονής Οσίου Λουκά Θεοδώρου ή Θεοδοσίου Λεωβάχου, πρώην αξιωματούχου της αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως το ονομαστό «Κτηματολόγιο των Θηβών», του τέλους του 11ου αι., μας παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την τοπική αριστοκρατία, αναλυτικά στοιχεία για τους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους μικρούς καλλιεργητές και τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Μεταξύ του τέλους του 10ου αι. και των μέσων του 12ου αι. οι επισκοπές στη Βοιωτία αυξήθηκαν και έγιναν τουλάχιστον οκτώ: Θήβα, Ζαράτοβα, Καστόριον, Κανάλα, Τρίκια, Πλατάνα, Διαύλεια και Κορώνεια. Η Ζαράτοβα, της οποίας ο επίσκοπος αποκαλείται στις πηγές «ο Ζαρατόβων», ήτοι «Θεσπίων», θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στην αρχαία Άσκρα. Εκεί, σε απόσταση 9 χιλιομέτρων από τις αρχαίες Θεσπιές, στη θέση που αποκαλείται σήμερα Επισκοπή, υπάρχουν τα ερείπια μιας εκκλησίας. Το Καστόριον (αρχαία και σημερινή Θίσβη) κατείχε «ο Καστορίου» ή «Καϊστορίου», υπαγόμενος στην επαρχία Θηβών. Στις αρχές του 13ου αι. το Καστόριο αναφέρεται σε παπική επιστολή με επίσκοπο Castoriensis. Άγνωστες παραμένουν οι επισκοπές Κανάλας, Τρικίων και Πλατάνων, η τελευταία όμως θα μπορούσε να ταυτιστεί με το Πλατανάκι. Στις αρχές του 13ου αι. η επισκοπή Πλατάνων μαζί με άλλες τρεις, Κανάλας, Τρικίων και Κορώνειας καταργήθηκαν από τους Φράγκους ως φτωχές. 3.3.1. Εμπόριο Η εμπορική ακμή της Βοιωτίας αυτή την περίοδο είναι συνδεδεμένη με την άνθηση της μεταξουργίας στη Θήβα. Η Θήβα κτισμένη στο μέσο μιας εύφορης πεδιάδας και ευνοημένη από το οδικό δίκτυο, που εξυπηρετούσε την προς τη θάλασσα αλλά και την δια ξηράς επικοινωνία αναπτύχθηκε σε μεγάλο εμπορικό κέντρο και παρουσίασε αξιοσημείωτη πληθυσμιακή αύξηση. Στη διακίνηση του εμπορίου σημαντικό ρόλο έπαιξαν βενετοί έμποροι, μόνιμα εγκατεστημένοι στην πόλη (αναφέρονται τουλάχιστον 60 ονόματα μέχρι τα τέλη του 13ου αι.), μετά τα προνόμια που τους παραχώρησαν με οι αυτοκράτορες Αλέξιος Α΄ Κομνηνός το 1082 και Αλέξιος Γ΄ Άγγελος το 1198. Τα πλούσια νερά του Ισμηνού ποταμού που κυλούσε στην ανατολική πλευρά της πόλης χρησιμοποιήθηκαν από τον 9ο ήδη αι. για την κίνηση υδρομύλων, ενώ τα νερά της Δίρκης στη δυτική πλευρά της πόλης, πλούσια σε ασβέστιο και μαγνήσιο έδιναν, σύμφωνα με τον λόγιο Ιωάννη Τζέτζη, λάμψη και στιλπνότητα στα μεταξωτά υφάσματα που κατασκευάζονταν στα βιοτεχνικά εργαστήρια της Θήβας από τα μέσα του 11ου αι. Τα μεταξωτά αποτέλεσαν για δύο τουλάχιστον αιώνες την κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της πόλης. Την πολύτιμη βαφή των μεταξωτών, την πορφύρα, είναι πολύ πιθανόν να προμηθεύονταν από τη Θίσβη, μία από τις σημαντικές πόλεις της Βοιωτίας αυτή την περίοδο, όπου έχει βρεθεί πλήθος κοχυλιών πορφύρας. Εκτός από τις θηβαίες τεχνίτριες με το μετάξι ασχολήθηκαν και οι Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στη Θήβα από το 1135. Πλήγμα στη μεταξοβιοτεχνία επέφερε η επιδρομή των Νορμανδών του Ρογήρου της Σικελίας, το 1147, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, που άρπαξαν μαζί με τα χρυσοΰφαντα υφάσματα τις ειδικευμένες τεχνίτριες και τους Εβραίους. Γρήγορα όμως η Θήβα συνήλθε από το βαρύ κτύπημα και η μεταξοβιομηχανία της συνέχισε να ακμάζει. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από τη μαρτυρία των ιστορικών πηγών αλλά και του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης που επισκέφθηκε τη Θήβα 20 περίπου χρόνια μετά τη νορμανδική επιδρομή και βρήκε 2000 Εβραίους, που ήταν «οι πιο επιδέξιοι τεχνίτες στο μετάξι και στην πορφύρα σε όλη την Ελλάδα». 3.3.2. Τα μνημεία Τη μαρτυρία των πηγών έρχονται να ενισχύσουν τα μνημεία που διασώθηκαν ή που γνωρίζουμε από αναπαραστάσεις τους ή όσα αποκαλύπτονται στις ανασκαφές. Αναφέρθηκε ήδη το κορυφαίο συγκρότημα της μονής Οσίου Λουκά που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της μεσοβυζαντινής εποχής στον Ελλαδικό χώρο και από το 1990 είναι εγγεγραμμένο στον Παγκόσμιο Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Ένα άλλο συγκρότημα που αποκαλύφθηκε στη Θήβα ταυτίζεται πιθανόν με τη γυναικεία μονή του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που ίδρυσαν οι πρόσφυγες από τη Ναύπακτο, γύρω στο 1048, σύμφωνα με το καταστατικό της «Αδελφότητας της Παναγίας Ναυπακτιώτισσας». Εξαιρετικά δείγματα ναοδομίας του 11ου αι. αποτελούν μια, χαμένη σήμερα, εκκλησία της Παναγίας, μετόχι πιθανόν της μονής Οσίου Λουκά, που υπήρχε στη Λιβαδειά. Ο τύπος του ναού διασώθηκε σε ένα χαρακτικό που απεικονίζει την κηδεία σ’ αυτόν του επισκόπου Θηβών και Λεβαδείας Αβραμίου Αναγνώστου, που πέθανε το 1858. Ο ναός βρισκόταν στη δεξιά όχθη του ποταμού Έρκυνα, στη θέση του σημερινού ναού της Παναγίας. Ένας δεύτερος ναός αυτής της περιόδου είναι ο τετράκογχος ναός του Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου στα Λουκίσια, που πρόσφατα αναστηλώθηκε. Πολύ περισσότεροι όμως είναι οι ναοί και τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν τον 12ο αι., μερικά από τα οποία πιστεύεται ότι έγιναν με αυτοκρατορικές χορηγίες, όπως η μονή Μεταμορφώσεως Σαγματά και η μονή Ζωοδόχου Πηγής κοντά στο χωριό Πύλη. Ένα από τα τελειότερα μνημεία της αρχιτεκτονικής αυτής της περιόδου αποτελεί ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Καμπιά, που κτίστηκε με λαξευτούς λίθους που εξορύχθηκαν ειδικά για αυτόν, χωρίς τη χρήση παλαιότερου υλικού, όπως συνηθίζεται στα βυζαντινά μνημεία. Οι ναοί του Αγίου Σώζοντος στον Ορχομενό, του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και της Αγίας Παρασκευής στο Σχηματάρι, του Αγίου Πολυκάρπου στην Τανάγρα, του Αγίου Θωμά στο ομώνυμο χωριό (πριν τη μετασκευή του σε πύργο), η αρχική φάση του Αγίου Πέτρου και Παύλου στα Λεύκτρα, όπως και των ναών Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μαυρομματίου και Αγίου Νικολάου στο Παρόρι, ο ερειπωμένος ναός του Οσίου Λουκά στη Θίσβη (βυζαντινό Καστόριον), πιθανόν επισκοπικός, αφού, όπως αναφέρθηκε, τον 12ο αι. ήταν έδρα επισκοπής και τέλος οι ναοί της Αγίας Φωτεινής και του Αγίου Νικολάου στη Θήβα και πολλοί άλλοι που αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές, δεν αφήνουν αμφιβολία για την οικονομική ευμάρεια των κατοίκων. Όπου μάλιστα διασώθηκαν και τοιχογραφίες, έστω και αποσπασματικά, όπως στο ναό του Αγίου Σώζοντα στον Ορχομενό, αλλά και στη Θήβα, είναι φανερή η υψηλή ποιότητά τους που τις συνδέει με μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της κομνήνειας περιόδου, ακόμη και με την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Στη μετάκληση καλλιτεχνών από την πρωτεύουσα ίσως να συνέβαλε και ο δραστήριος μητροπολίτης Θηβών και «έξαρχος πάσης Βοιωτίας» Ιωάννης Καλοκτένης, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε εξαιρετική παιδεία και διατηρούσε δεσμούς με αυτήν, αφού το όνομά του αναφέρεται στα Πρακτικά Συνόδων που πραγματοποιήθηκαν εκεί το 1166 και το 1170. Εκτός από το πλούσιο φιλανθρωπικό έργο του με την ίδρυση νοσοκομείων, γηροκομείων, πτωχοκομείου κ.ά. και τα έργα κοινής ωφελείας, όπως το υδραγωγείο, που το γνωρίζουμε από μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του, είναι γνωστό ότι έκτισε ναό της Θεομήτορος και μετέτρεψε ένα ανδρικό μοναστήρι σε γυναικείο, ενώ υπήρχαν και πολλά άλλα μοναστήρια στη Θήβα, σύμφωνα με μαρτυρία του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου. Από αυτά κανένα δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί σήμερα ούτε μέσα, αλλά ούτε και στον ευρύτερο χώρο των Θηβών, όπου και στο βίο του Οσίου Λουκά μαρτυρείται μοναστήρι με μοναχό έναν Αντώνιο. Πολλά από τα μοναστήρια που λειτουργούν σήμερα στη Βοιωτία, επειδή έχουν υποστεί καταπονήσεις στη διάρκεια των αιώνων, αλλά και άστοχες πολλές φορές επεμβάσεις, δεν μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε την αρχική τους ίδρυση, όπως οι μονές Ευαγγελιστρίας στον Ελικώνα, Αγίας Τριάδας Πλαταιών, Μακαριώτισσας Δομβραίνης, Αγίου Νικολάου του Νέου στο χωριό Υψηλάντη και Λυκούρεση κοντά στη Χαιρώνεια. Η μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ιερουσαλήμ είναι γνωστό από τις πηγές ότι λειτουργούσε στα βυζαντινά χρόνια, αλλά πιθανόν σε άλλη θέση. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τη μονή Πελαγίας κοντά στο Ακραίφνιο, της οποίας η αρχική θέση ήταν πάνω στα ερείπια του Απόλλωνος Πτώου και δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα μετά τη διενέργεια των ανασκαφών. Τέλος πρόσφατες εργασίες στη μονή Προφήτη Ηλία Τσάτσαρη Ασωπίας έδωσαν την ευκαιρία να αποκαλυφθεί ένα ακόμη μνημείο του 12ου αι. |