1. Γενικά στοιχεία Στην περιοχή της Βοιωτίας έχουν σωθεί έως τις μέρες μας πολυάριθμα δείγματα της γλυπτικής παραγωγής από τη Βυζαντινή περίοδο. Τα γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη προέρχονται επί το πλείστον από ναούς και μοναστικά συγκροτήματα και χρονολογούνται από την Παλαιοχριστιανική έως και την Υστεροβυζαντινή περίοδο (330-1453). Πρόκειται κυρίως για τμήματα από τέμπλων, μαρμάρινες εικόνες, πεσσίσκους και κιονίσκους, και πλάκες, τμήματα από θυρώματα και πλαίσια παραθύρων, και αμφικιονίσκους, κιονόκρανα, , πλάκες σαρκοφάγων, φιάλες, υδρορρόες κ.ά. Πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη διατηρούνται στην αρχική θέση τους σε σωζόμενους μέχρι σήμερα ναούς, άλλα έχουν εντοιχιστεί σε μεταγενέστερους ναούς και κατασκευές, πολλά έχουν εντοπιστεί σε ανασκαφικές έρευνες ή διατηρούνται διάσπαρτα στο περιβάλλον υφιστάμενων ναών, ενώ μεγάλος αριθμός μελών έχει συγκεντρωθεί κατά καιρούς και φυλάσσεται σε αποθηκευτικούς χώρους και σε συλλογές γλυπτών του νομού Βοιωτίας (Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών, Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας, συλλογή γλυπτών μονής Οσίου Λουκά κ.ά.). Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη της μεσαιωνικής γλυπτικής της Βοιωτίας υπήρξε η οικοδόμηση ναών μεγάλων διαστάσεων, με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, που απηχεί στοιχεία της τέχνης της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, τα έτη 872/873 οικοδομήθηκε στη Θήβα από το Βασίλειο, βασιλικό , ο ναός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου· λίγο αργότερα, τα έτη 873/874, οικοδομήθηκε στον Ορχομενό η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου (Σκριπού) από τον και του θέματος Ελλάδος Λέοντα. Ο γλυπτός διάκοσμος των δύο αυτών ναών (εικ. 1, εικ. 2) θεωρείται πολύ σημαντικός για τη μελέτη της μεσοβυζαντινής γλυπτικής ολόκληρου του ελλαδικού χώρου, επειδή οι επιγραφές χρονολογούνται με ακρίβεια. Επίσης ο γλυπτός διάκοσμος θεωρείται ότι έχει παραχθεί από το ίδιο εργαστήριο μαρμαράδων, λόγω της τεχνοτροπικής και θεματολογικής συγγένειας μεταξύ των γλυπτών. Το εργαστήριο φαίνεται ότι είχε την έδρα του στη Θήβα και δραστηριοποιήθηκε σε αυτήν και στην ευρύτερη περιοχή με μεγάλη παραγωγή γλυπτών. Μετά το 961 κτίστηκε στη μονή του Οσίου Λουκά ο ναός της Παναγίας και στις αρχές του 11ου αιώνα το της μονής, αφιερωμένο στον όσιο Λουκά, το οποίο κατασκευάστηκε πιθανώς με συνδυασμό αυτοκρατορικής και τοπικής χορηγίας. Η οικοδόμηση αυτών των δύο ναών έδωσε την ώθηση για την ανέγερση και άλλων ναών στη Βοιωτία και την ευρύτερη περιοχή, οι οποίοι αποτέλεσαν μετόχια της μονής Οσίου Λουκά στην Εύβοια (Άγιος Λουκάς κοντά στο Αλιβέρι, Άγιος Νικόλαος στην Άτταλη, Περίβλεπτος Πολιτικών). Δεν αποκλείεται ορισμένοι από τους μαρμαράδες που δραστηριοποιήθηκαν στις αρχές του 11ου αιώνα στην κατασκευή του γλυπτού διακόσμου του καθολικού της μονής Οσίου Λουκά (εικ. 3), καθώς επίσης και στην παραγωγή άλλων γλυπτών της μονής, να προέρχονταν από τη Θήβα. Ο εντοπισμός στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης γλυπτών αρχιτεκτονικών μελών που παρουσιάζουν ομοιότητες θεματολογικές, τεχνοτροπικές και τεχνικές με γλυπτά της μονής επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Η επίδραση της γλυπτικής του μοναστικού συγκροτήματος του Οσίου Λουκά υπήρξε σημαντική και με μεγάλη χρονική εμβέλεια (10ος-12ος αιώνας) και είναι εμφανής σε άλλους ναούς της Βοιωτίας (π.χ. Άγιος Νικόλαος στα Καμπιά, δεύτερο τέταρτο 12ου αιώνα) και σε μεμονωμένα γλυπτά με άγνωστη προέλευση που φυλάσσονται σε συλλογές (όπως στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας). O εντοπισμός αρχιτεκτονικών μελών –κυρίως τμήματα θυρωμάτων κ.ά.– που μπορούν να συνδεθούν με κτήρια δυτικού χαρακτήρα, όπως ναοί ή μονές λατινικού δόγματος, και χρονολογούνται την περίοδο της Φραγκοκρατίας (13ος αιώνας) δεν αποκλείει τη δραστηριότητα ξένων (Δυτικών) οικοδόμων στη Βοιωτία. 2. Υλικά κατασκευής και τεχνικές επεξεργασίας Η έλλειψη σε μάρμαρο από το έδαφος της Βοιωτίας αντισταθμίστηκε ήδη από την Αρχαιότητα με τη χρήση των ντόπιων ασβεστόλιθων, που μοιάζουν ως προς τη δομή και την εμφάνιση με μάρμαρο. Παράλληλα, η γεωγραφική θέση της Θήβας ευνοούσε από την Αρχαιότητα την εισαγωγή μαρμάρου από τις κοντινές περιοχές, όπως λ.χ. από την Αττική (πεντελικό μάρμαρο). Κατά τη συνήθη πρακτική από τα Παλαιοχριστιανικά χρόνια –κυρίως από τον 6ο αιώνα κ.ε.– αρχαία και ρωμαϊκά μέλη λαξεύονταν εκ νέου προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε ναούς. Έτσι, για παράδειγμα, επιστύλια τέμπλων προέρχονται από την επαναχρησιμοποίηση και κατάλληλη λάξευση ρωμαϊκών κιόνων. Επιπλέον, μέλη που προέρχονται από παλαιότερους χριστιανικούς ναούς ενδέχεται να επαναχρησιμοποιήθηκαν σε μεταγενέστερους, πρακτική επίσης κοινή κατά τη Βυζαντινή εποχή. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (330-640) το υλικό από το οποίο κατασκευάζονταν τα γλυπτά μέλη ήταν ποικίλο: εκτός από τα μέλη από λευκό μάρμαρο, διαπιστώνεται η χρήση και άλλων υλικών, όπως ο γρανίτης, ο πορφυρίτης, ο κροκαλοπαγής λίθος, ο ασβεστόλιθος κ.ά. Η χρήση βοιωτικών ασβεστόλιθων, παράλληλα με το λευκό μάρμαρο, παρατηρείται σε αρχιτεκτονικά μέλη ναών κατά το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, οπότε δραστηριοποιήθηκε το εργαστήριο της Θήβας. Από το τέλος του 10ου έως το 12ο αιώνα, διαπιστώνεται η προοδευτικά αυξανόμενη χρήση λευκού μαρμάρου. Μολονότι έχουν σωθεί στη Βοιωτία πολυάριθμα μέλη Βυζαντινών χρόνων από λευκό μάρμαρο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο πολλά να καταστράφηκαν σε μεταγενέστερη εποχή για να γίνουν ασβέστης. Τα γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν διατηρηθεί έως τις μέρες μας και προέρχονται από διάφορες θέσεις της Βοιωτίας είναι διδακτικά ως προς τις τεχνικές επεξεργασίας, τις μεθόδους και τα στάδια εργασίας των μαρμαράδων. Σε αυτά διαπιστώνεται η χρήση όλων των γνωστών τεχνικών επεξεργασίας της βυζαντινής γλυπτικής, η ανάγλυφη, η εγχάρακτη, η , η (εικ. 4), η διάτρητη, το ολόγλυφο, τεχνικές οι οποίες συχνά συνυπάρχουν στο ίδιο μέλος. Ενίοτε μπορούν να διατυπωθούν παρατηρήσεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση χρώματος ή χρωματιστής ένθετης ύλης σε αυτά. Χρώμα λ.χ. διατηρείται στα κιονόκρανα του ναού της Παναγίας και στο επιστύλιο τέμπλου του καθολικού της μονής Οσίου Λουκά. Σε πολλά γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη διαπιστώνονται ίχνη από την επεξεργασία με εργαλεία, όπως το βελόνι, για τη λείανση των επιφανειών, τη λάξευση και τη διακόσμηση των θεμάτων. Γενικά για τη Βυζαντινή εποχή τα ονόματα των εργαλείων των μαρμαράδων και η μορφή τους παραμένουν άγνωστα. Συχνά παρατηρείται ορισμένα μέλη να έχουν παραμείνει εκουσίως ημιτελή από τους μαρμαράδες. Τα ημιτελή γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη, που αυξάνουν σε αριθμό κατά το 12ο αιώνα, μαρτυρούν τόσο τις προτιμήσεις της εποχής όσο και τις απαιτήσεις για ταχύτερη και μαζικότερη παραγωγή. 3. Θεματολογία Τα γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν σωθεί στη Βοιωτία –Αρχαιολογικά Μουσεία Θηβών και Χαιρώνειας, συλλογή γλυπτών μονής Οσίου Λουκά, Πλατανάκι κ.λπ.– και περιλαμβάνουν κυρίως ιωνικά, κορινθιακά κιονόκρανα και επίκρανα, βάσεις κιόνων κ.ά. φέρουν παρόμοιο διάκοσμο με φύλλα άκανθας που αναμειγνύονται με υδροχαρή φύλλα, λόγχες, ανθέμια, σταυρούς μέσα σε μετάλλια (κυκλικούς δίσκους), χριστογράμματα κ.ά. Η διακόσμηση αυτή, με υδροχαρή φύλλα που εναλλάσσονται με λόγχες και σταυρούς, απαντά την εποχή αυτή και σε άλλες γειτονικές περιοχές, όπως στην Αθήνα, την Άμφισσα και την Πελοπόννησο, και δεν αποτελεί τοπικό φαινόμενο. Τα θέματα που διακοσμούν τα γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη τους επόμενους αιώνες διακρίνονται σε κατηγορίες, όπως: φυτικά [ανθέμια, βλαστοί, φύλλα κ.λπ. (εικ. 3)], γεωμετρικά και αφηρημένα θέματα (, αστεροειδή, πλέγματα, κύκλοι κ.λπ.), απεικονίσεις μυθολογικών όντων, φανταστικών και πραγματικών ζώων [γρύπες, σφίγγες, τρίτωνες, δράκοι, αιλουροειδή πτηνά, φίδια, τετράποδα κ.λπ. (εικ. 4, εικ. 2)], σπανιότερα απεικονίσεις αγίων προσώπων και ανθρώπινων μορφών (Χριστός, Παναγία, απόστολοι, Μέγας Αλέξανδρος κ.ά.), αρχιτεκτονικά κοσμήματα (τόξα που στηρίζονται σε κίονες) και σταυροί διάφορων τύπων (ελληνικός, , φυλλοφόρος κ.λπ.). Οι παραστάσεις και τα θέματα που διακοσμούν τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά γλυπτά της Βοιωτίας επισημαίνονται στην Κωνσταντινούπολη, σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αλλά και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο (λ.χ. Μικρά Ασία, Ιταλία, Ισπανία). Στη διαμόρφωση και διάδοση του κοινού θεματολογίου των περιοχών της μεσογειακής λεκάνης και της Κωνσταντινούπολης, το οποίο διαπιστώνεται εκτός από τη γλυπτική και σε άλλες εκφάνσεις της τέχνης κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο (ιδιαίτερα από το 10ο αιώνα κ.ε.), συνέβαλαν παράγοντες όπως το εμπόριο (υφασμάτων, αντικειμένων μικροτεχνίας, κεραμικής και μεταλλοτεχνίας κ.λπ.), η παρουσία ορθόδοξων μοναχών στη Δύση και Δυτικών στην Κωνσταντινούπολη και στον ελλαδικό χώρο και γενικά οι επαφές και οι ανταλλαγές μεταξύ των καλλιτεχνών. |