1. Γεωγαφική τοποθέτηση
Η αρχαία Τανάγρα βρίσκεται 5 χλμ. Ν. του Σχηματαρίου, στο κέντρο περίπου της νοτιοανατολικής Βοιωτίας, πάνω στον χαμηλό λόφο Γκριμάδα, συνέχεια του οποίου αποτελεί προς τα ΒΔ. η οροσειρά Σωρός (Κηρύκειον όρος στην αρχαιότητα) (εικ. 1). Στα Ν. διατρέχεται από τον ποταμό Ασωπό και στα Α. από τον παραπόταμό του Λάρη (αρχαίος Θερμοδών, πιθανότατα). Η αρχαία πόλη εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1776, η ταύτισή της, ωστόσο, έγινε το 1806, βάσει μιας αρχαίας επιγραφής, η οποία βρέθηκε εντοιχισμένη στον παρακείμενο βυζαντινό ναΐσκο του Αγίου Θωμά. Η θέση κατοικούνταν συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ.
2. Μυκηναϊκή περίοδος
Σύμφωνα με τον ομηρικό «Νηών κατάλογο» (Ιλιάδος Β, 497-501), τις πινακίδες του αρχείου Γραμμικής Β των Θηβών και τις αρχαιολογικές έρευνες, κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, στην ευρύτερη περιοχή της Τανάγρας, είχαν αναπτυχθεί αρκετοί οικισμοί, οι οποίοι φαίνεται ότι ανήκαν στο ισχυρό βασίλειο των Θηβών (Ελεών, Αυλίς, Γραία, Μυκαλησσός, Άρμα κ.ά.).
Από τους μυκηναϊκούς οικισμούς, που έχουν εντοπιστεί στην περιοχή, δύο είναι οι πιο σημαντικοί. Ο πρώτος, στα ΝΑ. της σημερινής Τανάγρας, είναι γνωστός από τα νεκροταφεία που έχουν ευκαιριακά ανασκαφεί στις θέσεις Γέφυρα και Δένδρο. Πρόκειται για συστάδες θαλαμοειδών κυρίως τάφων, λαξευμένων στο μαλακό βράχο και τοποθετημένων σε πυκνή μεταξύ τους διάταξη, οι οποίοι περιείχαν μεγάλο αριθμό πήλινων διακοσμημένων λαρνάκων (σαρκοφάγων μικρών διαστάσεων) (εικ. 2). Η γραπτή τους εικονιστική διακόσμηση αντλεί θεματολογικά τα πρότυπά της από την τέχνη της δυτικής Κρήτης, με την οποία η Βοιωτία διατηρούσε εμπορικές σχέσεις κατά τη μυκηναϊκή ανακτορική περίοδο (1.400-1.200 π.Χ.). Η τεχνοτροπία της, ωστόσο, είναι καθαρά μυκηναϊκή με τοπικές ιδιαιτερότητες. Σχετίζεται με τα ταφικά έθιμα και τις θρησκευτικές και αντιλήψεις των κατοίκων της εποχής, ενώ περιλαμβάνει και επεισόδια από την καθημερινή ζωή των ζώντων. Οι παραστάσεις είναι λιτές και γραμμικές σαν σκίτσα, αλλά παράλληλα άμεσες και εκφραστικές. Ο δεύτερος σημαντικός μυκηναϊκός οικισμός εντοπίστηκε στον λόφο Καστρί Κλειδίου, όπου έχουν ανασκαφεί οικοδομικά κατάλοιπα και τάφοι.
3. Οι πόλεις της Ταναγραϊκής
Η στρατηγική θέση της Τανάγρας, κοντά στη μεθόριο Αττικής και Βοιωτίας, και ο κατά καιρούς αποκλεισμός της από τη θάλασσα καθόριζε τη στάση της απέναντι στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, και τις σχέσεις της με τη Θήβα και την Αθήνα.
Ήδη από την αρχαϊκή περίοδο, η Τανάγρα αποτελούσε μια οργανωμένη πόλη, στο κέντρο περίπου της αναφερόμενης από τον Στράβωνα Ταναγραϊκής περιοχής, η οποία περιελάμβανε τις παράλιες πόλεις Αυλίδα και Δήλιον και τις πόλεις Ελεών, Άρμα, Μυκαλησσός και Φαραί, που συνιστούσαν τη λεγόμενη τετρακωμία.
Τα ερείπια της Αυλίδας τοποθετούνται στο λόφο του Βεσαλά, μεταξύ των κόλπων Μικρό και Μεγάλο Βαθύ. Στην κοιλάδα δυτικά της ακροπόλεως έχουν ανασκαφεί κτίσματα κατά μήκος αρχαίου δρόμου. Σημαντικότερα μεταξύ αυτών είναι ο ναός της Αυλιδείας Αρτέμιδος του 5ου αι. π.Χ., ο οποίος υπέστη μετασκευές κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, καθώς και ένα συγκρότημα κεραμικών εργαστηρίων, ελληνιστικών χρόνων.
Στο Δήλιον, σημερινό Δήλεσι, υπήρχε από τους κλασικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους ιερό του Απόλλωνος, αφίδρυμα του μεγάλου ιερού του θεού στη Δήλο. Δίπλα στο ιερό αναπτύχθηκε μικρός παράλιος οικισμός (πολίχνη), επίνειο της Τανάγρας, ο οποίος γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά κατάλοιπα. Στον σύγχρονο οικισμό έχουν εντοπιστεί μεταξύ άλλων στωικό οικοδόμημα ελληνιστικών χρόνων με υστερορωμαϊκές προσθήκες, κεραμικό εργαστήριο ελληνιστικών και υστερορωμαϊκών χρόνων στο οποίο κατασκευάζονταν αγγεία και κυρίως αμφορείς, πιθανότατα για το εμπόριο κρασιού, για το οποίο η περιοχή φημιζόταν, συγκρότημα δημοσίων λουτρών της πρωτοβυζαντινής περιόδου και εκτεταμένο ρωμαϊκό συγκρότημα εμπορικού και εργαστηριακού χαρακτήρα. Τα παραπάνω ευρήματα αποδεικνύουν την πλούσια δραστηριότητα του Δηλίου ως λιμανιού, από τον 1ο έως και τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Τμήματα των ρωμαϊκών και υστερορωμαϊκών νεκροταφείων βρέθηκαν στα παράλια του οικισμού αλλά και στο λόφο Αγριλέζα, ανατολικά του σημερινού Δηλεσίου.
Ο αρχαίος Ελεών ταυτίζεται με το σημερινό Άρμα και η ακρόπολη του αρχαίου Άρματος τοποθετείται στο λόφο Καστρί Λυκοβουνίου στην περιοχή του σημερινού Ελεώνα. Στα ΝΔ. του λόφου αυτού, έχει ανασκαφεί τμήμα αρχαίου νεκροταφείου με πλούσια ευρήματα και χρήση από τον 6ο έως και τον 4ο αι. π.Χ.
Η Μυκαλησσός ταυτίζεται με τη σημερινή Ριτσώνα και σ’ αυτήν έχει αποκαλυφθεί εκτεταμένο και πλούσιο νεκροταφείο, το οποίο χρονολογείται από τους αρχαϊκούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους.
Η θέση της ακρόπολης των Φαρών ταυτίζεται με επιφύλαξη με τα ερείπια στην κορυφή του λόφου Κάστρο-Βίγλα, στα Δ. της σημερινής Τανάγρας.
4. Η πόλη της Τανάγρας κατά την κλασική αρχαιότητα
Ως σημαντικότερη πόλη, η Τανάγρα είχε τον έλεγχο της Ταναγραϊκής, αν και όχι πάντα ολόκληρης. Από το 500 π.Χ., ο έλεγχος της τετρακωμίας και των παραλίων του Ευβοϊκού περιήλθε στη Θήβα. Λίγο πριν από το 424 π.Χ. απέκτησε και πάλι η Τανάγρα τον έλεγχο του Δηλίου, και από το 338 π.Χ. μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, της τετρακωμίας και της Αυλίδας.
Περί το 560 π.Χ., η Τανάγρα φέρεται να ίδρυσε, μαζί με τα Μέγαρα, την αποικία Ηράκλεια στον Εύξεινο Πόντο, και στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ., αποτελούσε μέλος της Βοιωτικής Ομοσπονδίας και έκοβε νομίσματα με τα αρχικά του εθνικού Ταναγραίων. Κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τις επιγραφές δύο αναθηματικών χάλκινων ασπίδων στην Ολυμπία, έλαβε μέρος στη διαμάχη μεταξύ Βοιωτών και Αθηναίων, κατά την οποία τελικά επικράτησαν οι τελευταίοι.
Κατά την περίοδο των περσικών πολέμων, τάχθηκε εναντίον των Ελλήνων στο πλευρό των Θηβαίων. Σύμφωνα και με τη νομισματική μαρτυρία, μετά τους Περσικούς πολέμους, όταν η Θήβα βρέθηκε σε δυσμενή θέση λόγω της στάσης της, η αρχηγία της Ομοσπονδίας ανατέθηκε στην Τανάγρα. Ωστόσο, η ολοένα αυξανόμενη δύναμή της θεωρήθηκε απειλή για τους Αθηναίους, οι οποίοι φρόντισαν, το 460 π.Χ., να προκαλέσουν πολιτικές αναταραχές στους κόλπους της. Το 457 π.Χ., η περιοχή της έγινε πεδίο δύο σημαντικών μαχών: στην πρώτη, εναντίον των Σπαρτιατών, συμμάχων των Βοιωτών, οι Αθηναίοι ηττήθηκαν, ενώ στη δεύτερη, εναντίον των Βοιωτών, νίκησαν κατά κράτος και κυριάρχησαν για τα επόμενα χρόνια σε ολόκληρη τη Βοιωτία. Τότε κατεδαφίστηκαν και τα τείχη της Τανάγρας.
Μετά τη μάχη της Κορώνειας (446 π.Χ.), η Τανάγρα αποτέλεσε ένα από τα ένδεκα μέλη του νεοσυσταθέντος Βοιωτικού Κοινού. Κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), αν και ανοχύρωτη και ευάλωτη στις επιδρομές των Αθηναίων, παρέμεινε στο πλευρό της Ομοσπονδίας. Στο Δήλιον, επίνειο τότε της Τανάγρας, δόθηκε, το 424 π.Χ., μια φονική μάχη κατά των Αθηναίων, με νικηφόρα έκβαση για τους Βοιωτούς.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, τα τείχη της Τανάγρας ανοικοδομήθηκαν στο διάστημα από την έναρξη της Ανταλκιδείου ειρήνης μέχρι την ανάληψη του ελέγχου της πόλεως από τη φιλοσπαρτιατική παράταξη (386-380 π.Χ.). Aμέσως μετά την έναρξη της Θηβαϊκής ηγεμονίας, το 371 π.Χ., η Τανάγρα επανεντάχθηκε στο Βοιωτικό Κοινό και συνέχισε να πολεμά στο πλευρό των Θηβαίων μέχρι το 338 π.Χ. Μετά τη νίκη του Φιλίππου στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), τάχθηκε με το μέρος των Μακεδόνων και η περιοχή ελέγχου της έφθασε στα μέγιστα όριά της. Τη μεγαλύτερη ακμή της γνώρισε από τα τέλη της κλασικής περιόδου μέχρι τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο ως στρατιωτική βάση για τον έλεγχο της Βοιωτίας. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους (1ος αι. π.Χ.-3ος αι. μ.Χ) η θέση της αναβαθμίστηκε και το επίνειό της Δήλιον αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι με πλούσια εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα. Οι Ταναγραίοι απολάμβαναν ως προνόμιο της αυτονομίας τους (liber populus) την κυκλοφορία δικού τους νομίσματος.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα (4ος-6ος αι. μ.Χ.) τα τείχη της πόλης ενισχύθηκαν για να αντέξουν τις επιδρομές των βαρβαρικών φύλων. Όπως φανερώνουν οι αγροικίες που εντοπίστηκαν στη γύρω περιοχή, η εύφορη ταναγραϊκή γη καλλιεργούνταν εντατικά. Η πόλη αποτέλεσε μία από τις δέκα επισκοπικές έδρες της Βορείου Ελλάδας. Εγκαταλείφθηκε τον 7ο αι. μ.Χ., όταν οι κάτοικοί της αναζήτησαν μια πιο οχυρή θέση για να προφυλαχθούν από τις αβαρικές και σλαβικές επιδρομές.
5. Αρχαιολογικά κατάλοιπα
Αν και η αρχαία πόλη δεν έχει ανασκαφεί, με εξαίρεση μια μικρής κλίμακας έρευνα που διενεργήθηκε το 1890, διατηρεί ορατά στο μεγαλύτερο μήκος τους τείχη της ύστερης κλασικής περιόδου, με επισκευές και συμπληρώσεις μεγάλου τμήματός τους κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. Πρόσφατες τοπογραφικές και γεωφυσικές έρευνες έδειξαν ότι η οχύρωση του τέλους του 4ου αι. π.Χ. περιέκλειε μεγαλύτερη έκταση προς τα Β. και ΒΔ. από την ήδη μεγάλη ρωμαϊκή, η οποία ξεπερνά τα 300 στρέμματα. Η οχύρωση ήταν κατασκευασμένη κατά το σύστημα και διέθετε πύργους σε ίσες, περίπου, αποστάσεις.
Ήδη από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., η Τανάγρα ήταν κτισμένη κατά το . Οι ζώνες δραστηριοτήτων, στις οποίες ήταν οργανωμένη, ακολουθούσαν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους της σε τρία κλιμακωτά πλατώματα. Στο υψηλότερο, στα Ν. της πόλης, βρίσκονταν συγκεντρωμένα, σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες, τα σημαντικότερα ιερά και οι ναοί. Σήμερα είναι ορατό το κοίλο του αρχαίου θεάτρου. Η αγορά και πολλά δημόσια κτίρια βρίσκονταν στο μεσαίο πλάτωμα, ενώ οι οικίες στο χαμηλότερο, στα Β. της πόλης. Από τις πύλες της οχύρωσής της ξεκινούσαν οκτώ δρόμοι, οι οποίοι οδηγούσαν προς την Αθήνα και προς διάφορες βοιωτικές πόλεις.
Τα νεκροταφεία της πόλης χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς έως και τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση περιμετρικά της πόλεως και διατάσσονταν σε σειρές εκατέρωθεν των αρχαίων δρόμων. Έχουν ανασκαφεί λαθραία, κατά το πλείστον, στις αρχές της δεκαετίας του 1870 και στη συνέχειατ μήμα τους έχει ερευνηθεί νόμιμα από την Αρχαιολογική Εταιρεία, κατά το διάστημα 1874-1911. Στόχος των λαθρανασκαφών ήταν η εύρεση των εξαίρετης τέχνης πήλινων ελληνιστικών ειδωλίων, των «ταναγραίων», και η διοχέτευσή τους από αρχαιοκάπηλους κυρίως στο εξωτερικό. Κατά το διάστημα 1976-2002, μια σειρά μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στην περιοχή οδήγησε εκ νέου στην ανάληψη σωστικών ανασκαφικών ερευνών από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, οι οποίες αναπλήρωσαν ένα μικρό μέρος των κενών που έχουν δημιουργήσει στην επιστήμη οι λαθρανασκαφές του 19ου αιώνα. Στα πλούσια ευρήματα αρχαϊκών έως και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων συγκαταλέγονται επιτύμβιες στήλες διαφόρων τύπων, αγγεία και ειδώλια τοπικής παραγωγής και εισηγμένα από Αττική , Κόρινθο και αλλού, χάλκινα και σιδερένια όπλα και στλεγγίδες, χάλκινα κάτοπτρα και είδη καλλωπισμού και χάλκινα κοσμήματα ή πήλινες επιχρυσωμένες απομιμήσεις τους.
6. Κεραμική
Στην τέχνη της περιοχής έντονη υπήρξε η επίδραση της Αττικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άμεση εξάπλωση στους ελληνιστικούς χρόνους των νέων τύπων πήλινων ειδωλίων (των γνωστών «ταναγραίων») από τα αττικά εργαστήρια, που πρώτα τους δημιούργησαν, στα ταναγραϊκά, και η σχεδόν παράλληλη αλλά συγχρόνως ανεξάρτητη εξέλιξή τους στα εργαστήρια της Τανάγρας, τα οποία δημιούργησαν και νέους τύπους, ιδιαίτερα εμπνευσμένους. Οι ταναγραϊκοί αυτοί τύποι διαδόθηκαν με τη σειρά τους όχι μόνο στα γειτονικά τοπικά εργαστήρια, αλλά, μέσω των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων, και στα μεγάλα κέντρα κοροπλαστικής της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου. Το θεματολόγιο περιελάμβανε γυναίκες και κορίτσια με πολύχρωμα ενδύματα και περίτεχνες κομμώσεις της εποχής σε στάσεις γεμάτες χάρη, εφήβους και αγόρια, χαρακτήρες επηρεασμένους από την αρχαία κωμωδία, ερωτιδείς, Νίκες και Αφροδίτες (εικ. 3).
Στα παραπάνω εξαίρετης τέχνης ειδώλια αποδόθηκε συμβατικά ο όρος «ταναγραίες» διότι πρωτοβρέθηκαν σε μεγάλους αριθμούς στις λαθρανασκαφές των αρχών της δεκαετίας του 1870.
7. Γλυπτική
Εξαίρετο δείγμα της γλυπτικής τέχνης της περιοχής αποτελεί το πώρινο επιτύμβιο μνημείο του Κιτύλου και του Δέρμυος, αρχαϊκών χρόνων, το οποίο, χάρη στην εξατομίκευση των μορφών και στις ελαφρές κινήσεις τους, αποπνέει ζωντάνια και θερμότητα (εικ. 4).
Ένας αριθμός, τέλος, επιτυμβίων στηλών ρωμαϊκών χρόνων με ανάγλυφη διακόσμηση, τοπικών εργαστηρίων, παρουσιάζει πρωτότυπο θεματολόγιο. Ο νεκρός ή η νεκρή εμφανίζεται να κρατά θεϊκά σύμβολα ή να φορά ενδυμασία που σχετίζεται με τη λατρεία κάποιου θεού, αποσκοπώντας πιθανόν στη θεοποίηση του νεκρού. Εξίσου πιθανό είναι οι νεκροί να ήταν ιερείς ή ακόλουθοι του θεού με του οποίου τα σύμβολα απεικονίζονταν (εικ. 5). |