1. Εισαγωγή
Η περιγραφή του Μαντείου του Τροφωνίου στη Λιβαδειά από τον περιηγητή Παυσανία αποτελεί, ούτως ειπείν, «θεία δωρεά» για τον σημερινό ιστορικό. Όντως είναι, παρά πάσαν προσδοκίαν, δαψιλής σε τοπογραφικές πληροφορίες και επιπλέον εκτείνεται και σε θέματα του τυπικού της μύησης και του χρηστηριασμού. Αντίθετα δεν έχουν μέχρι τούδε εντοπιστεί, στον ευρύτερο χώρο του περιώνυμου χθόνιου μαντείου και στο περί αυτό άλσος, οικοδομικά ή λατρευτικά κατάλοιπα, ικανά για σύγκριση και αμετάκλητη ταύτιση με τα στοιχεία που παραδίδουν τα αρχαία κείμενα. Το γεγονός αυτό, καθώς και η αποσπασματική γενικώς ανασκαφική έρευνα στην πόλη, που μέρος της ταυτίζεται με την αρχαία Λεβάδεια, καθώς και η σχεδόν πλήρης αλλοίωση του τοπίου, από το ισχυρό μεσαιωνικό κάστρο, έχουν δώσει τη θέση τους σε μια σειρά υποθέσεων για τη μνημειακή τοπογραφία της περιοχής στην αρχαιότητα, που η βασιμότητά τους δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί ή να επαληθευτεί. 2. Το μαντείο και η λατρεία του Τροφωνίου
Οι διαφορετικές προτάσεις, που κατ’ ανάγκην έχουν ως αφετηρία και βάση το κείμενο του Παυσανία, θεωρούν καλόπιστα ότι σταθερό σημείο αναφοράς για τη λατρεία του ήρωα-θεού ήταν οι πλούσιες πηγές της Έρκυνας (σημ. Κρύας). Σε στενή σχέση και, συνεπώς, και σε κοντινή απόσταση στην περιοχή, πάνω και πέρα από τις πηγές, πρέπει να βρισκόταν και το περίφημο άντρον του μαντείου. Σήμερα, μετά την οικοδόμηση του μεσαιωνικού κάστρου δεν είναι δυνατός ο φυσικός εντοπισμός οικοδομικών και λατρευτικών καταλοίπων στην αρχική τους θέση (in situ) και έτσι η έρευνα επικεντρώνεται στη μελέτη των συναφών με τη λατρεία ευρημάτων και στην ερμηνεία του φαινομένου της μύησης, όπως αυτό παραδόθηκε, στο πλαίσιο των δεδομένων της εποχής του. Η συνεχιζόμενη λειτουργία και ακμή του Τροφωνείου ιερού στα χρόνια της περιγραφής του Παυσανία και αργότερα ως τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δείχνει τη σημασία του. Η λειτουργία του άρχισε, κατά τα φαινόμενα, πιθανώς κατά την Αρχαϊκή περίοδο, εποχή έντονης ηρωολατρείας, όταν είχαν ήδη εγκατασταθεί οι κύριες, κοινές λατρείες των Βοιωτών. Για το μαντείο υπάρχουν ρητές αναφορές τουλάχιστον από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Κατά την παράδοση όμως ιδρύθηκε ή μάλλον ανακαλύφθηκε, μετά από χρησμό του δελφικού ιερού στον Σάωνα τον Ακραιφιέα, που ακολούθησε ένα σμήνος μελισσών στην υπόγεια κατοικία τους. Μία άλλη αιτιολογική παράδοση αποδίδει, ως είθιστο στην αρχαιότητα, την ίδρυση της πόλης σε ομώνυμο ήρωα, τον βασιλιά Λέβαδο, ενώ νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα ανάγουν την κατοίκησή του χώρου τουλάχιστον στην Υστερογεωμετρική εποχή, περί το 800 π.Χ.. Αντίθετα η ταύτιση της Λεβάδειας με την ομηρική Μίδεια (Ομ. Ιλ. Β 501, Παυσ. ΙΧ, 39,1), δε στηρίζεται σε κάποιο ιστορικό, νεότερο ή αρχαίο, δεδομένο. Οπωσδήποτε πάντως σημαντική πρέπει να ήταν η ακμή του Τροφωνείου μαντείου, σε συνδυασμό και με την προσπάθεια οικοδόμησης μεγαλοπρεπούς ναού του Διός Βασιλέως, από τον 4ο αιώνα και μετά, κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, όταν ακριβώς επισκέφθηκε και περιέγραψε το μαντείο και ο Μικρασιάτης περιηγητής. Οι διεργασίες του χρηστηριασμού στο Τροφώνειο ήταν οι ίδιες για τους ισχυρούς και για τους κοινούς θνητούς και περιελάμβαναν καθαρμούς στα ύδατα των πηγών της Έρκυνας, του μύστη, θυσία κριού και ανάλωση κρεάτων, κατάβαση στο άντρο του Ήρωα, επαναφορά του μυουμένου και άμεση καταγραφή της εμπειρίας του. Η βιωματική εμπειρία και η δοκιμασία του επισκέπτη δεν ήταν ευκαταφρόνητη αλλά αντίθετα κρίσιμη και ίσως και τραυματική, αν κρίνει κανείς από την αρχαία παροιμιώδη έκφραση «εν Τροφωνίου μεμάντευται». Μεταξύ των επισκεπτών του μαντείου μαρτυρούνται γνωστοί ηγεμόνες και στρατηγοί. Αναφέρεται ο Κροίσος (550 π.Χ.), απεσταλμένος του Μαρδόνιου (480 π.Χ.), κάποιοι Μακεδόνες βασιλείς και τέλος ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, στον οποίο είχε δοθεί ευνοϊκός χρησμός, πριν από τη νικηφόρα γι αυτόν αντιμετώπιση του Μιθριδάτη και του στρατηγού του Αρχέλαου στις διαδοχικές, κρίσιμες μάχες της Χαιρώνειας και της Κωπαΐδας, κοντά στον Ορχομενό (86 π. Χ.). Οι ενεπίγραφες στην ελληνική γλώσσα βάσεις των τροπαίων των νικών των Ρωμαίων ανακαλύφθηκαν προσφάτως. Οι σωζόμενες αναφορές των αρχαίων πηγών, οι επιγραφές, οι μαρτυρίες των περιηγητών, πριν και μετά την επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, καθώς και τα ελάχιστα αρχαιολογικά μνημεία που σχετίζονται με το Τροφώνειο, την κατάβαση στο υπόγειο άντρο και το φυσικό και ανθρωπογενές σκηνικό της περιοχής, συνθέτουν το μωσαϊκό των δεδομένων μας. Πρόσφατες έρευνες έχουν συλλέξει όλα ή μέρος των παραπάνω στοιχείων και έχουν έτσι συμβάλλει στη καλύτερη γνώση της φύσης της λατρείας και της μαντείας στο ιερό άντρο και άλσος της Λιβαδειάς. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σημαντικό ρόλο στη μύηση και τη χρησμοδοσία στο Τροφώνειο έπαιζαν οι πηγές της Έρκυνας, της Λήθης και της Μνημοσύνης, που προείκαζαν τη μετάβαση στο υπερπέραν, το ιερό άλσος με τους ναούς και τα αγάλματα διαφόρων θεοτήτων, που συνδέονταν με τον Τροφώνιο, και προπάντων το ιερό, υπόγειο άντρο στο οποίο γινόταν η κατάβασις. Η λεπτομερειακή περιγραφή του άντρου από τον Παυσανία και η παράλληλη αναφορά και άλλων θεοτήτων με λατρεία στην περιοχή του ιερού άλσους, αποτελεί εξαίρεση του κανόνα για τη σιγή που επιβαλλόταν σε όλες σχεδόν τις αρχαίες μυστηριακές λατρείες, πολλές πλευρές των οποίων παρέμειναν για πάντα σκοτεινές. Από τα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια είναι γνωστά ελάχιστα γλυπτά που τεκμηριώνουν την πρώιμη εγκαθίδρυση των δύο κύριων λατρειών της πόλης του Τροφωνίου και του Διός Βασιλέως. Πολύ περισσότερες είναι οι επιγραφές που χρονολογούνται ως επί το πλείστον στα Ελληνιστικά και τα Ρωμαϊκά χρόνια, όταν το μαντείο απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Οι επιγραφές συνδυάζονται με πολλά χωρία αρχαίων συγγραφέων και αναφέρονται στο μαντείο του Τροφωνίου και στο ναό του Διός Βασιλέως. Στην περιοχή των πηγών της Έρκυνας, στη σημερινή Κρύα, στα ριζά του υψώματος του φρουρίου, που όπως φαίνεται εντασσόταν στο ιερό τέμενος, υπάρχουν και σήμερα κόγχες αναθημάτων και ποικίλο αρχαίο υλικό διάσπαρτο ή κτισμένο σε δεύτερη χρήση. Στην ίδια θέση έχουν βρεθεί κατά καιρούς αγάλματα πεπλοφόρων γυναικών, που απεικονίζουν θεότητες και άλλες μορφές της λατρείας. Το μεγαλύτερο από τα ακέφαλα αγάλματα εικάζεται ότι απεικονίζει την εκεί λατρευόμενη θεά Δήμητρα Ευρώπη.
Σημειωτέον ότι η έκταση του ιερού και τα όρια του ιερού άλσους, που πρέπει οπωσδήποτε να απλωνόταν σε μεγάλο τμήμα του φαραγγιού, των πηγών και του λόφου που επιστέφει το μεσαιωνικό κάστρο, μόνο κατά προσέγγιση εικάζονται. Οποιαδήποτε ίχνη τους διατηρήθηκαν μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου διαλύθηκαν ή καλύφθηκαν από τις νεότερες κατασκευές, ενώ ελάχιστα λείψανα (spolia) εντοιχίστηκαν στο μεγαλοπρεπή μεσαιωνικό πύργο που εξασφάλιζε την ύδρευση του φρουρίου. Οι άλλες θεότητες, που λατρεύονταν μαζί με τον Τροφώνιο και το Δία, κοντά στις πηγές καθώς και πάνω από την απότομη και βραχώδη δυτική όχθη του ποταμού και στη λοφώδη έκταση, ως τον ημιτελή ναό του Διός Βασιλέως, ήταν ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα Ηνιόχη και η τροφός του Τροφωνίου η Δήμητρα Ευρώπη, η Κόρη, η Έρκυνα, ο Αγαθός Δαίμων και η Αγαθή Τύχη (Παυσ. ΙΧ, 39, 5). Τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι αρχαίες γραπτές πηγές, ιδίως οι επιγραφές, αναφέρουν τη λατρεία και άλλων θεοτήτων στη Λιβαδειά, μεταξύ των οποίων η Μεγάλη Μητέρα, η Άρτεμις, ο Πάν, ο Διόνυσος, οι Διόσκουροι, ο Ήλιος και η Σελήνη. Από την περιοχή αυτή της Λιβαδειάς προέρχεται ένα αναθηματικό ανάγλυφο, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αρ. 3942). Η πολυπρόσωπη παράσταση του αναγλύφου με θεότητες και λάτρεις συνδέεται ευθέως με τη λατρεία του ήρωα–θεού Τροφωνίου καθώς και των άλλων θεοτήτων που λατρεύονταν μάλλον στην περιοχή της κοιλάδας της ΄Ερκυνας και στην περιοχή της πόλης (Κυβέλη, Πάνα, Αρτέμιδα, Διόνυσο και Διοσκούρους). Η εικονογραφία καθώς και η υπόσταση του Τροφωνίου με το κέρας και τα φίδια μπορεί να συγχέεται με τον Ασκληπιό, τον Δία ή με τον Αγαθό Δαίμονα. Άλλα μνημεία, σύμφωνα με όσα παραδίδονται από τις αρχαίες πηγές και μάλιστα από τον Παυσανία, ήταν το ξόανο του Τροφωνίου, που απέδιδαν στον μυθικό γλύπτη Δαίδαλο, και το μαρμάρινο λατρευτικό άγαλμά του, έργο κατά τον περιηγητή του Πραξιτέλη, που τον απεικονίζει με σκήπτρο και φίδι, αρκετά όμοιο με τον Ασκληπιό. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν διεξοδικά με τον Τροφώνιο και τη λατρεία του ήταν ο Δικαίαρχος και ο Πλούταρχος, του οποίου μάλιστα σώζεται και ειδικό έργο (Περί της εις Τροφωνίου καταβάσεως). Η σκοτεινή όμως πλευρά της μαντικής του Τροφωνίου διακωμωδήθηκε από κλασικούς και μεταγενέστερους ποιητές (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Άλεξις και Μένανδρος). Από τη νεότερη εργογραφία, με θέμα τον Τροφώνιο και το μαντείο του, αναφέρεται ενδεικτικά το έργο του Antonio Salieri (1750-1825), «To άντρο του Τροφωνίου» (La Grotta di Trofonio), κωμική όπερα σε δύο πράξεις. Οι επιγραφικές και οι φιλολογικές μαρτυρίες των αρχαίων αποτελούν τις μόνες πηγές για την κατανόηση της χωροθέτησης και της λειτουργίας του μαντείου, η ακμή του οποίου συνεχίστηκε και στην ύστερη αρχαιότητα. Επί πλέον με τη χρησμοδοσία του μαντείου προστέθηκαν αγώνες, τελούμενοι στην ίδια πάντοτε περιοχή, τα Βασίλεια προς τιμήν του Διός Βασιλέως. Από το σύνολο των πηγών και των επιγραφών, κυρίως των Ρωμαϊκών Αυτοκρατορικών χρόνων, αναδύεται η πολυσύνθετη μορφή του Τροφωνίου, αδελφού του Αγαμήδους και γιού του βασιλιά του Ορχομενού, Εργίνου, και κατ’ άλλους του Απόλλωνος και της Επικάστης. Ο Τροφώνιος παρουσιάζεται με πολλές μορφές και ο χαρακτήρας του βαθμηδόν αναβαθμίζεται, καθώς από θνητός εξελίσσεται σε ήρωα, χθόνιο δαίμονα, ημίθεο και πλήρη θεό. Οι δεσμοί του με άλλες θεότητες ή ήρωες αποκαλύπτουν εμμέσως και τη φύση του: μαντική, χθόνια, ιαματική, μυστηριακή και μυητική. Οι θεότητες που σχετίζονται μαζί του στο ιερό και το άλσος του στη Λιβαδειά είναι ο Απόλλων, ο Δίας, η Δήμητρα και η Κόρη, ο Ασκληπιός αλλά και οι Διόσκουροι, ο Αμφιάραος, ο Ορφέας, Ο Μουσαίος, ο Αμφίλοχος και άλλοι. Η καθαυτό λατρεία του Τροφωνίου έχει πλείστα όσα κοινά σημεία με τις δοκιμασίες που απαιτούσαν τα μυστηριακά ιερά (καθαρμούς, ειδική δίαιτα, θυσία, εγκοίμηση, λουτρό, πόση πηγαίου ύδατος, προσευχή, περιένδυση με λινή εσθήτα και υπόδηση με σάνδαλα) και δεσμούς με την ορφική και πυθαγόρεια διδασκαλία. Το τελετουργικό του μαντείου του Τροφωνίου, όπως αυτό παραδίδεται από τον περιηγητή, προσιδιάζει στην τριπλή του υπόσταση: του ήρωα, του χθόνιου δαίμονα και του πλήρους θεού. Με βάση τα ανωτέρω οι σύγχρονοι ερευνητές προσπαθούν να το συσχετίσουν με δρώμενα της λατρείας άλλων θεοτήτων καθώς και με σημερινές θρησκευτικές πρακτικές (σαμανισμό). Ο Παυσανίας ήταν ασφαλώς ενήμερος για τη σημασία και το τελετουργικό του μαντείου, εφόσον και ο ίδιος το συμβουλεύτηκε και άλλους είχε ακούσει που το επισκέφθηκαν προ αυτού. Η κάθοδος στο υπόγειο άντρο προϋπέθετε ολιγοήμερη διαμονή σε οίκημα αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη. Στο διάστημα αυτό ακολουθούσε κανόνες εξαγνισμού και θυσίαζε στον Τροφώνιο και τις θεότητες του ιερού χώρου. Τελετουργική ήταν και η κατάβαση στο χάσμα και το υπόγειο μαντικό σπήλαιο, με εικονικό, εκτός των άλλων, πέρασμα στον κόσμο των Νεκρών και επαναφορά στον κόσμο των Ζώντων, διαδοχικά με το νερό της Λήθης και της Μνημοσύνης. Συμπερασματικά εικάζεται ότι οι επισκέπτες του ιερού άλσους και του μαντείου, με κατάλληλες τελετουργίες, χειραγωγούνταν με προσωρινή ψυχική μετάπτωση στον Κάτω Κόσμο, ώστε όταν επέστρεφαν στην πραγματικότητα να μεταφέρουν την εμπειρία που είχαν βιώσει κατά τη σύντομη και μη συνειδητή αποδημία τους στην όχθη των Σκιών. Η σύγχρονη προσέγγιση στη μορφή του Τροφωνίου και του «εν Λεβαδεία» ιερού του, στηρίζεται στη θεώρηση του συνόλου των αρχαίων πηγών, των αποσπασματικών ανασκαφών και των τυχαίων ευρημάτων, κυρίως των επιγραφικών και σε συγκρίσεις με άλλα αρχαία, μεταγενέστερα ή και σύγχρονα θρησκευτικά φαινόμενα. Ο Παυσανίας έφθασε στο μαντείο προερχόμενος από τη Θήβα και έχοντας προορισμό το δελφικό ιερό. Κατά την καθιερωμένη τακτική του, περιέγραψε τα αξιοθέατα και αξιοθαύμαστα της πόλης και αφιέρωσε μια μοναδική σε ενάργεια αφήγηση στο μαντείο του Τροφωνίου. Η διαμόρφωση του εδάφους και η λατρευτική παράδοση του τόπου φαίνεται ότι επέβαλαν την τριπλή διαίρεση του ιερού χώρου. Στη χαμηλή περιοχή των πηγών βρίσκονταν πιθανώς τα ιερά της Δήμητρας, της Έρκυνας και του ίδιου του Τροφωνίου. Αντίθετα στην κορυφή του ψηλού λόφου του σημερινού Προφήτη Ηλία, ήταν ο μεγάλος ναός του Διός Βασιλέως, η σωζόμενη φάση του οποίου άρχισε να κτίζεται στην αρχή του 3ου αι. π.Χ. και παρέμεινε ημιτελής, τα ιερά του Κρόνου, ή και άλλων θεοτήτων και τέλος το «κυνήγι» της Kόρης. Το μαντείο, το «χάσμα γης» με στόμιο που οδηγούσε σε υπόγειο σπηλαιώδες άνοιγμα, πρέπει να τοποθετηθεί μάλλον στον ενδιάμεσο χώρο, στον ασβεστολιθικής σύστασης υψηλό λόφο, που σήμερα αλλοιωμένος σε μεγάλο βαθμό, καταλαμβάνεται από το μεσαιωνικό φρούριο. Η σημερινή κατάσταση δεν επιτρέπει την ταύτιση αρχαίων αρχιτεκτονικών καταλοίπων, καθώς αυτά στο σύνολό τους διαλύθηκαν, καλύφθηκαν ή εντοιχίστηκαν σε νεότερα κτίσματα. |