Ορισμένες λέξεις του γλωσσικού ιδιώματος των Σαρακατσάνων
βάτρα: η εστία, το τζάκι.
βρονταλίδια: στρογγυλά κουδουνάκια που κρεμούν στο φλάμπουρο.
γουργουλίδια: στρογγυλά κουδουνάκια φλάμπουρου.
γουργουρέλια: στρογγυλά κουδουνάκια φλάμπουρου.
κατσούλα: η κορυφή της στρογγυλής αχυρένιας καλύβας.
κεχαγιάς: αρχηγός του τσελιγκάτου.
κονάκια: εγκαταστάσεις κτηνοτρόφων, από το τουρκ. konak (αρχοντικό).
κονισματοκρέβατο: ράφι για το εικόνισμα.
παναγούλα: γυναικεία ποδιά.
πορταρίκια: είδος εξαγοράς της νύφης, όπου κλείνουν την πόρτα και ο γαμπρός πληρώνει για να ανοίξουν και να πάρει τη νύφη.
ρούγα: η πόρτα της καλύβας.
σειρά: γενιά, γένος.
σκηνίτης: νομάς/ημινομάς κτηνοτρόφος που διαμένει κατά τη μετακίνησή του προσωρινά σε σκηνή.
σοφάς: ξύλινη ή από άλλη ύλη κατασκευασμένη εξέδρα στο σπίτι, που χρησιμοποιείται για ύπνο ή ανάπαυση.
στεφάνι: η πόρτα, η αψίδα της καλύβας.
ταράφι: γενιά, γένος, από το τουρκ. taraf (πλευρά, μέρος).
τσέλιγκας: ο αρχηγός του τσελιγκάτου.
τσελιγκάτο: κοινοπραξία ή συνεταιρισμός κτηνοτρόφων υπό τον τσέλιγκα.
φαλκάρι: τρόπος ημικυκλικής εγκατάστασης ή διευθέτησης των καλυβών υπό μορφή δρεπανιού. Από τη λατινική λέξη falx-falcis (δρεπάνι).
φάρα: γενιά, γένος, από την αρβανίτικη λέξη φάρε, δηλ. σπόρος.
φλάμπουρο,-ας: σημαία, λατ. flammulum.
φρετζάτο: αυλή σκεπασμένη ή κατασκευασμένη από φρέτζες, δηλ. κλαριά.
χαρχαγγέλια: στρογγυλά κουδουνάκια φλάμπουρου.
|