|
|
|
|
|
Γλωσσάριο
|
|
ισόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς, ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκειμένων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το αν οι στενές πλευρές των πλίνθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.
|
πολυγωνική τοιχοποιία, η
Σύστημα δόμησης όπου οι λαξευτοί λίθοι έχουν ακανόνιστο σχήμα και ευθείς αρμούς.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|