διπλεπίπεδη τεχνική, η
Tεχνική της βυζαντινής γλυπτικής κατά την οποία έξεργα διακοσμητικά θέματα προβάλλουν σε ένα πυκνά διακοσμημένο βάθος.
|
επίθημα, το
Αρχιτεκτονικό μέλος με τη μορφή ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας. Τοποθετείται πάνω από τα κιονόκρανα των κιονοστοιχιών για στατικούς λόγους στις περιπτώσεις των θολωτών ή των τοξωτών κατασκευών.
|
επιπεδόγλυφη τεχνική, η
Tεχνική της βυζαντινής γλυπτικής κατά την οποία το κύριο διακοσμητικό θέμα παραμένει σε επίπεδο ανάγλυφο με την εκβάθυνση του κάμπου του γλυπτού. Οι λεπτομέρειες της διακόσμησης σκαλίζονται στην επιφάνεια και το βάθος αφήνεται αδρά επεξεργασμένο για την υποδοχή χρώματος ή άλλης ένθετης ύλης.
|
επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
θωράκιο, το
1. Αρχαιότητα: Άνοιγμα στον τοίχο της πρόσοψης του σκηνικού οικοδομήματος. Τα μεταξύ των θυρωμάτων διαστήματα διακοσμούνται με ζωγραφικούς πίνακες.2. Βυζάντιο: Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική τα θυρώματα αποτελούνται από κατακόρυφες πλάκες, συχνά μαρμάρινες, που τοποθετούνται σε σειρά και σχηματίζουν ένα είδος διαχωριστικού ή προστατευτικού κιγκλιδώματος. Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές τα θωράκια συναπαρτίζουν το φράγμα του πρεσβυτερίου ή το στηθαίο του υπερώου.
|
καθολικό, το
Ο κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες· επίσης εκεί καθορίζεται ποιο θα είναι το κατά κύριο λόγο τιμώμενο ιερό πρόσωπο και, άρα, ο προστάτης της μονής. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα υπόλοιπα κτήρια της μονής αναπτύσσονται γύρω από το καθολικό και το οικοδομικό συγκρότημα απομονώνεται με περίβολο. Εντός του περιβόλου συχνά υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί ή παρεκκλήσια.
|
κανδιδάτος, ο
Ο κανδιδάτος (από το λατ. candidatus) ήταν αρχικά δόκιμος της αυτοκρατορικής φρουράς και αργότερα απλός τιτλούχος.
|
κοσμήτης, ο
(συχνά και γείσο) Αρχιτεκτονικό διακοσμητικό στοιχείο που προεξέχει από τον τοίχο. Χρησιμοποιείται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους εκκλησιών για να τονίσει το σημείο μετάβασης από τους κάθετους τοίχους στις θολωτές κατασκευές. Συχνά είναι μαρμάρινος και φέρει γραπτό ή γλυπτό διάκοσμο, με φυτικά ή γεωμετρικά θέματα.
|
λατινικός σταυρός, ο
Ο λατινικός σταυρός ή crux immissa σχηματίζει το κατακόρυφο σκέλος μακρύτερο από το οριζόντιο (†). Μαζί με τον «ελληνικό σταυρό» είναι τα πλέον διαδεδομένα σύμβολα της Σταύρωσης του Χριστού.
|
πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.
|
ρόδακας, ο
Διακοσμητικό στοιχείο κυκλικού σχήματος με μορφή τυποποιημένου άνθους τριαντάφυλλου, με έναν ή δύο ομόκεντρους κύκλους πετάλων.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|