|
|
|
|
|
Γλωσσάριο
|
|
ισόδομο σύστημα, το
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκείμενων λίθων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, αναλόγως αν οι στενές πλευρές των λίθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.
|
λέσβια τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας στο οποίο οι λίθοι έχουν ακανόνιστο πολυγωνικό σχήμα και καμπύλους αρμούς. Απαντά κυρίως κατά την Αρχαϊκή περίοδο στη Μικρά Ασία, τις Κυκλάδες και την κεντρική Ελλάδα.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|