αγωνοθέτης, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με τη διοργάνωση και την τέλεση του αγώνα στο πλαίσιο μιας γιορτής.
|
δόμος, ο
η οριζόντια στρώση λίθων ή πλίνθων. Λέγεται επίσης στοίχος.
|
εγχυτρισμός, ο
Απόθεση των οστών ενός εκλιπόντος προσώπου σε μεγάλο αγγείο κλειστού σχήματος εν είδει ταφής.
|
κιβωτιόσχημος τάφος, ο
Τάφος παραλληλόγραμμου σχήματος με εσωτερική επένδυση από λίθινες ή πλίνθινες πλάκες.
|
λακκοειδής τάφος, ο
Χώρος απόθεσης ενός ή περισσότερων νεκρών αποτελούμενος από ένα λάκκο, απλό ή αρχιτεκτονικά διαμορφωμένο, όπου τοποθετούνταν η σορός μαζί με τα όποια συνοδευτικά κτερίσματα.
|
οξυπύθμενος αμφορέας, ο
Χρηστικό οβάλ αγγείο με κάθετες λαβές αμφίπλευρα, με το οποίο μεταφέρονταν κυρίως υγρά εμπορεύματα, όπως το περίφημο χιώτικο κρασί. Το συγκεκριμένο αγγείο αποθηκεύεται πιο εύκολα σε σχέση με τους αμφορείς που διαθέτουν μεγάλη βάση. Τοποθετούνταν σε βάση θαμμένη στο έδαφος.
|