αγνύθα, η
Υφαντικό βάρος.
|
βόθρος, ο
Λάκκος σκαμμένος στο έδαφος ή στο δάπεδο οικιών που χρησίμευε για την αποθήκευση-φύλαξη αγαθών (σιτηρών, καρπών κ.λπ.).
|
επίχρισμα, το (ή γάνωμα)
Πηλός σε υγρή μορφή που καλύπτει την επιφάνεια ενός κεραμικού αντικειμένου προκειμένου αυτό να αποκτήσει απαλή επιφάνεια μετά την όπτηση.
|
κρατευτής, ο
Πήλινο ή μεταλλικό υποστήριγμα που χρησιμοποιούνταν στις εστίες ως υποστήριγμα του οβελού (σούβλας) για το ψήσιμο του κρέατος.
|
οπέας, ο
Εργαλείο για τη διάνοιξη οπών και τη διαμόρφωση λεπτομερειών σε ειδώλια και αγγεία.
|
οψιανός, ο
Μαύρο ηφαιστειακό γυαλί, κατάλληλο για την κατασκευή ανθεκτικών κοφτερών εργαλείων.
|
πινάκιο, το
Επιζωγραφισμένο πιάτο.
|
πυξίδα, η
Μικρό αγγείο με κάλυμμα, για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων η καλλυντικών ουσιών. Μέσα σε αυτό οι γυναίκες έβαζαν πούδρα για τον καλλωπισμό τους ή φύλασσαν τα κοσμήματά τους. Δεν έχει λαβές, εκτός από τη σκυφοειδή πυξίδα της Σικελίας.
|
σκύφος, ο
Βαθύ αγγείο πόσης με ανοιχτό στόμιο και σχήμα περίπου ημισφαιρικό.
|
φιάλη, η
Ρηχό αγγείο με ανοιχτό στόμιο.
|