αγορά, η
Αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση του λαού. Κατά τους Ιστορικούς χρόνους η συνάθροιση του λαού ονομαζόταν εκκλησία και η λέξη αγορά σήμαινε το δημόσιο χώρο συγκέντρωσης των πολιτών στον οποίο συναντάμε δημόσια οικοδομήματα εμπορικού, θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα.
|
αυτόματα (βυζ.)
Μηχανικές συσκευές που λειτουργούσαν με πεπιεσμένο αέρα ή με νερό. Τα αυτόματα της Μαγναύρας το 10ο αιώνα περιλάμβαναν το θρόνο του Σολομώντα που ανυψωνόταν, πουλιά που φτερούγιζαν και χρυσά λιοντάρια που βρυχώνταν. Πιθανόν αποτελούν εφεύρεση του 9ου αιώνα βασιζόμενη στο έργο του Ήρωνα Αλεξανδρείας (1ος αι. μ.Χ.), αλλά δεν είναι βέβαιο ότι επρόκειτο όντως για βυζαντινές εφευρέσεις.
|
δεόμενη, η
Δεόμενη ή δεομένη (orans): Εικονογραφικός τύπος στη βυζαντινή τέχνη και ένας από τους καθιερωμένους τρόπους απεικόνισης της Παναγίας. Πρόκειται για δεόμενη όρθια μορφή σε μετωπική στάση με απλωμένα, ελαφρώς ανυψωμένα χέρια προς τα πλάγια. Ο τύπος συναντάται ευρέως από την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή και είναι σχετικά σπανιότερος μετά τον 8ο αιώνα, όταν η προσευχή και η δέηση συνδέονται συχνά με τη μορφή της προσκύνησης.
|
έπαρχος της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), ο
Το λειτούργημα αυτό προέρχεται από το πρωτοβυζαντινό αξίωμα του praefectus urbi, το οποίο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Δεκεμβρίου 359. Πρόκειται για αξίωμα με ιδιαίτερο κύρος. Στη δικαιοδοσία του επάρχου υπάγονταν οι διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές λειτουργίες που σχετίζονταν με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Τη διοικητική εξουσία του στην Πόλη την περιόριζε μόνο ο αυτοκράτορας.
|
κινστέρνα, η
Υπόγεια κατασκευή σχετικά μεγάλου μεγέθους, που χρησιμοποιούνταν ως δεξαμενή για την αποταμίευση νερού. Οι κινστέρνες κατά κανόνα είναι σκαμμένες στο έδαφος και έχουν επιμελημένη κατασκευή.
|