Νίσυρος

1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον

Η Νίσυρος βρίσκεται στο ΝΑ Αιγαίο, ανάμεσα στην Κω, την Τήλο και την Αστυπάλαια. Διοικητικά υπάγεται στην επαρχία Κω του νομού Δωδεκανήσων. Το νησί, σχήματος σχεδόν κυκλικού, έχει έκταση 41,2 τ.χλμ. Με την άφιξή του στη Νίσυρο ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται αμέσως την ιδιαιτερότητά της, καθώς πρόκειται για ασυνήθιστα κατάφυτο νησί, ενώ απουσιάζουν οι απότομοι γκρεμοί στις γενικά βραχώδεις κατά τ’ άλλα ακτές. Η Νίσυρος σχηματίστηκε από ηφαιστειακές εκρήξεις και το εύφορο ηφαιστειογενές της έδαφος είναι ο λόγος της ανάπτυξης μιας ιδιαίτερα μεγάλης ποικιλίας σε χλωρίδα και πανίδα. Μεταξύ των 470 ειδών της χλωρίδας περιλαμβάνεται και το ενδημικό φυτό «καμπανούλα της Νισύρου» (Campanula nisyria), που έχει ενταχθεί στον κατάλογο απειλούμενων ειδών της IUCN με το χαρακτηρισμό «σπάνιο». Το ψηλότερο σημείο της Νισύρου είναι ο Προφήτης Ηλίας με υψόμετρο 698 μ. στο κέντρο περίπου του νησιού.

Το ηφαίστειο της Νισύρου είναι από τα νεότερα μεγάλα ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας, του οποίου τα παλαιότερα πετρώματα έχουν ηλικία περίπου 160.000 χρόνων και τα νεότερα 15.000. Διαδοχικές ηφαιστειακές εκρήξεις στην περιοχή οδήγησαν στη σταδιακή δημιουργία του νησιού, μέχρι που, 15.000 πριν, η έκρηξη που έγινε δημιούργησε τη σημερινή καλδέρα. Η λάβα που ανάβλυζε στη διάρκεια των επόμενων εκατοντάδων χρόνων οικοδόμησε έξω από την καλδέρα το θόλο του Καραβιώτη και δίνει στη Νίσυρο τη σημερινή μορφή της. Στον πυθμένα της καλδέρας υπάρχουν ίχνη από κρατήρες, που έχουν όλοι το δικό τους όνομα. Έχουν δημιουργηθεί από αλλεπάλληλες υδροθερμικές εκρήξεις, η τελευταία των οποίων έγινε το 1887. Ο «Στέφανος» είναι από τους μεγαλύτερους και καλύτερα διατηρημένους υδροθερμικούς κρατήρες στον κόσμο. Τα αέρια που εκλύονται στην περιοχή από διάφορα σημεία έχουν θερμοκρασία 100 βαθμούς Κελσίου και δημιουργούν εντυπωσιακούς κρυστάλλους θείου. Οι άφθονες θερμές πηγές συμπληρώνουν την εικόνα του ηφαιστειογενούς νησιού.

2. Ιστορία

Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για την προέλευση της ονομασίας του νησιού. Κατά μία άποψη είναι φοινικική και σημαίνει είτε "εποπτεία" είτε "απόκομμα", "θραύσμα". Άλλη ερμηνεία ετυμολογεί τη Νίσυρο από τις λέξεις νέω και σύρω, συνδυάζοντας εύστοχα το όνομα του νησιού με το μύθο της δημιουργίας του. Σύμφωνα με αυτόν, η Νίσυρος σχηματίστηκε κατά τη Γιγαντομαχία, όταν ο Ποσειδώνας, κυνηγώντας το γίγαντα Πολυβώτη στο Αιγαίο, τον πρόλαβε κοντά στην Κω και, αποσπώντας με την τρίαινά του ένα τμήμα από αυτή, το έριξε στο γίγαντα. Η Νίσυρος αποτελεί το βράχο με τον οποίο καταπλάκωσε ο Ποσειδώνας τον Πολυβώτη και το νησί τρέμει ακόμη από τον τιμωρημένο γίγαντα. Ο μύθος συμβολίζει το ηφαίστειο και τις δονήσεις που ταράζουν το νησί.

Κατά την Αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Πορφυρίς, όπως μαρτυρούν οι γεωγράφοι Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (1ος αι.) και Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος αι.). Πιθανότατα η ονομασία αυτή δόθηκε είτε λόγω της συλλογής και κατεργασίας πορφύρας για την παραγωγή κόκκινης βαφής ή λόγω του ηφαιστειακού πορφυρίτη λίθου που αφθονεί στο νησί.

Πρώτοι κάτοικοι της Νισύρου ήταν ο προελληνικός λαός των Πελασγών, στη συνέχεια οι Κάρες και ακολούθησαν οι Κώοι, οι Θεσσαλοί και οι Ρόδιοι. Η Νίσυρος συμμετείχε, σύμφωνα με τον Όμηρο, στον Τρωικό πόλεμο. Όπως συνέβη και με άλλα νησιά του Αιγαίου, υπήχθη στην κυριαρχία της Αρτεμισίας, βασίλισσας στην Αλικαρνασσό, στοιχείο που εξηγεί τη συμμετοχή της Νισύρου στο σώμα των Περσών κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Μετά τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών, η Νίσυρος συμμετέχει στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Η μεγάλη ακμή του νησιού εντοπίζεται στον 4ο αι. π.Χ., οπότε ως αυτόνομη πόλη-κράτος έχει και το δικό της νόμισμα.

Σε αυτή την περίοδο χρονολογείται και το τείχος της πόλης, το Παλαιόκαστρο. Αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα οχυρωματικά έργα του αρχαίου κόσμου.
Περί το 200 π.Χ. το νησί υπήχθη στη Ρόδο και έκτοτε η ιστορία της Νισύρου συμβαδίζει με αυτήν της Ρόδου. Αργότερα περιέρχεται στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.

Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο η ζωή στη Νίσυρο συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Οι μέχρι σήμερα εντοπισμένες 9 παλαιοχριστιανικές εκκλησίες υποδηλώνονται από ψηφιδωτά δάπεδα και μεγάλο αριθμό διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών, πολλά από τα οποία έχουν επαναχρησιμοποιηθεί. Για την ιστορία του νησιού κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο είναι λιγοστές οι πληροφορίες και προέρχονται κυρίως από το γλυπτό διάκοσμο, κυρίως αυτόν που είναι εντοιχισμένος στο καθολικό της μονής της Παναγίας Σπηλιανής και στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία χρονολογείται στα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα.

Στις αρχές του 14ου αιώνα (1309) η Νίσυρος καταλαμβάνεται από τους Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι έχτισαν το κάστρο πάνω από τη σημερινή πρωτεύουσα, καθώς και άλλα τέσσερα οχυρά. Το νησί παραμένει στην κατοχή των ιπποτών μέχρι το 1522. Τότε το νησί υποτάχθηκε στους Οθωμανούς, οι οποίοι το κατείχαν μέχρι το 1912. Από το 1912 το νησί βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή έως το 1948, όταν έγινε η ένωση της Δωδεκανήσου με το ελληνικό κράτος. Παρότι άργησε, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, να ενταχθεί στην ελληνική επικράτεια, η προσφορά της στην Ελληνική Επανάσταση ήταν μεγάλη, καθώς οι Νισύριοι έλαβαν μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις.

Η αύξηση του πληθυσμού και η κατάργηση των προνομίων που είχαν οι κάτοικοι του νησιού κατά την Οθωμανική περίοδο οδήγησαν κατά το 19ο αιώνα σε μεγάλο κύμα μετανάστευσης προς τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Οδησσό κ.ά., γεγονός όμως που συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Στη δεκαετία του 1930 η μετανάστευση γνώρισε νέα έξαρση, κυρίως προς τις ΗΠΑ και την Αυστραλία.

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Τεκμήρια της αδιάσπαστης ιστορικής πορείας της Νισύρου είναι τα πολυάριθμα αρχαιολογικά κατάλοιπα που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την έκτασή της. Εδώ θα αναφερθούν μόνο τα σημαντικότερα από αυτά. Στα δυτικά του νησιού βρίσκεται το Παλαιόκαστρο, η αρχαία ακρόπολη της Νισύρου με ιστορία που υπερβαίνει τα 2.600 χρόνια, η οποία φτάνει προς τα ΝΔ του Μανδρακίου. Τα κυκλώπεια τείχη της προστάτευαν έναν από τους επιβλητικότερους οικισμούς της Αρχαιότητας. Είναι χτισμένο με μεγάλες πλίνθους από ηφαιστειογενή μαύρη πέτρα. Φέρει βόρεια της πύλης επιγραφή που σώζεται ακέραιη, με την οποία ορίζεται ο δημόσιος χώρος που έπρεπε να μείνει ελεύθερος για αμυντικούς λόγους.

Από τα τέλη του 18ου αιώνα άρχισε η μετατόπιση του οικισμού προς τη θάλασσα, προς το Μανδράκι, που ήταν αρχικά επίνειο, διαδικασία που στις αρχές του 20ού αιώνα είχε ολοκληρωθεί.

Πάνω ακριβώς από το Μανδράκι, σε ύψος 150 μ. και σε άμεση συνάφεια με τη μονή Σπηλιανής βρίσκεται το κάστρο των Ιωαννιτών ιπποτών, κατάλοιπο του περάσματός τους από το νησί. Κοντά του σώζεται οχυρωματικός περίβολος των Κλασικών χρόνων με άνδηρα στο εσωτερικό.

Στην κοιλάδα ανατολικά του περιβόλου απαντά νεκροταφείο, που ήταν σε χρήση από τους Αρχαϊκούς έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους.

Αξίζει να αναφερθούμε στο δεύτερο σημαντικό μνημείο της Νισύρου πέρα από το ηφαίστειο, τη μονή της Παναγίας της Σπηλιανής, προστάτιδας της Νισύρου και λατρευτικού κέντρου από τις αρχές τουλάχιστον του 18ου αιώνα. Βρίσκεται δυτικά από το Μανδράκι και από τη μεριά της στεριάς κλείνεται με το ενετικό φρούριο που προαναφέρθηκε. Από το Λαγκάδι 130 σκαλοπάτια οδηγούν στην κεντρική αυλή της. Η παλαιότερη τεκμηριωμένη μαρτυρία της ύπαρξης της μονής ανάγεται στο 1600. Το καθολικό είναι διαμορφωμένο στη σπηλαιώδη φυσική κοιλότητα. Στις 15 Αυγούστου διοργανώνεται προς τιμήν της μεγάλο πανηγύρι, με τις προετοιμασίες των ντόπιων να ξεκινούν από τις 6 Αυγούστου.

Ακολουθώντας πιο νότια πορεία συναντάμε στον Εμπορειό κάστρο με θεμέλια Βυζαντινής εποχής, ανάμεσα στα Νικιά και τον Εμπορειό το ενετικό φρούριο Παρλέντια, σύγχρονο με το κάστρο στο Μανδράκι, ενώ σε άλλα σημεία του νησιού έχουν εντοπιστεί πύργοι εποπτείας.

Ρωμαϊκές θέρμες έχουν βρεθεί στην Παναγία Θερμιανή κοντά σε ένα από τα δύο σύγχρονα συγκροτήματα θερμών λουτρών του νησιού, ενώ, τέλος, έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί εννέα παλαιοχριστιανικές βασιλικές.

4. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική

Η Νίσυρος έχει τέσσερις οικισμούς: το Μανδράκι, πρωτεύουσα και λιμάνι, τους παραθαλάσσιους Πάλους και τα ορεινά χωριά Εμπορειός και Νικιά.

Το Μανδράκι – το τοπωνύμιο απαντά στο Αιγαίο δηλώνοντας το λιμάνι – βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη του νησιού. Απλώνεται κάτω από το βράχο της Σπηλιανής με δαιδαλώδη δρομάκια και λευκά σπίτια στεφανωμένα με κληματαριές και λουλούδια. Η Ηλικιωμένη, που ονομάστηκε έτσι από τους τακτικούς επισκέπτες προχωρημένης ηλικίας, είναι η πιο δημοφιλής πλατεία στο Μανδράκι.

Πολύ κοντά στο Μανδράκι βρίσκονται οι Πάλοι (από το λατ. palus, τους πασσάλους όπου έδεναν τα πλοία). Αποτελούν το ψαροχώρι του νησιού.

Στην κεντρική Νίσυρο βρίσκεται ο Εμπορειός, σχεδόν εγκαταλελειμμένο αλλά ιδιαίτερα γραφικό χωριό. Τα σπίτια του είναι απλούστερα και φτωχότερα από αυτά στο Μανδράκι αλλά και τα Νικιά. Ο σεισμός του 1933 προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στον οικισμό και υπήρξε η βασική αιτία της μαζικής μετανάστευσης που ακολούθησε.

Νοτιότερα, στο ψηλότερο σημείο του νησιού, βρίσκονται τα Νικιά, διατηρητέος αγροτικός οικισμός πάνω από το ηφαίστειο, με χαρακτηριστικά μονοκλινείς στέγες. Έχει κατάλευκα σπίτια με πολύχρωμες πόρτες και βοτσαλωτές αυλές. Χαρακτηριστικό για όλους τους οικισμούς είναι πως αναπτύσσονται με εσωστρέφεια, ώστε να προστατεύονται από το δυτικό άνεμο, τον πουνέντη.

Την εικόνα του νησιού συμπληρώνουν τα πολυάριθμα ξωκλήσια και μοναστήρια, με τα οποία είναι διάσπαρτο.

5. Μουσεία

Στη Νίσυρο υπάρχει Αρχαιολογικό Μουσείο, Ιστορικό-Λαογραφικό μουσείο και Συλλογή αρχαίων αντικειμένων, όλα στο Μανδράκι. Η συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου περιλαμβάνει αγγεία, επιτύμβιες στήλες, γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη κυρίως από την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο περιλαμβάνει αντικείμενα λαϊκής τέχνης, κυρίως χρηστικά, φωτογραφίες, ενθύμια Νισυρίων, κεντήματα και μία παραδοσιακή νισυριακή κουζίνα. Τα τελευταία χρόνια ενοποιήθηκε με το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του νησιού και στεγάζεται στην οικία Ειρήνης Πατρίκη απέναντι από το ναό της Ποταμίτισσας, τον καθεδρικό ναό του Μανδρακίου. Όσον αφορά τη Συλλογή αρχαίων αντικειμένων, αυτή είναι υπαίθρια και περιλαμβάνει ευρήματα κυρίως πλαστικής τέχνης από διάφορες θέσεις του νησιού. Φιλοξενείται πίσω από το δημοτικό μέγαρο. Τέλος, αρκετά ευρήματα από τη Νίσυρο βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου.

6. Λαϊκός πολιτισμός – λαϊκή τέχνη

Το Νιάμερο της Θεοτόκου είναι ένα ιδιότυπο λατρευτικό τυπικό που εντάσσεται στο αυγουστιάτικο πανηγύρι για την Παναγία. Νιάμερο ονομάζεται η περίοδος από τις 6 μέχρι τις 15 Αυγούστου. Στο διάστημα αυτό οι Εννιαμερίτισσες, όπως αποκαλούνται οι γυναίκες που τελούν το έθιμο, συγκεντρώνονται στο χώρο του μοναστηριού της Παναγιάς της Σπηλιανής και για 8 ημερόνυχτα ακολουθούν τη δική τους τελετουργία, που είναι παράλληλη με την επίσημη εκκλησιαστική, όπου εκτός από το ιερατείο συμμετέχουν και οι άντρες.

Το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά του σχολείου γυρίζουν την «καλαντήρα». Πρόκειται για έθιμο που κρατάει από την Αρχαιότητα (ειρησιώνη για τους Αθηναίους, χελιδώνισμα για τους κατοίκους της Ρόδου) και διατηρείται με παραλλαγές σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Στόχος ήταν και είναι η συγκέντρωση χρημάτων. Όταν τα παιδιά γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα, οι νοικοκυρές έβαζαν στο καλάθι αυγά (για τους δασκάλους) και κουλούρια (για τα παιδιά) και στο δίσκο χρήματα για το ταμείο της μονής της Παναγίας της Σπηλιανής που κάλυπτε τα έξοδα του σχολείου (σήμερα τα χρήματα προορίζονται για το σχολικό ταμείο).

7. Οικονομία

Η οικονομία του νησιού στηρίζεται στη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και λιγότερο στον τουρισμό. Παρά την απουσία φυσικών πηγών (με μία εξαίρεση) το πλούσιο ηφαιστειογενές έδαφός του συγκρατεί αρκετή υγρασία, οπότε οι καλλιέργειες είναι ιδιαίτερα παραγωγικές. Κατά τ΄ άλλα, η ύδρευση του νησιού επιτυγχάνεται με την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού. Η σημαντικότερη ωστόσο πηγή εσόδων προέρχεται από την εκμετάλλευση της ελαφρόπετρας στο γειτονικό νησί Γυαλί.

(Ευαγγελία Πίγκου)

8. Το ηφαίστειο της Νισύρου

Η Νίσυρος βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο του ενεργού ηφαιστειακού τόξου του Ν. Αιγαίου, το οποίο περιλαμβάνει μία γεωγραφική ζώνη που αρχίζει από τον Ισθμό της Κορίνθου, διασχίζει τη χερσόνησο των Μεθάνων, τη Μήλο, τη Θήρα και καταλήγει στη Νίσυρο. Η ζώνη αυτή, που φιλοξενεί όλα τα ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας, δημιουργήθηκε από τη διέξοδο του μάγματος προς την επιφάνεια της γης. Το μάγμα είναι λιωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε αέρια μετά το κενό που προκλήθηκε κάτω από την περιοχή του Αιγαίου, λόγω της καταβύθισης της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής.

Το ηφαίστειο της Νισύρου είναι το νεώτερο από όλα τα ηφαίστεια του αιγαιακού χώρου, καθώς τα παλαιότερα πετρώματα αναδύθηκαν στην επιφάνεια σχηματίζοντας την κορυφή του κεντρικού χερσαίου κώνου, χαρακτηριστικό του σημερινού αναγλύφου του νησιού, περίπου πριν από 160.000 χρόνια, μετά από μία αργή και μακροχρόνια υποθαλάσσια ηφαιστειακή δράση. Στα επόμενα 120.000 χρόνια ολοκληρώνεται η δημιουργία του τεράστιου κώνου (διαμ.: 7 χλμ, ύψος: 600 μ.) μέσω διαδοχικών εκρήξεων ηφαιστειακής λάβας και τέφρας. Οι δύο μεγαλύτερες καταστροφικές εκρήξεις, πριν από 25.000 και 15.000 χρόνια, προκάλεσαν την ισχυρή εκτόξευση μάγματος και μεγάλης ποσότητας ελαφρόπετρας και στάχτης και τη συνακόλουθη πτώση της κορυφής του ηφαιστείου, με αποτέλεσμα το σχηματισμό της καλδέρας της Νισύρου και των περιφερειακών θόλων λάβας, που κατακλύζουν την επιφάνεια του νησιού.

Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, όλες οι εκρήξεις του ηφαιστείου έχουν υδροθερμικό χαρακτήρα και προέρχονται από την πίεση που εξασκεί στο έδαφος ο ατμός που δημιουργείται από την υπερθέρμανση του βρόχινου και θαλασσινού νερού μετά την επαφή του με το λιωμένο μάγμα του υπεδάφους. Αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής είναι η εμφάνιση σε διάφορα σημεία της καλδέρας περίπου είκοσι κρατήρων, από τους οποίους ο "Στέφανος", ηλικίας 3.000-4.000 χρόνων, είναι ένας από τους μεγαλύτερους, επιβλητικότερους και καλύτερα διατηρημένους υδροθερμικούς κρατήρες του κόσμου (βάθος: 27 μ., διαμ.: 330 μ.), και ταυτόχρονα η ύπαρξη άφθονων θερμών πηγών που αναβλύζουν θειούχα αέρια και ζεστό νερό (30-60 βαθμοί Κελσίου), ζωντανοί μάρτυρες ότι το μάγμα βρίσκεται συνεχώς εν κινήσει στο υπέδαφος του νησιού. Οι τελευταίες υδροθερμικές εκρήξεις του ηφαιστείου έγιναν το 1871 και το 1877, δημιουργώντας τους κρατήρες του "Πολυβώτη" και του "Αλέξανδρου".

Τα γεωλογικά αποτελέσματα της ηφαιστειακής δραστηριότητας καθόρισαν την πολιτιστική εξέλιξη της Νισύρου διαχρονικά. Συνήθως επικρατεί η εντύπωση ότι τα ηφαίστεια προκαλούν μόνο καταστροφές και αποτελούν εμπόδιο για την πρόοδο των περιοχών, τις οποίες πλήττουν. Η εικόνα αυτή ισχύει μόνο για όσους υφίστανται τις συνέπειες τη στιγμή της έκρηξης. Αν, όμως, κανείς παρατηρήσει διαχρονικά το φαινόμενο, θα διαπιστώσει πως η ηφαιστειακή δραστηριότητα, ιδιαίτερα στη Νίσυρο, είχε και θετικές συνέπειες.

Αρχίζοντας από τα Προϊστορικά Χρόνια, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο υαλώδες και σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα του οψιανού από το Γυαλί, το οποίο αποτελούσε πρώτη ύλη για την κατασκευή κοπτικών εργαλείων ήδη από τη Νεολιθική Περίοδο και βρίσκεται επεξεργασμένο σε πολλά νησιά του Αιγαίου, συναγωνιζόμενο τον οψιανό της Μήλου, από τον οποίο διέφερε λόγω των λευκών στιγμάτων του. Ταυτόχρονα, η ελαφρόπετρα (κίσσηρη) αποτέλεσε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης, μετατρέποντας το νησί σε σημαντικό κέντρο εξαγωγής, ενώ ένα από τα σκληρότερα πετρώματα του κόσμου, ο βασαλτικός ανδεσίτης, έχει αποδειχθεί κατάλληλο υλικό οικοδόμησης, καθώς εξαιρετικά ικανοί λιθοξόοι κατασκεύασαν εξ ολοκλήρου από αυτό το ηφαιστειακό υλικό τόσο τις δύο πλευρές, όσο και το ενδιάμεσο γέμισμα ενός από πιο καλά σωζόμενα οχυρωματικά έργα στο Αιγαίο, του τείχους της αρχαίας πόλεως στο Μανδράκι.

Ένας άλλος τομέας που επηρέασε τη ζωή των κατοίκων και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική ενίσχυση του νησιού είναι η τουριστική εκμετάλλευση της μοναδικής φυσικής ομορφιάς της καλδέρας και των κρατήρων, οι οποίοι ακόμα αναβλύζουν θερμό ατμό, και ταυτόχρονα η μετατροπή πολλών πηγών σε ιαματικά λουτρά. Η δραστηριότητα αυτή έχει την αφετηρία της στα ρωμαϊκά χρόνια, όπως αποδεικνύεται από τα ερείπια στον Κόλπο των Πάλων, τα οποία στα τέλη του 19ου αι. με πρωτοβουλία ιδιωτών έγιναν το επίκεντρο ενός οργανωμένου και πολυτελούς συγκροτήματος προσέλκυσης επισκεπτών και μαζί με την ταυτόχρονη λειτουργία κοινοτικών λουτρών στο Μανδράκι προσέφεραν οικονομική ανάσα στους λιγοστούς κατοίκους του νησιού.

Τα διαδοχικά στρώματα λάβας και τέφρας δεν απογύμνωσαν το νησί από τη βλάστησή του, αλλά αντίθετα, μέσω των αναβαθμίδων βοήθησαν στην ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας (βελανιδιές, ελιές, αμυγδαλιές) και της οργανωμένης εξαγωγής αμύγδαλου, βελανιδιάς (το κέλυφος του καρπού είναι πολύτιμο στη βυρσοδεψία) και σύκου. Παράλληλα διαμόρφωσαν την πράσινη εικόνα του νησιού, σε αντίθεση με το άγονο τοπίο που συναντά κανείς επισκεπτόμενος τα υπόλοιπα ηφαιστειακά νησιά του Αιγαίου, όπως η Μήλος και η Θήρα. Η γεωργία έδωσε εργασία στους κατοίκους και ενίσχυσε την οικονομική ζωή του νησιού.

Τα δεδομένα αυτά αποτελούν ζωντανή απόδειξη της ανθρώπινης προσαρμοστικότητας και ευρηματικότητας. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει με το απρόοπτο, να εκμεταλλεύεται και το παραμικρό πλεονέκτημα, αναζητώντας νέους τρόπους επίλυσης των προβλημάτων διαβίωσης. Από το παράδειγμα της Νισύρου διαπιστώνεται ότι το σχήμα ηφαίστειο - πρόοδος είναι μόνο φαινομενικά οξύμωρο, καθώς η ιστορία αποδεικνύει πως κάθε καταστροφή μπορεί να είναι ένα τέλος, αλλά ταυτόχρονα θέτει τις βάσεις για μία νέα αρχή.

Στα Γεωγραφικά του Στράβωνα (Χ, 489) αναφέρεται ο μύθος της δημιουργίας της Νισύρου από τον Ποσειδώνα, όταν κατά τη διάρκεια της καταδίωξης του γίγαντα Πολυβώτη από τον θεό, ο τελευταίος έσπασε με την τρίαινά του ένα τμήμα της Κω και το έριξε πάνω του, με συνέπεια τη βύθιση του γίγαντα και το σχηματισμό της Νισύρου. Η διήγηση αυτή αποδεικνύει πως οι αρχαίοι είχαν επίγνωση της ηφαιστειακής δραστηριότητας του νησιού, ενώ η μυθολογική σύνδεσή του με την Κω απηχεί την κοινή γεωλογική προέλευση των δύο νησιών, τα οποία μαζί με τις νησίδες Περγούσα, Στρογγυλή και Γυαλί, δημιουργήθηκαν μετά από αλλεπάλληλες εκρήξεις πριν από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια.

(Κωνσταντίνος Τσώνος)