Σέριφος

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Σέριφος ανήκει στο σύμπλεγμα των δυτικών Κυκλάδων και βρίσκεται ανάμεσα στην Κύθνο και τη Σίφνο. Συνδέεται ακτοπλοϊκώς και με τα τρία λιμάνια της Αττικής: τον Πειραιά, το Λαύριο και τη Ραφήνα, αλλά και με τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Το έδαφος του νησιού είναι βραχώδες, από τα πιο άγονα των Κυκλάδων, και ημιορεινό με υψηλότερη κορυφή τον Τρούλο (585 μ.). Οι ακτές του είναι ιδιαίτερα διαμελισμένες, σχηματίζοντας κλειστούς και υπήνεμους ορμίσκους, κυρίως στη νότια ακτή, και μικρές παραλίες με άμμο (Κουταλάς, Λιβάδι, Ψιλή Άμμος). Το υπέδαφος είναι πλούσιο σε σιδηρομεταλλεύματα, τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο εξόρυξης και επεξεργασίας, τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και κατά τα Νεότερα χρόνια (1880-1912).

2. Ιστορία

Μυθολογικά η Σέριφος συνδέεται με τον Περσέα. Ο Δίκτυς, αδελφός του βασιλιά της Σερίφου Πολυδέκτη, περιμάζεψε από τις ακτές της τη λάρνακα εντός της οποίας είχε φυλακίσει και εκδιώξει ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος την κόρη του Δανάη και το γιο της Περσέα, φοβούμενος την επαλήθευση του χρησμού του μαντείου των Δελφών ότι ο εγγονός του θα τον σκότωνε για να πάρει την εξουσία του Άργους.

Από την Πρωτοκυκλαδική (3η χιλιετία π.Χ.) και Μυκηναϊκή Περίοδο (1400-1200 π.Χ.) υπάρχουν ίχνη εγκατάστασης στο νησί, ενώ ως πρώτοι κάτοικοι κατά τα ιστορικά χρόνια αναφέρονται Αιολείς από τη Θεσσαλία και Ίωνες από την Αττική (7ος αι. π.Χ.). Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων η Σέριφος συμμετέχει στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων και στη συνέχεια εντάσσεται στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία αποδεχόμενη την ηγεμονική παρουσία της Αθήνας, ενώ το 377 π.Χ. γίνεται μέλος και της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Στη συνέχεια καταλαμβάνεται από τους Μακεδόνες (363 π.Χ.) και αργότερα από τους Πτολεμαίους του βασιλείου της Αιγύπτου (306 π.Χ.) ως την ανακατάληψή της από τους Μακεδόνες (266 π.Χ.). Το 146 π.Χ. μαζί με τα υπόλοιπα εδάφη της Ελλάδας πέφτει στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι, λόγω της συμμαχίας της με τον Μιθριδάτη Στ΄ εναντίον τους, την κατέστρεψαν ολοσχερώς (88 π.Χ.). Αυτό το γεγονός ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου παρακμής, κατά την οποία το νησί χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας.

Για τα Βυζαντινά χρόνια διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία, ενώ κατά τη Φραγκοκρατία το νησί εντάσσεται στο δουκάτο του Αιγαίου υπό το Μάρκο Σανούδο (1207) και το ήμισύ του παραχωρείται στη διοίκηση της οικογένειας Γκίζι (1207-1334). Κατόπιν αποτελεί αντικείμενο έριδας μεταξύ πολλών οικογενειών (Βραγαδόνων, Μινότων, Αδόλδων, Μικελών ή Πικελών, Γιουστινιάνων ή Ιουστινιάνων) ως την καταστροφική επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα (1537). Στη συνέχεια το νησί γίνεται φόρου υποτελές στο σουλτάνο μέχρι την ένταξή του στο οθωμανικό κράτος (1566) και την παραχώρηση της διοίκησής του στον Εβραίο Ιωσήφ Νάζι. Το 1770-1774, στο πλαίσιο του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου καταλήφθηκε από την τσαρική Ρωσία και επανακτήθηκε από τους Οθωμανούς μετά από την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Κατά την Επανάσταση του 1821 πολλοί κάτοικοι συμμετέχουν στις μάχες κατά των Οθωμανών. Μετά το 1830 και την ένταξή του στην ελληνική επικράτεια, οι Σερίφιοι αρχίζουν να μεταναστεύουν στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επηρεάζονται από την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Σύρου.Το 1941 η Σέριφος αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση μέχρι την απελευθέρωση του.

3. Μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Η Χώρα της Σερίφου είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στις απότομες πλαγιές του βραχώδους υψώματος του όρμου του Λιβαδιού και αποτελείται από δύο συνοικίες: την Πάνω και την Κάτω Χώρα. Η οικιστική της ανάπτυξη ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο και αποτελεί πρότυπο μεσαιωνικής οχυρωμένης πόλης με ιδιαίτερα πυκνή δόμηση από στενά λαβυρινθώδη πλακόστρωτα δρομάκια, διώροφα ή τριώροφα στενομέτωπα σπίτια και ελάχιστους δημόσιους χώρους (Πιάτσα Πάνω Χώρας), οι οποίοι δημιουργούνται μετά την επέκταση του οικισμού εκτός του πυρήνα του Κάστρου.

Στην Πιάτσα βρίσκεται το νεοκλασικό δημαρχείο Σερίφου, το οποίο στεγάζει και το Αρχαιολογικό μουσείο με ευρήματα των Κλασικών και Ρωμαϊκών χρόνων, όπως επιγραφές, αγγεία και άλλα ευρήματα από την ιστορία του νησιού. Στο Λαογραφικό μουσείο της Κάτω Χώρας εκτίθενται αντικείμενα των καθημερινών ασχολιών των κατοίκων, αλλά και έργα λαϊκής τέχνης (γεωργία, κτηνοτροφία, οικοσκευή).

Στην ευρύτερη περιοχή του Κουταλά και του Μεγάλου Λιβαδιού βρίσκονται τα βιομηχανικά κατάλοιπα των οικισμών (1880-1950) που είχαν σκοπό την εκμετάλλευση των μεταλλείων (γέφυρες εξόρυξης, χώροι διαμονής εργατών). Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου (10ος αι.), της οποίας τα κελιά αποτέλεσαν καταφύγιο προσφύγων από την Πελοπόννησο και τα γειτονικά νησιά κατά την Επανάσταση του 1821. Μαζί με τα λίγα σπίτια στο περιβάλλον του μοναστηριού συγκροτήθηκε οικιστικός προσφυγικός πυρήνας με το όνομα Παναγιά (4 χλμ. από τη Χώρα). Σήμερα η μονή φημίζεται για το τριήμερο πανηγύρι κατά τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) με την προσφορά φαγητού και τα «τσακώματα» με ξύλινες ράβδους μεταξύ των ανδρών για την κατάκτηση της ομορφότερης γυναίκας. Αξιόλογη είναι και η μονή των Ταξιαρχών (9 χλμ. από τη Χώρα) του 17ου αιώνα, εντός της οποίας είχε ιδρυθεί αλληλοδιδακτικό σχολείο (1617), που είχε στην κατοχή του πολλά ενετικά κτήματα και καθόριζε την εμπορική οικονομική ζωή του νησιού. Στις ημέρες μας σώζονται ίχνη από τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Σκορδίλη, ωραία ξυλόγλυπτη διακόσμηση και εκκλησιαστικά λατρευτικά σκεύη και χειρόγραφα, καθώς και ένας κώδικας (1754) με περιγραφές των οικισμών του νησιού.

Ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος είναι η σημερινή πρωτεύουσα του νησιού, η Χώρα, που αποτελούσε ίσως και τη θέση της αρχαίας πόλης Σερίφου, με επίνειο το Λιβάδι. Ο οικισμός έχει οχυρωματική μορφή με αμυντικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται από τα σωζόμενα τμήματα του μεσαιωνικού ενετικού Κάστρου, στο οποίο είναι εντοιχισμένο αρχαίο οικοδομικό υλικό. Αρχαίος επισκέψιμος οικισμός εντοπίστηκε επίσης στη θέση Μεγάλο Χωριό (ίσως εδώ να τοποθετείται η αρχαία πόλη), κοντά στον οποίο βρίσκεται ο ελληνιστικός, κυκλικός πύργος με το όνομα Ασπρόπυργος. Στην κορυφή του ακρωτηρίου Κύκλωπας βρίσκεται ακόμη ένας κυκλικός πύργος, ο Ψαρόπυργος, που επόπτευε την εύρυθμη λειτουργία των μεταλλείων, αλλά και το λιμάνι του Μεγάλου Λιβαδιού. Στη νότια ακτή, στο λόφο του όρμου Κουταλάς, εντοπίστηκαν οχύρωση στη θέση Κάστρο της Γριάς και σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο του παρεκκλησίου της Αγ. Ειρήνης Κουταλά σώζονται λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Όλες αυτές οι θέσεις είναι επισκέψιμες από το κύριο οδικό ασφαλτοστρωμένο δίκτυο του νησιού, εκτός από τα υψώματα των πύργων, όπου φθάνει κανείς μέσω βατών χωματόδρομων.

4. Παραδοσιακά κτίσματα στην ύπαιθρο

Εκτός από τους οργανωμένους οικισμούς, σε όλη την έκταση του νησιού είναι διασπαρμένα πολλών ειδών παραδοσιακά, διατηρητέα κτίσματα, που σχετίζονται με τις βασικές ασχολίες των κατοίκων: οι λεγόμενες κατοικιές, τα μονόχωρα, στενομέτωπα, χαμηλά κτίσματα από ντόπιο λίθο που αποτελούνται από οικιακούς χώρους, αλλά και χώρους προορισμένους για την αποθήκευση των προϊόντων. Τα κτίσματα αυτά, όπουδιέμεναν οι αγρότες για όσο διάστημα χρειαζόταν, ουσιαστικά συγκροτούν αυτόνομα οικιστικά σύνολα.

Τα κρασοκέλια και οι ληνοί, που προορίζονται για την επεξεργασία των σταφυλιών και την αποθήκευση του κρασιού και βρίσκονται κοντά σε αμπέλια, τα λεγόμενα κλεφτοκέλια, πολύθυρα χαμηλά καταφύγια για την προστασία από τις πειρατικές επιδρομές, κτισμένα κοντά σε βράχους, ρεματιές και δυσπρόσιτα μέρη, τα μιτάτα για την παρασκευή και αποθήκευση τυροκομικών προϊόντων και οι περιστεριώνες για την εκτροφή περιστεριών (μονή Ταξιαρχών), σε συνδυασμό με τις πεζούλες, τις αναβαθμίδες που εξασφάλιζαν τη βέλτιστη εκμετάλλευση των καλλιεργήσιμων εδαφών, υπογραμμίζουν τις προσπάθειες των κατοίκων να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στην ύπαιθρο.

(Κωνσταντίνος Τσώνος)

5. Ορυχεία

Στη Σέριφο μαρτυρούνται δραστηριότητες εξόρυξης σιδηρομεταλλευμάτων ήδη από την Αρχαιότητα, οι οποίες συνεχίστηκαν στη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων και της Ενετοκρατίας. Έτσι, έχουν εντοπιστεί προϊστορικά πήλινα καμίνια στα Mούτουλα, στη βόρεια πλαγιά του λόφου Bίγλα, στον Aβεσσαλό και στη χερσόνησο της Kεφάλας, που μαρτυρούν εξόρυξη και κατεργασία μεταλλεύματος στα πρώτα στάδια. Στους ιστορικούς χρόνους η παρουσία κυκλικών πύργων, όπως ο Ασπρόπυργος στον όρμο του Κουταλά, και άλλων οικοδομημάτων ενδέχεται να συνδέεται με τη μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα στο νησί.

Ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα παύσης των μεταλλευτικών εργασιών, η κατάληψη της Σερίφου από τη Βενετία σηματοδότησε την επαναλειτουργία των μεταλλείων του νησιού για τις ανάγκες της μεγάλης ναυτικής δύναμης της εποχής. Οι περιηγητές του 14ου αιώνα κάνουν λόγο για τη μεταφορά σκλάβων στις υπόγειες στοές και για την ύπαρξη τεσσάρων φέουδων χωρισμένων βάσει των μεταλλοφόρων ζωνών.

Με την κατάλυση του δουκάτου του Αιγαίου από τους Οθωμανούς το 16ο αιώνα η εξόρυξη διακόπηκε ως το 19ο αιώνα, όταν ξεκίνησε στο Μέγα Λιβάδι και στον Κουταλά της Σερίφου η μακροβιότερη μεταλλευτική εγκατάσταση στο νησιωτικό χώρο. Από το 1861, και συστηματικά από το 1869, άρχισε η εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων από την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, η οποία έμεινε εκεί ως το 1875.

Μετά το 1880 η γαλλική εταιρεία Σέριφος-Σπηλιαζέζα, προχώρησε σε εντατική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Σερίφου. Στη λειτουργία της αναμείχθηκαν οι Ανδρέας Συγγρός και Giovanni Baptista Serpieri, κορυφαία ονόματα της μεταλλευτικής βιομηχανίας της εποχής. Η τρίτη εταιρεία ελληνογαλλικών συμφερόντων, η οποία δραστηριοποιήθηκε στη Σέριφο από το 1887, ήταν η Βιάρ-Σγούτας-Ντυφούρ.

Το 1886 ο Γερμανός μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γκρώμαν ανέλαβε τη διεύθυνση της εταιρείας Σέριφος-Σπηλιαζέζα και ουσιαστικά του συνόλου των μεταλλείων της Σερίφου. Οι Γκρώμαν ουσιαστικά έλεγχαν το νησί, κατασκευάζοντας παράλληλα εκτεταμένα έργα υποδομής για την εξόρυξη, μεταφορά και φόρτωση του μεταλλεύματος στα πλοία. Το μετάλλευμα εξαγόταν σε ΗΠΑ, Αγγλία, Σουηδία και Βέλγιο.

Μετά το θάνατο του Αιμίλιου, το 1906, τη διεύθυνση της εταιρείας ανέλαβε ο γιος του Γεώργιος Γκρώμαν. Οι υπόλοιπες εταιρείες του νησιού απορροφήθηκαν σιγά σιγά από τη Σέριφος-Σπηλιαζέζα. Εργάτες από τη Μύκονο, Πάρο, Κάρπαθο, Εύβοια, Αμοργό κ.α. μετανάστευσαν στο νησί για να εργαστούν στα μεταλλεία. Το 1912 ο πληθυσμός του νησιού έφτασε στους 4.400 (από τους οποίους 2.000 εργάζονταν στα μεταλλεία). Τον Αύγουστο του 1916 έγινε η μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου, οπότε σε συγκρούσεις με την αστυνομία στο Μεγάλο Λιβάδι σκοτώθηκαν 8 άτομα.
Από το 1933 την εταιρεία διοίκησε ο Αιμίλιος Γκρώμαν, γιος του Γεωργίου. Μετά τον πόλεμο οι Γκρώμαν εκδιώχθηκαν από τη Σέριφο ως συνεργάτες των Γερμανών. Το 1951 η Σέριφος-Σπηλιαζέζα διέκοψε τις εργασίες της. Τα μεταλλεία έκλεισαν οριστικά το 1965.

Διατηρητέα μνημεία έχουν κηρυχθεί από το υπουργείο Πολιτισμού οι σκάλες φόρτωσης του μεταλλεύματος στον Κουταλά και στο Μεγάλο Λιβάδι, το Διοικητήριο στο Μεγάλο Λιβάδι, οι εργατικές κατοικίες και οι υπόλοιπες εγκαταστάσεις με το σωζόμενο εξοπλισμό (μηχανήματα, αντικείμενα).

(Μαρία Μαυροειδή)