1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον
Το ορεινό νησί της Σίφνου ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δυτικών Κυκλάδων στο κέντρο του αρχιπελάγους του Αιγαίου και είναι τέταρτη, μετά την Κέα, την Κύθνο και τη Σέριφο, στη σειρά των νησιών που αποτελούν τη νοητή επέκταση της αττικής οροσειράς. Λόφοι και μικρές εύφορες κοιλάδες κατάφυτες από ελαιόδεντρα, αμπέλια και δημητριακά βρίσκονται στο εσωτερικό του νησιού, ενώ η γεωμορφολογία του συμπληρώνεται από τους γραφικούς όρμους και κολπίσκους που σχηματίζουν οι ακτές του. Στο κέντρο του νησιού δεσπόζει η ψηλότερη κορυφή, ο Προφήτης Ηλίας, σε υψόμετρο 678 μέτρων, με το ομώνυμο μοναστήρι.
Στο δυτικό και νότιο τμήμα υπάρχει αρκετή βλάστηση, ενώ στο βόρειο τμήμα το τοπίο γίνεται πιο άγριο και η βλάστηση λιγοστεύει. Χαρακτηριστικό στοιχείο του σιφναϊκού τοπίου συνιστούν οι ξερολιθιές, οι πυκνές σειρές αναβαθμών, που με τη γεωμετρική τους διάταξη προσαρμοσμένη στη γεωλογική ιδιομορφία του εδάφους διαμορφώνουν πέτρινες ραχοκοκαλιές χαρίζοντας ένα πλούσιο ανάγλυφο στο χώρο.
Γεωλογικά η Σίφνος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον αφού τοπικά εντοπίζονται μεταλλεύματα χρυσού, σιδήρου, μολύβδου και αργύρου, χάρη στα οποία μάλιστα το νησί γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά την Αρχαιότητα. Επίσης, τα άφθονα κοιτάσματα αργίλου σε πολλές περιοχές του νησιού βρίσκουν ευρύτατη χρήση στην εγχώρια αγγειοπλαστική.
Οι σημαντικότεροι οικισμοί, όπως η Απολλωνία, σημερινή πρωτεύουσα της Σίφνου, ο Αρτεμώνας, η Καταβατή, τα Εξάμπελα, βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα και αναπτύσσονται σε μια ιδιότυπη γραμμική διάταξη, που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στον κυκλαδικό χώρο. Στα ανατολικά του νησιού βρίσκεται επίσης και ο ιστορικός οικισμός του Κάστρου, το «άστυ» της Αρχαιότητας, που διατηρεί όμως το μεσαιωνικό χαρακτήρα του.
Γύρω από το νησί δεν υπάρχουν άλλα μικρότερα νησάκια, εκτός από την ακατοίκητη νησίδα της Κιτριανής, στο νότιο άκρο, κοντά στο ακρωτήριο Κοντός.
2. Ιστορία
2. 1. Αρχαιότητα
Οι περισσότεροι από τους αρχαίους ιστορικούς αναφέρουν ότι η Σίφνος πρωτοκατοικήθηκε από τους Πελασγούς και κατόπιν από τους Φοίνικες, τους Κάρες και τους Λέλεγες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι κάτοικοι αυτοί εκδιώχτηκαν από το βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ο οποίος εγκατέστησε στις Κυκλάδες τους γιους του ως ηγεμόνες. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι αρχικά το νησί ονομαζόταν Μερόπη και Άκις, ενώ την ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα την οφείλει στο γιο του Αττικού ήρωα Σουνίου, το Σίφνο.
Οι πρώτες μαρτυρίες κατοίκησης στο νησί ανάγονται στο δεύτερο μισό της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται για συστάδες τάφων και θεμέλια οικισμών, τα οποία αποκάλυψε στο τέλος του 19ου αιώνα ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας, κυρίως σε παράκτιες θέσεις, όπως στην τοποθεσία Ακρωτήρι, στον Πλατύ Γιαλό, στο Βαθύ και στο Φάρο. Τη μεγάλη ακμή που γνώρισε το νησί κατά τους Πρωτοκυκλαδικούς χρόνους τη μαρτυρούν και τα ευρήματα από την ακρόπολη του Αγίου Ανδρέα και το νεκροταφείο, ενώ κατά τη Μεσοκυκλαδική εποχή πιστοποιείται η ύπαρξη οικισμού στο Κάστρο.
Στα Μυκηναϊκά χρόνια αναπτύσσονται και ακμάζουν οι ακροπόλεις του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Νικήτα και στο Φρούδι του Καλαμιτσίου. Συγκεκριμένα, η ακρόπολη του Αγίου Ανδρέα είναι μια σημαντικότατη προϊστορική θέση με ένα σύνθετο οχυρωματικό σύστημα και παρουσιάζει συστηματική κατοίκηση μέχρι και τον 8ο αιώνα π.Χ., όταν όμως κύριος οικισμός του νησιού είναι πλέον αυτός στο Κάστρο.
Η παράδοση αναφέρει ότι στα τέλη της 1ης χιλιετίας εγκαταστάθηκαν στη Σίφνο Αθηναίοι με επικεφαλής τον Αλκήνορα. Με την άφιξη των νέων οικιστών ξεκινά μια νέα εποχή κατά την οποία ιδρύεται, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το «άστυ» στο σημερινό Κάστρο. Με βάση την πληροφορία του Στέφανου Βυζάντιου ότι το νησί είχε τρεις πόλεις, τη Σίφνο, τη Μινώα και την Απολλωνία, τα ερείπια του Κάστρου, με το μνημειακής κατασκευής μαρμάρινο τείχος, ταυτίζονται με την αρχαία Σίφνο. Εκεί σταδιακά οργανώνεται μια κοινωνία που αναπτύσσει σημαντικές εμπορικές και πολιτικές σχέσεις όχι μόνο με τον κοντινό κυκλαδικό χώρο αλλά και με πιο απομακρυσμένες περιοχές.
Η Σίφνος του 6ου αιώνα π.Χ. είναι ένα από τα πλουσιότερα νησιά των Κυκλάδων και γνωρίζει ξεχωριστή αίγλη. Ο πλούτος της βασιζόταν κυρίως στα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία της, τα λατομεία και την κεραμική παραγωγή της. Οι μαρτυρίες του Ηροδότου και άλλων αρχαίων συγγραφέων ότι στη Σίφνο παραγόταν άργυρος και χρυσός επιβεβαιώθηκαν πλήρως από τη σύγχρονη έρευνα, από μελέτες του Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής Max-Planck της Χαϊδελβέργης κατά τις δεκαετίες του ’70 και ’80, και η σύγχρονη ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως μεταλλεία αργύρου στον Άγιο Σώστη, στη ΒΑ πλευρά του νησιού.
Απόδειξη της ανθηρής οικονομίας και του κύρους των Σιφνίων είναι η ανοικοδόμηση, γύρω στο 525 π.Χ., στο ιερό των Δελφών, του Θησαυρού των Σιφνίων, από τη δεκάτη που προερχόταν από τα κέρδη των χρυσωρυχείων του νησιού. Το οικοδόμημα, διάσημο για τον καλλιτεχνικό του πλούτο και την αισθητική του αξία, είναι ένα ιωνικό κτηρίο από μάρμαρο που στην πρόσοψη δύο Καρυάτιδες αντί για κίονες στηρίζουν το θριγκό με τον πλουσιότατο γλυπτό διάκοσμο, εξαιρετικό δείγμα ώριμης αρχαϊκής γλυπτικής.
Κατά τους Περσικούς πολέμους το νησί τάσσεται με το μέρος των Αθηναίων και αργότερα γίνεται μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Αν και τα ορυχεία φαίνεται να είναι πλέον ανενεργά, το νησί εξακολουθεί να είναι αρκετά πλούσιο, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα περισσότερα των οποίων χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πολιτικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο και η διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο επηρεάζουν τη ζωή στη Σίφνο, καθώς ακολουθεί μια ταραγμένη περίοδος πολιτειακών εναλλαγών.
Κατά την Ελληνιστική περίοδο αλλά και μετά, η θαλάσσια περιοχή της Σίφνου γίνεται θέατρο πολλών πολέμων έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 145 π.Χ. Την εποχή αυτή τα νησιά μαστίζονται από την πειρατεία.
Μικρή ακμή γνωρίζει ξανά η Σίφνος την εποχή της Ρωμαιοκρατίας, όπως φανερώνουν τα πλούσια ευρήματα από τα νεκροταφεία και οι λαμπρές σαρκοφάγοι. Αντίθετα, δε σώζονται ίχνη από δημόσια οικοδομήματα.
2. 2. Βυζαντινή περίοδος
Οι ιστορικές και φιλολογικές αναφορές για τη Σίφνο κατά τη Βυζαντινή περίοδο είναι ελάχιστες. Από το 324 μ.Χ., όπως μας πληροφορεί ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους, συγκαταλέγεται μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες στην Επαρχία των Νήσων του Ανατολικορωμαϊκού Βυζαντινού Κράτους και μέχρι τον 6ο αιώνα ανήκει στην επισκοπή Πάρου-Σίφνου-Αμοργού. Η οικονομική ανάπτυξη και η εμπορική δραστηριότητα των επαρχιών του νότιου ελλαδικού χώρου ενισχύουν κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο την εμπορική σημασία της Σίφνου.
Ακολουθεί περίοδος παρακμής, όταν, όπως και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, πλήττεται από επιδρομές Σλάβων και Αράβων κατά τον 7ο αιώνα και Λατίνων πειρατών από τον 11ο αιώνα.
Για την οικονομία της περιόδου γνωρίζουμε από γενικές πληροφορίες ότι είναι κυρίως αγροτική, ενώ για το δομημένο περιβάλλον οι πληροφορίες που έχουμε είναι φειδωλές και αποσπασματικές. Στο Κάστρο, που εξακολούθησε να είναι ο πρωτεύων οικισμός, τα ευρήματα που ανάγονται στη Βυζαντινή περίοδο είναι περιορισμένα. Είναι επίσης γνωστό από τις πηγές ότι κατά τα χρόνια του Βυζαντίου ύστερα από μεγάλους σεισμούς και διάφορες καταστροφές δεν ανοικοδομούνταν οι πόλεις στις Κυκλάδες.
2. 3. Λατινοκρατία
Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους το 1204 η Σίφνος, όπως και όλα τα άλλα νησιά των Κυκλάδων, εντάσσεται στο δουκάτο της Νάξου που ιδρύθηκε το 1207 από το Μάρκο Σανούδο. Το 1269 ανακαταλαμβάνεται από τους Βυζαντινούς και το 1307, μετά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Βυζαντινού αυτοκράτορα και της Βενετίας περιέρχεται στον Ιωάννη Ντακορώνια, που αναγορεύει τον εαυτό του ελεύθερο και ανεξάρτητο ηγεμόνα. Ο Ντακορώνια οχυρώνει το νησί, το οποίο το εποφθαλμιούσαν οι δούκες της Νάξου, περιτειχίζει την πόλη με ισχυρό κάστρο και αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις επιθέσεις των διεκδικητών του νησιού. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα η Σίφνος δεν παύει να μαστίζεται από πειρατικές επιδρομές που την πλήττουν δημογραφικά.
2. 4. Οθωμανική περίοδος
Η Σίφνος παραμένει στην οικογένεια Ντακορώνια έως το 1464 και στη συνέχεια περιέρχεται στην οικογένεια Γκοζαντίνι. Το 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, επικεφαλής του οθωμανικού στόλου, επιτίθεται στις Κυκλάδες και οι Γκοζαντίνι γίνονται φόρου υποτελείς του σουλτάνουμέχρι το 1566, όταν η διοίκηση των νησιών παραχωρείται στον Εβραίο Ιωσήφ Νάζι. Με τους προνομιακούς ορισμούς των σουλτάνων Μουράτ Γ΄ το 1580 και του Ιμπραήμ Α΄ το 1646 στη Σίφνο, όπως και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, δημιουργούνται συνθήκες που ευνοούν την οικονομική και την πνευματική ανάπτυξη. Όπως και στην περίπτωση των υπόλοιπων Κυκλάδων, στη Σίφνο άνθησε ο κοινοτικός θεσμός της αυτοδιοίκησης.
Στις αρχές του 17ου αιώνα δρα στη Σίφνο μια δυναμική προσωπικότητα, ο μεγαλέμπορος Βασίλης Λογοθέτης, ο οποίος συμβάλλει στην ανάδειξη του νησιού σε οικονομικό κέντρο των Κυκλάδων με δραστηριότητα στους τομείς της αυτοδιοίκησης, των καλλιεργειών, της ναυτιλίας, του εμπορίου. Σημαντική είναι επίσης η συμβολή του στην πνευματική ζωή του τόπου με την ανέγερση του ανδρικού μοναστηριού της Παναγίας Βρυσιανής, που αποτέλεσε σπουδαίο μοναστικό και εκκλησιαστικό κέντρο. Στα τέλη του 17ου αιώνα δημιουργείται επίσης η φημισμένη Σχολή του Αγίου Τάφου, γνωστή ως Παιδευτήριον του Αρχιπελάγους, που λειτουργεί μέχρι το 1833 σε κτηριακό συγκρότημα στην περιοχή του Κάστρου που εξυπηρετεί 300 μαθητές. Η σημαντικότερη πληροφορία που δίνουν οι περιηγητές του 17ου αιώνα είναι ότι αρχίζει τώρα να αυξάνεται ο εκτός του Κάστρου πληθυσμός, που ζούσε στους αγροτικούς οικισμούς. Το 1770-1774, κατά τον Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο καταλήφθηκε από τις δυνάμεις της τσαρικής Ρωσίας και επανακτήθηκε από τους Οθωμανούς μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Το 1830 ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος.
2. 5. Νεότεροι χρόνοι
Επί των ημερών του Καποδίστρια, πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, η Σίφνος αποτελεί ιδιαίτερη επαρχία στο τμήμα των Κεντρικών Κυκλάδων και είναι έδρα Διοικήσεως που περιλαμβάνει τα νησιά Μήλο και Κίμωλο. Κατά την αντιβασιλεία του Όθωνα το 1833, η έδρα της Διοικήσεως μεταφέρεται στη Μήλο και η Σίφνος διαιρείται σε δύο δήμους, του Αρτεμώνα-Κάστρου και της Απολλωνίας με τα υπόλοιπα χωριά. Το 1836 οι δύο δήμοι συγχωνεύονται και η πρωτεύουσα μεταφέρεται στην Απολλωνία.
Το 1941 η Σίφνος αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση μέχρι την απελευθέρωσή του το 1944.
3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
Ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της Σίφνου βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Ανδρέα. Πρόκειται για έναν οχυρωμένο οικισμό που δημιουργήθηκε κατά την Πρώιμη Κυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.), εξελίχθηκε κατά τα Μυκηναϊκά χρόνια και παρουσιάζει σημαντική γεωμετρική και αρχαϊκή κατοίκηση. Η μυκηναϊκή ακρόπολη περιβάλλεται με διπλό τείχος· το εσωτερικό, ισχυρότερο τείχος είναι κατασκευασμένο με κυκλώπεια τοιχοδομία και έχει κατά διαστήματα στην περίμετρό του 8 τετράπλευρους προμαχώνες. Η ενίσχυση του τείχους με σειρά προμαχώνων δεν αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο των μυκηναϊκών ακροπόλεων, αλλά πιθανόν απηχεί παραδοσιακές τεχνικές του αιγαιακού χώρου, όπως συμβαίνει στις πρωτοελλαδικές ακροπόλεις της Τροίας, στο Παλαμάρι της Σκύρου, στο Καστρί της Σύρου κ.α. Η οχύρωση δέχτηκε επισκευές τόσο κατά τη Γεωμετρική όσο και κατά την Κλασική περίοδο.
Εντυπωσιακό κομμάτι της ιστορίας του νησιού είναι η ύπαρξη 57 γνωστών πύργων. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Σίφνος κατέχει τα πρωτεία όσον αφορά τη διασπορά οχυρών κατασκευών στην ύπαιθρο. Οι πύργοι αυτοί που είναι όλοι κυκλικοί με μέση εξωτερική διάμετρο περί τα 8 μέτρα, έχουν κατασκευαστεί σε καλλιεργημένες περιοχές, σε κορυφές υψωμάτων ή σε πλαγιές και χρονολογούνται στους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους. Συνδέονται με τις ακροπόλεις του νησιού και πιθανότατα χρησίμευαν είτε ως φρυκτωρίες είτε ως φυλάκια είτε, τέλος, ως αποθηκευτικοί χώροι.
4. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική
Το νησί της Σίφνου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών λόγω της μοναδικής χωροταξικής και πολεοδομικής διάταξής του, αλλά και γιατί διατηρεί σχεδόν ακέραιο το μορφολογικό χαρακτήρα της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής.
Το σύμπλεγμα των κεντρικών οικισμών του νησιού αναπτύσσεται με μοναδικό τρόπο γραμμικά κατά μήκος του βασικού κεντρικού πεζόδρομου και των παρόδων του. Στο σημείο όπου εκφυλίζεται ο ένας οικισμός αρχίζει ο άλλος, ενώ τα κτίσματά τους διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική τους ποιότητα. Κυρίαρχοι είναι οι μικροί κυβιστικοί όγκοι που συμπλέκονται, δημιουργώντας πολύπλοκα σύνολα, στα οποία οι αδρά ασβεστωμένες επιφάνειες και η σχεδόν γλυπτική διαμόρφωση μικρών κλιμάκων χωρίς στηθαία τούς προσδίδουν χαρακτηριστική πλαστικότητα. Μεμονωμένες περιπτώσεις αποτελούν τα νεοκλασικά αρχοντικά σπίτια του νησιού, τα οποία διαφέρουν, καθώς τοποθετούνται συνήθως σε υπερυψωμένη βάση, χτισμένα ελεύθερα σε μεγάλα οικόπεδα.
Η εντύπωση που δίνεται, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις των οικιστικών συνόλων, είναι αυτή της ομοιογένειας. Ένα ενδιαφέρον γνώρισμα των οικισμών προκύπτει επίσης και από τον τρόπο διαχείρισης των ελεύθερων χώρων, δημόσιων και ιδιωτικών, όπως οι διαπλατύνσεις στο οδικό σύστημα και τα πλατώματα, αλλά και η θέση της αυλής στα σπίτια, που προσφέρουν στο χώρο τον ενιαίο χαρακτήρα του.
Ξεχωριστό οικιστικό σύνολο αποτελεί ο οικισμός του Κάστρου σε στρατηγική θέση πάνω στο πλάτωμα ενός απόκρημνου από την πλευρά της θάλασσας λόφου ο οποίος, οχυρωμένος ήδη από την Αρχαιότητα, αποτέλεσε ασφαλή τόπο διαμονής σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Η συνεχής κατοίκηση έχει αλλοιώσει σε μεγάλο βαθμό τους παλαιότερους οικιστικούς πυρήνες, αλλά διατηρούνται τα χαρακτηριστικά του βενετσιάνικου οχυρού με τους αμυντικούς δακτυλίους, που χτίστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από το Γιαννούλη Ντακορώνια. Οι εξωτερικοί τοίχοι των μεσαιωνικών σπιτιών βρίσκονταν σε επαφή και σχημάτιζαν ένα οχυρωματικό τείχος με μοναδικές εξόδους και εισόδους πέντε θολωτές στοές. Βασικά γνωρίσματα του οικισμού είναι η στενότητα και η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων και αυλών, που μαζί με την ανάγκη για άμυνα οδήγησαν στην κατασκευή διώροφων και τριώροφων σπιτιών. Στενομέτωπα μονόσπιτα βρίσκονται στον εξωτερικό δακτύλιο, ενώ τα μεγάλα αρχοντικά στον εσωτερικό.
5. Λαϊκός πολιτισμός – λαϊκή τέχνη
Στην προσπάθεια να διακρίνουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λαϊκού πολιτισμού της Σίφνου από το ευρύτερο κυκλαδίτικο πλαίσιο μπορούμε να αναφέρουμε τα παραδοσιακά σιφνέικα κάλαντα που ψάλλονταν κατά την παραμονή και ανήμερα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου και παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο για τη στιχουργική δημιουργία όσο και για την πρωτότυπη σύνθεση· κάθε φορά οι κάτοικοι του νησιού τα διαφοροποιούσαν είτε διαλαλώντας σημαντικά γεγονότα της χρονιάς είτε σχολιάζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Εξέχουσα θέση στη ζωή των Σιφνίων και γενικότερα στην οικονομία του νησιού κατέχει και η αγγειοπλαστική. Η δραστηριότητα αναπτύχθηκε χάρη και στη γεωλογία του τόπου και τον ιδιαίτερο πλούτο σε κοιτάσματα αργίλου. Η δραστηριότητα αυτή άνθησε κατά το 18ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, η οποία μάλιστα εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές με ξεχωριστή την εγκατάσταση των Σιφνίων στην Αττική, κυρίως στον Πειραιά και στο Μαρούσι.
(Μαρία Κονιώτη)
5. 1. Αγγειοπλαστική
Η Σίφνος αποτελεί ένα από τα γνωστότερα κέντρα παραγωγής αγγειοπλαστικών ειδών σε όλη την Ελλάδα. Οι Σίφνιοι εκμεταλλεύτηκαν τα υψηλής ποιότητας αργιλικά κοιτάσματα, που αφθονούν στο νησί, τα τρεχούμενα νερά από πηγές, αλλά και τα σκίνα, που χρησίμευαν ως καύσιμη ύλη, για να κατασκευάσουν τα κεραμικά τους.
5. 1. 1. Άνθηση και παρακμή της αγγειοπλαστικής παραγωγής
Η περίοδος μεταξύ του 18ου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα σηματοδοτήθηκε από την ευρύτατη ανάπτυξη της αγγειοπλαστικής τέχνης. Οι αγγειοπλάστες ασχολήθηκαν κυρίως με την κατασκευή κεραμικών οικιακής χρήσης, ιδιαίτερα μαγειρικών –των τσικαλιών– ειδών πρώτης ανάγκης του νοικοκυριού.
Η φήμη των αγγειοπλαστών της Σίφνου εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και το όνομα Σίφνιος έγινε πανελλήνια συνώνυμο με το τσουκαλάς ή κανατάς. Τα σιφνέικα κεραμικά διακινούνταν όχι μόνο σε κοντινές περιοχές, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η διάθεσή τους γινόταν από τους απάνεμους όρμους του νησιού, όπως το Βαθύ, οι Καμάρες, ο Πλατύς Γιαλός, η Χερρόνησος, ο Φάρος, όπου ήταν εγκατεστημένα τα αγγειοπλαστικά εργαστήρια, τα λεγόμενα τσικαλαριά.
Σημαντικό ρόλο στην παραγωγή και διάθεση των προϊόντων έπαιζε η εποχιακή μετανάστευση: Ήδη από το 18ο αιώνα και μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια του 20ού αιώνα οι αγγειοπλάστες μετακινούνταν για να εργαστούν εποχιακά σε γειτονικά μέρη. Οργανωμένοι σε συντροφιές, τα τακίμια, επισκέπτονταν την άνοιξη τα γύρω νησιά, όπου κατασκεύαζαν κεραμικά είδη και τα πωλούσαν στην τοπική αγορά, ενώ το φθινόπωρο επέστρεφαν στη Σίφνο για να ασχοληθούν με αγροτικές ασχολίες.
Τα πρώτα Μεταπολεμικά χρόνια μεγάλος αριθμός αγγειοπλαστών εγκατέλειψε το νησί για χάρη της Αθήνας, γεγονός που οδήγησε στη μείωση και την οριστική παρακμή των τσικαλαριών της Σίφνου. Το Μαρούσι της Αθήνας και οι γύρω περιοχές ήταν τα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι αγγειοπλάστες. Παράλληλα, η συνεχώς αυξανόμενη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των παραδοσιακών αγγειοπλαστικών εργαστηρίων σε όλη την Ελλάδα.
5. 1. 2. Οργάνωση της παραγωγής
Η οργάνωση της παραγωγής στα τσικαλαριά ήταν δύο ειδών: η οικοτεχνική (οικογενειακή απασχόληση) και η βιοτεχνική (απασχόληση εργατικού δυναμικού). Στην πρώτη περίπτωση βασικός τεχνίτης ήταν ο άντρας, ενώ τα υπόλοιπα μέλη και οι συγγενείς ήταν απλοί τεχνίτες (πασπερέτες) με ρόλο επικουρικό. Τα αγόρια της οικογένειας δούλευαν ως μαθητευόμενοι, προκειμένου να συνεχίσουν στο μέλλον την οικογενειακή παράδοση, ενώ τα γυναικεία μέλη φρόντιζαν κυρίως για το φαγητό των εργαζομένων, βοηθούσαν όμως και στις εργασίες του τσικαλαριού. Στη βιοτεχνική παραγωγή οι σχέσεις εργασίας ήταν αυστηρές, οι αρμοδιότητες των εργαζομένων καθορισμένες και το ωράριο εργασίας αυστηρό: από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου. Οι αγγειοπλάστες επέστρεφαν από τα παράλια τσικαλαριά στις μόνιμες κατοικίες τους, στους κεντρικούς οικισμούς του νησιού, μόνο τα σαββατόβραδα.
Το βασικό εργαλείο του αγγειοπλάστη ήταν ο ποδοκίνητος τροχός, πάνω στον οποίο ο τεχνίτης έδινε σχήμα και μορφή στον εύπλαστο πηλό, ενώ συμπληρωματικά χρησιμοποιούσε και βοηθητικά εργαλεία. Το ψήσιμο του αγγείου στο καμίνι έδινε και την τελική μορφή στο κεραμικό, που αποκτούσε πλέον κόκκινο χρώμα. Μετά το ψήσιμο, ο αγγειοπλάστης διακοσμούσε με διάφορα σχέδια τα κεραμικά με αραιωμένο λευκό πηλό (μπαντανάς).
5. 1. 3. Χαρακτηριστικά σιφνέικα σκεύη
Από τα μαγειρικά σκεύη τα πιο γνωστά ήταν το τσικάλι και το μαστέλο.Το τσικάλι ήταν το κυριότερο προϊόν, το οποίο εξήγε μαζικά η Σίφνος. Με πυρίμαχο πηλό, ιδιαίτερα ανθεκτικό στη φωτιά, ήταν ξακουστό σε όλη την Ελλάδα ως το καλύτερο μαγειρικό σκεύος. Χρησιμοποιείται μέχρι και τις μέρες μας για την παρασκευή της σιφνέικης ρεβιθάδας. Tο μαστέλο είναι το παραδοσιακό σκεύος μέσα στο οποίο ψηνόταν το πασχαλινό κρέας στο φούρνο, ένα από τα πιο γνωστά σήμερα φαγητά του νησιού.
Η στάμνα, σκεύος για τη μεταφορά του νερού, ήταν το δυσκολότερο στην κατασκευή αγγειοπλαστικό είδος λόγω της ιδιαιτερότητας του σχήματός της. Ο λάηνας ή λαηνάκι, ένα είδος κανάτας για νερό ή κρασί, ήταν γνωστό και για τη χρήση του στο έθιμο του κλήδονα με το αμίλητο νερό (γιορτή του Αϊ-Γιάννη). Χαρακτηριστικά παραδοσιακά σκεύη του νησιού ήταν ακόμη η φουφού, η παραδοσιακή πήλινη φορητή εστία, και ο φλάρος, κατασκευή που τοποθετείται στο λιακωτό του σπιτιού, στο άνοιγμα απ’ όπου βγαίνει ο καπνός από το τζάκι.
5. 1. 4. Σύγχρονη δημιουργία
Η τουριστική ανάπτυξη που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 ήταν η αιτία που ξαναζωντάνεψε τα τσικαλαριά της Σίφνου. Η περίοδος λειτουργίας των εργαστηρίων περιορίζεται πια στο διάστημα Ιουνίου-Αυγούστου και η παραγωγή των νέων αγγειοπλαστικών προϊόντων έχει τροποποιηθεί για τις ανάγκες των τουριστών. Τα περισσότερα είδη που κατασκευάζονται είναι φλιτζανάκια, κούπες, διακοσμητικές πιατέλες και άλλα παρόμοια αναμνηστικά. Ορισμένα παραδοσιακά σχήματα, όπως η στάμνα και ο φλάρος, εξακολουθούν να κατασκευάζονται, με διαφορετική όμως χρήση. Για παράδειγμα, η στάμνα από χρηστικό έχει γίνει πλέον διακοσμητικό σκεύος (χαρακτηριστικό σε εξοχικές κατοικίες), ενώ ο φλάρος από λειτουργικό κεραμικό στις στέγες των σπιτιών χρησιμοποιείται πλέον ως φωτιστικό. Πάντως τόσο οι ντόπιοι όσο και οι επισκέπτες του νησιού έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά τις δημιουργίες της νέας γενιάς αγγειοπλαστών σε έκθεση που διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι στο Κάστρο της Σίφνου.
(Ελένη Μπαζίνη)