1. Φυσικός χώρος – Περιβάλλον
Η Φολέγανδρος είναι το νοτιότερο νησί των Δυτικών Κυκλάδων. Στα αρχαία χρόνια ήταν γνωστή ως «σιδερένια» και «αιχμηρή» για την τραχύτητα της φύσης της. Έχει σχήμα επίμηκες και διαιρείται φυσικά σε δύο μέρη από τους κόλπους της Αγκάλης (νοτιοδυτικά) και των Βορεινών (βορειοανατολικά), οι οποίοι εισχωρώντας στην ξηρά σχηματίζουν το στενότερο μέρος του νησιού (1100 μ.). Τα παράλιά της είναι σε ένα μεγάλο μέρος τους απόκρημνα, ιδίως όσα βρίσκονται στην ανατολική πλευρά.
Έχει κλίμα ξηρό με λίγες βροχές, δροσερά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες, αλλά συχνά θυελλώδεις ανέμους. Το πόσιμο νερό είναι λιγοστό: υπάρχει δίκτυο που τροφοδοτείται από γεωτρήσεις, κοινοτικές δεξαμενές και πηγάδια, ενώ συμπληρωματικά οι ανάγκες υδροδότησης καλύπτονται από ιδιωτικές στέρνες και πηγάδια.
Είναι κατεξοχήν πετρώδες και μάλλον άγονο μέρος, όπου κυριαρχούν οι θάμνοι και η χαμηλή βλάστηση από χόρτα, βότανα και αγριολούλουδα. Οι ξερολιθιές που διατρέχουν όλο σχεδόν το νησί ορίζουν καλλιεργήσιμους χώρους, οι οποίοι όμως στην πλειονότητά τους παραμένουν σήμερα ανεκμετάλλευτοι. Οι μικρές σοδειές (σιτάρι, κριθάρι, λάδι, κρασί, όσπρια, κρεμμύδια, κηπευτικά σύκα κ.ά.) λειτουργούν συμπληρωματικά στην οικονομία ορισμένων νοικοκυριών.
Η Φολέγανδρος είναι σταθμός ανάπαυσης και πέρασμα αρκετών αποδημητικών πουλιών, ενώ τα ενδημικά είδη είναι λιγοστά (πέρδικες, αγριοπερίστερα, διάφορα είδη κοράκων).
2. Ιστορία
Η Φολέγανδρος στη διάρκεια της ιστορίας της συναντάται και με τα ονόματα Μπελίκεντρα (12ος αιώνας) και Πολύκανδρος (από την Ενετοκρατία έως και το 19ο αιώνα). Οι Οθωμανοί την ονόμαζαν Bolu Kandire. Όλα τα ονόματα προέρχονται βέβαια από την αρχαία ονομασία.
Για την προέλευση του ονόματος της Φολεγάνδρου υπάρχουν δύο θεωρίες: κατά την πρώτη, το όνομα προέρχεται από τη φοινικική λέξη phelekgundari που σημαίνει «πετρώδης γη». Κατά τη δεύτερη το νησί πήρε το όνομά του από τον πρώτο του μυθολογικό οικιστή, τον Φολέγανδρο, γιο του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Πάντως οι δύο εκδοχές δεν αποκλείουν η μια την άλλη. Φαίνεται πως η δευτερη επινοήθηκε για να εξηγήσει το όνομα και να δώσει έναν "ιδρυτικό μύθο" στην κοινότητα των νηδιωτών.
Από τη Φολέγανδρο φαίνεται πως πέρασαν Λέλεγες, Κάρες, Φοίνικες, Δωριείς και Ίωνες. Τα αρχαιότερα ίχνη οικισμού που σώζονται στο νησί χρονολογούνται από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (μέσα 3ης χιλιετίας π.Χ.): πρόκειται για λείψανα προϊστορικού οικισμού στη θέση Καστέλλος, στα βόρεια του νησιού.
Τον 5ο αι. π.Χ. η Φολέγανδρος συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Στα Ρωμαϊκά χρόνια, παρότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας, γνώρισε και σχετική άνθηση, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα κατάλοιπα, ενώ στη Βυζαντινή περίοδο παρήκμασε. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, καταλήφθηκε από τους Φράγκους και περιήλθε στην οικογένεια των Gozzadini μέχρι το 16ο αιώνα, υπαγόμενη στο δουκάτο του Αιγαίου. Από τον 13ο έως και το 18ο αιώνα το νησί υπέφερε από πολυάριθμες πειρατικές επιδρομές.
Η Φολέγανδρος πέρασε στην κυριαρία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την κατάλυση του Δουκάτου του Αιγαίου το 1566. Τότε εποικίστηκε από Σιφνίους, Κρήτες και άλλους, στα πλαίσια του προγράμματος εποικισμού που εφάρμοζε η Πύλη. Για ένα διάστημα το νησί περιήλθε πάλι στους Gozzadini, αλλά το 1617 πέρασε οριστικά στην κατοχή των Οθωμανών. Κατά το διάστημα 1770-1774 καταλαμβάνεται, όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες, από τους Ρώσους.
Η Φολέγανδρος ενσωματώθηκε στην επικράτεια του ελληνικού κράτους το 1830, όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες. Το 19ο αιώνα ενισχύθηκε οικονομικά από τους πολυάριθμους μετανάστες στην Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια και γνώρισε περίοδο σχετικής οικονομικής άνθησης. Από τη δεκαετία του ’20 μέχρι και τα χρόνια της Δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), χρησιμοποιήθηκε κατά περιόδους ως τόπος εξορίας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Φολέγανδρος γνώρισε σημαντική τουριστική ανάπτυξη. Νέες υποδομές βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής, ενώ η φυσιογνωμία του νησιού, παρά την εντατική ανοικοδόμηση, διατηρήθηκε εν πολλοίς αναλλοίωτη.
3. Οι οικισμοί της Φολεγάνδρου
Το λιμάνι της Φολεγάνδρου είναι ο Καραβοστάσης, στα ανατολικά του νησιού, που προστατεύει τα πλοία από νότιους, δυτικούς και βόρειους-βορειοδυτικούς ανέμους. Είναι ο κύριος παραθαλάσσιος οικισμός του νησιού και κατοικείται σχεδόν μόνο το καλοκαίρι. Το πρώτο ατμοπλοϊκό δρομολόγιο της άγονης γραμμής άρχισε να περνά από τον Καραβοστάση το 1891, ενώ ο σημερινός μόλος κατασκευάστηκε μόλις το 1984.
Σε απόσταση 3,3 χλμ. από το λιμάνι, σε ένα μικρό φυσικό οροπέδιο 210 μ. πάνω από τη θάλασσα, βρίσκεται η Χώρα, η πρωτεύουσα της Φολεγάνδρου, ένας από τους καλύτερα διατηρημένους παραδοσιακούς οικισμούς των Κυκλάδων. Αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί μέσα στον οικισμό, αλλά και στη θέση Παλιόκαστρο, στο ύψωμα πάνω από τη Χώρα, μαρτυρούν πως η περιοχή κατοικείται τουλάχιστον από τους Κλασικούς χρόνους. Μολονότι τα ιστορικά στοιχεία για τη Χώρα είναι πενιχρά, γνωρίζουμε πως στις αρχές του 13ου αιώνα ο Βενετός Μάρκος Σανούδος (δούκας του «δουκάτου του Αιγαίου» με έδρα τη Νάξο) διέταξε το χτίσιμο του Κάστρου στο βορειοδυτικό άκρο του οροπεδίου.
Στην περίοδο της ειρήνης που ακολούθησε τις πειρατικές επιδρομές, ο οικισμός άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά και έξω από τα όρια του Κάστρου παίρνοντας τη μορφή που έχει σήμερα, με κύριο χαρακτηριστικό (και μοναδικό στις Κυκλάδες) τις πολλές και συνεχόμενες πλατείες.
Ο δεύτερος οικισμός της Φολεγάνδρου είναι η Πάνω Μεριά. Διασπαρμένη εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγεί στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, δεν παρουσιάζει την τυπική εικόνα ενός αιγαιοπελαγίτικου πυκνοχτισμένου χωριού. Ο λόγος είναι ότι ο οικισμός δημιουργήθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν οι εργαζόμενοι στα κτήματα της περιοχής, παίρνοντας «κολιγιές» (κτήματα που τους έδιναν για καλλιέργεια οι προύχοντες του νησιού), άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί δημιουργώντας οικήματα για τα ζώα τους και για τους ίδιους και να αποκτούν ιδιοκτησίες. Η Πάνω Μεριά έγινε ξεχωριστή κοινότητα το 1914. Σήμερα, με το πρόγραμμα «Καποδίστριας» αποτελεί μαζί με τη Χώρα την Κοινότητα Φολεγάνδρου.
Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες το σύνολο σχεδόν της γης στην Πάνω Μεριά καλλιεργούνταν. Οι ξερολιθιές, που μέχρι σήμερα καλύπτουν τον τόπο, δημιουργούσαν καλλιεργήσιμους χώρους και συγκρατούσαν το χώμα και το νερό της βροχής. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, που τους παρείχαν σχετική αυτάρκεια (τα ελάχιστα βιομηχανικά προϊόντα που χρειάζονταν τα προμηθεύονταν συνήθως με ανταλλακτικό εμπόριο). Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και ο τουρισμός γίνονται αιτία να αλλάξει σιγά σιγά το αγροτικό μοντέλο ζωής, το οποίο πλέον ακολουθούν οι ηλικιωμένοι κυρίως κάτοικοι του χωριού.
Άλλοι οικισμοί της Φολεγάνδρου είναι ο Πετούσης (παλιός, μικρός αγροτικός οικισμός στα νότια του νησιού), το Λιβάδι (παραθεριστικός οικισμός κοντά στον Καραβοστάση) και η Αγκάλη (παραθαλάσσιος οικισμός που κατοικείται μόνο το καλοκαίρι).
4. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
Στον Καστέλλο, μια μικρή, βραχώδη χερσόνησο στα βόρεια του νησιού, έχουν βρεθεί λείψανα ενός μικρού προϊστορικού οικισμού, που χρονολογούνται γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Πρωτοκυκλαδική ΙΙ εποχή). Στη θέση Παλιόκαστρο, λίγο ψηλότερα από το ναό της Παναγίας, υπάρχουν ελάχιστα λείψανα κτισμάτων, απομεινάρια της αρχαίας ακρόπολης των ιστορικών χρόνων. Στο χώρο βρέθηκαν θραύσματα αγγείων όλων σχεδόν των περιόδων (από τα Κλασικά έως τα Βυζαντινά και τα Νεότερα χρόνια). Λίγο πιο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας (μέσα στο σημερινό νεκροταφείο της Χώρας) διατηρείται τμήμα τείχους του 4ου αι. π.Χ. Άλλα ευρήματα στην περιοχή περιλαμβάνουν επιγραφές των Κλασικών και Ρωμαϊκών χρόνων, τμήματα ελληνιστικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων και κεραμική διάφορων εποχών.
Το Κάστρο της Φολεγάνδρου είναι ένας αμυντικός σχηματισμός σπιτιών χτισμένων το ένα δίπλα στο άλλο στο χείλος του γκρεμού, που πρόσφερε φυσική οχύρωση στους κατοίκους του οικισμού. Από τη μία πλευρά ο γκρεμός και από την άλλη οι εξωτερικές πλευρές των σπιτιών παρείχαν προστασία από τις ληστρικές επιδρομές των πειρατών. Κάθε βράδυ ένα καμπανάκι καλούσε τους κατοίκους που δούλευαν στα γειτονικά χωράφια να επιστρέψουν για να κλείσει η πόρτα της Λότζιας, της επίσημης εισόδου του Κάστρου. Τη δύσκολη περίοδο των επιδρομών εκεί κατοικούσαν περίπου 150-200 πολυμελείς οικογένειες. Στους 8 αιώνες ζωής του το Κάστρο δεν σταμάτησε να κατοικείται. Σήμερα, έχοντας διατηρήσει το ύφος του στο μεγαλύτερο μέρος του, έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος οικισμός και προστατεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Στη βάση του κάθετου βράχου όπου είναι χτισμένη η Χώρα, 10 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται η Χρυσοσπηλιά. Πρόκειται για ένα σπήλαιο συνολικού μήκους περίπου 300 μ., ανεξερεύνητο στο μεγαλύτερο μέρος του. Στο εσωτερικό του έχουν βρεθεί λείψανα ανθρώπινων σκελετών, σπασμένα αγγεία και ρωμαϊκές δεξαμενές νερού. Παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, καθώς θεωρείται λατρευτικός χώρος και τόπος τέλεσης τελετών ενηλικίωσης του 4ου αι. π.Χ. Εκατοντάδες ονόματα και επώνυμα που δηλώνουν τον τόπο καταγωγής των εφήβων διακρίνονται σε πολλά σημεία, γραμμένα με μείγμα αργίλου ή χαραγμένα στα τοιχώματα και την οροφή του σπηλαίου. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί περίπου 400 ανδρικά ονόματα και ελάχιστα γυναικεία. Το δείγμα είναι το μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Ασφαλής πρόσβαση υπάρχει από τη θάλασσα μόνο με πολύ καλό καιρό. Το σπήλαιο δεν είναι ακόμη επισκέψιμο για το κοινό, καθώς συνεχίζονται οι έρευνες της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας.
Στο νησί υπάρχουν επίσης πολλές εκκλησίες, όπως η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Νικόλαος, ο ναός του Χριστού ή Παντάνασσα, με εικόνες της Κρητικής Σχολής. Η Παναγία, ο αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου ναός που δεσπόζει πάνω από τη Χώρα, είναι πιθανόν χτισμένος στη θέση αρχαίου ιερού αφιερωμένου στην Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Στη σημερινή μορφή του είναι κτίσμα των αρχών του 19ου αιώνα. Η εκκλησία, μονόκλιτη πολύτρουλη βασιλική, υπήρξε καθολικό γυναικείας μονής. Στο καμπαναριό της βρίσκεται εντοιχισμένος κορμός μαρμάρινου ρωμαϊκού αγάλματος, ενώ στο εσωτερικό της σώζονται εικόνες του 17ου και 18ου αιώνα. Εκεί φυλάσσεται και η μεγάλη ασημοντυμένη δεσποτική εικόνα της Οδηγήτριας, που συνδέεται με πολλούς μύθους και θρύλους του νησιού και λιτανεύεται με λαμπρότητα το τριήμερο του Πάσχα σε όλο το νησί.
5. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική
Τα παλιότερα κτίσματα, τα σπίτια του μεσαιωνικού οικισμού του Κάστρου, είναι μικρά οικήματα με περιορισμένο εσωτερικό χώρο, που συμπληρώνεται από εξωτερικά στοιχεία: φαρδιά σκαλοπάτια που χρησιμεύουν και ως καθιστικά, μικρές αυλές και πεζούλια. Το μήκος των μονόσπιτων, όπως λέγονται, καθοριζόταν από το μήκος της διαθέσιμης ξυλείας για την κατασκευή των δοκαριών της οροφής και συνήθως ήταν γύρω στα 3 μ., με πλάτος γύρω στα 9. Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι σοβαντίζονταν εσωτερικά, ενώ εξωτερικά μόνο ασβεστώνονταν. Το πάτωμα ήταν είτε από πατημένο χώμα (πάτωση) είτε από ντόπια πράσινη πλάκα. Η ίδια πλάκα χρησιμοποιούνταν και στις οροφές, πάνω από τα δοκάρια και καλυπτόταν από φύκια και αργιλώδες χώμα.
Τα περισσότερα σπίτια αποτελούνταν από ένα μόνο δωμάτιο με τζάκι για το μαγείρεμα και κόγχη για το νεροχύτη, στο οποίο έμενε όλη η οικογένεια. Λίγα αρχοντικά που χτίστηκαν μεταγενέστερα, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ξεχωρίζουν ανάμεσα στα μονόσπιτα: πολλά έχουν δύο ορόφους, σκαλιστά υπέρθυρα, μεγάλες εισόδους και παράθυρα. Την ίδια εποχή άρχισαν να χτίζονται κάποια αρχοντικά σπίτια έξω από το Κάστρο, κυρίως από αποδήμους στην Κωνσταντινούπολη και την Αίγυπτο.
6. Μουσεία
Το Λαογραφικό Οικομουσείο του Πολιτιστικού Συλλόγου «Η Φολέγανδρος» άρχισε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 1988 στην Πάνω Μεριά. Πρόκειται για μια αναπαλαιωμένη θεμωνιά, το χαρακτηριστικό είδος κατοικίας που συναντάται στην Πάνω Μεριά, όπως διαμορφώθηκε από τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας και τις ανάγκες διαβίωσης. Οι θεμωνιές είναι μικρά «συγκροτήματα» κτισμάτων, αυτόνομες οικιστικές μονάδες αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Εκτός από την κατοικία περιλαμβάνουν κελάρι, φούρνο, αποθήκη, στάβλο, αχυρώνα, κοτέτσι, αλώνι, στέρνα, πατητήρι και λιοτρίβι, ενώ γύρω τους βρίσκονται τα κτήματα με τη λεμονιά, το αμπέλι και το χωράφι με τα λαχανικά.
Το Λαογραφικό Μουσείο, με τα κτίσματα και τον εξοπλισμό του, αποτελεί πιστή αναπαράσταση ενός τέτοιου νοικοκυριού, όπως ήταν μέχρι πρόσφατα. Ένα πέτρινο κτίσμα που προστέθηκε πριν από λίγα χρόνια στεγάζει μια μικρή βιβλιοθήκη και χώρο διαμονής και εργασίας για μελετητές.
7. Λαϊκός πολιτισμός
Στη Φολέγανδρο, λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας της και της απομόνωσης που επέβαλε στους κατοίκους της, αναπτύχθηκε ένας τύπος οικογενειακής κλειστής αγροτικής οικονομίας. Χαρακτηριστικά εργαλεία και άλλα υλικά κατάλοιπα των αγροτικών εργασιών εκτίθενται στο Λαογραφικό Μουσείο του νησιού. Εκεί αποτυπώνονται επίσης και οι ιδιαιτερότητες της αγροτικής οικονομίας του νησιού, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει το αντί, πρωτόγονο σύστημα θλίψης της ελιάς.
Στο νησί διατηρούνται ακόμα και σήμερα έθιμα που έχουν σχέση με τον εορτασμό της Παναγίας και το γάμο. Την Κυριακή του Πάσχα τελείται η πανηγυρική περιφορά της εικόνας της Παναγίας σε όλα τα σπίτια της Πούντας, ενώ την επόμενη ημέρα συμβαίνει το ίδιο στην Πάνω Μεριά και την Τρίτη του Πάσχα η εικόνα περιφέρεται στις περιοχές του Πετούση, του Λειβαδιού και στον Καραβοστάση, όπου εκτός από τα σπίτια η εικόνα μπαίνει και στα καΐκια του λιμανιού. Η τριήμερη περιφορά της εικόνας γίνεται πεζή και συνοδεύεται από πλήθος κόσμου, αποτελώντας το πιο σημαντικό θρησκευτικό γεγονός του νησιού.
Ο γάμος επίσης είναι ένα γεγονός που διατηρεί τον παραδοσιακό χαρακτήρα του. Βασικό έδεσμα του γαμήλιου γλεντιού είναι το παστέλι, που μοιράζεται στους καλεσμένους. Στην προετοιμασία του συμμετέχουν όλες οι γυναίκες του χωριού, ενώ όλη η διαδικασία ονομάζεται σησάμι και διαρκεί μία εβδομάδα.