1. Εισαγωγή
Η Χάλκη βρίσκεται νοτιοδυτικά της Ρόδου, στο Καρπάθιο πέλαγος, σε απόσταση μόλις 11 ναυτικών μιλίων από την ακτή της Κάμιρου, με την οποία συνδέεται ακτοπλοϊκά με μικρά πλοία. Πρόκειται για ορεινό νησί, άγονο και άνυδρο σήμερα, με υψηλότερες κορυφές το Μαΐστρο, τον Προφήτη Ηλία, το Μεροβίγλι και το Αμαλί. Μέχρι το Β' Παγκόσμιο πόλεμο καλλιεργούνταν συστηματικά και παρήγε δημητριακά, όσπρια, σταφύλια, κρασί και λάδι, αλλά τα τελευταία χρόνια η γεωργία εγκαταλείφθηκε λόγω της μετανάστευσης . Η κτηνοτροφία ωστόσο συνεχίζεται, με ιδιαίτερη έμφαση στην εκτροφή αιγοπροβάτων. Παράγεται επίσης μέλι και τυρί σε περιορισμένη ποσότητα, κυρίως για ντόπια κατανάλωση. Συνηθισμένη ασχολία των κατοίκων είναι η αλιεία, ενώ στους Αρρούς έχει εγκατασταθεί μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας. Δάση δεν υπάρχουν, μόνο λιγοστές ελιές και χαμηλή βλάστηση καλύπτουν τις πλαγιές των βουνών. Η ακμή που γνώρισε η Χάλκη το 19ο αιώνα αποτυπώνεται στον παραδοσιακό οικισμό του Εμπορειού ή Νημποριού, με τα διώροφα νεοκλασικά σπίτια. Τα τελευταία χρόνια η επισκευή αυτών των σπιτιών, με σεβασμό στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δημιούργησε μια πολύχρωμη εικόνα του οικισμού με ολάνθιστους κήπους και πετρόκτιστα δρομάκια.
2. Ιστορία
Το νησί αναφέρεται με ποικίλα ονόματα στους αρχαίους συγγραφείς: Χάλκη στο Θουκυδίδη, Χαλκεία ή Χάλκεια στο Στέφανο Βυζάντιο και τον Ψευδο-Σκύλακα, Χαλκία στο Στράβωνα, το Θεόφραστο και τον Πλίνιο. Οι κάτοικοι του νησιού αποκαλούνται Χαλκεάται ή Χαλκήται στις επιγραφές. Οι ερμηνείες για την προέλευση του ονόματος της Χάλκης καθώς και για τη σημασία του ελέγχονται. Σημαντική είναι η μαρτυρία του Στράβωνα για την ύπαρξη οικισμού, ιερού αφιερωμένου στον Απόλλωνα και σημαντικού λιμανιού. Στο Θεόφραστο και τον Πλίνιο οφείλουμε την ιδιαίτερη μνεία στο εύφορο έδαφος της Χάλκης, που επέτρεπε την καλλιέργειά του δύο φορές το χρόνο και την απόδοση διπλής σοδειάς.
Οι γνώσεις μας για την προϊστορική Χάλκη είναι περιορισμένες, δεδομένου ότι σε πρόσφατες επιφανειακές έρευνες έχουν βρεθεί μόνο όστρακα αγγείων και οψιανός στην Τραχεία και τον Πόνταμο, που μαρτυρούν την κατοίκησή της στο απώτερο παρελθόν. Για τη Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ευρήματα έως τώρα, ενώ και οι μυθολογικές αναφορές για το νησί απουσιάζουν.
Η Χάλκη εμφανίζεται στην ιστορία για πρώτη φορά με τους φορολογικούς καταλόγους της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας το 478/477 π.Χ. Στην εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου από το Θουκυδίδη το λιμάνι της Χάλκης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του 412/411 π.Χ. ως καταφύγιο και ορμητήριο του αθηναϊκού στόλου κατά των Ροδίων, όταν οι τελευταίοι συμμάχησαν με τους Λακεδαιμονίους.
Τον 4ο αιώνα η Χάλκη γνώρισε σύντομη περίοδο ανεξαρτησίας. Η ακμή της αποτυπώνεται στα σημαντικά ευρήματα στην κλασική νεκρόπολη του Ποντάμου, τα οποία μαρτυρούν σχέσεις με την Αθήνα, τη Ρόδο και τη Θάσο. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. περιέρχεται στη σφαίρα επιρροής της Ρόδου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεοφράστου που αναφέρει το νησί ως ροδιακό. Σε επιγραφές του 3ου αιώνα η Χάλκη συγκαταλέγεται στις κτοίνες (δήμους) της ροδιακής Καμείρου και ονόματα Χαλκητών αναφέρονται σε καταλόγους δαμιουργών (αξιωματούχων) της ίδιας πόλης. Το λιμάνι της Χάλκης χρησίμευε ως αγκυροβόλιο στον πανίσχυρο ροδιακό στόλο που φρόντιζε για την ασφάλεια των θαλασσών και του εμπορίου στους Ελληνιστικούς χρόνους, δεδομένου ότι οι δυτικές ακτές της Ρόδου δεν προσφέρονται για ελλιμενισμό. Παράλληλα το νησί αποτελούσε μέρος του πυκνού δικτύου παρατηρητηρίων που είχαν εγκαταστήσει οι Ρόδιοι στα Δωδεκάνησα και την απέναντι μικρασιατική ακτή, για τον έλεγχο των κινήσεων των αντίπαλων πλοίων. Το νησί ακολούθησε την ιστορική πορεία της Ρόδου έως τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο.
Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος αι.) συνεχίζεται η κατοίκηση του νησιού, όπως μαρτυρούν αρχιτεκτονικά μέλη βασιλικών στα Πευκιά και τις Ζιές. Μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιωαννίτες ιππότες, την ίδια τύχη θα έχει και η Χάλκη (1309), η οποία το 1366 εκχωρείται μαζί με την Τήλο ως φέουδο στον Barello Assanti και ακολούθως ενοικιάζεται το 1385 στον Dragoneto Clavelli. Ένα ενδιαφέρον επεισόδιο στα χρόνια της Ιπποτοκρατίας είναι η μετοικεσία Χαλκητών το 1450 και το 1492/1493 στη Ρόδο, στα Βασιλικά και την Άμαρτο αντίστοιχα, με επίσημη έγκριση του μεγάλου μαγίστρου Pierre d’Aubusson (1476-1503).
Προφανώς οι πειρατικές επιδρομές των Οθωμανών είχαν κάνει δύσκολη τη ζωή στο νησί, το οποίο, σύμφωνα με τα ιπποτικά έγγραφα, δεν μπορούσε να προστατέψει και να θρέψει τους κατοίκους του. Η Χάλκη θα καταληφθεί από τους Οθωμανούς μετά την πτώση της Ρόδου το 1522. Κατά την οθωμανική κυριαρχία οι Χαλκήτες εξέλεγαν δημογέροντες και απολάμβαναν μια μορφή κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Από τα οθωμανικά έγγραφα προκύπτει ότι η Χάλκη μαζί με την Κάλυμνο έστελναν κάθε χρόνο στην αυτοκρατορική αυλή μια ποσότητα σπόγγων έναντι αντιτίμου, γεγονός που δηλώνει μία από τις σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού.
Η σημασία της Χάλκης ως παρατηρητηρίου ακόμα και την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας τονίζεται στην παράδοση που σχετίζεται με το Μοροζίνι (1658). Όταν ο Βενετός ναύαρχος προσπάθησε να καταλάβει τη Ρόδο, απέτυχε, επειδή η φρουρά ειδοποιήθηκε έγκαιρα από τη Χάλκη, γι’ αυτό οργισμένος έβαλε φωτιά στο σπήλαιο στο βουνό Κλεισούρα όπου ήταν μαζεμένοι οι Χαλκήτες και πέθαναν όλοι από ασφυξία. Ο λαός το ονομάζει από τότε Καμένο Σπήλιο. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Χάλκη γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή χάρη στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τη σπογγαλιεία. Το νησί αρχίζει να παρακμάζει στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς τα προνόμια που διατηρούσε σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης καταργούνται και η σπογγαλιεία πλήττεται έντονα.
Το 1912 οι Ιταλοί θα θέσουν τέρμα στην οθωμανική κυριαρχία και θα κρατήσουν το νησί, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, έως το 1943, οπότε τη διοίκηση την ανέλαβαν οι Γερμανοί. Τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν τελικά με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1948.
3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
Κύριος αρχαιολογικός χώρος του νησιού είναι το Χωριό, 2 χλμ. δυτικότερα από τον Εμπορείο, χτισμένο σε πλαγιά λόφου. Οι Χαλκήτες έμεναν στο Χωριό έως το 19ο αιώνα, καλά προστατευμένοι από τους πειρατές. Εδώ βρίσκεται ο αρχαίος οικισμός και στην κορυφή του λόφου το τείχος που σώζεται στα θεμέλια του μεσαιωνικού κάστρου. Ανάμεσα στα πετρόκτιστα εγκαταλελειμμένα σπίτια σώζονται οι αναλημματικοί τοίχοι των αρχαίων οικιών. Κοντά στην κορυφή του λόφου έχουν λαξευτεί δύο θρόνοι στο βράχο με την επιγραφή ΔΙΟΣ ΕΚΑΤΗΣ. Πιθανώς εδώ είχε χτιστεί μικρός ναός αφιερωμένος στον Ασκληπιό, σύμφωνα με αναθηματική επιγραφή του ιερέα του θεού. Το μεσαιωνικό κάστρο φέρει κοντά στην είσοδο εντοιχισμένο το οικόσημο του μεγάλου μαγίστρου Pierre d’Aubusson (1476-1503). Στο εσωτερικό του σώζεται ερειπωμένος ο ναός του Αγίου Νικολάου με υπολείμματα τοιχογραφιών του 15ου και του 17ου αιώνα.
Η αρχαία νεκρόπολη εκτεινόταν στους πρόποδες του λόφου έως την παραλία του Ποντάμου, έξω από το Νημποριό. Κατά τη διάνοιξη του δρόμου τη δεκαετία του 1960 βρέθηκαν θαλαμοειδείς τάφοι λαξευμένοι στο βράχο, ορατοί ακόμα και σήμερα. Στην παραλία του Ποντάμου ερευνήθηκαν δεκαεννέα τάφοι από τους Ιταλούς το 1931, με σημαντικά κτερίσματα, κυρίως ερυθρόμορφα αττικά αγγεία (4ος αι. π.Χ.). Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ερυθρόμορφο επίνητρο (εξάρτημα για το γνέσιμο του μαλλιού), με απεικόνιση γυναικών σε καθημερινές ασχολίες, και ερυθρόμορφο ρυτό με ανάγλυφα προσωπεία Ηρακλή και Σιληνού, που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο της Ρόδου.
Στο Κεφάλι, τη δυτικότερη χερσόνησο του νησιού, μέρος δυσπρόσιτο αφού δεν υπάρχει δρόμος έως εκεί, σώζεται μικρός ελληνιστικός πύργος ανάμεσα σε νεότερα πετρόκτιστα κυψελωτά αγροτόσπιτα, τις κύφες, και σε μαντρότοιχους. Οι κύφες, πολλές φορές χτισμένες από αρχαίο οικοδομικό υλικό, αποτελούν μια ιδιαιτερότητα του νησιού και πιθανώς ανάγονται στα μεσαιωνικούς ή πρώιμους νεότερους χρόνους.
Πλήθος τοιχογραφημένων εκκλησιών από τον 8ο έως το 15ο αιώνα υπάρχουν σε όλο το νησί, όπως ο Άγιος Νικόλαος στο Κάστρο, ο Άγιος Ανδρέας στην Ανδράμασσο, ο Άγιος Νικήτας στο Αμαλί, η Παναγία η Οδηγήτρια στον Αϊ-Γιάννη, ο Πανορμίτης στην Πλαγιά, ο Άγιος Ζαχαρίας στο Φοινίκι, ο Άγιος Γεώργιος ο Κοκκενός, ο Πανορμίτης στον Αϊ-Γιάννη, μαρτυρούν την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του νησιού τη Βυζαντινή περίοδο.
Από τα νεότερα μνημεία ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο παραδοσιακός οικισμός του Χωριού, τα νεοκλασικά σπίτια του Νημποριού και οι ανεμόμυλοι λίγο έξω από τον οικισμό, κοντά στο σύγχρονο νεκροταφείο. Μέσα στον οικισμό ξεχωρίζει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου (1861) με τη μαρμάρινη πρόσοψη του 19ου αιώνα και το επιβλητικό κωδωνοστάσιο, όπως και ο πύργος με το ρολόι μπροστά από το Δημαρχείο. Το κτήριο του Τελωνείου που σήμερα στεγάζει το Ταχυδρομείο και το κτήριο του Λιμεναρχείου αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της ιταλικής αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου.
Αξιόλογος είναι ο λαϊκός πολιτισμός του νησιού, που εκφράζεται σε δημοτικά τραγούδια και δίστιχα, θρύλους και παραδόσεις, χορούς και έθιμα, την ντοπιολαλιά, υφαντά και κεντήματα.
Ιδιαίτερο έθιμο είναι αυτό που ακολουθείται κατά τον εορτασμό του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου. Στο παρελθόν ξεκινούσε η μέρα με τη μνημόνευση των νεκρών στο νεκροταφείο. Όταν τελείωνε η λειτουργία άρχιζε ένας ιδιότυπος «πόλεμος», ο οποίος εξαπλωνόταν σε όλο το νησί. Οι κάτοικοι του Χωριού και του Νημποριού χωρίζονταν σε δυο ομάδες, η μία, στο Χωριό, των Τσιριμιωτών και των Τρουλλιανών και η άλλη, στο Νημποριό, των Τρουλλιανών και των Χηρινών. Το έθιμο, διαφοροποιημένο αρκετά, επιβιώνει μέχρι και σήμερα.
Άλλο ένα έθιμο που υπάρχει μόνο στη Χάλκη είναι το μπατίκιασμα, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά το τέλος της περιφοράς του Επιταφίου. Το μπατίκιασμα είναι ένα είδος πλειστηριασμού: κάθε Χαλκήτης δίνει μια προσφορά για τον Επιτάφιο και όποιος δώσει το μεγαλύτερο ποσό λέγεται ότι εμπατίκιασε τον Επιτάφιο.
6. Μουσεία
Πίσω από το Δημαρχείο στην αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων στεγάζεται ένα μικρό λαογραφικό μουσείο. Στα εκθέματά του συγκαταλέγονται η χαλκήτικη ενδυμασία, το νυφικό κρεβάτι, παλιά έπιπλα καθώς και λιγοστά αρχαία ευρήματα, όπως αμφορείς από ναυάγιο και τμήμα ανάγλυφης στήλης.