1. Εισαγωγή
Ο ιστορικός που θα επιχειρήσει να ασχοληθεί με τη μελέτη των πληθυσμών σε παλαιότερες περιόδους θα έρθει αντιμέτωπος με ορισμένα προβλήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη αξιόπιστων πηγών. Ειδικά όσον αφορά την περιοχή που εξετάζεται εδώ, οι αξιόπιστες στατιστικές μαρτυρίες, π.χ. απογραφές του πληθυσμού με σύγχρονες μεθόδους, λείπουν παντελώς πριν από το 19ο αιώνα, ενώ οι όποιες πηγές γίνονται όλο και σπανιότερες όσο προχωράμε βαθύτερα στο παρελθόν. Πολύ συχνά λοιπόν οι διαθέσιμες πηγές μάς παρέχουν περισσότερο εκτιμήσεις σε σχέση με την κίνηση του πληθυσμού και λιγότερο ακριβή ποσοτικά δεδομένα. Άλλωστε, οι συγκεκριμένες πηγές δε δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του σύγχρονου ιστορικού, αλλά τις ανάγκες των εκάστοτε διοικούντων που ήταν σίγουρα διαφορετικές από τις δικές μας.
2. Παράγοντες που επηρέασαν την κίνηση του πληθυσμού στο Αιγαίο
Η κίνηση του πληθυσμού στην περιοχή του Αιγαίου κατά τους νεότερους χρόνους επηρεάστηκε θετικά ή αρνητικά από μια σειρά παραγόντων που έδρασαν καθ' όλη τη διάρκεια της προς εξέταση περιόδου.
Πρόκειται καταρχάς για παράγοντες που σχετίζονται λιγότερο ή περισσότερο με τη λειτουργία της φύσης, όπως οι επιδημίες και οι φυσικές καταστροφές. Η κατά τεκμήριο χαμηλή ποιότητα της διατροφής, σε συνδυασμό με τις όχι ιδιαίτερα καλές συνθήκες υγιεινής και το μάλλον χαμηλό επίπεδο των ιατρικών γνώσεων, καθιστούσαν τον πληθυσμό περισσότερο ευάλωτο σε ασθένειες. Ειδικά για την περιοχή του Αιγαίου θα πρέπει να συνυπολογιστεί και ακόμη ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας: τα νησιά του Αιγαίου βρίσκονταν πάνω σε εμπορικούς δρόμους και δεν προστατεύονταν από τη σχετική απομόνωση που απολάμβαναν ίσως κάποιες αγροτικές περιοχές. Έτσι η περιοχή του Αιγαίου βρέθηκε πάνω στο ίχνος της διαδρομής που διέγραψαν οι επιδημίες στο πέρασμά τους από την Ανατολή προς τη Δυτική Ευρώπη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα νησιά του Αιγαίου επλήγησαν ιδιαίτερα από την πανώλη κατά τα έτη: 1445, 1456-1457, 1522-1524, 1537, 1641, 1678-1679, 1687-1689, 1716, 1741, 1759-1760, 1781-1783, 1787-1789, 1812-1814 – και αυτές είναι μόνο κάποιες επιδημίες που είχαν μεγαλύτερη διάδοση στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Ο συνολικός κατάλογος όλων των επιδημιών που έπληξαν, κάποτε μάλιστα με ιδιαίτερη σφοδρότητα, συγκεκριμένα νησιά είναι κατά πολύ μακρύτερος. Στις απώλειες από τις ασθένειες έρχονται να προστεθούν εκείνες που προκλήθηκαν από τις διάφορες φυσικές καταστροφές, κυρίως σεισμούς και εκρήξεις των ηφαιστείων της Θήρας και της Νισύρου.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά τους καθαρά ανθρωπογενείς παράγοντες. Οι πόλεμοι, με κυριότερους τους βενετο-οθωμανικούς (16ος, 17ος, αρχές 18ου αι.), η επέμβαση των Ρώσων στο Αιγαίο (1769-1774), η Επανάσταση του 1821 και τέλος η ταραγμένη περίοδος 1910-1922, πέρα από τις απώλειες που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, προκάλεσαν και εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών, επηρεάζοντας έτσι σημαντικά τη δημογραφική ισορροπία.
Τη σειρά των παραγόντων που επηρέασαν την κίνηση του πληθυσμού συμπληρώνουν και οι κάθε είδους μεταναστεύσεις που ήταν ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στο χώρο του Αιγαίου.
3. Η σύνθεση του πληθυσμού
Η σύνθεση του πληθυσμού του Αιγαίου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς περιλαμβάνει έξι διαφορετικές εθνοπολιτισμικές ομάδες. Εκτός από τους ελληνόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς, που είναι και η πολυπληθέστερη ομάδα, συναντάμε: 1. Μουσουλμάνους κυρίως στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και σε ορισμένα νησιά των Δωδεκανήσων όπως η Κως και η Ρόδος, 2. Αρβανίτες, κυρίως στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στο βορειοανατολικό Αιγαίο και σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων όπως η Άνδρος, η Ίος, η Κέα και η Κύθνος, 3. Εβραίους στη Ρόδο, την Κω και τη Λέσβο, 4. Ολιγομελείς κοινότητες Αρμενίων στη Ρόδο, τη Λέσβο και τη Νάξο και 5. Καθολικούς, κυρίως στις Κυκλάδες, με τις σημαντικότερες κοινότητες να βρίσκονται στη Σύρο, την Τήνο, τη Νάξο, τη Θήρα, τη Μήλο, την Πάρο και τη Σίφνο.
4. Μετακινήσεις πληθυσμών
Στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε στις κάθε είδους μετακινήσεις που επηρέασαν την ιστορία των πληθυσμών αυτών στην πορεία του χρόνου, ξεκινώντας από την εποχή της λατινοκρατίας και φτάνοντας ως τη δεκαετία του 1960.
4. 1. Μετακινήσεις προσφύγων
Το Αιγαίο υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα το θέατρο πολεμικών συγκρούσεων, οι οποίες, όπως ήταν αναμενόμενο, οδηγούσαν και σε πληθυσμιακές μετακινήσεις, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένες. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και των γειτονικών περιοχών, αλλά και άλλων περιοχών, όπως το Ναύπλιο και τα Δωδεκάνησα, από τους Οθωμανούς, μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατευθύνθηκε προς βενετοκρατούμενες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης. Το κενό που άφησαν πίσω τους οι πρόσφυγες προσπάθησαν οι νέοι κυρίαρχοι να καλύψουν με εποικισμούς. Η κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς (1669) προκαλεί εκτεταμένη μετακίνηση πληθυσμών προς τις άλλες βενετικές κτήσεις στην Ανατολή, αλλά και σε μικρότερη κλίμακα προς την ίδια τη Βενετία και σε νησιά του Αιγαίου. Η ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς (1715) ώθησε ένα μέρος του πληθυσμού της να καταφύγει στα Ιόνια νησιά και στα νησιά του Αρχιπελάγους. Τέλος, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1769-1774) και η συνακόλουθη ρωσική κατοχή των Κυκλάδων (1770-1774) προκάλεσαν εκτεταμένες μετακινήσεις προσφύγων, κατά κύριο λόγο από την Πελοπόννησο, αρχικά προς τις Κυκλάδες και στη συνέχεια προς τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.
Η επόμενη μεγάλη πολεμική αναστάτωση στην περιοχή, η Ελληνική Επανάσταση του 1821, προκάλεσε επίσης εκτεταμένες μετακινήσεις προσφύγων. Μικρασιάτες, Χιώτες, Ψαριανοί, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Κρητικοί και Κάσιοι εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους αυτή την περίοδο. Αποτέλεσμα αυτών των μετακινήσεων είναι η δημιουργία νέων οικισμών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ερμούπολη της Σύρου, όπου εγκαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο Χιώτες, Ψαριανοί και Μικρασιάτες.
Οι τελευταίες προσφυγικές μετακινήσεις που έλαβαν χώρα στο Αιγαίο χρονολογούνται στην ταραγμένη περίοδο που διήρκεσε από το 1911 ως το 1924. Ο χορός των μετακινήσεων αυτών ξεκίνησε το 1911 και οφειλόταν στη σκλήρυνση της στάσης των Οθωμανών έναντι των ελληνορθόδοξων της Μικράς Ασίας. Τότε π.χ. εγκαταστάθηκαν στη Νάξο πρόσφυγες από το Αϊβαλί, ενώ παράλληλα Ναξιώτες μετανάστες επέστρεψαν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας στον τόπο καταγωγής τους. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την αναγκαστική φυγή των ελληνορθοδόξων από τις πατρίδες τους, Μικρασιάτες πρόσφυγες περνούν στην Ελλάδα μέσω των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, ενώ σύμφωνα με τις απογραφές του 1923 και του 1928 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ήταν εγκατεστημένοι, εκτός των άλλων, και στους νομούς Ευβοίας, Ηρακλείου, Κυκλάδων, Λασιθίου, Λέσβου, Ρεθύμνου, Σάμου, Χανίων και Χίου.
4. 2. Εποικισμοί
Οργανωμένοι εποικισμοί παρατηρήθηκαν ήδη από την περίοδο της Φραγκοκρατίας και είχαν στόχο την ενίσχυση του πληθυσμιακού «κεφαλαίου» των περιοχών στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι έποικοι, αφού διαφορετικά ήταν αδύνατη η εφαρμογή της όποιας πολιτικής ή οικονομικής επιδίωξης των κυριάρχων. Έτσι, το 1413 εποικίστηκε η αραιοκατοικημένη Αστυπάλαια με πληθυσμούς προερχόμενους από την Τήνο και τη Μύκονο. Οι εποικισμοί επίσης πολλές φορές έρχονταν να καλύψουν τις ανάγκες που δημιουργούσαν οι διάφοροι πολεμικοί ανταγωνισμοί. Το 1450 και το 1493 εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο δύο ομάδες Χαλκητών με σκοπό να αναλάβουν την κατόπτευση του θαλάσσιου χώρου, δεδομένου του οθωμανικού κινδύνου που προερχόταν από τα απέναντι μικρασιατικά παράλια.
Το πιο γνωστό παράδειγμα εποικισμού που ήταν οργανωμένος από την κεντρική εξουσία είναι η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών προερχόμενων από διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με στόχο την ενίσχυση του πληθυσμού της πρόσφατα κατακτημένης Κωνσταντινούπολης, το γνωστό sürgün. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής μετακινήθηκαν προς την πρωτεύουσα, εκτός των άλλων, και πληθυσμοί από νεοκατακτημένα νησιά του Αιγαίου, όπως η Θάσος, η Σαμοθράκη, η Ίμβρος, η Λήμνος και η Λέσβος.
Αντιθέτως, στην πύκνωση του πληθυσμού νησιών του Αιγαίου στόχευε μια σειρά μέτρων που έλαβε η οθωμανική διοίκηση, η οποία γνώριζε ότι η ενίσχυση του αραιού πληθυσμού των νησιών αποτελούσε προϋπόθεση για την εμπέδωση της εξουσίας της. Αυτό συνέβη στη Ρόδο το 1522, δηλαδή μετά την κατάκτηση του νησιού. Το ίδιο έγινε και μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), όταν οι Οθωμανοί επιδίωξαν συστηματικά τον ανασυνοικισμό και την πληθυσμιακή ενίσχυση της Σάμου, του Αγίου Ευστρατίου και της Μυκόνου. Την ίδια επίσης περίοδο παρατηρήθηκε σταδιακή ενίσχυση του δημογραφικού κεφαλαίου των Βορείων Σποράδων αλλά και των Ψαρών με πληθυσμιακές εισροές προερχόμενες από τη Θεσσαλία και την Εύβοια.
Θα κλείσουμε το κεφάλαιο των εποικισμών που έλαβαν χώρα στο Αιγαίο με το παράδειγμα των Αρβανιτών. Το 1402, έπειτα από πρόσκληση των εκεί βενετικών αρχών, Αρβανίτες της Αττικής και της Βοιωτίας εγκαθίστανται στη νότια Εύβοια. Το 1418 ο κύριος της Ίου, Μάρκος Κρίσπος Α΄, εγκατέστησε στο νησί Αρβανίτες εποίκους προερχόμενους από την Πελοπόννησο με σκοπό το συνοικισμό του μέχρι τότε μάλλον ακατοίκητου τμήματος του νησιού. Το 1558 όμως το νησί ερήμωσε εκ νέου εξαιτίας επιδρομής μουσουλμάνων πειρατών και χρειάστηκε και νέος εποικισμός, το 1575, πάλι με Αρβανίτες, στο πλαίσιο της οθωμανικής κυριαρχίας αυτή τη φορά. Την ίδια περίπου εποχή Αρβανίτες από την Αττική και την Πελοπόννησο χρησιμοποιήθηκαν για τον εποικισμό της Κέας και της Κύθνου, των νησιών του Αργοσαρωνικού και τέλος της Σάμου στο πλαίσιο του ανασυνοικισμού του νησιού.
4. 3. Μετανάστευση
Η μετανάστευση ήταν ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στο Αιγαίο και εξυπηρετούσε διττό στόχο: αφενός επέτρεπε τον προσπορισμό πρόσθετων εισοδημάτων που έρχονταν να ενισχύσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό και αφετέρου ελάφρυνε δημογραφικά τις νησιωτικές κοινότητες, διοχετεύοντας αλλού ένα μέρος του πληθυσμού τους. Αυτή ήταν άλλωστε και η μόνιμη αγωνία των τοπικών κοινοτικών αξιωματούχων, τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας: να κρατήσουν την ισορροπία μεταξύ μεταναστών και μόνιμων κατοίκων σε ένα επίπεδο που να μη δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία των τοπικών κοινοτήτων.
Οι μετανάστες κατευθύνονταν είτε προς άλλα νησιά –π.χ. κάτοικοι προερχόμενοι από την Ανάφη, τη Νάξο, την Αστυπάλαια, την Κάλυμνο και τη Ρόδο εγκαταστάθηκαν από το 16ο ως το 17ο αιώνα στην Αμοργό- είτε προς την εκατέρωθεν ενδοχώρα του Αιγαίου. Ο χρόνος παραμονής τους στους χώρους υποδοχής ποίκιλλε από μερικούς μήνες, στην περίπτωση των εποχικών μεταναστών, ως και τη μόνιμη εγκατάσταση.
Ένα πολύ συχνό μεταναστευτικό πρότυπο, που διατηρήθηκε ως τις αρχές του 20ού αι., ήταν η μετακίνηση νέων ατόμων και των δύο φύλων προς τα μεγάλα αστικά κέντρα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, κυρίως στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Οι μεν άνδρες απασχολούνταν σε διάφορα επαγγέλματα, συχνά μάλιστα εξειδικεύονταν σε κάποιο επάγγελμα με κριτήριο τον τόπο καταγωγής τους. Έτσι π.χ. οι Ναξιώτες που εγκαθίσταντο στα Βουρλά –οικισμός κοντά στη Σμύρνη– γίνονταν βουτσάδες (κατασκευαστές μεγάλων ξύλινων βαρελιών για κρασί), ενώ οι γυναίκες εργάζονταν κατά κύριο λόγο ως υπηρέτριες. Αυτή η πρακτική ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στις Κυκλάδες.
Τα μικρασιατικά παράλια αποτέλεσαν ισχυρό πόλο έλξης και για τους κατοίκους των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Οι επαφές αυτές διευκολύνθηκαν από τη μικρή απόσταση, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού νησιών όπως η Λήμνος, η Λέσβος, η Σάμος, η Ρόδος, το Καστελόριζο κ.ά. να μεταναστεύει είτε εποχικά είτε για μεγαλύτερα διαστήματα προς μέρη της απέναντι ακτής. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν εκεί από τέτοιους μετανάστες. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι πρώτοι οικιστές του Αϊβαλιού, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων με ελληνορθόδοξο πληθυσμό, είχαν έρθει από την κοντινή Λέσβο.
Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας ενισχύθηκε κατά πολύ στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η ενίσχυση αυτή σχετίζεται αφενός με το ευνοϊκό πολιτικό κλίμα που δημιουργήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων του τανζιμάτ που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1830 και μετά, και αφετέρου με τη μεγάλη ανάπτυξη των αστικών κέντρων των δυτικών παραλίων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Σμύρνη, κυρίως στο β΄ μισό του 19ου αιώνα. Ήταν αυτό το ρεύμα που άλλαξε ριζικά και την πληθυσμιακή σύνθεση των εν λόγω περιοχών προς όφελος των ελληνορθόδοξων.
Η δημιουργία του ελληνικού κράτους και η όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη της Αθήνας και του Πειραιά έφεραν εκεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αγροτικής ενδοχώρας, εξέλιξη που επηρέασε και τα νησιά του Αιγαίου. Αυτή η κίνηση έγινε ιδιαίτερα αισθητή από το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Δύο άλλοι σημαντικοί χώροι υποδοχής μεταναστών από τα νησιά του Αιγαίου –και όχι μόνο– ήταν η Ερμούπολη της Σύρου, επίσης πολύ σημαντικό λιμάνι μέχρι που ξεπεράστηκε από τον Πειραιά, και η Σέριφος. Η εισροή νεοφερμένων στη Σέριφο συνδέεται με τη λειτουργία των μεταλλείων (1829-1934) που προσέλκυσαν μετανάστες από την Ανάφη, τη Νάξο, την Κρήτη, τη Ρόδο, τη Σάμο, τη Σύρο και τη Χίο, αλλά και από περιοχές της ηπειρωτικής ενδοχώρας, όπως η Πελοπόννησος και η Αθήνα ακόμη.
Από τη δεκαετία του 1830 και μετά, μετανάστες με καταγωγή από το Αιγαίο άρχισαν να κατευθύνονται και προς τόπους εκτός της επικράτειας τόσο του ελληνικού κράτους όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνηθισμένος προορισμός ήταν η Αίγυπτος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ (1859-1869) αλλά και αργότερα. Πολλοί νησιώτες κατευθύνθηκαν τότε προς τα εκεί και απασχολήθηκαν ως ανειδίκευτοι εργάτες. Χαρακτηριστικό, σε καμία περίπτωση όμως μοναδικό, παράδειγμα αποτελούν οι Κάσιοι, οι οποίοι μάλιστα μετά το 1898 μετακινήθηκαν προς τη Μοζαμβίκη και απασχολήθηκαν στην κατασκευή του εκεί σιδηροδρομικού δικτύου. Κατά το 19ο αιώνα και ως τις αρχές του 20ού εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετανάστες με καταγωγή από Ρόδο, Κάλυμνο, Λέρο, Νίσυρο, Σύμη, Καστελόριζο, Κρήτη, Κύθηρα, Κάρυστο, Σέριφο, Σίφνο, Αμοργό, Ίμβρο, Άγιο Ευστράτιο, Χίο, Σάμο, Ικαρία και Λέσβο. Στο τμήμα της Αφρικής νοτίως της Αιγύπτου κατά την ίδια περίοδο βρίσκουμε εγκαταστημένους Κρητικούς, Δωδεκανήσιους, Σαμιώτες, Λέσβιους και Λημνιούς. Όπως ήταν αναμενόμενο, αρκετοί ήταν και οι νησιώτες που κατευθύνθηκαν προς υπερπόντιους προορισμούς, όπως η Αμερική και η Αυστραλία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους Ικαριώτες και τους Κυθήριους.
Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το μεταναστευτικό ρεύμα που κατευθυνόταν από την αγροτική ενδοχώρα προς τα αστικά κέντρα του ελληνικού κράτους. Οι νησιώτες προτιμούσαν για την εγκατάστασή τους την Αθήνα και τον Πειραιά. Παράλληλα, συνέχισαν να μεταναστεύουν και προς τους ήδη γνωστούς για αυτούς εξωτερικούς προορισμούς. Το επόμενο, πραγματικά μεγάλο, κύμα εσωτερικής μετανάστευσης, που κατευθύνθηκε επίσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ειδικά όσον αφορά τα νησιά του Αρχιπελάγους, οι πληθυσμιακές εκροές της περιόδου 1956-1961 ξεπέρασαν τις αντίστοιχες εισροές κατά 108%. Το 1960, το 23% του πληθυσμού του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθηνών - Πειραιώς προέρχεται από τα νησιά και αναλύεται ως εξής: νησιά Ιονίου 4%, Αρχιπέλαγος 13,9% και Κρήτη 5,3%. Η εξωτερική μετανάστευση συνεχίζεται και αυτή την περίοδο, είναι όμως αισθητά μικρότερη σε σχέση με την εσωτερική: από τα νησιά του Αρχιπελάγους κατάγεται το 6% του συνολικού ποσοστού των μεταναστών που εγκαταλείπουν τη χώρα κατά την περίοδο 1955-1959. Το ποσοστό μειώνεται ελαφρώς κατά την περίοδο 1960-1964. Ακολουθώντας τις γενικότερες τάσεις που ρύθμιζαν τη συμπεριφορά των Ελλήνων μεταναστών αυτή την περίοδο, οι νησιώτες κατευθύνονταν πια κυρίως προς ευρωπαϊκούς και δευτερευόντως προς υπερπόντιους προορισμούς.
Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη περιήγηση με μια επισήμανση. Οι κάθε είδους μετακινήσεις πληθυσμών αποτελούσαν μια συνηθισμένη πρακτική με βαθιές ρίζες στο χώρο του Αιγαίου. Στο πλαίσιο λοιπόν μιας ιδιαίτερα αναπτυγμένης μεταναστευτικής κουλτούρας οι νησιώτες προσπάθησαν, τις περισσότερες φορές με επιτυχία, να διατηρήσουν την επαφή με τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν και οι πολυάριθμες αδελφότητες και οι σύλλογοι που διαχρονικά φρόντιζαν να ιδρύουν στους τόπους υποδοχής τους. Οι θεσμοί αυτοί λειτουργούσαν και λειτουργούν ακόμη ως παράγοντες κοινωνικής συνοχής και ενίσχυσης της ιδιαίτερης ταυτότητας των μελών τους.