Οι Κυκλάδες κατέχουν γεωγραφικά την κεντρική ζώνη του Αιγαίου. Η ονομασία τους προέρχεται από τη λέξη «κύκλος», που διαγράφει το γενικό σχήμα αυτής της ομάδας των νησιών: την κυκλική διάταξη γύρω από ένα κέντρο και την κεντρική θέση πραγματικά και συμβολικά. Η σημασία του κέντρου ήδη από την Αρχαιότητα εντοπίζεται στην ιερότητα της Δήλου, λες και το ιδιαίτερο φως των Κυκλάδων ακτινοβολεί από το ιερό του θεού του φωτός, Απόλλωνα.
Στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομική οργάνωση του χώρου, οι Κυκλάδες εμφανίζουν έντονες επιμέρους διαφορές και ταυτόχρονα κοινά αρχετυπικά χαρακτηριστικά.
Η ποικιλία των μορφών στηρίζεται στις διαφορετικές ιστορικές τύχες των νησιών, στην ενεργητικότητα του πληθυσμού τους, στις γεωλογικές και γεωφυσικές τους ιδιαιτερότητες, στον πλούτο του εδάφους τους. Επιπρόσθετα, σε αυτό συμβάλλει ο κατακερματισμός των Κυκλάδων σε ημιαυτόνομους κόσμους που περιβάλλονται, απομονώνονται αλλά και επικοινωνούν μέσα από την θάλασσα που τους ορίζει. Τα νερά του Αιγαίου με τη σύνθετή τους ιδιότητα, ως μέσον δημιουργικής επικοινωνίας και ως πηγή κινδύνου, πάντα έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη ή το μαρασμό των νησιών. Παράλληλα, το συνεκτικό σχήμα των νησιών, η γειτνίαση μεταξύ τους και με την ηπειρωτική χώρα, η ήπια γεωγραφία τους και οι κλιματολογικές τους συνθήκες πάντα συγκροτούσαν ένα κοινό υπόβαθρο.
Η αρχιτεκτονική και η τοπογραφία παρακολουθούσαν κατ’ ανάγκην τους κύκλους της ιστορίας και της τύχης, εφευρίσκοντας και εξελίσσοντας τρόπους εξυπηρέτησης των ανθρώπινων αναγκών. Παρά τα φανερά συγγενικά τους χαρακτηριστικά, σχεδόν κάθε ένα νησί από τις Κυκλάδες διατηρεί, διαφυλάσσει και αναπτύσσει κάτι διαφορετικό και μοναδικό που δεν απαντάται πουθενά αλλού. Θα μπορούσαμε επιγραμματικά να αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα: τις υπόσκαφες κατοικίες της Σαντορίνης και την ανάπτυξη των οικισμών στο χείλος της καλντέρας, τα πυργόσπιτα στην ενδοχώρα της Άνδρου και της Νάξου, τους περιστερώνες και την παράδοση στην επεξεργασία του μαρμάρου της Τήνου, τις κεραμοσκεπείς Χώρες της Κύθνου και της Κέας, τους οικισμούς σε μορφή κάστρου της Αντιπάρου, της Φολεγάνδρου, της Σίφνου, τη νεοκλασική Ερμούπολη, τον πυκνό κυβιστικό οικισμό της Μυκόνου, το σύμπλεγμα των επτά οικισμών που συγκροτούν τη χώρα στο εσωτερικό οροπέδιο της Σίφνου, τις σειρές από ανεμόμυλους στην Ιουλίδα και στην Πάρο, την κολλημένη στο βράχο μονή της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, την Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, τα σύρματα –μικρά σπιτάκια όπου φυλάγονται οι βάρκες το χειμώνα– στη Μήλο, τα βιομηχανικά κτίσματα στη Σέριφο, τη Δήλο και την Κέρο με την αρχαιολογική τους βαρύτητα.
3. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική των Κυκλάδων
Οι πρώτοι οικισμοί στις Κυκλάδες ήταν παραθαλάσσιοι, ενώ τους διαδέχθηκαν άλλοι οχυρωμένοι κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Ο κύκλος αυτός επαναλήφθηκε όταν οι πειρατικές επιδρομές οδήγησαν ξανά στην εγκατάλειψη των οικισμών κοντά στα παράλια και τη δημιουργία νέων, οχυρωμένων στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Οι μονάδες κατοικίας στους πυκνοδομημένους οχυρωμένους οικισμούς της Ενετοκρατίας είχαν τις ελάχιστες δυνατές διαστάσεις. Η έλλειψη χώρου οδήγησε στο χτίσιμο στη σειρά διώροφων συνήθως σπιτιών με στενό μέτωπο, στις ίδιες περίπου διαστάσεις και την ίδια διάρθρωση. Τα σπίτια αποτελούσαν ταυτόχρονα και τον οχυρωματικό περίβολο του οικισμού. Το σχήμα της κάτοψης συνήθως ήταν επίμηκες ορθογώνιο, με διαδοχικό πέρασμα από τον ένα χώρο στον επόμενο. Η πρόσβαση στον όροφο γινόταν μέσω εξωτερικής κλίμακας, καθώς ο ιδιοκτήτης σε κάθε στάθμη ήταν συνήθως διαφορετικός. Ο θεσμός της οροφοκτησίας ήταν σημαντικός, καθώς ο κύριος του ισογείου ήταν επίσης κύριος του εδάφους και των θεμελίων, ενώ ο ιδιοκτήτης του ορόφου όριζε τον αέρα της ίδιας κατοικίας.
Παράλληλα εμφανίστηκαν μεμονωμένα πυργόσπιτα στη νησιωτική ύπαιθρο από το 13ο αιώνα και μετά, από γαιοκτήμονες και ευγενείς. Οι περιστερώνες άρχισαν να χτίζονται την περίοδο αυτή καθώς η εκτροφή περιστεριών αποτελούσε αριστοκρατικό προνόμιο. Ο οχυρωματικός χαρακτήρας των πυργόσπιτων εξυπηρετούσε την προστασία των ιδιοκτητών αλλά και των υποστατικών στα γύρω χωράφια σε περιπτώσεις επιδρομών.
Τέλος, τους τρεις τελευταίους αιώνες αναπτύσσεται ο τύπος του απλού αγροτικού σπιτιού στην ύπαιθρο.
Η ιδιαίτερη γεωμορφολογία, το απαλό κλίμα και η εντατική ενασχόληση των κατοίκων με υπαίθριες δραστηριότητες έδωσαν την δυνατότητα στα απλά κτίσματα της υπαίθρου να εξελιχθούν σε σημαντικές αρχιτεκτονικές οντότητες. Τα κτίσματα –αρχικά ένας μικρών διαστάσεων ορθογώνιος όγκος– εναρμονίζονται και αφομοιώνονται στο φυσικό περιβάλλον εκμεταλλευόμενα την ίδια στιγμή όλες τις δυνατότητες που τους παρέχει το έδαφος. Αναπτύσσονται μέσα σε εσοχές, σε βράχους για οικονομία υλικών, χρησιμοποιούν κοιλότητες για δεξαμενές και αποθηκευτικούς χώρους, προστατεύονται από τον άνεμο και τη βροχή. Είναι σαν να φυτρώνουν στη γη.
Τα κτίσματα εξαπλώνονται στην ύπαιθρο μεμονωμένα ή οργανώνονται σε χαλαρά αγροτικά συγκροτήματα και σε συγκροτημένους οικισμούς. Τα βασικά υλικά είναι ως επί το πλείστον τοπικά, καθώς η μεταφορά από μακριά είναι δύσκολη και ασύμφορη. Πρόκειται για πέτρα για τις φέρουσες λιθοδομές, ακόμα και μέσα από το ίδιο οικόπεδο, λιγοστή ξυλεία για τη στέγη και τα περιορισμένων διαστάσεων ανοίγματα, χώμα πατημένο από τις κοίτες των κοντινών ρεμάτων για τα δάπεδα και τη στέγη.
Τα βασικά, μικρά κτίσματα τις λαϊκής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής παρουσιάζουν μεγάλες συγγένειες με αυτά των προϊστορικών οικισμών που αποκαλύπτονται σε ανασκαφές στα ίδια νησιά. Οι αναλογίες των χώρων, οι διατάξεις των υπαίθριων χώρων, οι αποθηκευτικές κόγχες, τα μικρά ύψη ανταποκρίνονται στις βασικές ανάγκες της καθημερινής ζωής.
Οι μορφές του απλού αγροτικού σπιτιού, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά στο χρόνο, εξελίχθηκαν αργά και σταθερά, εμπλουτίστηκαν με τα «σύγχρονα» κάθε φορά στοιχεία για να εξυπηρετήσουν τη στοιχειώδη λειτουργία της κατοίκησης. Οι περιφερειακές της κατοικίας λειτουργίες, σε συνδυασμό με τις τοπικές δραστηριότητες και ανάγκες των κατοίκων, δημιούργησαν κτίσματα με ειδικές χρήσεις τα οποία προσκολλήθηκαν στο βασικό αγροτικό σπίτι: κτίσματα για τα οικόσιτα ζώα, στάβλους, αποθήκες για το θερισμένο καρπό και για το κρασί, κτίσματα για την επεξεργασία των προϊόντων της γης, ανεμόμυλους, νερόμυλους, αλώνια. Με περιορισμένα μέσα, με τα απολύτως ελάχιστα υλικά και με πολύ κόπο, τα περιφερειακά αυτά κτίσματα, αν και προορίζονταν για βοηθητικές χρήσεις, εξακολουθούν να αποδεικνύουν την κατασκευαστική ευφυΐα, την αισθητική και την ευαισθησία στη σχέση με το φυσικό τοπίο.
Το αρχετυπικό κυκλαδίτικο αγροτικό σπίτι είχε τη δυνατότητα να προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες και το περιβάλλον του χωρίς να χάνει τις εγγενείς ποιότητες του. Η λαϊκή αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, η εικόνα των απλών γεωμετρικών όγκων που λάμπουν μέσα στο φως, έγινε πρότυπο αναφοράς για το μοντέρνο κίνημα. Κατά το διεθνές συνέδριο αρχιτεκτονικής του C.I.A.M που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1933, οι ξένοι επισκέπτες και εκπρόσωποι της επαναστατικής αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν και να εκτιμήσουν την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική.
Στο 19ο αιώνα, τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα μεταφράστηκαν στην αρχιτεκτονική με την παραγωγή νέων οικιστικών και αρχιτεκτονικών μορφών. Η ευημερία, η στροφή στα ναυτικά επαγγέλματα, τα κοσμοπολίτικα πρότυπα, το μεταναστευτικό ρεύμα οδήγησαν σε νέες [πό αισθητική άποψη αναζητήσεις και καινοτομίες. Τα αρχοντικά σπίτια στις Κυκλάδες είναι δείγματα αυτής της περιόδου. Χαρακτηρίζονται από τη μεγαλύτερη τους κλίμακα, την πρόθεση μνημειακότητας, το κλασικιστικό λεξιλόγιο.
Τα αρχοντικά σπίτια χτίζονται είτε στο εσωτερικό των οικισμών είτε στην ύπαιθρο. Μέσα στους οικισμούς τα αρχοντικά σπίτια συγκεντρώνουν και επιδεικνύουν τα αντικείμενα που οι ιδιοκτήτες τους –κυρίως ασχολούμενοι με ναυτικά επαγγέλματα ή έμποροι– έφεραν από τα ταξίδια τους: διακοσμητικά αντικείμενα, έπιπλα. Αρκετές φορές τα ίδια τα σπίτια είναι μιμήσεις σπιτιών ή προσόψεων κτισμάτων από το εξωτερικό. Τα περίοπτα αρχοντικά σπίτια συχνά συγκροτούν γειτονιές σε συγκεκριμένα τμήματα των οικισμών.
Στην ύπαιθρο δεσπόζουν στη γη την οποία κατέχουν, θυμίζοντας την αίγλη των πυργόσπιτων της Ενετοκρατίας, χωρίς όμως να έχουν οχυρωματικό χαρακτήρα, αφού αυτό δεν είναι πια αναγκαίο.
Ο δημόσιος χώρος στις Κυκλάδες είναι μικρής κλίμακας. Συνήθως ο δρόμος έχει επιπλέον το ρόλο της πλατείας, της πιάτσας. Ο δημόσιος χώρος γειτνιάζει και εισχωρεί με εφευρετικότητα και απλότητα στον ιδιωτικό. Τα στεγάδια, τα περάσματα, τα ακανόνιστα πλατώματα, οι εσοχές και τα σκαλοπάτια δημιουργούν μια ανεπανάληπτη εμπειρία περιήγησης στους κυκλαδίτικους οικισμούς. Η λειτουργικότητα και η αισθητική είναι παρούσες και συμφιλιωμένες και μάλιστα με τις ελάχιστες δυνατές κινήσεις. Είναι αξιοθαύμαστο το πόσο προφανής και οικεία είναι η οικονομία του χώρου, όπως επίσης είναι άξιο απορίας το πόσο ο δημόσιος χώρος στη σύγχρονη έκφρασή του αδυνατεί να αφομοιώσει και να εκφράσει ανάλογα παραδείγματα.
Η σύγχρονη αρχιτεκτονική στις Κυκλάδες, αν και δραστήρια, μοιάζει υποτελής σε μια αστική αρχιτεκτονική κουλτούρα. Η τουριστική ανάπτυξη και η αναζήτηση δεύτερης, εξοχικής κατοικίας εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση των νησιών, αλλά την ίδια στιγμή τείνει συνεχώς και επικίνδυνα σε ένα σημείο κορεσμού και κατάχρησης. Οι προσπάθειες που γίνονται ώστε μια σύγχρονη αρχιτεκτονική να μπορεί να σταθεί δίπλα στο χτισμένο περιβάλλον των Κυκλάδων είναι ασφαλώς σημαντικές, αλλά οριακές. Χτίζοντας –με συνείδηση– στις Κυκλάδες είναι σαν να χτίζεις κοντά σε μια επικίνδυνη και σοφή οντότητα. Ως εκ τούτου θα πρέπει η απόσταση από αυτήν να είναι ούτε πολύ μεγάλη ούτε πολύ μικρή, με τόλμη και με επίγνωση, με αναφορές στην ουσία και όχι στην επιφάνεια.
Ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης, βαθιά μοντερνιστής αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητος μελετητής της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, έλεγε ότι ο αρχιτέκτονας θα πρέπει να διδάσκεται αρχές σύνθεσης και όχι να αντιγράφει μορφές. Ο ίδιος, απόλυτα συνεπής στα πιστεύω του, αντιπαρατάχθηκε στον κοινά αποδεκτό τρόπο αρχιτεκτονικής παραγωγής στις Κυκλάδες. Στην ξενοδοχειακή αρχιτεκτονική του, κυρίως στα ξενοδοχεία «Ξενία» που έχτισε, αρνήθηκε να αποδεχτεί και να ενσωματώσει επίπλαστα παραδοσιακά πρότυπα στις προτάσεις του, οι οποίες στέκουν ακόμα, αρκετά παρεξηγημένες, αλλά πάντα σοβαρές και «μελλοντικές».